Στην Γ’ Σεπτεμβρίου το τυροπιτάδικο – καφέ έχει προσφορά. Η υπάλληλος φοράει τη γνωστή κίτρινη στολή που φοράνε στα σούπερ μάρκετ. Στο θώρακα έχει ένα ύφασμα ραμμένα πάνω στη στολή. Με κεφαλαία: ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ. Καφές και μικρό μπουκάλι νερό 1,90 €. Όλα αυτά συνωστισμένα σ’ ένα (νομίζω) λευκό τετράγωνο κομμάτι υφάσματος κολλημένο πάνω στη στολή. Παρακάτω κάποιο ταμείο (των υπαλλήλων ΑΤΕ). Απ’ έξω είκοσι, εικοσί δύο χρονών το πολύ, παιδί με στολή, γκρι υφασμάτινο παντελόνι, κάτι σαν μωβ πουκάμισο. διακριτικά στο πλάι και ψείρα στο αυτί. Σεκιούριτι.
Οι άνθρωποι με τις στολές. Ανάπτυξη και δουλειές για όλα τα γούστα. Διάθεση για προκοπή να υπάρχει.
Περνάω έξω απ’ τον οκανα το πρωί. Δεν βλέπω καμία απ’ τις γνώριμες φιγούρες. Σε αντίθεση με ότι θα επέβαλλε η περίφημη «ανάγκη» για καθαρή και όμορφη Αθήνα, οι άδειοι από τοξικοεξαρτημένους γύρω δρόμοι δεν μου δημιούργησαν αίσθημα ανακούφισης, παρά ανησυχία. Πού να ‘ναι οι άνθρωποι; Σε ποιά Αμυγδαλέζα σέρνουν τα βήματά τους; Ποιός τους μετράει σήμερα;
Χθες κυκλοφόρησε στο δίκτυο αυτό.
Κάποιοι μπόρεσαν και συγχώρεσαν τους βασανιστές τους. Άλλοι μοιράζουν δωρεάν φασιστικά κηρύγματα απ’ τις εφημερίδες, δικαιώνοντας το μαύρο παρελθόν. Και βέβαια κανακεύοντας και ετοιμάζοντας τους επόμενους βασανιστές.
Θα μας ξεκάνει μια αίσθηση επείγοντος. Ακούμε με αγωνία τις ειδήσεις, κοιτάζουμε τις ανταποκρίσεις των φίλων στο τουίτερ και νιώθουμε ότι περπατάμε στην άκρη της άκρης του γκρεμού. Καμιά φορά αιωρούμαστε κιόλας από πάνω του. Ύστερα βγαίνει κάποιος βουλευτής αριστερού κόμματος και επικαλείται (αναλόγως) τους θεσμούς ή την ανετοιμότητα του λαού. Εμείς κρεμόμαστε απ’ τη φωτογραφία ενός ακόμη θύματος, μετράμε τα σκάγια, βγαίνουμε στους δρόμους και ξανακλεινόμαστε σπίτι, δεν προλαβαίνουμε πια, δεν προλαβαίνουμε να μάθουμε ονόματα, να είμαστε αλληλέγγυοι, ποιά αλληλεγγύη; Δεν αρκεί μέσα στον κακό χαμό, που όλο ξέρουμε κι όλο πάμε κάπως να βοηθήσουμε κι όλο είμαστε εκεί, συνήθως ακριβώς μετά απ’ το κακό. Θα μας ξεκάνει αυτό το επείγον, που όλα γλιστράνε μακριά μας, τα χάνουμε μέσα απ’ τα χέρια μας και κάποιες ώρες μετά ένα δελτίο τύπου θα πει ότι αυτά είναι απαράδεκτα και περιμένουμε την δικαιοσύνη να κάνει το καθήκον της και μάλιστα θα φέρουμε το θέμα στην εθνική επιτροπή για την προστασία μπλα μπλα και σε συνέντευξη τύπου και μπλα μπλα μπλα και ύστερα πώς να προλάβεις να μετρήσεις τα σκάγια;
Σε κάποιο ραδιόφωνο η Πιπιλή θα μιλήσει για εθνική προδοσία. Αυτό είναι οι πυροβολισμοί εναντίον απλήρωτων εργατών στα φραουλοχώραφα. Εθνική προδοσία. Μείωση της ανταγωνιστικότητας, κακό επενδυτικό κλίμα, δυσφήμιση του προϊόντος (όπου προϊόν βάλε Ελλάδα. Βέβαια οι πυροβολισμοί απλήρωτων εργατών, για κάποιους λειτουργούν ως δυσφήμιση για κάποιους ως διαφήμιση, ξέρετε έχει σημασία το target group). Ύστερα η επωδός, να δουλέψουν και έλληνες.
Θα σε πυροβολήσουν μέρα μεσημέρι και την επόμενη μέρα οι εφημερίδες θα γράψουν. «ΑΙΣΧΟΣ. Οι πυροβολισμοί στην πλατεία Συντάγματος σόκαραν διερχόμενη Γαλλίδα τουρίστρια, ενώ ο φρέντο καπουτσίνο χύθηκε πάνω στον ταξιδιωτικό οδηγό της. Ως πότε θα βάζουμε σε κίνδυνο τη βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, τον τουρισμό; Δήλωση υπουργού τουρισμού: Ξεκινάμε συντονισμένα να χορεύουμε gagman style σε όλη την Ευρώπη. Θα πρέπει να δουλέψουμε σκληρά για να ξεχαστεί το συμβάν». Μια άλλη εφημερίδα με περισσότερα θέματα και χρώμα στο εξώφυλλο, καθώς επίσης και με χιλιάδες περισσότερους αναγνώστες θα γράφει: «ΣΑΛΟΣ με τους πυροβολισμούς στην πλατεία Συντάγματος. Αποκάλυψη: Ποια διάσημη παρουσιάστρια διατηρούσε δεσμό με τον γ’ ξάδερφο του θύματος. Δήλωση του υπουργού δημόσιας τάξης: Και ο αστυνομικός που πυροβόλησε είχε μάνα».
«τί να πω και να μην είναι λίγο»
Μεσημέρι περνάω ξανά απ’ το ίδιο σημείο. Μαζί με τον σεκιουριτά και την γυναίκα με τη στολή, βλέπω τους ανθρώπους στους δρόμους γύρω απ’ τον οκανα.
Περνώντας ανάμεσά τους γνέφω σ’ έναν, αν ήμουν λίγο αλλιώς, λίγο ωραιότερος τύπος, θα έλεγα μια καλησπέρα, ίσως να καθόμουν και κει για κανένα δεκάλεπτο ανάμεσά τους.
Αλλά περνάνε δελτάδες, κρέμονται απ’ το περίπτερο τα εξώφυλλα της επρέσσο, κάποιοι μασουλάνε φράουλες, κορίτσια και αγόρια φοράνε τη στολή του σεκιούριτι, η πιπιλή μιλάει για εθνική προδοσία, ο κόσμος πάει καταπάνω στον τοίχο, τα κεφάλια μερικών έχουν ήδη σπάσει πάνω στον τοίχο και δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά ένας τοίχος μπροστά μας.
Για καιρό τον χαϊδεύουμε, του λέμε γλυκόλογα, τον παρακαλάμε να πέσει, του μιλάμε με επιχειρήματα και με τραγούδια, προσπαθούμε να τον πείσουμε με αρχαίες λέξεις και κακές εμπειρίες ότι κακώς ορθώθηκε μέχρι εκεί πάνω. Ο τοίχος όμως στέκει και υψώνεται όλο και περισσότερο. Και μεις κοιταζόμαστε στη σκιά του και όλο το αναβάλλουμε να κάνουμε κάτι και όλο υποτιμούμε το ύψος του.
Αλλά κάποτε τελειώνουν οι δισταγμοί ή αντοχή για άλλα θύματα. Και έτσι κι αλλιώς ξέρουμε (άλλος από ένστικτο κι άλλος από μνήμη), πως υπάρχει πάντα εκείνη η παμπάλαια κοινή επιθυμία, που μπορεί και ρίχνει όλους τους τοίχους. Αλλιώς, δε μας περιμένει τίποτα άλλο, παρά απέραντα φραουλοχώραφα και στολές σεκιούριτι.
Οι άνθρωποι με τις στολές. Ανάπτυξη και δουλειές για όλα τα γούστα. Διάθεση για προκοπή να υπάρχει.
Περνάω έξω απ’ τον οκανα το πρωί. Δεν βλέπω καμία απ’ τις γνώριμες φιγούρες. Σε αντίθεση με ότι θα επέβαλλε η περίφημη «ανάγκη» για καθαρή και όμορφη Αθήνα, οι άδειοι από τοξικοεξαρτημένους γύρω δρόμοι δεν μου δημιούργησαν αίσθημα ανακούφισης, παρά ανησυχία. Πού να ‘ναι οι άνθρωποι; Σε ποιά Αμυγδαλέζα σέρνουν τα βήματά τους; Ποιός τους μετράει σήμερα;
Χθες κυκλοφόρησε στο δίκτυο αυτό.
Θα μας ξεκάνει μια αίσθηση επείγοντος. Ακούμε με αγωνία τις ειδήσεις, κοιτάζουμε τις ανταποκρίσεις των φίλων στο τουίτερ και νιώθουμε ότι περπατάμε στην άκρη της άκρης του γκρεμού. Καμιά φορά αιωρούμαστε κιόλας από πάνω του. Ύστερα βγαίνει κάποιος βουλευτής αριστερού κόμματος και επικαλείται (αναλόγως) τους θεσμούς ή την ανετοιμότητα του λαού. Εμείς κρεμόμαστε απ’ τη φωτογραφία ενός ακόμη θύματος, μετράμε τα σκάγια, βγαίνουμε στους δρόμους και ξανακλεινόμαστε σπίτι, δεν προλαβαίνουμε πια, δεν προλαβαίνουμε να μάθουμε ονόματα, να είμαστε αλληλέγγυοι, ποιά αλληλεγγύη; Δεν αρκεί μέσα στον κακό χαμό, που όλο ξέρουμε κι όλο πάμε κάπως να βοηθήσουμε κι όλο είμαστε εκεί, συνήθως ακριβώς μετά απ’ το κακό. Θα μας ξεκάνει αυτό το επείγον, που όλα γλιστράνε μακριά μας, τα χάνουμε μέσα απ’ τα χέρια μας και κάποιες ώρες μετά ένα δελτίο τύπου θα πει ότι αυτά είναι απαράδεκτα και περιμένουμε την δικαιοσύνη να κάνει το καθήκον της και μάλιστα θα φέρουμε το θέμα στην εθνική επιτροπή για την προστασία μπλα μπλα και σε συνέντευξη τύπου και μπλα μπλα μπλα και ύστερα πώς να προλάβεις να μετρήσεις τα σκάγια;
Σε κάποιο ραδιόφωνο η Πιπιλή θα μιλήσει για εθνική προδοσία. Αυτό είναι οι πυροβολισμοί εναντίον απλήρωτων εργατών στα φραουλοχώραφα. Εθνική προδοσία. Μείωση της ανταγωνιστικότητας, κακό επενδυτικό κλίμα, δυσφήμιση του προϊόντος (όπου προϊόν βάλε Ελλάδα. Βέβαια οι πυροβολισμοί απλήρωτων εργατών, για κάποιους λειτουργούν ως δυσφήμιση για κάποιους ως διαφήμιση, ξέρετε έχει σημασία το target group). Ύστερα η επωδός, να δουλέψουν και έλληνες.
Θα σε πυροβολήσουν μέρα μεσημέρι και την επόμενη μέρα οι εφημερίδες θα γράψουν. «ΑΙΣΧΟΣ. Οι πυροβολισμοί στην πλατεία Συντάγματος σόκαραν διερχόμενη Γαλλίδα τουρίστρια, ενώ ο φρέντο καπουτσίνο χύθηκε πάνω στον ταξιδιωτικό οδηγό της. Ως πότε θα βάζουμε σε κίνδυνο τη βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, τον τουρισμό; Δήλωση υπουργού τουρισμού: Ξεκινάμε συντονισμένα να χορεύουμε gagman style σε όλη την Ευρώπη. Θα πρέπει να δουλέψουμε σκληρά για να ξεχαστεί το συμβάν». Μια άλλη εφημερίδα με περισσότερα θέματα και χρώμα στο εξώφυλλο, καθώς επίσης και με χιλιάδες περισσότερους αναγνώστες θα γράφει: «ΣΑΛΟΣ με τους πυροβολισμούς στην πλατεία Συντάγματος. Αποκάλυψη: Ποια διάσημη παρουσιάστρια διατηρούσε δεσμό με τον γ’ ξάδερφο του θύματος. Δήλωση του υπουργού δημόσιας τάξης: Και ο αστυνομικός που πυροβόλησε είχε μάνα».
( η ιστορία στο δρόμο )
Το έθνος σε καιρό ειρήνης παράγει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες συζητήσεις για τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και ωραιότατες βραδιές με παραδοσιακούς χορούς στο Ηρώδειο. Στο σημερινό καιρό παράγει επιστάτες, ναζιστικούς χαιρετισμούς και πισώπλατα μαχαιρωμένους μετανάστες. Συγγνώμη είπα πισώπλατα μαχαιρωμένους μετανάστες. Κακώς το ανέφερα στα προβλήματα, η ελληνική κοινωνία δεν ενοχλείται ιδιαίτερα και δηλώνει σε άπταιστα αγγλικά, «το θέμα είναι να ‘ρθει το δολάριο».«τί να πω και να μην είναι λίγο»
Μεσημέρι περνάω ξανά απ’ το ίδιο σημείο. Μαζί με τον σεκιουριτά και την γυναίκα με τη στολή, βλέπω τους ανθρώπους στους δρόμους γύρω απ’ τον οκανα.
Περνώντας ανάμεσά τους γνέφω σ’ έναν, αν ήμουν λίγο αλλιώς, λίγο ωραιότερος τύπος, θα έλεγα μια καλησπέρα, ίσως να καθόμουν και κει για κανένα δεκάλεπτο ανάμεσά τους.
Αλλά περνάνε δελτάδες, κρέμονται απ’ το περίπτερο τα εξώφυλλα της επρέσσο, κάποιοι μασουλάνε φράουλες, κορίτσια και αγόρια φοράνε τη στολή του σεκιούριτι, η πιπιλή μιλάει για εθνική προδοσία, ο κόσμος πάει καταπάνω στον τοίχο, τα κεφάλια μερικών έχουν ήδη σπάσει πάνω στον τοίχο και δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά ένας τοίχος μπροστά μας.
Για καιρό τον χαϊδεύουμε, του λέμε γλυκόλογα, τον παρακαλάμε να πέσει, του μιλάμε με επιχειρήματα και με τραγούδια, προσπαθούμε να τον πείσουμε με αρχαίες λέξεις και κακές εμπειρίες ότι κακώς ορθώθηκε μέχρι εκεί πάνω. Ο τοίχος όμως στέκει και υψώνεται όλο και περισσότερο. Και μεις κοιταζόμαστε στη σκιά του και όλο το αναβάλλουμε να κάνουμε κάτι και όλο υποτιμούμε το ύψος του.
Αλλά κάποτε τελειώνουν οι δισταγμοί ή αντοχή για άλλα θύματα. Και έτσι κι αλλιώς ξέρουμε (άλλος από ένστικτο κι άλλος από μνήμη), πως υπάρχει πάντα εκείνη η παμπάλαια κοινή επιθυμία, που μπορεί και ρίχνει όλους τους τοίχους. Αλλιώς, δε μας περιμένει τίποτα άλλο, παρά απέραντα φραουλοχώραφα και στολές σεκιούριτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου