Πού ήμασταν, πού είμαστε και πού πηγαίνουμε
Δυο βδομάδες μετά τις εκλογές, και ενώ η προεκλογική καμπάνια της Ν.Δ. έχει, επικοινωνιακά και πολιτικά, καταρρεύσει, μπορούμε να της αναγνωρίσουμε ένα στοιχείο. Ένα στοιχείο, στο οποίο επέμενε, αν και το απολυτοποιούσε και το δαιμονοποιούσε, με τη μορφή αισθητικά και πολιτικά αποκρουστικών σποτ. Κι αυτό είναι ότι στον σύγχρονο καπιταλισμό του χρηματιστικού κεφαλαίου (όπου το «ατύχημα» δεν είναι προϊόν της τύχης, αλλά τάση εξέλιξης των πολιτικών αποφάσεων που έχουν προηγηθεί και αναπτυχθεί σε ένα περιβάλλον καταστατικής αστάθειας), η άσκηση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και σε πιστωτικό γεγονός.
Τα προηγούμενα, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας ψύχραιμης αποτίμησης, δεν δικαιώνουν ασφαλώς τις εκτιμήσεις της Ν.Δ. και την επικοινωνιακή τρομοκρατία που άσκησε προεκλογικά, αλλά τις επιστρέφουν ως ιδεολογικά επιχειρήματα εναντίον της πολιτικής φιλοσοφίας της και του κοσμοθεωρητικού της προτύπου. Στον σύγχρονο καπιταλισμό, η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία υποφέρουν — και αυτό δεν μπορεί να συνιστά επιχείρηση νουθεσίας του πολιτικού αντιπάλου και ακινητοποίησης των λαϊκών αντιδράσεων, αλλά αιτία ριζοσπαστικών πολιτικών αλλαγών.Προχωράω, τώρα, στο επίμαχο των ημερών: τη διαπραγμάτευση της αριστερής κυβέρνησης με τους πιστωτές και τις εικασίες που αναπτύσσονται για την κατάληξή της. Η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. άφησε τα πράγματα σε συγκεκριμένο σημείο. Ας θυμηθούμε ποιο ήταν αυτό, και ας φέρουμε ξανά στην κουβέντα στις πολιτικές αποφάσεις της τρόικας και των προηγούμενων κυβερνήσεων, που οδήγησαν εδώ.
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή, από το 2009-2010, όταν ξεκίνησε η περίοδος του Μνημονίου, η οποία αποτελεί τομή όχι μόνο για την οικονομική και πολιτική ιστορία της Ελλάδας αλλά και την ιστορία της οικοδόμησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκείνη την περίοδο, το ελληνικό δημόσιο, παρά τα σοβαρά προβλήματα αξιοπιστίας του, δανειζόταν από τις αγορές. Το επιτόκιο ήταν πολύ υψηλό, αλλά οι αγορές προσέφεραν πολλαπλάσια ποσά σε σχέση με τις εκδόσεις ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Η ταυτόχρονη απόφαση εξόδου από τις αγορές και εισόδου στο γνωστό πρόγραμμα «διάσωσης», με την υπογραφή Μνημονίων, συνιστά πολιτική επιλογή των Ευρωπαίων πιστωτών και της τότε ελληνικής κυβέρνησης, που εκτόξευσε το χρέος στο 170% του ΑΕΠ και τα επιτόκια σε ύψη που δεν έχουν πλέον κανένα οικονομικό νόημα. Πρωτύτερα, οι περίφημες αγορές μας δάνειζαν· ακριβά μεν, αλλά μας δάνειζαν. Δεν υπήρχε οικονομικός λόγος να εισχωρήσει η Ελλάδα σε ad hoc θεσμούς «διάσωσης». Η επιλογή ήταν πολιτική και εξυπηρετούσε την πολιτική ευκαιρία που διαπίστωσε το ευρωπαϊκό κεφάλαιο να εκμεταλλευτεί την κρίση χρέους και να επιβάλει ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα αντιδραστικής μεταρρύθμισης και εκμετάλλευσης.
Στη συνέχεια, ακολούθησαν μονομερείς ή διμερείς αποφάσεις (Μέρκελ – Σαρκοζί), που εξειδίκευσαν το δόγμα της μη διάσωσης (no bail out) σε μια διαδικασία εσωτερικοποίησης-εθνικοποίησης των ευθυνών χρεωκοπίας (bail in). Οι ευρωπαϊκοί χειρισμοί των υποθέσεων της Κύπρου και της τραπεζικής ένωσης είναι παράγωγα αυτών των εξωθεσμικών συνεννοήσεων των δύο στυλοβατών της Ε.Ε.
Φτάνουμε, έτσι, στα τέλη του 2012 όπου στα Εurogrοup συμφωνείται μεταξύ των δανειστών (Ε.Ε. και ΔΝΤ) η εξής απλή φόρμουλα αντιμετώπισης του ελληνικού χρέους: το ελληνικό κράτος θα πληρώνει τους τόκους με πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3% και 4,5% και οι επίσημοι ευρωπαϊκοί χρηματοπιστωτικοί μηχανισμοί, νέοι και παλιοί, μαζί με τις αγορές, θα αναλάβουν την αποπληρωμή της λήξης των ομολόγων του ελληνικού χρέους. Αποφασίστηκε, δηλαδή, ένα είδος ελεγχόμενης ή εγγυημένης «εξόδου» στις αγορές, που προσπαθούσε να χειριστεί ευνοϊκά τον αριθμητή του κλάσματος χρέος / ΑΕΠ. Ωστόσο, η απόφαση για αδιανόητα πρωτογενή πλεονάσματα επιβάρυνε τον παρονομαστή του κλάσματος μέσω της ακύρωσης της ανάπτυξης και εξουδετέρωσε τις οποίες «θετικές» ρυθμίσεις υπήρχαν στο σκέλος του χρέους. Στο προηγούμενο πλαίσιο επέδρασε καταλυτικά και η αλλαγή, κατά 180 μοίρες, της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ, η οποία αναπροσανατόλισε τις κεφαλαιακές ροές από τις αναπτυσσόμενες και ευρωπαϊκές αγορές προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι αποφάσεις του Εurogroup του 2012 αποτελούν πλέον μια πλήρως αποτυχημένη πολιτική, όχι μόνο λόγω νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ, αλλά και γιατί τα πρωτογενή πλεονάσματα επιφέρουν κοινωνικό πόνο και διαλύουν το πολιτικό σύστημα και τις κοινωνικές εκπροσωπήσεις του.
Όλα τα προηγούμενα δείχνουν ότι οι υποθέσεις του χρέους και της λιτότητας δεν μπορούν, στο σημείο όπου βρισκόμαστε, να αντιμετωπιστούν με απλές οικονομικές πολιτικές και τεχνικές λύσεις. Απαιτείται δραστική αλλαγή των αντιλήψεων και των πολιτικών συσχετισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Χρειάζονται, δηλαδή, άλλου είδους πολιτικές αποφάσεις.
Σε ποιο σημείο λοιπόν είμαστε σήμερα; Στη κυβέρνηση βρίσκεται, για πρώτη φορά, η Αριστερά η οποία και διαπραγματεύεται με στόχο βαθιές τομές στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Μια τέτοια βαθιά τομή θα ήταν η αντιστροφή της λιτότητας. Μια άλλη θα ήταν και η αμοιβαιοποίηση του χρέους. Η Αριστερά προτείνει ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Από την άλλη, οι πιστωτές επανέρχονται στις θέσεις του 2012, σε μια σκληρή, κοινωνικά ανάλγητη και οικονομικά πλήρως αποτυχημένη πολιτική. Μπορούν αυτές οι δύο πολιτικές να συναντηθούν κάπου σε κάποιο σημείο; Προφανώς όχι. Η διαπραγμάτευση όμως οφείλει να βρει ένα σημείο επαφής, που θα προκύψει από τη μετατόπιση των δύο αντίπαλων στρατοπέδων.
Εκτίμησή μου αποτελεί ότι το όριο, πίσω από το οποίο δεν μπορεί να οπισθοχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση, είναι μια συμφωνία που θα προέβλεπε σημαντική μείωση των απαιτήσεων για πρωτογενή πλεονάσματα και σημαντικές μεταρρυθμίσεις στα πεδία της αναδιανομής των εισοδημάτων και ανακατεύθυνσης των χρηματοροών (καλύτερης στόχευσης), με πλήρη συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Μια τέτοια συμφωνία δεν θα αποτελούσε «κυβίστηση», αλλά εξαιρετική επιτυχία, παρότι δεν θα προέβλεπε «κούρεμα». Είναι πλέον εμφανές ότι η μεγάλη διαγραφή χρέους δεν μπορεί να γίνει με μεθόδους που αφορούν τους ιδιώτες πιστωτές αλλά τους δημόσιους πιστωτές. Και μια τέτοια διαγραφή απαιτεί παγιωμένες ρήξεις και ανατροπές στον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων, που δεν υφίστανται σήμερα.
Αναγκαστικά λοιπόν πάμε για μεγάλους κύκλους επαναδιαπραγματεύσεων. Προσοχή όμως. Αν ο κύκλος αυτός που άνοιξε, σήμερα, κλείσει, αύριο, με υποχώρηση κοντά στα επίπεδα των συμφωνιών του 2012 θα μιλάμε για οικονομική και πολιτική καταστροφή. Αν κλείσει με μια συμφωνία για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής αλλά και πάγωμα των μέτρων κοινωνικής αναδιανομής εισοδημάτων και ισχύος (ακύρωση επαναπροσλήψεων, μετάθεση της αύξησης του κατώτατου μισθού κλπ.), τότε ο κύκλος θα έχει πρόσκαιρα μικρά αποτελέσματα, θα είναι εξαιρετικά βραχύς και οικονομικά ασήμαντος. Αν όμως κλείσει με μια συμφωνία η οποία, μαζί με τα πρωτογενή πλεονάσματα και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, προωθεί και σημαντικές τομές στην αναδιανομή εισοδημάτων και κοινωνικής ισχύος, τότε τα αποτελέσματα θα είναι μακροπρόθεσμα και θα προετοιμάσουν αποφασιστικά τον επόμενο κύκλο: την ουσιαστική μείωση και διαγραφή του χρέους, ως ευρωπαϊκού πλέον, και όχι ελληνικού.
Ο Πέτρος Σταύρου είναι οικονομολόγος, συνεργάτης της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου