Η κυβέρνηση θα αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ με νομοθετική ρύθμιση, ακριβώς όπως η προηγούμενη κυβέρνηση τον μείωσε στα 586 ευρώ. Όταν ο κατώτατος μισθός μεταβάλλεται, ολόκληρη η μισθολογική κλίμακα τείνει να μετατραπεί, ώστε να διατηρούνται λίγο-πολύ σταθερές οι αναλογίες κατά τις οποίες αμείβονται οι διαφορετικές μερίδες μισθωτών όπως αυτές διαμορφώνονται από τις γνώσεις και τις δεξιότητες, τη θέση εργασίας, τα χαρακτηριστικά της επιχείρησης και του κλάδου κ.λπ. Αυτό συμβαίνει επειδή ο κατώτατος μισθός είναι η αμοιβή της απλής, ανειδίκευτης εργασίας που αποτελεί τη βάση υπολογισμού της αμοιβής κάθε μορφής σύνθετης, ειδικευμένης εργασίας.
Έτσι η αύξηση των κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ θα τείνει να μεταβάλει τη μισθολογική πυραμίδα τουλάχιστον μέχρι τα μεσαία στελέχη των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, και για το λόγο αυτόν η σημασία της είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Επίσης, η κυβέρνηση θα επαναφέρει το θεσμικό πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, καταργώντας τους νόμους εκείνους της τελευταίας τριετίας που ευνοούν σκανδαλωδώς την ισχύ των εργοδοτών έναντι των εργαζομένων και έχουν οδηγήσει σε μεγάλες μειώσεις των μισθών του ιδιωτικού τομέα. Αυτές οι θεσμικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας θα τείνουν να επαναφέρουν σταδιακά την αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού σε υψηλότερα επίπεδα καθώς οι συλλογικές διαπραγματεύσεις θα διευκολύνουν την αναδιάταξη της μισθολογικής κλίμακας επί της νέας βάσης της που θα είναι ο κατώτατος μισθός των 751 ευρώ.
Στο σημείο αυτό εμφανίζεται, όμως, ένα σοβαρό πρόβλημα: Από τον τρόπο που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να διευθετήσει το ζήτημα του κατώτατου μισθού, διαφαίνεται αμηχανία, προβληματισμός, και έλλειψη αυτοπεποίθησης σχετικά με τις αναμενόμενες θετικές επιπτώσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Η ισχυρότερη ένδειξη αυτής της αμηχανίας, και τελικά ενός φόβου, για υποτιθέμενες αρνητικές επιπτώσεις του κατώτατου μισθού στην οικονομία είναι το γεγονός ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού εντάσσεται από την κυβέρνηση σε ένα «πακέτο» συνοδευτικών μέτρων που προσφέρονται ως αντάλλαγμα στις επιχειρήσεις προκειμένου να προστατευθούν από υποτιθέμενες ζημιές οφειλόμενες στην άνοδο του ελάχιστου μισθού στα 751 ευρώ. Ο φόβος αυτός έχει μια ιδεολογική βάση που προπαγανδίζεται από τους καθεστωτικούς οικονομολόγους και τις ίδιες τις επιχειρήσεις: Ισχυρίζονται ότι οι αυξήσεις των μισθών έχουν υφεσιακά αποτελέσματα, δημιουργούν αφόρητες συνθήκες στις επιχειρήσεις – και ότι αυτό αυξάνει την ανεργία.
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει πραγματικά:
Σύμφωνα με οικονομετρικές εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ που περιέχονται στην μελέτη «Η επίδραση της λειτουργικής διανομής του εισοδήματος στην συναθροιστική ζήτηση της ελληνικής οικονομίας», της Αιμιλίας Μαρσέλλου, η ζήτηση στην Ελλάδα ωθείται από τους μισθούς. Η αύξηση του μεριδίου των μισθών έχει θετική συμβολή στην ιδιωτική κατανάλωση, και παρά το γεγονός ότι έχει αρνητική επίπτωση στις επενδύσεις και στις καθαρές εξαγωγές, η επίπτωση αυτή είναι πολύ μικρή για να αντισταθμίσει την θετική επίπτωση των αυξήσεων των μισθών στην κατανάλωση. Έτσι, οι αυξήσεις των μισθών έχουν συνολικά θετική επίπτωση στο ΑΕΠ. Ακριβέστερα, μια αύξηση της συνολικής μισθολογικής δαπάνης κατά μία ποσοστιαία μονάδα αυξάνει την ιδιωτική ζήτηση κατά 0,2% έως 0,5% (ανάλογα με την οικονομετρική τεχνική που εφαρμόζουμε). Ως γνωστό, έτσι αυξάνεται και η απασχόληση.
Ας μην φοβάται λοιπόν το Υπουργείο Εργασίας πως η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ θα πληγώσει την οικονομία και πως θα μειωθεί ο αριθμός των απασχολουμένων, όπως ισχυρίζονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των μικρών επιχειρήσεων. Ας φοβάται το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα απαιτούν υπέρογκα περιθώρια κέρδους -που αυτά αυξάνουν την ανεργία (βλ. αναλυτικά εδώ).
Οι αυξήσεις των πραγματικών μισθών στον ιδιωτικό τομέα μπορούν να αποτελέσουν, κατά τα πρώτα κρίσιμα έτη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ένα πολύτιμο εργαλείο για να αρχίσει να χρησιμοποιείται το αργούν παραγωγικό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας, έως ότου συγκεντρωθούν οι προϋποθέσεις για την μεσοπρόθεσμη αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και την μακροχρόνια ανασυγκρότηση του παραγωγικού συστήματος.
Έτσι η αύξηση των κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ θα τείνει να μεταβάλει τη μισθολογική πυραμίδα τουλάχιστον μέχρι τα μεσαία στελέχη των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, και για το λόγο αυτόν η σημασία της είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Επίσης, η κυβέρνηση θα επαναφέρει το θεσμικό πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, καταργώντας τους νόμους εκείνους της τελευταίας τριετίας που ευνοούν σκανδαλωδώς την ισχύ των εργοδοτών έναντι των εργαζομένων και έχουν οδηγήσει σε μεγάλες μειώσεις των μισθών του ιδιωτικού τομέα. Αυτές οι θεσμικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας θα τείνουν να επαναφέρουν σταδιακά την αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού σε υψηλότερα επίπεδα καθώς οι συλλογικές διαπραγματεύσεις θα διευκολύνουν την αναδιάταξη της μισθολογικής κλίμακας επί της νέας βάσης της που θα είναι ο κατώτατος μισθός των 751 ευρώ.
Στο σημείο αυτό εμφανίζεται, όμως, ένα σοβαρό πρόβλημα: Από τον τρόπο που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να διευθετήσει το ζήτημα του κατώτατου μισθού, διαφαίνεται αμηχανία, προβληματισμός, και έλλειψη αυτοπεποίθησης σχετικά με τις αναμενόμενες θετικές επιπτώσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Η ισχυρότερη ένδειξη αυτής της αμηχανίας, και τελικά ενός φόβου, για υποτιθέμενες αρνητικές επιπτώσεις του κατώτατου μισθού στην οικονομία είναι το γεγονός ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού εντάσσεται από την κυβέρνηση σε ένα «πακέτο» συνοδευτικών μέτρων που προσφέρονται ως αντάλλαγμα στις επιχειρήσεις προκειμένου να προστατευθούν από υποτιθέμενες ζημιές οφειλόμενες στην άνοδο του ελάχιστου μισθού στα 751 ευρώ. Ο φόβος αυτός έχει μια ιδεολογική βάση που προπαγανδίζεται από τους καθεστωτικούς οικονομολόγους και τις ίδιες τις επιχειρήσεις: Ισχυρίζονται ότι οι αυξήσεις των μισθών έχουν υφεσιακά αποτελέσματα, δημιουργούν αφόρητες συνθήκες στις επιχειρήσεις – και ότι αυτό αυξάνει την ανεργία.
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει πραγματικά:
Σύμφωνα με οικονομετρικές εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ που περιέχονται στην μελέτη «Η επίδραση της λειτουργικής διανομής του εισοδήματος στην συναθροιστική ζήτηση της ελληνικής οικονομίας», της Αιμιλίας Μαρσέλλου, η ζήτηση στην Ελλάδα ωθείται από τους μισθούς. Η αύξηση του μεριδίου των μισθών έχει θετική συμβολή στην ιδιωτική κατανάλωση, και παρά το γεγονός ότι έχει αρνητική επίπτωση στις επενδύσεις και στις καθαρές εξαγωγές, η επίπτωση αυτή είναι πολύ μικρή για να αντισταθμίσει την θετική επίπτωση των αυξήσεων των μισθών στην κατανάλωση. Έτσι, οι αυξήσεις των μισθών έχουν συνολικά θετική επίπτωση στο ΑΕΠ. Ακριβέστερα, μια αύξηση της συνολικής μισθολογικής δαπάνης κατά μία ποσοστιαία μονάδα αυξάνει την ιδιωτική ζήτηση κατά 0,2% έως 0,5% (ανάλογα με την οικονομετρική τεχνική που εφαρμόζουμε). Ως γνωστό, έτσι αυξάνεται και η απασχόληση.
Ας μην φοβάται λοιπόν το Υπουργείο Εργασίας πως η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ θα πληγώσει την οικονομία και πως θα μειωθεί ο αριθμός των απασχολουμένων, όπως ισχυρίζονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των μικρών επιχειρήσεων. Ας φοβάται το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα απαιτούν υπέρογκα περιθώρια κέρδους -που αυτά αυξάνουν την ανεργία (βλ. αναλυτικά εδώ).
Οι αυξήσεις των πραγματικών μισθών στον ιδιωτικό τομέα μπορούν να αποτελέσουν, κατά τα πρώτα κρίσιμα έτη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ένα πολύτιμο εργαλείο για να αρχίσει να χρησιμοποιείται το αργούν παραγωγικό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας, έως ότου συγκεντρωθούν οι προϋποθέσεις για την μεσοπρόθεσμη αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και την μακροχρόνια ανασυγκρότηση του παραγωγικού συστήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου