Με αφορμή το σκάνδαλο που ξέσπασε με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο (ΤΤ) ας δούμε πρώτα ορισμένα χαρακτηριστικά του νόμιμου οικονομικού περιβάλλοντος που επικρατούσε, προ κρίσης, και ιδιαίτερα τα χαρακτηριστικά του νόμιμου χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος που αναπόφευκτα οδήγησε στην αύξηση των λεγόμενων θαλασσοδανείων.
Ο καπιταλιστής του χρηματοπιστωτικού τομέα κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμαμόνο που αντί για εμπορεύματα πουλάει τίτλους δηλαδή συμβολικά σημάδια κάποιων υλικών παγίων στοιχείων ενεργητικού. Με λίγα λόγια ο καπιταλιστής του χρήματος πουλάει, αντί για εμπόρευμα την ίδια την επιχείρηση ή τμήμα της που κατέχει. Αυτό είναι κάτι πολύ βραχυπρόθεσμο και πολύ προσοδοφόρο που εξηγεί τις συμπεριφορές των νέων επιχειρηματικών «τζακιών» αλλά εδώ πάμε στο δεύτερο σημείο.
Οι χορηγούμενες πιστώσεις συνδέονται άμεσα με την αγορά στοιχείων ενεργητικού. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για να προκύψουν οι εκτιμήσεις της τράπεζας για τα δάνεια που δίνει, στηρίζονται στην αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού που αγοράζει με τα δανεικά ο «επενδυτής». Οι τιμές των κεφαλαιουχικών στοιχείων απογειώνονται και η αγοραία τιμή του στοιχείου του ενεργητικού σε σχέση με το δάνειο είναι πολύ μεγάλη και αυτό διευκολύνει ακόμα περισσότερο την επέκταση της πίστωσης και κατά συνέπεια την αύξηση των τιμών των κεφαλαιουχικών στοιχείων. Στην ουσία, ο επενδυτής λέει στη τράπεζα, πως τα στοιχεία ενεργητικού που αγόρασε με το δάνειο που του έδωσε αυτή, έχουν πολύ υψηλή τιμή και άρα μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ως εγγύηση για να πάρει και άλλο δάνειο.
Τρίτον: Δεδομένων των προηγούμενων δύο καταστάσεων, το να πείσει κάποιος μάνατζερ τους μετόχους μιας επιχείρησης να επενδύσουν «εσωτερικά» ή ίδια κεφάλαια στην επιχείρηση είναι πολύ πιο δύσκολο από το πείσει έναν τραπεζίτη να δανείσει το κεφάλαιο αυτό που χρειάζεται η επιχείρηση. Ο εξωτερικός δανεισμός γίνεται φθηνότερος από τον εσωτερικό δανεισμό και αυτός μπορεί να γίνει είτε με απευθείας δάνεια από τις τράπεζες, είτε με εκδόσεις ομολογιακών τίτλων από τις επιχειρήσεις (που αγοράζουν κυρίως πάλι οι τράπεζες). Η αναφορά αυτή γίνεται διότι στον χώρο των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων δεν γινόταν πάντα έτσι. Σε παλαιότερες εποχές, οι επιχειρήσεις θεωρούσαν τον «εσωτερικό» δανεισμό φθηνότερο και μόλις εξαντλούσαν τους εσωτερικούς πόρους κατέφευγαν στον τραπεζικό δανεισμό. Μέχρι το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το τραπεζικό χρήμα θεωρούνταν «εύκολο χρήμα».
Όλα τα παραπάνω γίνονται στη φάση της ανάπτυξης και της πιστωτικής επέκτασης. Τα ακριβώς αντίθετα (και μπορούμε να φανταστούμε πόσα αντίθετα είναι αυτά) γίνονται, σήμερα, στη φάση της έντονης πιστωτικής συρρίκνωσης. Ας δούμε τώρα και την πορεία του ΤΤ, τις τελευταίες δεκαετίες, αφού ξεκαθαρίσουμε πρώτα ότι όλα τα παραπάνω που αναφέραμε είναι καθόλα νόμιμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν «εθίζουν» στον εύκολο και βραχυπρόθεσμο προσπορισμό κερδών καθώς και σε οικονομικές τακτικές που είτε είναι καθαρά παράνομες είτε ανήκουν σε «γκρίζες» περιοχές.
Η περίπτωση του ΤΤ είναι η περίπτωση της εξέλιξης του θεσμού της λαϊκής αποταμίευσης που από καθαρά δημόσια υπηρεσία γίνεται πρώτα ΑTΕ, στη συνέχεια πιστωτικό ίδρυμα λιανικής τραπεζικής, ιδιωτικοποιείται σταδιακά με την είσοδο του στο Χρηματιστήριο και τελικά εξαγοράζεται από την Eurobank. Πριν εξαγοραστεί όμως και πριν συμβάλλει με τον τρόπο του στη δημιουργία του καθεστώτος των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι τρεις και όχι τέσσερις) και το οποίο δεν ξέρουμε αν θα παραμείνει ως έχει (μην ξεχνάμε τη φάση της μεγάλης απομόχλευσης που μπαίνει όλο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα με στόχο την τραπεζική ενοποίηση υπό την εποπτεία της ΕΚΤ και τα νέα stress test που έρχονται) το ΤΤ πέρασε μια ενδιάμεση φάση.
Οι διοικήσεις του, για μια σειρά ετών, αποτελούνταν από ανθρώπους με συγκεκριμένο κομματικό πρόσημο αλλά και με συγκεκριμένη οικονομική φιλοσοφία. Φορείς συγκεκριμένων, επαναλαμβάνουμε, εκπαιδευτικών και επαγγελματικών «εφοδίων», οι διοικούντες αυτοί εισήγαγαν νέα τραπεζικά ήθη στο ΤΤ. Τα ήθη αυτά ήταν σαφώς επηρεασμένα από το διεθνές οικονομικό και πιστωτικό περιβάλλον που περιγράψαμε λίγο πριν και εξυπηρετούσαν τη μακροχρόνια στρατηγική, των ελληνικών κυβερνήσεων, για την πλήρη ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Σε αυτό το ενδιάμεσο διάστημα, μεταξύ της εποχής που το ΤΤ ήταν δημόσιος θεσμός λαϊκής αποταμίευσης και της εποχής που το ΤΤ απορροφήθηκε από το σύστημα των συστημικών τραπεζών και λίγο πριν το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, συνέβησαν πολλά πράγματα που προεικόνιζαν την εξέλιξη. Το ΤΤ εκσυγχρονίστηκε και απόκτησε μορφή σύγχρονου τραπεζικού ιδρύματος με ΑΤΜ αλλά και με σημαντικό αριθμό επισφαλών – «ανταγωνιστικών» δηλαδή εργαζομένων. Επεκτάθηκε στις επενδυτικές δραστηριότητες εκείνων των ομολόγων που αργότερα ονομάστηκαν «τοξικά» και αμέσως μετά στα ασφάλιστρα κινδύνου, τα περίφημα CDS. Με εποπτική ανοχή άρχισε να δημιουργεί, δίπλα στις κανονικές τραπεζικές εργασίες της λιανικής τραπεζικής, «παράλληλους χώρους» ιδιωτικών τοποθετήσεων.
Με λίγα λόγια, η νέα κουλτούρα διοίκησης του ΤΤ ενίσχυσε την επέκταση του ιδρύματος στην επιχειρηματική πίστη χωρίς συγκεκριμένο κανονισμό πιστοδοτήσεων και χωρίς μηχανισμό παρακολούθησης και μέτρησης του πιστωτικού κινδύνου, κάτι που κατέστησε το «χρήμα» του ΤΤ ιδιαίτερα φθηνό και «εύκολο». Μέχρι και τα μέσα του 2000, το ΤΤ δανειοδοτούσε κυρίως δημόσιες επενδύσεις, δημόσιες επιχειρήσεις και στεγαστικά δάνεια δημοσίων η άλλων υπαλλήλων με σχεδόν μηδενικό πιστωτικό κίνδυνο. Από το 2008 και μετά επεκτάθηκε και στην επιχειρηματική πίστη. Το 2010 και με πολιτική καθοδήγηση αγοράζει την ASPIS BANK (T-Bank) και κατόπιν ακολουθεί το κούρεμα του PSI. Οι δύο τελευταίες εξελίξεις κατέστησαν και πρακτικά το ΤΤ πλήρως εξαγοράσιμο δια της μεθόδου των bad και good banks.
Για να ανακεφαλαιώσουμε: Οι αιτίες που γεννάνε σκάνδαλα και απιστίες τύπου ΤΤ δεν οφείλονται απλά και μόνο στη κομματική τοποθέτηση συγκεκριμένων ανθρώπων σε νευραλγικές θέσεις δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων. Αυτή είναι μια εύκολη εξήγηση και πολιτικά χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τις ιδιωτικοποιήσεις. Αν το ΤΤ λειτουργούσε στο πλαίσιο του δημοσίου είτε ως δημόσια τράπεζα, είτε ως δημόσια υπηρεσία λαϊκής αποταμίευσης, δεν θα σημειώνονταν τέτοιες εξελίξεις.
Τα περιστατικά αυτά δεν συνέβησαν σε έναν δημόσιο οργανισμό αλλά σε ένα περιβάλλον που απαρτίζεται από μια δημόσια επιχείρηση που βρίσκεται σε πορεία πλήρους ιδιωτικοποίησης, από εποπτικούς μηχανισμούς ανεκτικούς σε νέα δυναμικά ήθη ιδιωτικής τραπεζικής και από ένα πολιτικό σύστημα που αρχικά επιδιώκει την ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και στη συνέχει και σε συνεργασία με την τρόικα πριμοδοτεί μια συγκεκριμένη λογική «συστημικής» ευστάθειας στο τραπεζικό σύστημα.
Εύκολες ερμηνείες για λαϊκή κατανάλωση θα πρέπει να αποφεύγονται.
Πέτρου Σταύρου
Πρώτον: Οι καπιταλιστές του χρηματοοικονομικού τομέααγοράζουν και πουλάνε χρηματοοικονομικούς τίτλους που εκφράζουν στοιχεία ενεργητικού. Αυτό συνιστά την παραγωγική τους δραστηριότητα που μοιάζει ίδια ακριβώς με την παραγωγική δραστηριότητα των καπιταλιστών που πουλάνε υλικά προϊόντα. Και εδώ ισχύει το γνωστό χρηματικό κύκλωμα του Μαρξ όπου Χ – Ε – Χ’ δηλαδή κάποιος κάτοχος μιας χρηματικής ποσότητας Χ επενδύει στην παραγωγή προϊόντων τα οποία πουλάει στην αγορά και αποκομίζει την χρηματική ποσότητα Χ’ που είναι μεγαλύτερη από την προκαταβληθείσα.Ο καπιταλιστής του χρηματοπιστωτικού τομέα κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμαμόνο που αντί για εμπορεύματα πουλάει τίτλους δηλαδή συμβολικά σημάδια κάποιων υλικών παγίων στοιχείων ενεργητικού. Με λίγα λόγια ο καπιταλιστής του χρήματος πουλάει, αντί για εμπόρευμα την ίδια την επιχείρηση ή τμήμα της που κατέχει. Αυτό είναι κάτι πολύ βραχυπρόθεσμο και πολύ προσοδοφόρο που εξηγεί τις συμπεριφορές των νέων επιχειρηματικών «τζακιών» αλλά εδώ πάμε στο δεύτερο σημείο.
Οι χορηγούμενες πιστώσεις συνδέονται άμεσα με την αγορά στοιχείων ενεργητικού. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για να προκύψουν οι εκτιμήσεις της τράπεζας για τα δάνεια που δίνει, στηρίζονται στην αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού που αγοράζει με τα δανεικά ο «επενδυτής». Οι τιμές των κεφαλαιουχικών στοιχείων απογειώνονται και η αγοραία τιμή του στοιχείου του ενεργητικού σε σχέση με το δάνειο είναι πολύ μεγάλη και αυτό διευκολύνει ακόμα περισσότερο την επέκταση της πίστωσης και κατά συνέπεια την αύξηση των τιμών των κεφαλαιουχικών στοιχείων. Στην ουσία, ο επενδυτής λέει στη τράπεζα, πως τα στοιχεία ενεργητικού που αγόρασε με το δάνειο που του έδωσε αυτή, έχουν πολύ υψηλή τιμή και άρα μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ως εγγύηση για να πάρει και άλλο δάνειο.
Τρίτον: Δεδομένων των προηγούμενων δύο καταστάσεων, το να πείσει κάποιος μάνατζερ τους μετόχους μιας επιχείρησης να επενδύσουν «εσωτερικά» ή ίδια κεφάλαια στην επιχείρηση είναι πολύ πιο δύσκολο από το πείσει έναν τραπεζίτη να δανείσει το κεφάλαιο αυτό που χρειάζεται η επιχείρηση. Ο εξωτερικός δανεισμός γίνεται φθηνότερος από τον εσωτερικό δανεισμό και αυτός μπορεί να γίνει είτε με απευθείας δάνεια από τις τράπεζες, είτε με εκδόσεις ομολογιακών τίτλων από τις επιχειρήσεις (που αγοράζουν κυρίως πάλι οι τράπεζες). Η αναφορά αυτή γίνεται διότι στον χώρο των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων δεν γινόταν πάντα έτσι. Σε παλαιότερες εποχές, οι επιχειρήσεις θεωρούσαν τον «εσωτερικό» δανεισμό φθηνότερο και μόλις εξαντλούσαν τους εσωτερικούς πόρους κατέφευγαν στον τραπεζικό δανεισμό. Μέχρι το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το τραπεζικό χρήμα θεωρούνταν «εύκολο χρήμα».
Όλα τα παραπάνω γίνονται στη φάση της ανάπτυξης και της πιστωτικής επέκτασης. Τα ακριβώς αντίθετα (και μπορούμε να φανταστούμε πόσα αντίθετα είναι αυτά) γίνονται, σήμερα, στη φάση της έντονης πιστωτικής συρρίκνωσης. Ας δούμε τώρα και την πορεία του ΤΤ, τις τελευταίες δεκαετίες, αφού ξεκαθαρίσουμε πρώτα ότι όλα τα παραπάνω που αναφέραμε είναι καθόλα νόμιμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν «εθίζουν» στον εύκολο και βραχυπρόθεσμο προσπορισμό κερδών καθώς και σε οικονομικές τακτικές που είτε είναι καθαρά παράνομες είτε ανήκουν σε «γκρίζες» περιοχές.
Η περίπτωση του ΤΤ είναι η περίπτωση της εξέλιξης του θεσμού της λαϊκής αποταμίευσης που από καθαρά δημόσια υπηρεσία γίνεται πρώτα ΑTΕ, στη συνέχεια πιστωτικό ίδρυμα λιανικής τραπεζικής, ιδιωτικοποιείται σταδιακά με την είσοδο του στο Χρηματιστήριο και τελικά εξαγοράζεται από την Eurobank. Πριν εξαγοραστεί όμως και πριν συμβάλλει με τον τρόπο του στη δημιουργία του καθεστώτος των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι τρεις και όχι τέσσερις) και το οποίο δεν ξέρουμε αν θα παραμείνει ως έχει (μην ξεχνάμε τη φάση της μεγάλης απομόχλευσης που μπαίνει όλο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα με στόχο την τραπεζική ενοποίηση υπό την εποπτεία της ΕΚΤ και τα νέα stress test που έρχονται) το ΤΤ πέρασε μια ενδιάμεση φάση.
Οι διοικήσεις του, για μια σειρά ετών, αποτελούνταν από ανθρώπους με συγκεκριμένο κομματικό πρόσημο αλλά και με συγκεκριμένη οικονομική φιλοσοφία. Φορείς συγκεκριμένων, επαναλαμβάνουμε, εκπαιδευτικών και επαγγελματικών «εφοδίων», οι διοικούντες αυτοί εισήγαγαν νέα τραπεζικά ήθη στο ΤΤ. Τα ήθη αυτά ήταν σαφώς επηρεασμένα από το διεθνές οικονομικό και πιστωτικό περιβάλλον που περιγράψαμε λίγο πριν και εξυπηρετούσαν τη μακροχρόνια στρατηγική, των ελληνικών κυβερνήσεων, για την πλήρη ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Σε αυτό το ενδιάμεσο διάστημα, μεταξύ της εποχής που το ΤΤ ήταν δημόσιος θεσμός λαϊκής αποταμίευσης και της εποχής που το ΤΤ απορροφήθηκε από το σύστημα των συστημικών τραπεζών και λίγο πριν το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, συνέβησαν πολλά πράγματα που προεικόνιζαν την εξέλιξη. Το ΤΤ εκσυγχρονίστηκε και απόκτησε μορφή σύγχρονου τραπεζικού ιδρύματος με ΑΤΜ αλλά και με σημαντικό αριθμό επισφαλών – «ανταγωνιστικών» δηλαδή εργαζομένων. Επεκτάθηκε στις επενδυτικές δραστηριότητες εκείνων των ομολόγων που αργότερα ονομάστηκαν «τοξικά» και αμέσως μετά στα ασφάλιστρα κινδύνου, τα περίφημα CDS. Με εποπτική ανοχή άρχισε να δημιουργεί, δίπλα στις κανονικές τραπεζικές εργασίες της λιανικής τραπεζικής, «παράλληλους χώρους» ιδιωτικών τοποθετήσεων.
Με λίγα λόγια, η νέα κουλτούρα διοίκησης του ΤΤ ενίσχυσε την επέκταση του ιδρύματος στην επιχειρηματική πίστη χωρίς συγκεκριμένο κανονισμό πιστοδοτήσεων και χωρίς μηχανισμό παρακολούθησης και μέτρησης του πιστωτικού κινδύνου, κάτι που κατέστησε το «χρήμα» του ΤΤ ιδιαίτερα φθηνό και «εύκολο». Μέχρι και τα μέσα του 2000, το ΤΤ δανειοδοτούσε κυρίως δημόσιες επενδύσεις, δημόσιες επιχειρήσεις και στεγαστικά δάνεια δημοσίων η άλλων υπαλλήλων με σχεδόν μηδενικό πιστωτικό κίνδυνο. Από το 2008 και μετά επεκτάθηκε και στην επιχειρηματική πίστη. Το 2010 και με πολιτική καθοδήγηση αγοράζει την ASPIS BANK (T-Bank) και κατόπιν ακολουθεί το κούρεμα του PSI. Οι δύο τελευταίες εξελίξεις κατέστησαν και πρακτικά το ΤΤ πλήρως εξαγοράσιμο δια της μεθόδου των bad και good banks.
Για να ανακεφαλαιώσουμε: Οι αιτίες που γεννάνε σκάνδαλα και απιστίες τύπου ΤΤ δεν οφείλονται απλά και μόνο στη κομματική τοποθέτηση συγκεκριμένων ανθρώπων σε νευραλγικές θέσεις δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων. Αυτή είναι μια εύκολη εξήγηση και πολιτικά χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τις ιδιωτικοποιήσεις. Αν το ΤΤ λειτουργούσε στο πλαίσιο του δημοσίου είτε ως δημόσια τράπεζα, είτε ως δημόσια υπηρεσία λαϊκής αποταμίευσης, δεν θα σημειώνονταν τέτοιες εξελίξεις.
Τα περιστατικά αυτά δεν συνέβησαν σε έναν δημόσιο οργανισμό αλλά σε ένα περιβάλλον που απαρτίζεται από μια δημόσια επιχείρηση που βρίσκεται σε πορεία πλήρους ιδιωτικοποίησης, από εποπτικούς μηχανισμούς ανεκτικούς σε νέα δυναμικά ήθη ιδιωτικής τραπεζικής και από ένα πολιτικό σύστημα που αρχικά επιδιώκει την ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και στη συνέχει και σε συνεργασία με την τρόικα πριμοδοτεί μια συγκεκριμένη λογική «συστημικής» ευστάθειας στο τραπεζικό σύστημα.
Εύκολες ερμηνείες για λαϊκή κατανάλωση θα πρέπει να αποφεύγονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου