Του Χρήστου Λάσκου
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1919 στα «μεθεόρτια» μιας ακόμη από τις προλεταριακές ήττες, που τόσο εγκωμίασε η ίδια ως θεμελιώδη σκαλιά της κλίμακας που οδηγεί στην ανθρώπινη χειραφέτηση. Επρόκειτο για προαναγγελθείσα ήττα, όπως η ίδια είχε προβλέψει. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο μόλις είχε ιδρυθεί με κέντρο την Ένωση Σπάρτακος, θεωρούσε ρητά πως ο συσχετισμός δυνάμεων δεν ευνοούσε το επαναστατικό εγχείρημα.
Με το που ξεκίνησε, όμως, η εξέγερση δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη. Οι κομμουνιστές, με πρώτη τη Ρόζα, συστρατεύτηκαν με τους επαναστατημένους εργάτες του Βερολίνου –δεν υπήρχε περίπτωση να
τους αφήσουν μόνους στην αποκοτιά τους. Και σφαγιάστηκαν, μαζί κι αυτή.
Υπάρχει μια έντονη ειρωνεία εδώ: η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε στο τέλος ενός κοινωνικού ξεσηκωμού, τον οποίο θεωρούσε άκαιρο και εξαρχής αντικειμενικά υπονομευμένο κι έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει. Στάθηκε δίπλα στους συντρόφους της, έκανε το καλύτερο δυνατό προκειμένου να επιδιωχθούν οι ελάχιστες πιθανότητες, που υπάρχουν και στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Και δεν το έκανε ακολουθώντας μια ηθική «κατηγορική προσταγή». Ούτε γιατί εμπνέονταν από επαναστατικό ρομαντισμό. Το αντίθετο ακριβώς.
Δεν είναι η μόνη ειρωνεία. Στην περίπτωση της Λούξεμπουργκ είναι πολλοί όσοι, χωρίς να έχουν διαβάσει σελίδα της συνήθως, «ξέρουν» πως σε πολλά είχε άδικο. Όπως, επίσης, «ξέρουν» πως ο ρομαντισμός έπαιξε ρόλο σ’ αυτά τα σφάλματα – προφανώς και η συναφής, με το ρομαντισμό, γυναικεία φύση της.
Και πάνω απ’ όλα «ξέρουν» πως εκεί που το άδικό της φτιάχνει βουνό είναι στην άποψή της σχετικά με το εθνικό ζήτημα. Η ομοθυμία αναφορικά με αυτό είναι πραγματικά εντυπωσιακή.
Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει πως η απόρριψη του «δικαιώματος των εθνών για αυτοδιάθεση» συνιστά προφανή παραλογισμό; Κάτι πολύ λάθος υπήρχε στην αντίληψη της Ρόζας, δεν είναι προφανές;
Ε, λοιπόν, δεν είναι προφανές! Γιατί, όσοι της προσάπτουν αδιαφορία για τα ζητήματα της εθνικής καταπίεσης, θα πρέπει οι ίδιοι να εξηγήσουν πώς η εκκίνηση της σχετικής τοποθέτησής της έχει ως εξής: «Είναι ένα από τα αλφαβητικά στοιχεία της σοσιαλιστικής πολιτικής ότι, όπως αυτή είναι εναντίον κάθε είδους καταπίεσης, είναι και εναντίον της καταπίεσης ενός έθνους από άλλο» [1].
Η Ρόζα, λοιπόν, κάτι καταλάβαινε από εθνική καταπίεση. Βάλτε και το γεγονός πως ήταν Εβραία, και επιπλέον Πολωνή, και έχετε ανάγλυφα το βιωματικό πλαίσιο μιας βαθιάς κατανόησης. Πράγμα που σημαίνει πως η θέση της θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρότερα από ό,τι συνήθως γίνεται. Έστω κι αν ο Λένιν την «κατατρόπωσε».
Ή μήπως όχι; Γιατί, δεν είναι ακριβές πως ο Λένιν ήταν υπέρ του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση τελεία και παύλα. Η θέση του ήταν: «Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι το εξής: στη μεν Ρωσία να τονίζουμε το δικαίωμα των καταπιεσμένων εθνών στην αυτοδιάθεση και στην Πολωνία το δικαίωμά τους να παραμείνουν ενωμένα» [2].
Σα να είναι, λοιπόν, λίγο συνθετότερα τα πράγματα. Και αν θέλουμε να τα δούμε σοβαρότερα, για να σκεφτούμε τα σημερινά μας θέματα σχετικά με τον «πατριωτισμό» και την αριστερή πολιτική, θα άξιζε να ξαναδιαβάσουμε την σχετική κριτική της Λούξεμπουργκ στη Ρωσική Επανάστασή της. Θα δούμε τότε πως, αντίθετα από την άποψη που κυριαρχεί, η τοποθέτησή της είναι απολύτως πολιτική και καθόλου «επί των επαναστατικών αρχών». Η έγνοια της είναι η νίκη της επανάστασης. Μόνο αυτό.
Παρόλη την εικόνα, που έχει καλλιεργηθεί για τη Ρόζα, ως τζάνκι του διεθνισμού, η πολιτική είναι πάντοτε στο προσκήνιο για την ίδια. Ο διεθνισμός είναι αναγκαίο στοιχείο της εργατικής πολιτικής γιατί αποτελεί προϋπόθεση sine qua non για τη νίκη.
Δεν είναι τυχαίο πως το Μανιφέστο βάζει το κομμουνιστικό φάντασμα να πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Όχι τη Γερμανία, τη Βρετανία, τη Γαλλία ή την όποια «πατρίδα»: την Ευρώπη ολόκληρη.
Αυτή την παράδοση ακολουθεί η Λούξεμπουργκ. Την παράδοση του Μαρξ, που ήδη από το 1845 αρνήθηκε την πρωσική υπηκοότητα, για να είναι άπατρις. Tην παράδοση των Μαρξ και Ένγκελς, που ένα χρόνο μετά ίδρυαν μια κομμουνιστική επιτροπή αλληλογραφίας μεταξύ Γερμανών, Γάλλων και Βρετανών σοσιαλιστών: «Πρόκειται για ένα βήμα που θα έχει κάνει το κίνημα στη φιλολογική του έκφραση, ώστε να απαλλαγεί από την εθνικότητα». Και όλα αυτά συνδέονται στενά με την στρατηγική, την πολιτική επιδίωξη.
Η Ρωσική Επανάσταση καταλήγει ως εξής: «[Η] σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνον σε διεθνή κλίμακα […] Στη Ρωσία το πρόβλημα μπορούσε μόνο να τεθεί, δεν μπορούσε να λυθεί. Και είναι μ’ αυτήν την έννοια που το μέλλον ανήκει παντού στον «μπολσεβικισμό»».
***
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε όταν κυβερνούσαν οι σοσιαλπατριώτες, αυτοί που οδήγησαν, μαζί με τους ομοίους τους των «άλλων εθνών», στη μεγαλύτερη αλληλοσφαγή των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων. Έκτοτε πλείστοι όσοι «προοδευτικοί εθνικισμοί» κατέληξαν σε θηριώδεις γενοκτονίες. Πράγμα που δεν προέκυψε ποτέ ως αποτέλεσμα υπερβολικής δόσης διεθνισμού.
Ας κάνουμε αυτή τη συζήτηση. Είναι εξίσου επίκαιρη και σήμερα όσο και τότε.
_________
[1] Ρόζα Λούξεμπουργκ, Ρωσική Επανάσταση, εκδ. Ύψιλον, σελ. 48
[2] Τόνι Κλιφ, Λένιν, εκδ. Εργατική Δημοκρατία, σελ. 78
Η στήλη του Χρήστου Λάσκου κάθε Τρίτη στο Red Notebook
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1919 στα «μεθεόρτια» μιας ακόμη από τις προλεταριακές ήττες, που τόσο εγκωμίασε η ίδια ως θεμελιώδη σκαλιά της κλίμακας που οδηγεί στην ανθρώπινη χειραφέτηση. Επρόκειτο για προαναγγελθείσα ήττα, όπως η ίδια είχε προβλέψει. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο μόλις είχε ιδρυθεί με κέντρο την Ένωση Σπάρτακος, θεωρούσε ρητά πως ο συσχετισμός δυνάμεων δεν ευνοούσε το επαναστατικό εγχείρημα.
Με το που ξεκίνησε, όμως, η εξέγερση δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη. Οι κομμουνιστές, με πρώτη τη Ρόζα, συστρατεύτηκαν με τους επαναστατημένους εργάτες του Βερολίνου –δεν υπήρχε περίπτωση να
τους αφήσουν μόνους στην αποκοτιά τους. Και σφαγιάστηκαν, μαζί κι αυτή.
Υπάρχει μια έντονη ειρωνεία εδώ: η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε στο τέλος ενός κοινωνικού ξεσηκωμού, τον οποίο θεωρούσε άκαιρο και εξαρχής αντικειμενικά υπονομευμένο κι έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει. Στάθηκε δίπλα στους συντρόφους της, έκανε το καλύτερο δυνατό προκειμένου να επιδιωχθούν οι ελάχιστες πιθανότητες, που υπάρχουν και στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Και δεν το έκανε ακολουθώντας μια ηθική «κατηγορική προσταγή». Ούτε γιατί εμπνέονταν από επαναστατικό ρομαντισμό. Το αντίθετο ακριβώς.
Δεν είναι η μόνη ειρωνεία. Στην περίπτωση της Λούξεμπουργκ είναι πολλοί όσοι, χωρίς να έχουν διαβάσει σελίδα της συνήθως, «ξέρουν» πως σε πολλά είχε άδικο. Όπως, επίσης, «ξέρουν» πως ο ρομαντισμός έπαιξε ρόλο σ’ αυτά τα σφάλματα – προφανώς και η συναφής, με το ρομαντισμό, γυναικεία φύση της.
Και πάνω απ’ όλα «ξέρουν» πως εκεί που το άδικό της φτιάχνει βουνό είναι στην άποψή της σχετικά με το εθνικό ζήτημα. Η ομοθυμία αναφορικά με αυτό είναι πραγματικά εντυπωσιακή.
Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει πως η απόρριψη του «δικαιώματος των εθνών για αυτοδιάθεση» συνιστά προφανή παραλογισμό; Κάτι πολύ λάθος υπήρχε στην αντίληψη της Ρόζας, δεν είναι προφανές;
Ε, λοιπόν, δεν είναι προφανές! Γιατί, όσοι της προσάπτουν αδιαφορία για τα ζητήματα της εθνικής καταπίεσης, θα πρέπει οι ίδιοι να εξηγήσουν πώς η εκκίνηση της σχετικής τοποθέτησής της έχει ως εξής: «Είναι ένα από τα αλφαβητικά στοιχεία της σοσιαλιστικής πολιτικής ότι, όπως αυτή είναι εναντίον κάθε είδους καταπίεσης, είναι και εναντίον της καταπίεσης ενός έθνους από άλλο» [1].
Η Ρόζα, λοιπόν, κάτι καταλάβαινε από εθνική καταπίεση. Βάλτε και το γεγονός πως ήταν Εβραία, και επιπλέον Πολωνή, και έχετε ανάγλυφα το βιωματικό πλαίσιο μιας βαθιάς κατανόησης. Πράγμα που σημαίνει πως η θέση της θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρότερα από ό,τι συνήθως γίνεται. Έστω κι αν ο Λένιν την «κατατρόπωσε».
Ή μήπως όχι; Γιατί, δεν είναι ακριβές πως ο Λένιν ήταν υπέρ του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση τελεία και παύλα. Η θέση του ήταν: «Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι το εξής: στη μεν Ρωσία να τονίζουμε το δικαίωμα των καταπιεσμένων εθνών στην αυτοδιάθεση και στην Πολωνία το δικαίωμά τους να παραμείνουν ενωμένα» [2].
Σα να είναι, λοιπόν, λίγο συνθετότερα τα πράγματα. Και αν θέλουμε να τα δούμε σοβαρότερα, για να σκεφτούμε τα σημερινά μας θέματα σχετικά με τον «πατριωτισμό» και την αριστερή πολιτική, θα άξιζε να ξαναδιαβάσουμε την σχετική κριτική της Λούξεμπουργκ στη Ρωσική Επανάστασή της. Θα δούμε τότε πως, αντίθετα από την άποψη που κυριαρχεί, η τοποθέτησή της είναι απολύτως πολιτική και καθόλου «επί των επαναστατικών αρχών». Η έγνοια της είναι η νίκη της επανάστασης. Μόνο αυτό.
Παρόλη την εικόνα, που έχει καλλιεργηθεί για τη Ρόζα, ως τζάνκι του διεθνισμού, η πολιτική είναι πάντοτε στο προσκήνιο για την ίδια. Ο διεθνισμός είναι αναγκαίο στοιχείο της εργατικής πολιτικής γιατί αποτελεί προϋπόθεση sine qua non για τη νίκη.
Δεν είναι τυχαίο πως το Μανιφέστο βάζει το κομμουνιστικό φάντασμα να πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Όχι τη Γερμανία, τη Βρετανία, τη Γαλλία ή την όποια «πατρίδα»: την Ευρώπη ολόκληρη.
Αυτή την παράδοση ακολουθεί η Λούξεμπουργκ. Την παράδοση του Μαρξ, που ήδη από το 1845 αρνήθηκε την πρωσική υπηκοότητα, για να είναι άπατρις. Tην παράδοση των Μαρξ και Ένγκελς, που ένα χρόνο μετά ίδρυαν μια κομμουνιστική επιτροπή αλληλογραφίας μεταξύ Γερμανών, Γάλλων και Βρετανών σοσιαλιστών: «Πρόκειται για ένα βήμα που θα έχει κάνει το κίνημα στη φιλολογική του έκφραση, ώστε να απαλλαγεί από την εθνικότητα». Και όλα αυτά συνδέονται στενά με την στρατηγική, την πολιτική επιδίωξη.
Η Ρωσική Επανάσταση καταλήγει ως εξής: «[Η] σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνον σε διεθνή κλίμακα […] Στη Ρωσία το πρόβλημα μπορούσε μόνο να τεθεί, δεν μπορούσε να λυθεί. Και είναι μ’ αυτήν την έννοια που το μέλλον ανήκει παντού στον «μπολσεβικισμό»».
***
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε όταν κυβερνούσαν οι σοσιαλπατριώτες, αυτοί που οδήγησαν, μαζί με τους ομοίους τους των «άλλων εθνών», στη μεγαλύτερη αλληλοσφαγή των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων. Έκτοτε πλείστοι όσοι «προοδευτικοί εθνικισμοί» κατέληξαν σε θηριώδεις γενοκτονίες. Πράγμα που δεν προέκυψε ποτέ ως αποτέλεσμα υπερβολικής δόσης διεθνισμού.
Ας κάνουμε αυτή τη συζήτηση. Είναι εξίσου επίκαιρη και σήμερα όσο και τότε.
_________
[1] Ρόζα Λούξεμπουργκ, Ρωσική Επανάσταση, εκδ. Ύψιλον, σελ. 48
[2] Τόνι Κλιφ, Λένιν, εκδ. Εργατική Δημοκρατία, σελ. 78
Η στήλη του Χρήστου Λάσκου κάθε Τρίτη στο Red Notebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου