Του Πέτρου Σταύρου
Οι χώρες που βγαίνουν από την ύφεση θεωρούν βέβαιο ότι η ανάπτυξη που θα επακολουθήσει δεν θα επαναφέρει τα πράγματα στη προτέρα κατάσταση αλλά απλώς ευελπιστούν να σταθεροποιηθεί η οικονομία, χωρίς όμως κάποια δυναμική εκτίναξης.
Οι οικονομολόγοι Larry Summers και Paul Krugman θεωρούν ότι μόνο αλλεπάλληλες «φούσκες» μπορούν να δημιουργήσουν κάποια ευφορία στη γενικότερη «κοσμική στασιμότητα» των δυτικών οικονομιών. Η ανεργία στην Ευρώπη έχει φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Στην Ελλάδα και την Ισπανία η ανεργία βρίσκεται σε επίπεδα που μόνο οι ΗΠΑ και η Γερμανία γνώρισαν
στον Μεσοπόλεμο και τη μεγάλη κρίση του 1929, και παρόλα αυτά συνεχίζει και ανεβαίνει. Οικονομετρικές μελέτες μας λένε πως μόνο το «φρενάρισμα» της ανεργίας απαιτεί μόνιμους ρυθμούς ανάπτυξης 2,5% με 3%, τη στιγμή που τα οικονομικά επιτελεία θα ζητωκραυγάζουν εάν πιάσουν τον «φρενήρη» ρυθμό του 0,6% ή του 1%.
Η υλική φτώχεια αυξάνεται γρήγορα στην Ευρώπη. Οι στατιστικές υπηρεσίες ονομάζουν «υλική φτώχεια» την έλλειψη δυνατότητας του ενεργού πληθυσμού για μια εβδομάδα διακοπές σε ξενοδοχείο, για την αγορά ενός διαρκούς καταναλωτικού αγαθού, για τη δυνατότητα να τρώει κανείς γεύμα με κρέας κάθε δύο ή τρεις ημέρες, για τη δυνατότητα να πληρώνει κανείς με άνεση τους λογαριασμούς του σπιτιού ή να μπορεί να ανταπεξέλθει σε ένα αναπάντεχο έξοδο κλπ. Στην Ευρώπη των 15, λοιπόν, αυτού του είδους η φτώχεια έχει αυξηθεί, από το 4,9% του πληθυσμού το 2007 στο 7,3% το 2012. Στην Ιταλία έχει αυξηθεί από το 6,8% το 2007 στο 14,5% του πληθυσμού το 2012. Αντίστοιχα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί, το ίδιο διάστημα, από το 11,5% στο 19,5% του πληθυσμού. Η αύξηση των ποσοστών της υλικής φτώχειας δείχνει ότι το πρόβλημα έχει χτυπήσει τον πυρήνα της μεσαίας τάξης.
Και ενώ συμβαίνουν και καταγράφονται όλα τα παραπάνω, οι πολιτικές λιτότητας συνεχίζονται σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Το πολιτικό προσωπικό των ευρωπαϊκών χωρών συνεχίζει να ενδιαφέρεται για πράγματα όπως είναι ο δημοσιονομικός εξορθολογισμός, η εξωστρέφεια, ο χαμηλός πληθωρισμός, η ανταγωνιστικότητα, λες και η οικονομική κρίση δεν ξέσπασε ποτέ. Ας δούμε τρία στιγμιότυπα της εγχώριας οικονομικής επικαιρότητας ξεκινώντας από το πιο ασήμαντο και πηγαίνοντας στο πιο σημαντικό, κατά τη δική μας αξιολόγηση.
Πρώτον: Η τρόικα, λέει το ρεπορτάζ, πιέζει την Ελλάδα για την άμεση απελευθέρωση της αγοράς της ενέργειας, ως έναν από τους όρους που πρέπει να ικανοποιούνται για να υπάρξει η εκταμίευση της επόμενης δόσης. Στις αιτιάσεις των ειδικών ότι αυτό δεν πρέπει να συμβεί βιαστικά και γρήγορα όπως το ζητά η τρόικα, γιατί θα αυξήσει δραματικά το βιομηχανικό κόστος και θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα, κυρίως, της ευρωπαϊκής μεταλλουργίας, κύκλοι των Βρυξελλών παραδέχτηκαν ότι αυτό ισχύει, όμως προέχει η υλοποίηση της ενιαίας αγοράς ενέργειας παρά την αύξηση του κόστους (δες Γιάννης Αγγέλης, «Η τρόικα πιέζει για "συνολική μεταρρύθμιση" στην ενέργεια», Capital 22/1/2014).
Δεύτερον: Στην τοποθέτηση του διοικητή της ΤτΕ Προβόπουλου στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής ειπώθηκαν πολλά πράγματα για το νέο αναπτυξιακό μοντέλο των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων (η εσωτερική ζήτηση δεν παίζει κανένα ρόλο), τον νέο ρόλο του τραπεζικού συστήματος στη καθοδήγηση της οικονομίας (χωρίς πιστώσεις), τη ζήτηση που θα ανακάμψει κάπως (λόγω αποπληθωρισμού, όμως), την ανάγκη για συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας κλπ αλλά δεν ειπώθηκε κουβέντα για τη μείωση της ανεργίας και την αντιμετώπιση της φτώχειας, εκτός από ένα δύο ευχολόγια. Βλέπετε, η ΤτΕ ως παράρτημα της ΕΚΤ ενδιαφέρεται για τα «σινιάλα» των τιμών. Αυτά καταλαβαίνει μόνο -και αποφασίζει ότι τα σωστά «σινιάλα» είναι αυτά που δεν δημιουργούν προσδοκίες στο λαό για κάποιού είδους καλύτερη ζωή στο εγγύς μέλλον, χωρίς υπερβολικές θυσίες. Κι αυτό, γιατί αν ζητήσουν κάποιοι θα ζητήσουν και άλλοι και αυτό δημιουργεί «ηθικό κίνδυνο» (moral hazard). Το τραπεζικό σύστημα θα καθοδηγήσει, με στοχευμένη ρευστότητα, τη μετακίνηση από κλάδους μη εμπορεύσιμων προϊόντων σε κλάδους εξαγωγικούς, και θα βοηθήσει στη διαδικασία εκκαθάρισης της αγοράς.
Τρίτον: Πάλι ο Προβόπουλος, μιλώντας στη Διαρκή Επιτροπή των Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής είπε: «Είναι συνεπώς βάσιμο να δημιουργούνται ανησυχίες ότι το 2014, έτος εκλογικών αναμετρήσεων για το Ευρωκοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση, η πολιτική αντιπαράθεση μπορεί να οξυνθεί περαιτέρω, η πόλωση να κορυφωθεί και ο συγκερασμός απόψεων να γίνει ακόμη δυσχερέστερος. Αν συμβεί αυτό, η αβεβαιότητα θα ενταθεί και θα αποδυναμωθούν, αν δεν ακυρωθούν, τα στοιχεία που στηρίζουν σήμερα θετικές προβλέψεις για το 2014. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έχει καθοριστική σημασία να παραμείνει η οικονομική πολιτική προσηλωμένη στην πραγματοποίηση των προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων». Εδώ τι να πει κανείς; Πρόκειται για επιτηδευμένη αφέλεια ή για σκέτη κυνικότητα; Η ΤτΕ, που επιβάλλει και συστήνει τη συνέχιση των πολιτικών που προκαλούν οξύτατες κοινωνικές πολώσεις, ανησυχεί για το κοινωνικοοικονομικό κλίμα έντασης και εγκαλεί την Βουλή ότι δεν κάνει τα αδύνατα–δυνατά για τον απαραίτητο συγκερασμό απόψεων, ώστε να περάσουμε ομαλά τον «σκόπελο» των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων.
Τι μας λένε όλα τα παραπάνω; Ότι οι λεγόμενες οικονομικές πολιτικές, καθώς και οι πολιτικοί εκφραστές του κεφαλαίου, δεν ενδιαφέρονται γενικά για την ανάπτυξη και πως το Κεφάλαιο «σκοτίστηκε» για την ύφεση, την ανεργία και την «κοσμική στασιμότητα». Επειδή εκείνο που ενδιαφέρει μια καπιταλιστική οικονομία σε βαθιά κρίση δεν είναι η αύξηση της ζήτησης αλλά τα «περιβάλλοντα» εκμετάλλευσης, η έξοδος από την κρίση δεν εμφανίζεται με τη μορφή κλασικών αναπτυξιακών πολιτικών αλλά με μια μεγάλη διαφορά και ασυμμετρία ισχύος μεταξύ των κοινωνικά ανταγωνιζομένων μπλοκ. Το Κεφάλαιο σε περιόδους κρίσης, στασιμότητας και μηδενικής ανάπτυξης συσσωρεύει «δύναμη», ακόμα και εναντίον κάποιων μερίδων του, έτσι ώστε να επιβάλλει τη μέριμνα όλης της κοινωνίας για την ευημερία των καπιταλιστών. Γι΄ αυτό και η φτώχεια, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι επιλογή, όχι των φτωχών βέβαια, αλλά της κυρίαρχης οικονομικής πολιτικής.
Οι χώρες που βγαίνουν από την ύφεση θεωρούν βέβαιο ότι η ανάπτυξη που θα επακολουθήσει δεν θα επαναφέρει τα πράγματα στη προτέρα κατάσταση αλλά απλώς ευελπιστούν να σταθεροποιηθεί η οικονομία, χωρίς όμως κάποια δυναμική εκτίναξης.
Οι οικονομολόγοι Larry Summers και Paul Krugman θεωρούν ότι μόνο αλλεπάλληλες «φούσκες» μπορούν να δημιουργήσουν κάποια ευφορία στη γενικότερη «κοσμική στασιμότητα» των δυτικών οικονομιών. Η ανεργία στην Ευρώπη έχει φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Στην Ελλάδα και την Ισπανία η ανεργία βρίσκεται σε επίπεδα που μόνο οι ΗΠΑ και η Γερμανία γνώρισαν
στον Μεσοπόλεμο και τη μεγάλη κρίση του 1929, και παρόλα αυτά συνεχίζει και ανεβαίνει. Οικονομετρικές μελέτες μας λένε πως μόνο το «φρενάρισμα» της ανεργίας απαιτεί μόνιμους ρυθμούς ανάπτυξης 2,5% με 3%, τη στιγμή που τα οικονομικά επιτελεία θα ζητωκραυγάζουν εάν πιάσουν τον «φρενήρη» ρυθμό του 0,6% ή του 1%.
Η υλική φτώχεια αυξάνεται γρήγορα στην Ευρώπη. Οι στατιστικές υπηρεσίες ονομάζουν «υλική φτώχεια» την έλλειψη δυνατότητας του ενεργού πληθυσμού για μια εβδομάδα διακοπές σε ξενοδοχείο, για την αγορά ενός διαρκούς καταναλωτικού αγαθού, για τη δυνατότητα να τρώει κανείς γεύμα με κρέας κάθε δύο ή τρεις ημέρες, για τη δυνατότητα να πληρώνει κανείς με άνεση τους λογαριασμούς του σπιτιού ή να μπορεί να ανταπεξέλθει σε ένα αναπάντεχο έξοδο κλπ. Στην Ευρώπη των 15, λοιπόν, αυτού του είδους η φτώχεια έχει αυξηθεί, από το 4,9% του πληθυσμού το 2007 στο 7,3% το 2012. Στην Ιταλία έχει αυξηθεί από το 6,8% το 2007 στο 14,5% του πληθυσμού το 2012. Αντίστοιχα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί, το ίδιο διάστημα, από το 11,5% στο 19,5% του πληθυσμού. Η αύξηση των ποσοστών της υλικής φτώχειας δείχνει ότι το πρόβλημα έχει χτυπήσει τον πυρήνα της μεσαίας τάξης.
Και ενώ συμβαίνουν και καταγράφονται όλα τα παραπάνω, οι πολιτικές λιτότητας συνεχίζονται σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Το πολιτικό προσωπικό των ευρωπαϊκών χωρών συνεχίζει να ενδιαφέρεται για πράγματα όπως είναι ο δημοσιονομικός εξορθολογισμός, η εξωστρέφεια, ο χαμηλός πληθωρισμός, η ανταγωνιστικότητα, λες και η οικονομική κρίση δεν ξέσπασε ποτέ. Ας δούμε τρία στιγμιότυπα της εγχώριας οικονομικής επικαιρότητας ξεκινώντας από το πιο ασήμαντο και πηγαίνοντας στο πιο σημαντικό, κατά τη δική μας αξιολόγηση.
Πρώτον: Η τρόικα, λέει το ρεπορτάζ, πιέζει την Ελλάδα για την άμεση απελευθέρωση της αγοράς της ενέργειας, ως έναν από τους όρους που πρέπει να ικανοποιούνται για να υπάρξει η εκταμίευση της επόμενης δόσης. Στις αιτιάσεις των ειδικών ότι αυτό δεν πρέπει να συμβεί βιαστικά και γρήγορα όπως το ζητά η τρόικα, γιατί θα αυξήσει δραματικά το βιομηχανικό κόστος και θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα, κυρίως, της ευρωπαϊκής μεταλλουργίας, κύκλοι των Βρυξελλών παραδέχτηκαν ότι αυτό ισχύει, όμως προέχει η υλοποίηση της ενιαίας αγοράς ενέργειας παρά την αύξηση του κόστους (δες Γιάννης Αγγέλης, «Η τρόικα πιέζει για "συνολική μεταρρύθμιση" στην ενέργεια», Capital 22/1/2014).
Δεύτερον: Στην τοποθέτηση του διοικητή της ΤτΕ Προβόπουλου στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής ειπώθηκαν πολλά πράγματα για το νέο αναπτυξιακό μοντέλο των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων (η εσωτερική ζήτηση δεν παίζει κανένα ρόλο), τον νέο ρόλο του τραπεζικού συστήματος στη καθοδήγηση της οικονομίας (χωρίς πιστώσεις), τη ζήτηση που θα ανακάμψει κάπως (λόγω αποπληθωρισμού, όμως), την ανάγκη για συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας κλπ αλλά δεν ειπώθηκε κουβέντα για τη μείωση της ανεργίας και την αντιμετώπιση της φτώχειας, εκτός από ένα δύο ευχολόγια. Βλέπετε, η ΤτΕ ως παράρτημα της ΕΚΤ ενδιαφέρεται για τα «σινιάλα» των τιμών. Αυτά καταλαβαίνει μόνο -και αποφασίζει ότι τα σωστά «σινιάλα» είναι αυτά που δεν δημιουργούν προσδοκίες στο λαό για κάποιού είδους καλύτερη ζωή στο εγγύς μέλλον, χωρίς υπερβολικές θυσίες. Κι αυτό, γιατί αν ζητήσουν κάποιοι θα ζητήσουν και άλλοι και αυτό δημιουργεί «ηθικό κίνδυνο» (moral hazard). Το τραπεζικό σύστημα θα καθοδηγήσει, με στοχευμένη ρευστότητα, τη μετακίνηση από κλάδους μη εμπορεύσιμων προϊόντων σε κλάδους εξαγωγικούς, και θα βοηθήσει στη διαδικασία εκκαθάρισης της αγοράς.
Τρίτον: Πάλι ο Προβόπουλος, μιλώντας στη Διαρκή Επιτροπή των Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής είπε: «Είναι συνεπώς βάσιμο να δημιουργούνται ανησυχίες ότι το 2014, έτος εκλογικών αναμετρήσεων για το Ευρωκοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση, η πολιτική αντιπαράθεση μπορεί να οξυνθεί περαιτέρω, η πόλωση να κορυφωθεί και ο συγκερασμός απόψεων να γίνει ακόμη δυσχερέστερος. Αν συμβεί αυτό, η αβεβαιότητα θα ενταθεί και θα αποδυναμωθούν, αν δεν ακυρωθούν, τα στοιχεία που στηρίζουν σήμερα θετικές προβλέψεις για το 2014. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έχει καθοριστική σημασία να παραμείνει η οικονομική πολιτική προσηλωμένη στην πραγματοποίηση των προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων». Εδώ τι να πει κανείς; Πρόκειται για επιτηδευμένη αφέλεια ή για σκέτη κυνικότητα; Η ΤτΕ, που επιβάλλει και συστήνει τη συνέχιση των πολιτικών που προκαλούν οξύτατες κοινωνικές πολώσεις, ανησυχεί για το κοινωνικοοικονομικό κλίμα έντασης και εγκαλεί την Βουλή ότι δεν κάνει τα αδύνατα–δυνατά για τον απαραίτητο συγκερασμό απόψεων, ώστε να περάσουμε ομαλά τον «σκόπελο» των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων.
Τι μας λένε όλα τα παραπάνω; Ότι οι λεγόμενες οικονομικές πολιτικές, καθώς και οι πολιτικοί εκφραστές του κεφαλαίου, δεν ενδιαφέρονται γενικά για την ανάπτυξη και πως το Κεφάλαιο «σκοτίστηκε» για την ύφεση, την ανεργία και την «κοσμική στασιμότητα». Επειδή εκείνο που ενδιαφέρει μια καπιταλιστική οικονομία σε βαθιά κρίση δεν είναι η αύξηση της ζήτησης αλλά τα «περιβάλλοντα» εκμετάλλευσης, η έξοδος από την κρίση δεν εμφανίζεται με τη μορφή κλασικών αναπτυξιακών πολιτικών αλλά με μια μεγάλη διαφορά και ασυμμετρία ισχύος μεταξύ των κοινωνικά ανταγωνιζομένων μπλοκ. Το Κεφάλαιο σε περιόδους κρίσης, στασιμότητας και μηδενικής ανάπτυξης συσσωρεύει «δύναμη», ακόμα και εναντίον κάποιων μερίδων του, έτσι ώστε να επιβάλλει τη μέριμνα όλης της κοινωνίας για την ευημερία των καπιταλιστών. Γι΄ αυτό και η φτώχεια, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι επιλογή, όχι των φτωχών βέβαια, αλλά της κυρίαρχης οικονομικής πολιτικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου