Για τις αστυνομικές εφόδους στα κοινωνικά ιατρεία και το νέο μοντέλο διακυβέρνησης
Η εισβολή κρατικών οργάνων σε κοινωνικά ιατρεία, όπως και η επιδίωξη του ΤΑΙΠΕΔ να εκδιώξει το κοινωνικό ιατρείο του Ελληνικού από το κτίριο όπου στεγάζεται, είναι ασφαλώς γνωστή στους αναγνώστες. Αν επανέρχομαι, στο άνοιγμα του νέου χρόνου, είναι επειδή εκτιμώ ότι έχει μόνιμο περιεχόμενο, ευρύτερη στόχευση και συμβολισμό.
Θυμίζω τα γεγονότα. Στις 24 Οκτωβρίου, δικαστικός, κλιμάκιο του Ελληνικού Οργανισμού Φαρμάκων και αστυνομικοί επέδραμαν στο Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού, επικαλούμενοι ανώνυμη καταγγελία για διακίνηση ναρκωτικών. Εντελώς συμπτωματικά, λίγες ώρες αργότερα, όμοιας σύνθεσης ομάδα εισέβαλε σε κοινωνικό ιατρείο των Γιατρών του Κόσμου, διερευνώντας επώνυμη, αυτή τη φορά, καταγγελία για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών. Η κυβέρνηση, υπό την πίεση των αντιδράσεων, περιορίστηκε σε μια λιτή ανακοίνωση περί της εύλογης διερεύνησης καταγγελιών για βαριά αδικήματα, σαν να επρόκειτο για πρακτική ρουτίνας των κρατικών μηχανισμών, ανακοίνωση η οποία συσκοτίζει μάλλον παρά ξεδιαλύνει τα συμβάντα. Ας κάνουμε δυο υποθέσεις.
Υπόθεση πρώτη: Ανώνυμος καταγγέλλει ότι εξωκοινοβουλευτικός υπουργός κάνει χρήση κοκαΐνης. Όπως αναφέρει, είναι φύσει αδύνατον ο εν λόγω υπουργός, κατά δήλωσή του, να κοιμάται ελάχιστες ώρες, να βρίσκεται από το πρωί στο υπουργείο του διαπραγματευόμενος σκληρά με την τρόικα, το μεσημέρι να λαμβάνει μέρος σε σύσκεψη στο Μαξίμου, το απόγευμα να υποστηρίζει κάποιο νομοσχέδιο στη Βουλή και το βράδυ, σε πλήρη νοητική εγρήγορση, να συμμετέχει σε σκυλοκαβγά στην «Ανατροπή». Εκτός των παραπάνω, ο ανώνυμος συμπολίτης μας δηλώνει ότι ο ίδιος έμαθε από τον έγκριτο δημοσιογράφο Γ. Π. (μόνο τα αρχικά στην καταγγελία) ότι είναι γνωστό τοις πάσι πως ο υπουργός «έχει αυτή την αδυναμία».
Υπόθεση δεύτερη: Πολίτης επωνύμως καταγγέλλει ότι στα γραφεία του κυβερνώντος κόμματος συστηματικά γίνεται διακίνηση και χρήση ναρκωτικών, επικαλούμενος ίδια γνώση: μένει στην απέναντι πολυκατοικία και τα βράδια βλέπει παράξενους τύπους να βγαίνουν τρεκλίζοντας από τα γραφεία, πετώντας σύριγγες στον παρακείμενο κάδο.
Σύμφωνα με τη λογική που προτάχθηκε για την έφοδο στα κοινωνικά ιατρεία (: μπροστά σε οποιαδήποτε καταγγελία, ανώνυμη ή επώνυμη, οι κρατικοί μηχανισμοί οφείλουν να σπεύδουν προς διερεύνηση, στο πλαίσιο μιας εγκατεστημένης ρουτίνας κοινωνικού ελέγχου), θα αναμέναμε ότι οι δικαστικές αρχές θα έδιναν εντολή στην αστυνομία, ίσως και στον ΕΟΦ να διερευνήσουν πάραυτα τα καταγγελλόμενα. Βέβαια, ουδείς έλλογα σκεπτόμενος άνθρωπος θα πίστευε κάτι τέτοιο. Γιατί;
Η βεβαιότητα ότι σε αυτές τις δύο υποθετικές περιπτώσεις δεν θα ακολουθούνταν οι πρακτικές που υιοθετήθηκαν για τα κοινωνικά ιατρεία δεν απορρέει μόνο από την πεποίθηση ότι στον τόπο μας συστηματικά παραβιάζονται οι βασικές αρχές του κράτους δικαίου, που καταστατικά θεωρεί τους πολίτες και τις συλλογικές ομαδώσεις τους ισότιμους έναντι του νόμου και της πράξης των κρατικών αξιωματούχων. Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των εξαρτήσεων της ελληνικής δικαιοσύνης και του ρόλου των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους: η χρόνια παθογένεια των θεσμών και των κυβερνήσεών μας δεν αρκεί για να ερμηνεύσει την ευθεία επίθεση στις πρωτοβουλίες κοινωνικής αλληλεγγύης.
Ένας στοιχειωδώς συγκροτημένος νομικά δικαστικός θα πέταγε αμέσως στον κάλαθο των αχρήστων την πρώτη από τις παραπάνω υποθετικές καταγγελίες. Ανώνυμες καταγγελίες, είτε αφορούν γνωστά είτε άγνωστα στον δημόσιο χώρο πρόσωπα, είναι δεδομένο πως δεν μπορούν να απασχολούν τις αρχές ενός κράτους δικαίου, αφού αλλιώς θα νομιμοποιούνταν ένας τύπος συμπεριφοράς που αντιστοιχεί στις προπολιτικές σφαίρες του κοινωνικού: το κουτσομπολιό και η σπερμολογία θα αναγορεύονταν σε πλήρως αποδεκτή κοινωνική πρακτική, την οποία μάλιστα θα όφειλαν να αξιοποιούν οι δικαστικές αρχές.
Στη δεύτερη υποθετική περίπτωση, ο δικαστικός θα έπρεπε καταρχάς να καλέσει αυτοπροσώπως τον καταγγέλλοντα, να σχηματίσει γνώμη για τη βασιμότητα των καταγγελιών και στη συνέχεια να αναθέσει στην αστυνομία τη διερεύνησή τους. Σε περίπτωση που αποδεικνύονταν ότι ο εν λόγω πολίτης, «έχων σώας τας φρένας», κακόβουλα προχώρησε στην καταγγελία, με στόχο τη σπίλωση του καταγγελλόμενου, τότε ο καλός δικαστής μας υποχρεούται να τον μηνύσει για «ψευδή καταμήνυση». Παρεμπιπτόντως, ενδιαφέρον θα είχε να πληροφορηθούμε την εντός της δικαιοσύνης τύχη του καταγγέλλοντος στην περίπτωση των Γιατρών του Κόσμου.
Αφήνοντας κατά μέρος τη φορμαλιστική πτυχή, κρισιμότερη παραμένει η ουσιαστική κατανόηση αυτής της κραυγαλέας επιχείρησης κρατικού ελέγχου των δομών κοινωνικής αλληλεγγύης.[1] Όπως η στοχοποίηση οροθετικών και μεταναστών, η λοβέρδεια αντίληψη περί «υγειονομικής βόμβας»,[2] η «σκούπα» άστεγων, εξαρτημένων και μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, η νομιμοποίηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης (στην Αμυγδαλέζα, την Κόρινθο, τη Δράμα, την Ορεστιάδα, την Ξάνθη, τη Λέσβο και αλλού), έτσι και η απόπειρα απονομιμοποίησης των δομών αλληλεγγύης σηματοδοτεί μια ευρύτερη αλλαγή παραδείγματος, σε κοινωνικό αλλά και πολιτισμικό επίπεδο. Το νέο μοντέλο διακυβέρνησης, πέραν της διαχείρισης της κρίσης χρέους ή, ορθότερα, με αυτή την αφορμή, αποτυπώνει στην οξύτερη μορφή του δύο τάσεις: αφενός την αποσύζευξη της οικονομίας της αγοράς από το όποιο δημοκρατικό κέλυφός της, και αφετέρου την κατασκευή ενός εσωτερικού εχθρού που συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τις «επικίνδυνες τάξεις», αλλά και τις συλλογικότητες οι οποίες τολμούν να υπερασπιστούν τα κοινά αποεμπορευματοποιημένα αγαθά και χώρους — και πολύ περισσότερο να τα συγκροτήσουν, ανανοηματοδοτώντας τα.
Οι πολιτικές της λιτότητας, εκτός του ότι εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες, αναδιανέμουν βίαια τον πλούτο και τροποποιούν την ταξική δομή, συνιστούν μέρος ενός ευρύτερου μετασχηματισμού που θίγει τον αξιακό πυρήνα του νεωτερικού καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος. Η ακύρωση αυτής της τάσης δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αμυντικούς αγώνες ούτε, πολύ περισσότερο, με την αναμονή μιας καλύτερης ή/και αριστερής διαχείρισης των άμεσων οικονομικών προβλημάτων. Ζητούμενο παραμένει ένα νέο ρητό οραματικό πρόταγμα υπέρβασης της ορατής καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Ο άλλος κόσμος στον οποίο αναγνωριζόμαστε, πέραν της ρητορικής, οφείλει να δηλωθεί περιεχομενικά ως «το άλλο άκρο», προς το οποίο είναι ενδεχομένως δυνατή η ταλάντευση που διαμορφώνεται από τον κοινωνικό ανταγωνισμό, ιδιαίτερα σε τούτη τη φάση όξυνσής του.
Ο Νίκος Σερντεδάκις διδάσκει κοινωνιολογία της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
[1] Ας θυμίσουμε επιπλέον τις απόπειρες (οικονομικής) ποινικοποίησης των δράσεων του δικτύου «Χωρίς Μεσάζοντες» και την καταστολή που επιφυλάχθηκε σε αυτοδιαχειριζόμενα σπίτια, καταλήψεις και δημόσιους χώρους.
[2] Άξια θαυμασμού υποκρισία της πολιτικής ελίτ: «υγειονομική βόμβα» οι μετανάστες και οι δίχως περίθαλψη – και, ταυτόχρονα αστυνομικές πρακτικές, για να ενοχοποιηθούν οι δομές υγειονομικής φροντίδας των υποδειχθέντων ως «επικίνδυνων|.
του Νίκου Σερντεδάκι
Η εισβολή κρατικών οργάνων σε κοινωνικά ιατρεία, όπως και η επιδίωξη του ΤΑΙΠΕΔ να εκδιώξει το κοινωνικό ιατρείο του Ελληνικού από το κτίριο όπου στεγάζεται, είναι ασφαλώς γνωστή στους αναγνώστες. Αν επανέρχομαι, στο άνοιγμα του νέου χρόνου, είναι επειδή εκτιμώ ότι έχει μόνιμο περιεχόμενο, ευρύτερη στόχευση και συμβολισμό.
Θυμίζω τα γεγονότα. Στις 24 Οκτωβρίου, δικαστικός, κλιμάκιο του Ελληνικού Οργανισμού Φαρμάκων και αστυνομικοί επέδραμαν στο Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού, επικαλούμενοι ανώνυμη καταγγελία για διακίνηση ναρκωτικών. Εντελώς συμπτωματικά, λίγες ώρες αργότερα, όμοιας σύνθεσης ομάδα εισέβαλε σε κοινωνικό ιατρείο των Γιατρών του Κόσμου, διερευνώντας επώνυμη, αυτή τη φορά, καταγγελία για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών. Η κυβέρνηση, υπό την πίεση των αντιδράσεων, περιορίστηκε σε μια λιτή ανακοίνωση περί της εύλογης διερεύνησης καταγγελιών για βαριά αδικήματα, σαν να επρόκειτο για πρακτική ρουτίνας των κρατικών μηχανισμών, ανακοίνωση η οποία συσκοτίζει μάλλον παρά ξεδιαλύνει τα συμβάντα. Ας κάνουμε δυο υποθέσεις.
Υπόθεση πρώτη: Ανώνυμος καταγγέλλει ότι εξωκοινοβουλευτικός υπουργός κάνει χρήση κοκαΐνης. Όπως αναφέρει, είναι φύσει αδύνατον ο εν λόγω υπουργός, κατά δήλωσή του, να κοιμάται ελάχιστες ώρες, να βρίσκεται από το πρωί στο υπουργείο του διαπραγματευόμενος σκληρά με την τρόικα, το μεσημέρι να λαμβάνει μέρος σε σύσκεψη στο Μαξίμου, το απόγευμα να υποστηρίζει κάποιο νομοσχέδιο στη Βουλή και το βράδυ, σε πλήρη νοητική εγρήγορση, να συμμετέχει σε σκυλοκαβγά στην «Ανατροπή». Εκτός των παραπάνω, ο ανώνυμος συμπολίτης μας δηλώνει ότι ο ίδιος έμαθε από τον έγκριτο δημοσιογράφο Γ. Π. (μόνο τα αρχικά στην καταγγελία) ότι είναι γνωστό τοις πάσι πως ο υπουργός «έχει αυτή την αδυναμία».
Υπόθεση δεύτερη: Πολίτης επωνύμως καταγγέλλει ότι στα γραφεία του κυβερνώντος κόμματος συστηματικά γίνεται διακίνηση και χρήση ναρκωτικών, επικαλούμενος ίδια γνώση: μένει στην απέναντι πολυκατοικία και τα βράδια βλέπει παράξενους τύπους να βγαίνουν τρεκλίζοντας από τα γραφεία, πετώντας σύριγγες στον παρακείμενο κάδο.
Σύμφωνα με τη λογική που προτάχθηκε για την έφοδο στα κοινωνικά ιατρεία (: μπροστά σε οποιαδήποτε καταγγελία, ανώνυμη ή επώνυμη, οι κρατικοί μηχανισμοί οφείλουν να σπεύδουν προς διερεύνηση, στο πλαίσιο μιας εγκατεστημένης ρουτίνας κοινωνικού ελέγχου), θα αναμέναμε ότι οι δικαστικές αρχές θα έδιναν εντολή στην αστυνομία, ίσως και στον ΕΟΦ να διερευνήσουν πάραυτα τα καταγγελλόμενα. Βέβαια, ουδείς έλλογα σκεπτόμενος άνθρωπος θα πίστευε κάτι τέτοιο. Γιατί;
Η βεβαιότητα ότι σε αυτές τις δύο υποθετικές περιπτώσεις δεν θα ακολουθούνταν οι πρακτικές που υιοθετήθηκαν για τα κοινωνικά ιατρεία δεν απορρέει μόνο από την πεποίθηση ότι στον τόπο μας συστηματικά παραβιάζονται οι βασικές αρχές του κράτους δικαίου, που καταστατικά θεωρεί τους πολίτες και τις συλλογικές ομαδώσεις τους ισότιμους έναντι του νόμου και της πράξης των κρατικών αξιωματούχων. Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των εξαρτήσεων της ελληνικής δικαιοσύνης και του ρόλου των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους: η χρόνια παθογένεια των θεσμών και των κυβερνήσεών μας δεν αρκεί για να ερμηνεύσει την ευθεία επίθεση στις πρωτοβουλίες κοινωνικής αλληλεγγύης.
Ένας στοιχειωδώς συγκροτημένος νομικά δικαστικός θα πέταγε αμέσως στον κάλαθο των αχρήστων την πρώτη από τις παραπάνω υποθετικές καταγγελίες. Ανώνυμες καταγγελίες, είτε αφορούν γνωστά είτε άγνωστα στον δημόσιο χώρο πρόσωπα, είναι δεδομένο πως δεν μπορούν να απασχολούν τις αρχές ενός κράτους δικαίου, αφού αλλιώς θα νομιμοποιούνταν ένας τύπος συμπεριφοράς που αντιστοιχεί στις προπολιτικές σφαίρες του κοινωνικού: το κουτσομπολιό και η σπερμολογία θα αναγορεύονταν σε πλήρως αποδεκτή κοινωνική πρακτική, την οποία μάλιστα θα όφειλαν να αξιοποιούν οι δικαστικές αρχές.
Στη δεύτερη υποθετική περίπτωση, ο δικαστικός θα έπρεπε καταρχάς να καλέσει αυτοπροσώπως τον καταγγέλλοντα, να σχηματίσει γνώμη για τη βασιμότητα των καταγγελιών και στη συνέχεια να αναθέσει στην αστυνομία τη διερεύνησή τους. Σε περίπτωση που αποδεικνύονταν ότι ο εν λόγω πολίτης, «έχων σώας τας φρένας», κακόβουλα προχώρησε στην καταγγελία, με στόχο τη σπίλωση του καταγγελλόμενου, τότε ο καλός δικαστής μας υποχρεούται να τον μηνύσει για «ψευδή καταμήνυση». Παρεμπιπτόντως, ενδιαφέρον θα είχε να πληροφορηθούμε την εντός της δικαιοσύνης τύχη του καταγγέλλοντος στην περίπτωση των Γιατρών του Κόσμου.
Αφήνοντας κατά μέρος τη φορμαλιστική πτυχή, κρισιμότερη παραμένει η ουσιαστική κατανόηση αυτής της κραυγαλέας επιχείρησης κρατικού ελέγχου των δομών κοινωνικής αλληλεγγύης.[1] Όπως η στοχοποίηση οροθετικών και μεταναστών, η λοβέρδεια αντίληψη περί «υγειονομικής βόμβας»,[2] η «σκούπα» άστεγων, εξαρτημένων και μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, η νομιμοποίηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης (στην Αμυγδαλέζα, την Κόρινθο, τη Δράμα, την Ορεστιάδα, την Ξάνθη, τη Λέσβο και αλλού), έτσι και η απόπειρα απονομιμοποίησης των δομών αλληλεγγύης σηματοδοτεί μια ευρύτερη αλλαγή παραδείγματος, σε κοινωνικό αλλά και πολιτισμικό επίπεδο. Το νέο μοντέλο διακυβέρνησης, πέραν της διαχείρισης της κρίσης χρέους ή, ορθότερα, με αυτή την αφορμή, αποτυπώνει στην οξύτερη μορφή του δύο τάσεις: αφενός την αποσύζευξη της οικονομίας της αγοράς από το όποιο δημοκρατικό κέλυφός της, και αφετέρου την κατασκευή ενός εσωτερικού εχθρού που συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τις «επικίνδυνες τάξεις», αλλά και τις συλλογικότητες οι οποίες τολμούν να υπερασπιστούν τα κοινά αποεμπορευματοποιημένα αγαθά και χώρους — και πολύ περισσότερο να τα συγκροτήσουν, ανανοηματοδοτώντας τα.
Οι πολιτικές της λιτότητας, εκτός του ότι εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες, αναδιανέμουν βίαια τον πλούτο και τροποποιούν την ταξική δομή, συνιστούν μέρος ενός ευρύτερου μετασχηματισμού που θίγει τον αξιακό πυρήνα του νεωτερικού καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος. Η ακύρωση αυτής της τάσης δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αμυντικούς αγώνες ούτε, πολύ περισσότερο, με την αναμονή μιας καλύτερης ή/και αριστερής διαχείρισης των άμεσων οικονομικών προβλημάτων. Ζητούμενο παραμένει ένα νέο ρητό οραματικό πρόταγμα υπέρβασης της ορατής καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Ο άλλος κόσμος στον οποίο αναγνωριζόμαστε, πέραν της ρητορικής, οφείλει να δηλωθεί περιεχομενικά ως «το άλλο άκρο», προς το οποίο είναι ενδεχομένως δυνατή η ταλάντευση που διαμορφώνεται από τον κοινωνικό ανταγωνισμό, ιδιαίτερα σε τούτη τη φάση όξυνσής του.
Ο Νίκος Σερντεδάκις διδάσκει κοινωνιολογία της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
[1] Ας θυμίσουμε επιπλέον τις απόπειρες (οικονομικής) ποινικοποίησης των δράσεων του δικτύου «Χωρίς Μεσάζοντες» και την καταστολή που επιφυλάχθηκε σε αυτοδιαχειριζόμενα σπίτια, καταλήψεις και δημόσιους χώρους.
[2] Άξια θαυμασμού υποκρισία της πολιτικής ελίτ: «υγειονομική βόμβα» οι μετανάστες και οι δίχως περίθαλψη – και, ταυτόχρονα αστυνομικές πρακτικές, για να ενοχοποιηθούν οι δομές υγειονομικής φροντίδας των υποδειχθέντων ως «επικίνδυνων|.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου