Ο τρόπος με τον οποίο το κεφάλαιο κατάφερε να ενώσει την Ευρώπη μετά τον πόλεμο, δείχνει να έχει φτάσει στα όριά του. Mε λιγότερο κομψή διατύπωση, αυτο το είδος της “αιώνιας ειρήνης” οδηγεί σήμερα σε έναν καινούριο, βαθύτερο διχασμό. Το επισημαίνει η Άγκελα Μέρκελ, απειλώντας κυνικά για ένα “νέο 1914”. Το λένε με τον τρόπο τους οι Financial Times, ανατρέχοντας κι αυτοί στη χρονιά που ξέσπασε ο “ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος”.
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Το δείχνουν οι ευρωπαίοι ηγέτες, αναλαμβάνοντας το ρίσκο η Ευρωπαϊκή Ένωση να συνεχίσει να αποτελεί, λόγω της πολιτικής της, τον υπ΄ αριθμόν ένα παράγοντα ευρωσκεπτικισμού. Και προσπαθούν να το αρνηθούν, μετατρέποντας τις ευρωεκλογές σε δημοψήφισμα “υπέρ ή κατά της Ευρώπης” γενικώς, νεοφιλελεύθεροι και ακροδεξιοί.
Ποιος μπορεί να μην είναι σήμερα τουλάχιστον σκεπτικιστής όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε το κεφάλαιο να ενώσει την Ευρώπη; Επρόκειτο για μια ένωση κρατών απέναντι σε κοινούς αντιπάλους, την ΕΣΣΔ και τη νωπή μνήμη του ναζισμού. Μια ενοποίηση με δεδομένο ότι οι εθνικοί εγωισμοί, αυτοί που οδήγησαν δύο φορές σε κοινά ερείπια, δεν μπορούν μεν να εξαλειφθούν, θα μπορούσαν όμως να μετριαστούν, ώστε να αποκλειστεί ο κίνδυνος νέων ερειπίων: ένα “αβέβαιο δημιούργημα της αγωνίας”, γράφει ο Τόνι Τζαντ. Η πολιτική της λιτότητας και της ύφεσης, επί της οποίας ενοποιούνται σήμερα οι δύο κύριες και αντιθετικές αστικές στρατηγικές για τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης στην Ευρώπη, η αγγλοσαξονική και η κεντροευρωπαϊκή (οι δύο δηλαδή στρατηγικές που ορίζουν για την ώρα τις συντεταγμένες της ευρωπαϊκής ιδέας), δεν έχει ούτε καν αυτή τη μετριοπαθή φιλοδοξία. Στόχος σήμερα, εν μέσω διχασμού, δεν είναι παρά η επιβίωση του διχασμένου συνόλου –της “αλυσίδας”–, ως καπιταλιστικού. Η επιβίωση, ακόμα και επί πτωμάτων.
Είναι γι΄ αυτό ακριβώς που η κινητήρια δύναμη του διχασμού της Ευρώπης δεν είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ εθνικών κρατών, όπως το θέλει η δημοφιλέστερη σήμερα πρόσληψη του προβλήματος. Δεν είναι ανταγωνισμός μεταξύ εθνικών κρατών αυτό που συμβαίνει σήμερα, αλλά σύγκρουση διά των εθνικών κρατών, στο βαθμό που ο καπιταλισμός εξακολουθεί να οργανώνεται σε εθνικά κράτη: στο επίπεδο ακριβώς του εθνικού κράτους είναι που συγκροτείται το κεφάλαιο ως κοινωνική δύναμη. Μια ένωση εθνικών κρατών, όπως είναι η Ε.Ε., φέρει εξαρχής τον πρωταρχικό αυτό διχασμό στο γενετικό της κώδικα. Και προορίζεται εξαρχής να δημιουργήσει τους όρους για την εξώθηση του διχασμού αυτού σε ανώτερο επίπεδο. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, αν δηλαδή ο γενετικός κώδικας της Ε.Ε. ήταν αυτός της εθνοκρατικής σύγκρουσης και όχι της σύγκρουσης για τη διασφάλιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, θα έπρεπε μεταξύ άλλων το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα να έχει ήδη διαλυθεί μέσα στην κρίση. Αν, από την άλλη, ο στόχος ήταν η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και συνεργασία, Σαμαράς και Βενιζέλος θα έπρεπε να επιχειρηματολογούν σήμερα κατά της Μέρκελ με τα πιο πειστικά επιχειρήματα εναντίον της, αυτά της γερμανικής Αριστεράς. Αλλά η γερμανική Αριστερά είναι γι ΄αυτούς μια ενοχλητική πραγματικότητα, ευτυχώς μειοψηφική.
***
Ακριβώς επειδή το κεφάλαιο συγκροτείται κατ΄ αρχάς στο επίπεδο του εθνικού κράτους, ο εθνικισμός παραμένει πριν από οτιδήποτε άλλο η ιδεολογία του κράτους και του κεφαλαίου. Η διχαστική ενοποίηση της Ευρώπης του δίνει, βεβαίως, διαφορετικό περιεχόμενο: η “εθνική καταστροφή” για την ελληνική αστική τάξη είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να μας βγάλει από το ευρώ. Όμως κράτος και κεφάλαιο κυριαρχούν, μεταξύ άλλων καταφέρνοντας να ορίζουν εθνικά το πεδίο της νομιμοποίησής τους και, ταυτόχρονα, τα όρια της αντίστασης στην εξουσία τους. Αυτή είναι και η αντίφασή τους: νομιμοποιούνται στο όνομα της εθνικής κυριαρχίας και θωρακίζονται απέναντι στη λαϊκή κυριαρχία στο επίπεδο ακριβώς όπου η εξουσία τους σχετικοποιείται, στο επίπεδο δηλαδή της Ευρώπης.
Από τη σκοπιά αυτή, λοιπόν, ο εθνικισμός παραμένει ο “τρόπος” του κεφαλαίου να επιβάλλεται ως καθολική κοινωνική δύναμη: ως η δύναμη που πηγαίνει κάθε χώρα και ολόκληρη την Ευρώπη “μπροστά”. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και ο τρόπος μιας ορισμένης “αντίστασης” στην καταστροφική δυναμική του κεφαλαίου: της “εθνικής” αντίστασης σε μια διχαστική ενοποίηση. Εκείνης της αντίστασης που, ελλείψει πειστικότερης ιδέας για την ενοποίηση της Ευρώπης, σχετικοποιεί και θρυμματίζει τις κοινωνικές διαιρέσεις σε κάθε χώρα, αποσιωπώντας το διχασμό της Ευρώπης συνολικά.
***
Σ΄ αυτήν ακριβώς τη συνθήκη, με τη διχαστική δηλαδή ενοποίηση της Ευρώπης ν΄ απειλεί να μας γυρίσει στο 1914, και ταυτόχρονα, τη συγκάλυψη αυτού του διχασμού να επιβάλλεται μέσω των εθνικισμών, η μνήμη της “μικρής εβραίας που προσπάθησε να μεταφέρει την επανάσταση του Λένιν στο Βερολίνο”, πράγμα συνώνυμο με το να “καταστρέψει τη Γερμανία”, δεν είναι αναδρομή τιμής ένεκεν στο ημερολόγιο της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Εβραία και κομμουνίστρια, εξ ορισμού δηλαδή “αντεθνικό στοιχείο”, η Ρόζα Λούξεμπουργκ αντιλήφθηκε με σπάνια για την εποχή της οξυδέρκεια τους κινδύνους που εγκυμονούσε στις αρχές του 20ου αιώνα η έξαρση των εθνικών εγωισμών, οι οποίοι, όπως πάντα, αυτοπροβάλλονταν ως αμυντικοί. Ήταν γι΄ αυτό που τόσο μέσα στη Διεθνή, όσο και στο πλαίσιο του γερμανικού εργατικού κινήματος, η Ρόζα αφιέρωσε τη ζωή της σε μια πολιτική του συγκεκριμένου ενάντια στα τοτέμ της καπιταλιστικής κυριαρχίας: το Έθνος και το Νόμο. Στην εποχή της, τέτοιες εμμονές πληρώνονταν με τη ρετσινιά του προδότη και οδηγούσαν στη φυλακή ή το θάνατο. Και στην περίπτωσή της, φρόντισαν γι΄ αυτό οι σοσιαλδημοκράτες Έμπερτ, Νόσκε και Σάιντεμαν, αξιοποιώντας τους εκτελεστικούς βραχίονες του ανασυγκροτούμενου γερμανικού κράτους, τα πρωτοφασιστικά Freikorps, πρόδρομους των κατοπινών SA του Ερνστ Ρεμ. Όλα αυτά, λίγο πριν η σοσιαλδημοκρατία μεταλλαχτεί ανεπιστρεπτί σε αριστερή πτέρυγα του ιμπεριαλισμού, υπό τη σημαία της μεταπολεμικής ανόρθωσης της Γερμανίας. Και αρκετά χρόνια προτού οι επίγονοι των δολοφόνων της Ρόζας εκκαθαριστούν, επί Χίτλερ πια, ως κοινά αποβράσματα, στη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών (1934).
Η ιστορία δεν γράφεται με “αν”. Αν όμως η επαναστατική πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας είχε επικρατήσει, αν η Ρόζα είχε εισακουστεί και νικήσει, αν η επανάσταση των Σπαρτακιστών δεν είχε συντριβεί, κι αν η “πατριωτική” σοσιαλδημοκρατία δεν συνθηκολογούσε με τον ιμπεριαλισμό, επισύροντας τον κίνδυνο του εμφυλίου για να αιματοκυλήσει τελικά τους γερμανούς κομμουνιστές, η Ευρώπη θά ΄χε αποφύγει τα κοινά ερείπια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το κρίσιμο δίλημμα της Ρόζας, σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα, θα είχε απαντηθεί διαφορετικά.
Κανένα απ΄ αυτά, ως γνωστόν, δεν συνέβη. Κανένα, όμως, δεν μπορεί και να ξεχαστεί. Με το διχασμό της Ευρώπης να βαθαίνει και πάλι, και την επαγγελία της αιώνιας ειρήνης να δείχνει σήμερα αδύναμη, η ιστορία της Ρόζας αξίζει να μη μείνει στις σελίδες του ωραίου μυθιστορήματος του Τζόναθαν Ραμπ (εκδ. Πόλις). Η ίδια έχει ακόμα περισσότερα να μας πει: Φροντίζοντας να κρατά αποστάσεις ασφαλείας από τον ακαδημαϊκό μαρξισμό. Στηλιτεύοντας το διαχωρισμό του κόμματος από την κίνηση των μαζών. Αποτιμώντας κάθε κοινοβουλευτική νίκη με βάση την κίνηση αυτή και περιγελώντας την απραξία των θεωρητικών του “ιστορικά αναπόφευκτου” τέλους του καπιταλισμού. Μην υποκύπτοντας, αλλά επιτιθέμενη στο δυσμενή συσχετισμό. Αρνούμενη πεισματικά την ταξινόμησή της στις κλίμακες ακρότητας/μετριοπάθειας. “Ασυμβατότητες” που, ως γνωστόν, η ίδια θα τις πληρώσει με τη ζωή της.
Ενενήντα πέντε χρόνια μετά τη δολοφονία της, η “μικρή εβραία μπολσεβίκα”, με τη σπάνια για γυναίκα της εποχής της μόρφωση, τη βιτριολική ειρωνεία για τους οπαδούς του νομιμόφρονος σοσιαλισμού, την ακράδαντη πίστη στην κίνηση (αντί της διεύθυνσης) των μαζών, και την απαράμιλλη αφοσίωση στο διεθνισμό, αλλά και τη βαθιά ευαισθησία για κάθετί το ανθρώπινο που διατρέχει τα δοκίμια και την αλληλογραφία της, μας ζητά να μην παραιτηθούμε από την υπεράσπιση χαμένων υποθέσεων. Η ίδια επιμένει, ως το τέλος. “Πού θα βρισκόμασταν σήμερα χωρίς αυτές τις ήττες;”, αναρωτιέται στη Ρότε Φάνε μία μόλις μέρα πριν τη δολοφονία της, αναλογιζόμενη τι χάθηκε στη Λυών το 1831, στο Παρίσι το 1848, στην Κομμούνα λίγο αργότερα [1]. Τι έμαθε η Αριστερά της Ευρώπης από τη δική της ήττα; Και κυρίως, την ώρα που το ρολόι της προόδου ξαναγυρνά στα χρόνια του ευρωπαϊκού εμφυλίου, μπορεί άραγε να αποτρέψει την επιστροφή στη βαρβαρότητα χωρίς την επανίδρυση του κομμουνισμού – περιφρονώντας, δηλαδή, ως προϊστορικό το επαναστατικό, διεθνιστικό και δημοκρατικό μήνυμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ;
_________________
[1] Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο [Rote Fahne, 14.1.1919], Εντός Εποχής 19.4.2009
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Το δείχνουν οι ευρωπαίοι ηγέτες, αναλαμβάνοντας το ρίσκο η Ευρωπαϊκή Ένωση να συνεχίσει να αποτελεί, λόγω της πολιτικής της, τον υπ΄ αριθμόν ένα παράγοντα ευρωσκεπτικισμού. Και προσπαθούν να το αρνηθούν, μετατρέποντας τις ευρωεκλογές σε δημοψήφισμα “υπέρ ή κατά της Ευρώπης” γενικώς, νεοφιλελεύθεροι και ακροδεξιοί.
Ποιος μπορεί να μην είναι σήμερα τουλάχιστον σκεπτικιστής όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε το κεφάλαιο να ενώσει την Ευρώπη; Επρόκειτο για μια ένωση κρατών απέναντι σε κοινούς αντιπάλους, την ΕΣΣΔ και τη νωπή μνήμη του ναζισμού. Μια ενοποίηση με δεδομένο ότι οι εθνικοί εγωισμοί, αυτοί που οδήγησαν δύο φορές σε κοινά ερείπια, δεν μπορούν μεν να εξαλειφθούν, θα μπορούσαν όμως να μετριαστούν, ώστε να αποκλειστεί ο κίνδυνος νέων ερειπίων: ένα “αβέβαιο δημιούργημα της αγωνίας”, γράφει ο Τόνι Τζαντ. Η πολιτική της λιτότητας και της ύφεσης, επί της οποίας ενοποιούνται σήμερα οι δύο κύριες και αντιθετικές αστικές στρατηγικές για τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης στην Ευρώπη, η αγγλοσαξονική και η κεντροευρωπαϊκή (οι δύο δηλαδή στρατηγικές που ορίζουν για την ώρα τις συντεταγμένες της ευρωπαϊκής ιδέας), δεν έχει ούτε καν αυτή τη μετριοπαθή φιλοδοξία. Στόχος σήμερα, εν μέσω διχασμού, δεν είναι παρά η επιβίωση του διχασμένου συνόλου –της “αλυσίδας”–, ως καπιταλιστικού. Η επιβίωση, ακόμα και επί πτωμάτων.
Είναι γι΄ αυτό ακριβώς που η κινητήρια δύναμη του διχασμού της Ευρώπης δεν είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ εθνικών κρατών, όπως το θέλει η δημοφιλέστερη σήμερα πρόσληψη του προβλήματος. Δεν είναι ανταγωνισμός μεταξύ εθνικών κρατών αυτό που συμβαίνει σήμερα, αλλά σύγκρουση διά των εθνικών κρατών, στο βαθμό που ο καπιταλισμός εξακολουθεί να οργανώνεται σε εθνικά κράτη: στο επίπεδο ακριβώς του εθνικού κράτους είναι που συγκροτείται το κεφάλαιο ως κοινωνική δύναμη. Μια ένωση εθνικών κρατών, όπως είναι η Ε.Ε., φέρει εξαρχής τον πρωταρχικό αυτό διχασμό στο γενετικό της κώδικα. Και προορίζεται εξαρχής να δημιουργήσει τους όρους για την εξώθηση του διχασμού αυτού σε ανώτερο επίπεδο. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, αν δηλαδή ο γενετικός κώδικας της Ε.Ε. ήταν αυτός της εθνοκρατικής σύγκρουσης και όχι της σύγκρουσης για τη διασφάλιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, θα έπρεπε μεταξύ άλλων το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα να έχει ήδη διαλυθεί μέσα στην κρίση. Αν, από την άλλη, ο στόχος ήταν η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και συνεργασία, Σαμαράς και Βενιζέλος θα έπρεπε να επιχειρηματολογούν σήμερα κατά της Μέρκελ με τα πιο πειστικά επιχειρήματα εναντίον της, αυτά της γερμανικής Αριστεράς. Αλλά η γερμανική Αριστερά είναι γι ΄αυτούς μια ενοχλητική πραγματικότητα, ευτυχώς μειοψηφική.
***
Ακριβώς επειδή το κεφάλαιο συγκροτείται κατ΄ αρχάς στο επίπεδο του εθνικού κράτους, ο εθνικισμός παραμένει πριν από οτιδήποτε άλλο η ιδεολογία του κράτους και του κεφαλαίου. Η διχαστική ενοποίηση της Ευρώπης του δίνει, βεβαίως, διαφορετικό περιεχόμενο: η “εθνική καταστροφή” για την ελληνική αστική τάξη είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να μας βγάλει από το ευρώ. Όμως κράτος και κεφάλαιο κυριαρχούν, μεταξύ άλλων καταφέρνοντας να ορίζουν εθνικά το πεδίο της νομιμοποίησής τους και, ταυτόχρονα, τα όρια της αντίστασης στην εξουσία τους. Αυτή είναι και η αντίφασή τους: νομιμοποιούνται στο όνομα της εθνικής κυριαρχίας και θωρακίζονται απέναντι στη λαϊκή κυριαρχία στο επίπεδο ακριβώς όπου η εξουσία τους σχετικοποιείται, στο επίπεδο δηλαδή της Ευρώπης.
Από τη σκοπιά αυτή, λοιπόν, ο εθνικισμός παραμένει ο “τρόπος” του κεφαλαίου να επιβάλλεται ως καθολική κοινωνική δύναμη: ως η δύναμη που πηγαίνει κάθε χώρα και ολόκληρη την Ευρώπη “μπροστά”. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και ο τρόπος μιας ορισμένης “αντίστασης” στην καταστροφική δυναμική του κεφαλαίου: της “εθνικής” αντίστασης σε μια διχαστική ενοποίηση. Εκείνης της αντίστασης που, ελλείψει πειστικότερης ιδέας για την ενοποίηση της Ευρώπης, σχετικοποιεί και θρυμματίζει τις κοινωνικές διαιρέσεις σε κάθε χώρα, αποσιωπώντας το διχασμό της Ευρώπης συνολικά.
***
Σ΄ αυτήν ακριβώς τη συνθήκη, με τη διχαστική δηλαδή ενοποίηση της Ευρώπης ν΄ απειλεί να μας γυρίσει στο 1914, και ταυτόχρονα, τη συγκάλυψη αυτού του διχασμού να επιβάλλεται μέσω των εθνικισμών, η μνήμη της “μικρής εβραίας που προσπάθησε να μεταφέρει την επανάσταση του Λένιν στο Βερολίνο”, πράγμα συνώνυμο με το να “καταστρέψει τη Γερμανία”, δεν είναι αναδρομή τιμής ένεκεν στο ημερολόγιο της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Εβραία και κομμουνίστρια, εξ ορισμού δηλαδή “αντεθνικό στοιχείο”, η Ρόζα Λούξεμπουργκ αντιλήφθηκε με σπάνια για την εποχή της οξυδέρκεια τους κινδύνους που εγκυμονούσε στις αρχές του 20ου αιώνα η έξαρση των εθνικών εγωισμών, οι οποίοι, όπως πάντα, αυτοπροβάλλονταν ως αμυντικοί. Ήταν γι΄ αυτό που τόσο μέσα στη Διεθνή, όσο και στο πλαίσιο του γερμανικού εργατικού κινήματος, η Ρόζα αφιέρωσε τη ζωή της σε μια πολιτική του συγκεκριμένου ενάντια στα τοτέμ της καπιταλιστικής κυριαρχίας: το Έθνος και το Νόμο. Στην εποχή της, τέτοιες εμμονές πληρώνονταν με τη ρετσινιά του προδότη και οδηγούσαν στη φυλακή ή το θάνατο. Και στην περίπτωσή της, φρόντισαν γι΄ αυτό οι σοσιαλδημοκράτες Έμπερτ, Νόσκε και Σάιντεμαν, αξιοποιώντας τους εκτελεστικούς βραχίονες του ανασυγκροτούμενου γερμανικού κράτους, τα πρωτοφασιστικά Freikorps, πρόδρομους των κατοπινών SA του Ερνστ Ρεμ. Όλα αυτά, λίγο πριν η σοσιαλδημοκρατία μεταλλαχτεί ανεπιστρεπτί σε αριστερή πτέρυγα του ιμπεριαλισμού, υπό τη σημαία της μεταπολεμικής ανόρθωσης της Γερμανίας. Και αρκετά χρόνια προτού οι επίγονοι των δολοφόνων της Ρόζας εκκαθαριστούν, επί Χίτλερ πια, ως κοινά αποβράσματα, στη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών (1934).
Η ιστορία δεν γράφεται με “αν”. Αν όμως η επαναστατική πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας είχε επικρατήσει, αν η Ρόζα είχε εισακουστεί και νικήσει, αν η επανάσταση των Σπαρτακιστών δεν είχε συντριβεί, κι αν η “πατριωτική” σοσιαλδημοκρατία δεν συνθηκολογούσε με τον ιμπεριαλισμό, επισύροντας τον κίνδυνο του εμφυλίου για να αιματοκυλήσει τελικά τους γερμανούς κομμουνιστές, η Ευρώπη θά ΄χε αποφύγει τα κοινά ερείπια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το κρίσιμο δίλημμα της Ρόζας, σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα, θα είχε απαντηθεί διαφορετικά.
Κανένα απ΄ αυτά, ως γνωστόν, δεν συνέβη. Κανένα, όμως, δεν μπορεί και να ξεχαστεί. Με το διχασμό της Ευρώπης να βαθαίνει και πάλι, και την επαγγελία της αιώνιας ειρήνης να δείχνει σήμερα αδύναμη, η ιστορία της Ρόζας αξίζει να μη μείνει στις σελίδες του ωραίου μυθιστορήματος του Τζόναθαν Ραμπ (εκδ. Πόλις). Η ίδια έχει ακόμα περισσότερα να μας πει: Φροντίζοντας να κρατά αποστάσεις ασφαλείας από τον ακαδημαϊκό μαρξισμό. Στηλιτεύοντας το διαχωρισμό του κόμματος από την κίνηση των μαζών. Αποτιμώντας κάθε κοινοβουλευτική νίκη με βάση την κίνηση αυτή και περιγελώντας την απραξία των θεωρητικών του “ιστορικά αναπόφευκτου” τέλους του καπιταλισμού. Μην υποκύπτοντας, αλλά επιτιθέμενη στο δυσμενή συσχετισμό. Αρνούμενη πεισματικά την ταξινόμησή της στις κλίμακες ακρότητας/μετριοπάθειας. “Ασυμβατότητες” που, ως γνωστόν, η ίδια θα τις πληρώσει με τη ζωή της.
Ενενήντα πέντε χρόνια μετά τη δολοφονία της, η “μικρή εβραία μπολσεβίκα”, με τη σπάνια για γυναίκα της εποχής της μόρφωση, τη βιτριολική ειρωνεία για τους οπαδούς του νομιμόφρονος σοσιαλισμού, την ακράδαντη πίστη στην κίνηση (αντί της διεύθυνσης) των μαζών, και την απαράμιλλη αφοσίωση στο διεθνισμό, αλλά και τη βαθιά ευαισθησία για κάθετί το ανθρώπινο που διατρέχει τα δοκίμια και την αλληλογραφία της, μας ζητά να μην παραιτηθούμε από την υπεράσπιση χαμένων υποθέσεων. Η ίδια επιμένει, ως το τέλος. “Πού θα βρισκόμασταν σήμερα χωρίς αυτές τις ήττες;”, αναρωτιέται στη Ρότε Φάνε μία μόλις μέρα πριν τη δολοφονία της, αναλογιζόμενη τι χάθηκε στη Λυών το 1831, στο Παρίσι το 1848, στην Κομμούνα λίγο αργότερα [1]. Τι έμαθε η Αριστερά της Ευρώπης από τη δική της ήττα; Και κυρίως, την ώρα που το ρολόι της προόδου ξαναγυρνά στα χρόνια του ευρωπαϊκού εμφυλίου, μπορεί άραγε να αποτρέψει την επιστροφή στη βαρβαρότητα χωρίς την επανίδρυση του κομμουνισμού – περιφρονώντας, δηλαδή, ως προϊστορικό το επαναστατικό, διεθνιστικό και δημοκρατικό μήνυμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ;
_________________
[1] Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο [Rote Fahne, 14.1.1919], Εντός Εποχής 19.4.2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου