31/12 – απόγευμα.
Από το πρωί στους δρόμους, κάτι δωράκια της τελευταίας στιγμής, πάρα πολύς κόσμος παντού, στο σούπερ μάρκετ δεν χωράνε τα καρότσια να περάσουν το ένα δίπλα στο άλλο. Το απόγευμα θυμάμαι κάτι που λείπει, σκέφτομαι αν πρέπει να ξαναβγώ απ’ το σπίτι, ξέρω πως η απάντηση είναι όχι, παρόλα αυτά το επιχειρώ.
Στο μετρό κοιτάζω την αντανάκλαση στο τζάμι. Ταλαιπωρία. Σκασμένος απ’ τη ζέστη του μπουφάν και του στριμωξιδιού, ξεΐγκλωτος, με την βρώμικη φόρμα και το μαλλί λαδωμένο ξεχύνομαι στην γιορτινή Αθήνα. Δε με νοιάζει, οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μου φαίνονται εξίσου κουρασμένοι, εξίσου τσαλακωμένοι.
Περπατάω στην Πατριάρχου Ιωακείμ, πρέπει να περάσω από εκεί για να βρεθώ στο σημείο που επιθυμώ. Οι φάτσες αλλάζουν, το τσαλάκωμα εξαφανίζεται. Οι δίπλα μου είναι ωραία ντυμένοι, έχουν επιλέξει προσεκτικά το σημείο που σκάει η φράντζα, το ύψος της τρίχας, το είδος της κάλτσας, το ακριβές ύφος. Στη Μηλιώνη δυνατά μουσική, μεγάλα ηχεία έξω. Μια παρέα κάνει σα να χορεύει, αλλά δε χορεύει γιατί ο καθένας κοιτάζει κάτι άλλο – ο ένας την ξανθιά που κάθεται πάνω στο τραπέζι/πάσο, ο άλλος το κινητό του, ο τρίτος το δρόμο, η τέταρτη την διπλανή παρέα και η γυναίκα που κάθεται στο πάσο κουνιέται κοιτώντας τον εαυτό της στη τζαμαρία. Τα χείλη όλων τραγουδάνε, είναι κάποιο ελληνικό, νομίζω κάποιο παλιό της Βίσση.
Παρακάτω, στο ντα κάπο, χαμός. Κι εκεί ηχεία έξω και πάρτι. Φρεσκοσιδερωμένοι τύποι με μαλλί αλά άντι γκαρσία στα νιάτα του σηκώνουν τα χέρια τους ελαφρά στο ρυθμό και ξανθές τακτοποιημένες στην εντέλεια, τίποτα δεν μπορεί να κουνηθεί απ’ τη θέση του, ακόμη κι αν χοροπηδήσουν με όλη τους τη δύναμη, λες και είναι πιασμένες ολόκληρες με παραμάνες. Περνάει ένας πατέρας με το παιδάκι του και περιμένω ο σαρτόριαλιστ να τους σταματήσει ευγενικά ζητώντας να τους πάρει φωτογραφία.
Ποιοί είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Ξέρουν τους άλλους ανθρώπους, τους ανθρώπους της Ερμού, των φτηνών πολυκαταστημάτων, του Κουκακίου και του Βύρωνα;
Ο κόσμος διαιρείται απόλυτα. Οι τσαλακωμένοι, οι άνθρωποι της ταλαιπωρίας απ’ τη μια και οι άνθρωποι που κάθονται τέλειοι πάνω στο πάσο, λικνιζόμενοι ελαφρά πίνοντας κάποιο απίθανο κοκτέιλ και ανησυχώντας μόνο για το αν θα βγει καλή η φωτογραφία τους, απ’ την άλλη. Ένας απόλυτος διαχωρισμός. Ένας τέλειος μανιχαϊσμός.
Λίγο αργότερα κατηφόρισα την Σόλωνος. Ο άλλος κόσμος. Ο κόσμος που δεν έχει πάρτι στις 6 το απόγευμα, αλλά ερημιά και πτώματα.
Συνήθως τις τελευταίες μέρες του χρόνου με πιάνω να σκέφτομαι καλή καρδιά και όλα ανθρώπινα είναι και διάφορα άλλα τέτοια. Αλλά η τελευταία χρονιά με άλλαξε, όπως άλλαξε και διάφορα άλλα. Έτσι, με δυσκολία προφέρω από μέσα μου το καλή καρδιά. Δεν έχω τρόπο να το ψελλίσω. Ακούω δυνατά στα ακουστικά εναλλάξ «γύρνα μες στη νύχτα μόνος» και «oh sweet nothing» στην σχεδόν απόκοσμη Ακαδημίας και φτάνω πλήρως γιατρεμένος απ’ το μίσος στο μετρό. Εκεί η εικόνα σε πιάνει απ΄ το λαιμό, καθώς οι τσακισμένοι άνθρωποι, χωρίς ίχνος καρδιάς, ακούνε τη φωνή απ’ το μεγάφωνο να επαναλαμβάνεται «οι συρμοί στη γραμμή 2 διέρχονται με μικρή καθυστέρηση».
3/1 – απόγευμα.
Χαζεύω στον υπολογιστή χωμένος στον καναπέ μεταξύ ταινιών και σειρών. Έχω ανοιχτά καμιά εικοσαριά ταμπς, το ένα πιο άσχετο απ’ το άλλο. Πέφτω σε μια λίστα με τις 100, λέει, πιο όμορφες ελληνίδες. Εκεί παρατηρώ να παρελαύνουν τηλεπαρουσιάστριες ειδήσεων και μεσημεριανών, αμίλητες περσόνες που πλαισιώνουν τον αναστασιάδη και όλων των ειδών οι επιτυχημένες γυναίκες. Φαίνεται ότι όμορφες γυναίκες είναι όσες χωράνε σε εξώφυλλα ή τηλεοπτικές οθόνες. Αυτές που έχουν πετύχει να χωρέσουν όσο δυνατόν περισσότερο στο στερεότυπου του πλαστικού, υστερικού, γλυκερού και ανώδυνου ανθρωπότυπου.
Οι τσαλακωμένες γυναίκες του μετρό που περίμεναν επί μισάωρο ξεφυσώντας φαίνεται ότι δεν μπορούν να μπουν στις επίσημες λίστες. Οι ξεθεωμένες πωλήτριες, οι γυναίκες που σπάνε τα δάχτυλά τους στα πληκτρολόγια, τα κορίτσια που θυμώνουν με τον κόσμο, μην αντέχοντας την αφόρητη πραγματικότητα, δεν υπάρχουν σε καμία λίστα. Ίσως γιατί για αυτές μιλάνε οι λέξεις στους τείχους και τα άδεια ποτήρια των μπαρ και οι σκέψεις όσων περπατάνε πάνω κάτω στις λεωφόρους, οι σκέψεις όσων δεν μπορούν να κοιμηθούν απόψε και οι σκέψεις όσων καταπνίγονται από επιθυμία. Γι’ αυτές μιλάνε οι σκέψεις όσων ξέρουν ότι ζωή σημαίνει το αντίθετο της τηλεόρασης και έρωτας το ανάποδο της προσποίησης.
6/1 – πρωί.
Ξυπνάω με το #pustiriot . Αν μη τι άλλο, οτιδήποτε χαλάει τη ζαχαρένια των παπάδων και του θεσμού της εκκλησίας, δημιουργεί ένα αυθόρμητο κέφι. Τουλάχιστον, πέρα απ’ την αποτελεσματικότητα ή την ουσία της δήλωσης, ξυπνάω με την εικόνα ανθρώπων που φιλιούνται. Κι είναι ένα απ’ τα πρώτα φιλιά του 2014 που επιτρέπουν να ψιθυρίσεις το καλή χρονιά, χωρίς να κρατιέσαι από εφτακόσιες μεριές.
Έτσι, στο διαιρεμένο κόσμο, στον απόλυτα διαχωρισμένο κόσμο σκάει ένα χαμόγελο όταν ενοχλούνται οι ατσαλάκωτοι, οι εκπροσώποι του θεού, οι εκπροσώποι του τηλεοπτικού θεού. Σκάει ένα χαμόγελο όταν γινόμαστε ενοχλητικοί. Και απελπιζόμαστε μέχρι να γίνουμε εντελώς, πραγματικά και ολοκληρωτικά ενοχλητικοί.
Από το πρωί στους δρόμους, κάτι δωράκια της τελευταίας στιγμής, πάρα πολύς κόσμος παντού, στο σούπερ μάρκετ δεν χωράνε τα καρότσια να περάσουν το ένα δίπλα στο άλλο. Το απόγευμα θυμάμαι κάτι που λείπει, σκέφτομαι αν πρέπει να ξαναβγώ απ’ το σπίτι, ξέρω πως η απάντηση είναι όχι, παρόλα αυτά το επιχειρώ.
Στο μετρό κοιτάζω την αντανάκλαση στο τζάμι. Ταλαιπωρία. Σκασμένος απ’ τη ζέστη του μπουφάν και του στριμωξιδιού, ξεΐγκλωτος, με την βρώμικη φόρμα και το μαλλί λαδωμένο ξεχύνομαι στην γιορτινή Αθήνα. Δε με νοιάζει, οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μου φαίνονται εξίσου κουρασμένοι, εξίσου τσαλακωμένοι.
Περπατάω στην Πατριάρχου Ιωακείμ, πρέπει να περάσω από εκεί για να βρεθώ στο σημείο που επιθυμώ. Οι φάτσες αλλάζουν, το τσαλάκωμα εξαφανίζεται. Οι δίπλα μου είναι ωραία ντυμένοι, έχουν επιλέξει προσεκτικά το σημείο που σκάει η φράντζα, το ύψος της τρίχας, το είδος της κάλτσας, το ακριβές ύφος. Στη Μηλιώνη δυνατά μουσική, μεγάλα ηχεία έξω. Μια παρέα κάνει σα να χορεύει, αλλά δε χορεύει γιατί ο καθένας κοιτάζει κάτι άλλο – ο ένας την ξανθιά που κάθεται πάνω στο τραπέζι/πάσο, ο άλλος το κινητό του, ο τρίτος το δρόμο, η τέταρτη την διπλανή παρέα και η γυναίκα που κάθεται στο πάσο κουνιέται κοιτώντας τον εαυτό της στη τζαμαρία. Τα χείλη όλων τραγουδάνε, είναι κάποιο ελληνικό, νομίζω κάποιο παλιό της Βίσση.
Παρακάτω, στο ντα κάπο, χαμός. Κι εκεί ηχεία έξω και πάρτι. Φρεσκοσιδερωμένοι τύποι με μαλλί αλά άντι γκαρσία στα νιάτα του σηκώνουν τα χέρια τους ελαφρά στο ρυθμό και ξανθές τακτοποιημένες στην εντέλεια, τίποτα δεν μπορεί να κουνηθεί απ’ τη θέση του, ακόμη κι αν χοροπηδήσουν με όλη τους τη δύναμη, λες και είναι πιασμένες ολόκληρες με παραμάνες. Περνάει ένας πατέρας με το παιδάκι του και περιμένω ο σαρτόριαλιστ να τους σταματήσει ευγενικά ζητώντας να τους πάρει φωτογραφία.
Ποιοί είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Ξέρουν τους άλλους ανθρώπους, τους ανθρώπους της Ερμού, των φτηνών πολυκαταστημάτων, του Κουκακίου και του Βύρωνα;
Ο κόσμος διαιρείται απόλυτα. Οι τσαλακωμένοι, οι άνθρωποι της ταλαιπωρίας απ’ τη μια και οι άνθρωποι που κάθονται τέλειοι πάνω στο πάσο, λικνιζόμενοι ελαφρά πίνοντας κάποιο απίθανο κοκτέιλ και ανησυχώντας μόνο για το αν θα βγει καλή η φωτογραφία τους, απ’ την άλλη. Ένας απόλυτος διαχωρισμός. Ένας τέλειος μανιχαϊσμός.
Λίγο αργότερα κατηφόρισα την Σόλωνος. Ο άλλος κόσμος. Ο κόσμος που δεν έχει πάρτι στις 6 το απόγευμα, αλλά ερημιά και πτώματα.
Συνήθως τις τελευταίες μέρες του χρόνου με πιάνω να σκέφτομαι καλή καρδιά και όλα ανθρώπινα είναι και διάφορα άλλα τέτοια. Αλλά η τελευταία χρονιά με άλλαξε, όπως άλλαξε και διάφορα άλλα. Έτσι, με δυσκολία προφέρω από μέσα μου το καλή καρδιά. Δεν έχω τρόπο να το ψελλίσω. Ακούω δυνατά στα ακουστικά εναλλάξ «γύρνα μες στη νύχτα μόνος» και «oh sweet nothing» στην σχεδόν απόκοσμη Ακαδημίας και φτάνω πλήρως γιατρεμένος απ’ το μίσος στο μετρό. Εκεί η εικόνα σε πιάνει απ΄ το λαιμό, καθώς οι τσακισμένοι άνθρωποι, χωρίς ίχνος καρδιάς, ακούνε τη φωνή απ’ το μεγάφωνο να επαναλαμβάνεται «οι συρμοί στη γραμμή 2 διέρχονται με μικρή καθυστέρηση».
3/1 – απόγευμα.
Χαζεύω στον υπολογιστή χωμένος στον καναπέ μεταξύ ταινιών και σειρών. Έχω ανοιχτά καμιά εικοσαριά ταμπς, το ένα πιο άσχετο απ’ το άλλο. Πέφτω σε μια λίστα με τις 100, λέει, πιο όμορφες ελληνίδες. Εκεί παρατηρώ να παρελαύνουν τηλεπαρουσιάστριες ειδήσεων και μεσημεριανών, αμίλητες περσόνες που πλαισιώνουν τον αναστασιάδη και όλων των ειδών οι επιτυχημένες γυναίκες. Φαίνεται ότι όμορφες γυναίκες είναι όσες χωράνε σε εξώφυλλα ή τηλεοπτικές οθόνες. Αυτές που έχουν πετύχει να χωρέσουν όσο δυνατόν περισσότερο στο στερεότυπου του πλαστικού, υστερικού, γλυκερού και ανώδυνου ανθρωπότυπου.
Οι τσαλακωμένες γυναίκες του μετρό που περίμεναν επί μισάωρο ξεφυσώντας φαίνεται ότι δεν μπορούν να μπουν στις επίσημες λίστες. Οι ξεθεωμένες πωλήτριες, οι γυναίκες που σπάνε τα δάχτυλά τους στα πληκτρολόγια, τα κορίτσια που θυμώνουν με τον κόσμο, μην αντέχοντας την αφόρητη πραγματικότητα, δεν υπάρχουν σε καμία λίστα. Ίσως γιατί για αυτές μιλάνε οι λέξεις στους τείχους και τα άδεια ποτήρια των μπαρ και οι σκέψεις όσων περπατάνε πάνω κάτω στις λεωφόρους, οι σκέψεις όσων δεν μπορούν να κοιμηθούν απόψε και οι σκέψεις όσων καταπνίγονται από επιθυμία. Γι’ αυτές μιλάνε οι σκέψεις όσων ξέρουν ότι ζωή σημαίνει το αντίθετο της τηλεόρασης και έρωτας το ανάποδο της προσποίησης.
6/1 – πρωί.
Ξυπνάω με το #pustiriot . Αν μη τι άλλο, οτιδήποτε χαλάει τη ζαχαρένια των παπάδων και του θεσμού της εκκλησίας, δημιουργεί ένα αυθόρμητο κέφι. Τουλάχιστον, πέρα απ’ την αποτελεσματικότητα ή την ουσία της δήλωσης, ξυπνάω με την εικόνα ανθρώπων που φιλιούνται. Κι είναι ένα απ’ τα πρώτα φιλιά του 2014 που επιτρέπουν να ψιθυρίσεις το καλή χρονιά, χωρίς να κρατιέσαι από εφτακόσιες μεριές.
Έτσι, στο διαιρεμένο κόσμο, στον απόλυτα διαχωρισμένο κόσμο σκάει ένα χαμόγελο όταν ενοχλούνται οι ατσαλάκωτοι, οι εκπροσώποι του θεού, οι εκπροσώποι του τηλεοπτικού θεού. Σκάει ένα χαμόγελο όταν γινόμαστε ενοχλητικοί. Και απελπιζόμαστε μέχρι να γίνουμε εντελώς, πραγματικά και ολοκληρωτικά ενοχλητικοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου