Η αναφορά του Γιάννη Δραγασάκη, σε συνέντευξή του πριν λίγο καιρό, σε «μικρό καλάθι» ενόψει της πολύ ισχυρής πιθανότητας για προοπτική κυβέρνησης της Αριστεράς στην Ελλάδα σε σύντομο χρόνο δημιούργησε, γι’ άλλη μια φορά, την αναγκαία χλαπαταγή.
Βέβαια, αυτήν τη φορά, η αντίδραση των καθεστωτικών ήταν σχετικά υποτονική στο μέτρο που η εκδοχή επικοινωνιακής αντιμετώπισης του ΣΥΡΙΖΑ ως σχήματος που τα «μαζεύει» ή τα «στρογγυλεύει» είχε ήδη δοκιμαστεί και αποτύχει. Όσο κι αν επιχειρήθηκε να χαιρετιστούν τα «ταξίδια» του Τσίπρα και οι δηλώσεις σχετικά με την απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να πολιτευτεί, χωρίς να θέτει ο ίδιος κανένα ζήτημα «εξόδου», ως «επιστροφή στη σοβαρότητα», στο τέλος της ημέρας η ρητή επιμονή στην κατάργηση των μνημονιακών ρυθμίσεων και στην ολοκληρωτική απόρριψη της λιτότητας δεν άφηναν ουσιαστικά
περιθώρια. Το μόνο, λοιπόν, που έμενε ήταν η επαναφορά στη μέθοδο ανάδειξης της εξαλλοσύνης, της ακρότητας –έως και ισχυρής συνάφειας με την …τρομοκρατία- και της επικινδυνότητας. Το σύνθημα είναι σαφές : «Κόκκινοι και όχι αποδεκτοί». Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, πως στα ποικίλα επεισόδια που θα ακολουθήσουν δεν θα ξαναπαιχτεί το ίδιο σενάριο.
Αν, όμως, οι καθεστωτικοί επικριτές του ΣΥΡΙΖΑ ελίσσονται κατά περίσταση δεν ισχύει το ίδιο για τους αριστερούς κριτές του –εντός και εκτός. Εδώ η σταθερότητα συνιστά, ως γνωστόν, πάγια αρετή. Άτεγκτοι σε όσα αφορούν την «ψυχή» μας, εγκαλούν διαρκώς για διολισθήσεις, υπαναχωρήσεις και στρογγυλέματα. Πράγμα παράδοξο, βέβαια, αν σκεφτούμε πως όλα όσα υποστηρίζεται πως «μαζεύονται» δεν θεωρήθηκαν –στην ώρα τους- επαρκώς ικανοποιητικά. Θέλω να πω, θεωρούταν εξαρχής «μαζεμένα».
Δεν σκοπεύω να ασχοληθώ σε αυτό το σημείωμα αναλυτικά με την «αριστερή κριτική» στο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η συζήτηση έχει γίνει επί μακρόν και θα συνεχιστεί. Η γνώμη μου είναι πως το μεγαλύτερο μέρος αυτής της κριτικής είναι, δυστυχώς, απολύτως μη παραγωγικό στο μέτρο που εμφορείται από κρατιστικές, εθνοκεντρικές και λαϊκομετωπικές προκείμενες, που το κάνουν εκτός από παρωχημένο και εξαιρετικά συντηρητικό[1]. Και λέω δυστυχώς γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία πως μια κριτική «εξ αριστερών», που θα εντόπιζε αδυναμίες και ελλείμματα από μια ταξική και διεθνιστική οπτική γωνία, θα ήταν εξαιρετικά πολύτιμη. Δεν την έχουμε και είμαστε υποχρεωμένοι να την αναλάβουμε οι ίδιοι, ως διαρκή αυτοκριτική.
Ας πάμε, όμως, στο «μικρό καλάθι». Δεν ξέρω αν η διατύπωση είναι η καλύτερη. Είμαι σίγουρος, όμως, ότι αυτό για το οποίο μιλάει είναι σωστό και καίριο. Και εξηγούμαι.
Το πρόγραμμα το συνόλου της ευρωπαϊκής Αριστεράς, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής, σήμερα, με τυπικούς όρους, φαίνεται αρκετά μετριοπαθές. Πράγματι, συγκριτικά με τα προγράμματα της γαλλικής ή βρετανικής Αριστεράς της δεκαετίας του ’70, το καλάθι εμφανίζεται, συνολικά, «μικρό». Μόνο που η εικόνα είναι παραπειστική. Και, μάλιστα, για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι πως σήμερα –και ο ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον, το έχει σε πρώτο πλάνο- έχει γίνει εντελώς κατανοητό πως το αριστερό πρόγραμμα είναι υπόθεση όχι των ειδικών εκπονητών του (!), αλλά όλων όσων εμπράκτως θα το αναλάβουν και, από αυτήν την άποψη, η έκτασή του είναι διαρκώς κατακτούμενη. Το ίδιο το πρόγραμμα, δηλαδή είναι επίδικο των κοινωνικών αγώνων, της ταξικής πάλης.
Από την άλλη πλευρά, το πρόγραμμα, οι ιεραρχήσεις, οι χρονικότητες και οι ρυθμοί του όσο καθορίζονται, άλλο τόσο και περισσότερο καθορίζουν τους συσχετισμούς δυνάμεων.
Ας το δούμε από λίγο πιο κοντά. Το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ως γνωστόν, οργανώνεται γύρω από τέσσερις άξονες:
· Ριζική αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου υπέρ των κατώτερων τάξεων
· Κατάργηση των μνημονίων, αναδιαπραγμάτευση σχετικά με το δημόσιο χρέος με στόχο διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους. Σταμάτημα της λιτότητας
· Κοινωνικοποίηση –με εργατικό έλεγχο- των τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων
· Παραγωγικός μετασχηματισμός με γνώμονα τις ανάγκες των πολλών
Η πρόταξη της ριζικής αναδιανομής δείχνει μια ιεράρχηση που αντιστοιχεί, ακριβώς, στον ταξικό χαρακτήρα και ταυτόχρονα στις ταξικές στοχεύσεις της ριζοσπαστικής πολιτικής. Πράγμα που αδυνατούν εντελώς, κατά τη γνώμη μου, να κάνουν οι αριστερές προτάσεις που θεωρούν πρωταρχικό το ζήτημα του νομίσματος, μετατρέποντας αντικειμενικά ένα πιθανό μέσο πολιτικής σε στόχο εκ των ων ουκ άνευ.
Αυτό το μεγάλο πρόγραμμα των τεσσάρων αξόνων είναι ο αναγκαίος οδοδείκτης για μια αριστερή πολιτική. Εκεί, ωστόσο, που θα καθοριστεί η έκβαση της μεγάλης σύγκρουσης που έρχεται είναι η δυνατότητα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, ήδη από την αρχή, να κάνει πράγματα. Που, αν τα κάνει, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα ανοίξουν δρόμους, που ακόμη και τη στιγμή της ανάληψης της διακυβέρνησης δεν είναι διασφαλισμένοι.
Αυτά τα πράγματα θα πρέπει να συνιστούν το δημόσιο λόγο μας, κατεξοχήν. Όπως το έθεσε πρόσφατα ο Αριστείδης Μπαλτάς, μιλάω όχι για «αιτήματα», αλλά για «δεσμεύσεις». Είναι αυτά που θα υλοποιηθούν πάραυτα και για τα οποία δεν χωρούν πολλά πολλά.
Η καθολική και απροϋπόθετη πρόσβαση όλου του πληθυσμού στα δημόσια αγαθά –νερό, ηλεκτρικό, στέγη, τροφή, υγεία, εκπαίδευση-, η εγγύηση πως κανείς άνθρωπος στην επικράτεια δεν θα είναι χωρίς εισόδημα, η αποκατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων και των κατώτατων μισθών, η επαναφορά της ασφάλειας στους απλούς ανθρώπους πως δεν θα τους έρχεται μια νέα κεραμίδα κάθε μέρα είναι τέτοια πράγματα. Και είναι ανόητος, όποιος τα θεωρεί λίγα. Πραγματικά δεν είναι παρά όσα, εν πολλοίς, μέχρι πριν μερικά χρόνια θεωρούταν το ευρωπαϊκό «κοινωνικό κεκτημένο». Μόνο που στην τωρινή στιγμή του καπιταλισμού, η διασφάλισή τους μπορεί να σημάνει επαναστατικούς μετασχηματισμούς, στο μέτρο που κάνει απτό αυτό που έχουν να υπερασπιστούν οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί, δίνοντάς τους έναν πολύ πρακτικό λόγο για να εμπλακούν, να αντισταθούν και να επεκτείνουν.
Αυτό που διακυβεύεται στην Ελλάδα, ας το ξαναπούμε, έχει παγκόσμια και ιστορική σημασία. Όπως σημειώνει ο αμερικανός μαρξιστής Ρικ Γουλφ: «Η Ελλάδα είναι πάντα, μέσα στην κρίση, μια πειραματική περίπτωση για το πόσο μακριά μπορούν να τραβήξουν τη λιτότητα [και τις σύστοιχες «μεταρρυθμίσεις»] οι καπιταλιστές της Ευρώπης ως μέσο για να μετακυλήσουν το κόστος της καπιταλιστικής κρίσης στους ώμους των λαών». Η Ελλάδα του 2010 είναι η Χιλή του 1970: τα όσα μας συμβαίνουν «ανοίγουν δρόμους» για το κεφάλαιο παντού στον κόσμο.
Αν τότε η πτώση μιας αριστερής κυβέρνησης σήμανε δεκαετίες επικράτησης του πιο άγριου καπιταλισμού, σήμερα η άνοδος μιας αριστερής κυβέρνησης μπορεί να σημάνει την πλήρη αναστροφή.
Το πρώτο που χρειάζεται, νομίζω, είναι ένα καλό «μικρό καλάθι» σαν αυτό που περιγράφτηκε παραπάνω. Αν είναι γεμάτο, τότε ό,τι κι αν κάνει το σύστημα απλώς θα μας ενδυναμώνει. Κι όποιος δεν καταλαβαίνει…
***
Συχνά σε εκδηλώσεις ή κομματικές διαδικασίες μου λένε καλόπιστοι συνομιλητές πως καλά όλα αυτά, αλλά συνιστούν μια ερμηνεία της πολιτικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ, που, κατά τα άλλα, και για πολλούς λόγους, είναι ακόμη «αόριστη» και «διαμφισβητούμενη». Διαφωνώ εντελώς. Πρώτον, γιατί, νομίζω, ανάμεσα σε άλλες, αυτή είναι η ηγεμονεύουσα ερμηνεία και, δεύτερον, γιατί όντας πάντοτε το επίδικο μιας ανοιχτής πάλης ερμηνειών διαμορφώνει και το έδαφος της επιδίωξής μας. Πολύ περισσότερο που κανείς δεν θα αναρωτιόταν αν, απομακρύνοντας το δημόσιο και δημοσιολογικό «θόρυβο», επέμενε στο γράμμα και στο πνεύμα των ψηφισμένων με ευρύτατες πλειοψηφίες αποφάσεις συνεδρίων και οργάνων.
[1] Βλ. σχετικά: Χρήστος Λάσκος –Ευκλείδης Τσακαλώτος, Χωρίς Επιστροφή, ΚΨΜ, 2011, 1ο κεφάλαιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου