Του Πέτρου Σταύρου
Το 2014 θα είναι μια σημαντική χρονιά για την Ευρώπη και για ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Ειδικά για την Ευρώπη, οι καταστάσεις και η άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών μέσα στα προηγούμενα δύο χρόνια έχουν δώσει συγκεκριμένη «τροχιά» στις πιθανές εξελίξεις που θα ακολουθήσουν, κάτι που καθιστά πανευρωπαϊκό το μέλημα της αριστεράς να τροποποιήσει σημαντικά ή και να «εκτροχιάσει» τις εξελίξεις που μας οδηγούν σε ένα μέλλον πιο στυγνής εκμετάλλευσης και μεγαλύτερης βαρβαρότητας. Εδώ, στη συγκεκριμένη οικονομία αυτού του άρθρου, θα επιχειρήσουμε να δούμε τις σημαντικότερες εξελίξεις που προδιαγράφονται σε τέσσερα πεδία της ευρωπαϊκής και οικονομικής πολιτικής και που ευελπιστούμε ότι θα παρακολουθήσουμε πιο αποτελεσματικά το νέο έτος.
Ευρωπαϊκοί θεσμοί και Δημόσιο Χρέος: Η σημαντικότερη εξέλιξη, κατά τη γνώμη μας, τα προηγούμενα δύο χρόνια, είναι η αποσαφήνιση των διακριτών ρόλων του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στο πλαίσιο της τρόικας. Το ΔΝΤ λειτούργησε καθαρά ως δανειστής που ενδιαφέρεται για την ασφαλή επιστροφή των χρημάτων του και η ΕΕ, από κοινού με την ΕΚΤ, λειτούργησαν ως οι εκφραστές του συνολικού ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Οι τελευταίοι δεν ενδιαφέρονται τόσο για την επιστροφή των χρημάτων τους, όσο για ευρύτερους οικονομικούς και πολιτικούς στόχους.
Είναι γεγονός πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν εκφράζεται ενιαία σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Ο Αγγλοσαξονικός νεοφιλελευθερισμός εκφράζεται κυρίως μέσω των αγορών και της διακριτικής δημόσιας ρύθμισης, ενώ ο κεντροευρωπαϊκός νεοφιλελευθερισμός επιχειρεί μέσω της σημαντικής παρουσίας του κράτους και των δημόσιων θεσμών να προσεγγίσει τις θεωρητικές δυνατότητες των αγορών που από μόνες τους δεν μπορούν να φτάσουν. Όποιος έχει ασχοληθεί, έστω και λίγο, με τους κεντρικούς θεσμούς της ΕΕ, θα ξέρει ότι τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και οι θεσμοί του κοινοτικού προϋπολογισμού και των διαρθρωτικών ταμείων λειτουργούν, λίγο ως πολύ, ως «κεντρικοί σχεδιαστές» με καθαρά νεοφιλελεύθερη στοχοθεσία. Με την ίδια λογική αντιμετωπίζεται και το δημόσιο χρέος των χωρών του νότου μέσω των «μνημονίων» που στην ουσία είναι ένας τέτοιος «κεντρικός σχεδιασμός». Η διαπίστωση αυτή, αν ευσταθεί σε σημαντικό βαθμό, σημαίνει πως η όποια διαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης δεν θα είναι απλά δύσκολη αλλά και καθοριστικής σημασίας για τα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού. Η δυσκολία της διαπραγμάτευσης έγκειται στο ότι οι «συνομιλητές» δεν θα μιλούν απλά ως δανειστές που ενδιαφέρονται για την ασφαλή επιστροφή των χρημάτων τους και τη μείωση του ρίσκου αλλά ως πολιτικό μπλοκ συγκεκριμένων συμφερόντων.
Τραπεζική Ένωση: Το επιχείρημα στο οποίο στηρίζεται η προσπάθεια για μια ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση είναι η «μέριμνα» για την ελάφρυνση και την προστασία του φορολογούμενου πολίτη. Πρέπει λοιπόν το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα να βρίσκει στο εσωτερικό του τους πόρους διάσωσης, εφόσον υπάρξουν τράπεζες που κινδυνεύουν, και να μην επιβαρύνει τους φορολογούμενους με την εξωτερική διάσωση από τα κράτη. Ο ορίζοντας της τραπεζικής ενοποίησης είναι δεκαετής και μέχρι να έχουμε ένα πλήρως ενοποιημένο σύστημα θα περάσουμε τη φάση του συντονισμού των σε εθνική βάση επιμέρους τραπεζικών συστημάτων. Μέσα σε αυτό το διάστημα, το επιμέρους τραπεζικό πρόβλημα θα αντιμετωπίζεται κάθε φορά πρώτα από τους μετόχους, μετά από τους ομολογιούχους, κατόπιν από τους μεγαλοκαταθέτες και, μόνο αν οι προηγούμενες γραμμές άμυνας δεν επαρκούν, θα παρεμβαίνει το κράτος με εθνικούς πόρους ή δανεισμό.
Μια λεπτομέρεια που συνήθως δεν πολυαναφέρεται στην καθημερινή αρθρογραφία επί του θέματος καθιστά το ζήτημα της τραπεζικής ενοποίησης εκρηκτικό. Η τραπεζική ενοποίηση ακολουθείται και από μια επιβεβλημένη διαδικασία τραπεζικής συγκεντροποίησης. Επιχειρείται δηλαδή η αντιμετώπιση της εγγενούς χρηματοπιστωτικής αστάθειας του καπιταλισμού όχι με εξωτερικούς θεσμούς τελευταίας καταφυγής (δημόσια εγγύηση, κρατικές ενισχύσεις, ΕΚΤ) αλλά με την εσωτερικοποίηση αυτών των θεσμών, μέσω του μεγέθους των χρηματοπιστωτικών μονάδων και του βαθμού συγκέντρωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η λεπτομέρεια αυτή θα καταστεί καθοριστική και για τη χρηματοδότηση της συνολικής οικονομίας αλλά και για την ίδια την αστάθεια του καπιταλισμού. Οι πρώτες συνέπειες είναι ήδη ορατές και αντιφάσκουν με την αρχική πρόθεση. Το δημόσιο χρέος και η οικονομία αρκετών χωρών (άρα και όλων των φορολογούμενων πολιτών τους) δένεται με τη μοίρα των λίγων, μεγάλων και βέβαια ιδιωτικών τραπεζών τους.
Τα χαρακτηριστικά της θρυλούμενης ανάπτυξης: Στο παραπάνω πλαίσιο οι στόχοι της οικονομικής πολιτικής των χωρών σε επιτήρηση είναι η μείωση του χρέους με αυστηρή δημοσιονομική πολιτική πλεονασμάτων και η αύξηση των κεφαλαιακών ροών με πλεονάσματα του ισοζυγίου πληρωμών. Επιδιώκεται δηλαδή η δημιουργία «δίδυμων» πλεονασμάτων (δημοσιονομικό και εξαγωγών) εκεί που πριν υπήρχαν «δίδυμα» ελλείμματα. Πώς αυτή η «συνταγή» θα φέρει κάποιου είδους ανάπτυξη δεν έχει ακόμα ειπωθεί με ολοκληρωμένο τρόπο. Φαίνεται όμως πως στηρίζεται α) στις εξαγωγικές επιδόσεις μιας σειράς εγχώριων κλάδων με ανταγωνιστική προοπτική και β) στις άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό. Η «ανάπτυξη» της κυρίαρχης εγχώριας και ευρωπαϊκής αφήγησης στηρίζεται σε κάποια απροσδιόριστη «εξωτερική» ζήτηση η οποία, κατά περίεργο τρόπο, δεν επηρεάζεται από κανένα παράγοντα και μένει πάντα εκεί, σταθερή και διαθέσιμη να απορροφήσει το όποιο παραγωγικό αποτέλεσμα δημιουργήσουν οι δυναμικοί και εξωστρεφείς κλάδοι των εθνικών οικονομιών. Αυτή η «εξωτερική ζήτηση» θα δημιουργήσει πολλούς ανοδικούς επιχειρηματικούς κύκλους, συγκεκριμένων κλάδων διεθνών εμπορεύσιμων προϊόντων, που άμα προστεθούν μαζί θα δημιουργήσουν σημαντική αναπτυξιακή δυναμική και θα προσελκύσουν και ξένες επενδύσεις. Προφανώς, αυτή η κυρίαρχη αναπτυξιακή μυθοπλασία δεν είναι υλοποιήσιμη διότι πρόκειται ακριβώς για φανταστικά σενάρια, όμως καταφέρνει, παρόλα αυτά και μέσα από μια συγκεκριμένη υλικότητα, να αποσυνδέσει πλήρως την όποια ανάπτυξη από το όποιο αποτέλεσμα κοινωνικής ευημερίας.
Η ανεργία: Φτάνουμε έτσι στο σημαντικότερο πεδίο των ευρωπαϊκών και οικονομικών εξελίξεων και σε αυτό που έχει περισσότερο σχέση με την καθημερινότητα των εργαζομένων και με τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων, που είναι η εκμετάλλευση. Η ανεργία στην Ελλάδα και στην Ευρώπη δεν είναι απλώς μεγάλη αλλά από συνέπεια των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης: γίνεται προσδιοριστικός παράγοντας των αγορών εργασίας, των αναπτυξιακών θεσμών και των γενικών οικονομικών εξελίξεων. Ενδείξεις μας λένε ότι η αγορά εργασίας αρκετών ευρωπαϊκών χωρών βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο. Οι εργαζόμενοι αισθάνονται τον ανταγωνισμό των μερικώς απασχολούμενων, και όχι των μακροχρονίως ανέργων. Αυτό σημαίνει α) ότι η μερική απασχόληση γενικεύεται και κυριαρχεί επί της κανονικής απασχόλησης και ότι β) ακόμα και οι επιχειρήσεις δεν πολυενδιαφέρονται να αντικαταστήσουν «ακριβούς» εργαζόμενους με μακροχρονίως ανέργους, διότι θεωρούν ότι οι τελευταίοι έχουν χάσει πολλές ή όλες τις δεξιότητες τους, ίσως κι οριστικά. Όταν η αγορά εργασίας λειτουργεί με αυτό τον τρόπο, είναι πολύ δύσκολη η εκμετάλλευση ενδογενών παραγόντων (τεχνολογία, καινοτομία, εμπειρία, γνώσεις, χρηματοδότηση κλπ) για την οικονομική ανάκαμψη. Χρειάζεται η παρέμβαση εξωγενών παραγόντων (της πολιτικής, της πάλης των τάξεων, των κινημάτων, και όπως αλλιώς θέλουμε να τους πούμε) για να αντιστραφούν αυτές οι παραλυτικές και καταστροφικές συνθήκες.
Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης ρίσκαραν, στη χρήση του χρέους, για να καταφέρουν τη δραστική αλλαγή του οικονομικού τοπίου. Τους πέτυχαν τους στόχους, μαζί με μια προϊούσα κοινωνική καταστροφή. Αναγκαστικά, είναι η σειρά των ευρωπαϊκών κοινωνιών και των πολιτικών εκπροσωπήσεών τους να απαντήσουν, με αντίστοιχα ρίσκα και πολιτικές διακινδυνεύσεις.
Το 2014 θα είναι μια σημαντική χρονιά για την Ευρώπη και για ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Ειδικά για την Ευρώπη, οι καταστάσεις και η άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών μέσα στα προηγούμενα δύο χρόνια έχουν δώσει συγκεκριμένη «τροχιά» στις πιθανές εξελίξεις που θα ακολουθήσουν, κάτι που καθιστά πανευρωπαϊκό το μέλημα της αριστεράς να τροποποιήσει σημαντικά ή και να «εκτροχιάσει» τις εξελίξεις που μας οδηγούν σε ένα μέλλον πιο στυγνής εκμετάλλευσης και μεγαλύτερης βαρβαρότητας. Εδώ, στη συγκεκριμένη οικονομία αυτού του άρθρου, θα επιχειρήσουμε να δούμε τις σημαντικότερες εξελίξεις που προδιαγράφονται σε τέσσερα πεδία της ευρωπαϊκής και οικονομικής πολιτικής και που ευελπιστούμε ότι θα παρακολουθήσουμε πιο αποτελεσματικά το νέο έτος.
Ευρωπαϊκοί θεσμοί και Δημόσιο Χρέος: Η σημαντικότερη εξέλιξη, κατά τη γνώμη μας, τα προηγούμενα δύο χρόνια, είναι η αποσαφήνιση των διακριτών ρόλων του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στο πλαίσιο της τρόικας. Το ΔΝΤ λειτούργησε καθαρά ως δανειστής που ενδιαφέρεται για την ασφαλή επιστροφή των χρημάτων του και η ΕΕ, από κοινού με την ΕΚΤ, λειτούργησαν ως οι εκφραστές του συνολικού ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Οι τελευταίοι δεν ενδιαφέρονται τόσο για την επιστροφή των χρημάτων τους, όσο για ευρύτερους οικονομικούς και πολιτικούς στόχους.
Είναι γεγονός πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν εκφράζεται ενιαία σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Ο Αγγλοσαξονικός νεοφιλελευθερισμός εκφράζεται κυρίως μέσω των αγορών και της διακριτικής δημόσιας ρύθμισης, ενώ ο κεντροευρωπαϊκός νεοφιλελευθερισμός επιχειρεί μέσω της σημαντικής παρουσίας του κράτους και των δημόσιων θεσμών να προσεγγίσει τις θεωρητικές δυνατότητες των αγορών που από μόνες τους δεν μπορούν να φτάσουν. Όποιος έχει ασχοληθεί, έστω και λίγο, με τους κεντρικούς θεσμούς της ΕΕ, θα ξέρει ότι τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και οι θεσμοί του κοινοτικού προϋπολογισμού και των διαρθρωτικών ταμείων λειτουργούν, λίγο ως πολύ, ως «κεντρικοί σχεδιαστές» με καθαρά νεοφιλελεύθερη στοχοθεσία. Με την ίδια λογική αντιμετωπίζεται και το δημόσιο χρέος των χωρών του νότου μέσω των «μνημονίων» που στην ουσία είναι ένας τέτοιος «κεντρικός σχεδιασμός». Η διαπίστωση αυτή, αν ευσταθεί σε σημαντικό βαθμό, σημαίνει πως η όποια διαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης δεν θα είναι απλά δύσκολη αλλά και καθοριστικής σημασίας για τα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού. Η δυσκολία της διαπραγμάτευσης έγκειται στο ότι οι «συνομιλητές» δεν θα μιλούν απλά ως δανειστές που ενδιαφέρονται για την ασφαλή επιστροφή των χρημάτων τους και τη μείωση του ρίσκου αλλά ως πολιτικό μπλοκ συγκεκριμένων συμφερόντων.
Τραπεζική Ένωση: Το επιχείρημα στο οποίο στηρίζεται η προσπάθεια για μια ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση είναι η «μέριμνα» για την ελάφρυνση και την προστασία του φορολογούμενου πολίτη. Πρέπει λοιπόν το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα να βρίσκει στο εσωτερικό του τους πόρους διάσωσης, εφόσον υπάρξουν τράπεζες που κινδυνεύουν, και να μην επιβαρύνει τους φορολογούμενους με την εξωτερική διάσωση από τα κράτη. Ο ορίζοντας της τραπεζικής ενοποίησης είναι δεκαετής και μέχρι να έχουμε ένα πλήρως ενοποιημένο σύστημα θα περάσουμε τη φάση του συντονισμού των σε εθνική βάση επιμέρους τραπεζικών συστημάτων. Μέσα σε αυτό το διάστημα, το επιμέρους τραπεζικό πρόβλημα θα αντιμετωπίζεται κάθε φορά πρώτα από τους μετόχους, μετά από τους ομολογιούχους, κατόπιν από τους μεγαλοκαταθέτες και, μόνο αν οι προηγούμενες γραμμές άμυνας δεν επαρκούν, θα παρεμβαίνει το κράτος με εθνικούς πόρους ή δανεισμό.
Μια λεπτομέρεια που συνήθως δεν πολυαναφέρεται στην καθημερινή αρθρογραφία επί του θέματος καθιστά το ζήτημα της τραπεζικής ενοποίησης εκρηκτικό. Η τραπεζική ενοποίηση ακολουθείται και από μια επιβεβλημένη διαδικασία τραπεζικής συγκεντροποίησης. Επιχειρείται δηλαδή η αντιμετώπιση της εγγενούς χρηματοπιστωτικής αστάθειας του καπιταλισμού όχι με εξωτερικούς θεσμούς τελευταίας καταφυγής (δημόσια εγγύηση, κρατικές ενισχύσεις, ΕΚΤ) αλλά με την εσωτερικοποίηση αυτών των θεσμών, μέσω του μεγέθους των χρηματοπιστωτικών μονάδων και του βαθμού συγκέντρωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η λεπτομέρεια αυτή θα καταστεί καθοριστική και για τη χρηματοδότηση της συνολικής οικονομίας αλλά και για την ίδια την αστάθεια του καπιταλισμού. Οι πρώτες συνέπειες είναι ήδη ορατές και αντιφάσκουν με την αρχική πρόθεση. Το δημόσιο χρέος και η οικονομία αρκετών χωρών (άρα και όλων των φορολογούμενων πολιτών τους) δένεται με τη μοίρα των λίγων, μεγάλων και βέβαια ιδιωτικών τραπεζών τους.
Τα χαρακτηριστικά της θρυλούμενης ανάπτυξης: Στο παραπάνω πλαίσιο οι στόχοι της οικονομικής πολιτικής των χωρών σε επιτήρηση είναι η μείωση του χρέους με αυστηρή δημοσιονομική πολιτική πλεονασμάτων και η αύξηση των κεφαλαιακών ροών με πλεονάσματα του ισοζυγίου πληρωμών. Επιδιώκεται δηλαδή η δημιουργία «δίδυμων» πλεονασμάτων (δημοσιονομικό και εξαγωγών) εκεί που πριν υπήρχαν «δίδυμα» ελλείμματα. Πώς αυτή η «συνταγή» θα φέρει κάποιου είδους ανάπτυξη δεν έχει ακόμα ειπωθεί με ολοκληρωμένο τρόπο. Φαίνεται όμως πως στηρίζεται α) στις εξαγωγικές επιδόσεις μιας σειράς εγχώριων κλάδων με ανταγωνιστική προοπτική και β) στις άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό. Η «ανάπτυξη» της κυρίαρχης εγχώριας και ευρωπαϊκής αφήγησης στηρίζεται σε κάποια απροσδιόριστη «εξωτερική» ζήτηση η οποία, κατά περίεργο τρόπο, δεν επηρεάζεται από κανένα παράγοντα και μένει πάντα εκεί, σταθερή και διαθέσιμη να απορροφήσει το όποιο παραγωγικό αποτέλεσμα δημιουργήσουν οι δυναμικοί και εξωστρεφείς κλάδοι των εθνικών οικονομιών. Αυτή η «εξωτερική ζήτηση» θα δημιουργήσει πολλούς ανοδικούς επιχειρηματικούς κύκλους, συγκεκριμένων κλάδων διεθνών εμπορεύσιμων προϊόντων, που άμα προστεθούν μαζί θα δημιουργήσουν σημαντική αναπτυξιακή δυναμική και θα προσελκύσουν και ξένες επενδύσεις. Προφανώς, αυτή η κυρίαρχη αναπτυξιακή μυθοπλασία δεν είναι υλοποιήσιμη διότι πρόκειται ακριβώς για φανταστικά σενάρια, όμως καταφέρνει, παρόλα αυτά και μέσα από μια συγκεκριμένη υλικότητα, να αποσυνδέσει πλήρως την όποια ανάπτυξη από το όποιο αποτέλεσμα κοινωνικής ευημερίας.
Η ανεργία: Φτάνουμε έτσι στο σημαντικότερο πεδίο των ευρωπαϊκών και οικονομικών εξελίξεων και σε αυτό που έχει περισσότερο σχέση με την καθημερινότητα των εργαζομένων και με τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων, που είναι η εκμετάλλευση. Η ανεργία στην Ελλάδα και στην Ευρώπη δεν είναι απλώς μεγάλη αλλά από συνέπεια των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης: γίνεται προσδιοριστικός παράγοντας των αγορών εργασίας, των αναπτυξιακών θεσμών και των γενικών οικονομικών εξελίξεων. Ενδείξεις μας λένε ότι η αγορά εργασίας αρκετών ευρωπαϊκών χωρών βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο. Οι εργαζόμενοι αισθάνονται τον ανταγωνισμό των μερικώς απασχολούμενων, και όχι των μακροχρονίως ανέργων. Αυτό σημαίνει α) ότι η μερική απασχόληση γενικεύεται και κυριαρχεί επί της κανονικής απασχόλησης και ότι β) ακόμα και οι επιχειρήσεις δεν πολυενδιαφέρονται να αντικαταστήσουν «ακριβούς» εργαζόμενους με μακροχρονίως ανέργους, διότι θεωρούν ότι οι τελευταίοι έχουν χάσει πολλές ή όλες τις δεξιότητες τους, ίσως κι οριστικά. Όταν η αγορά εργασίας λειτουργεί με αυτό τον τρόπο, είναι πολύ δύσκολη η εκμετάλλευση ενδογενών παραγόντων (τεχνολογία, καινοτομία, εμπειρία, γνώσεις, χρηματοδότηση κλπ) για την οικονομική ανάκαμψη. Χρειάζεται η παρέμβαση εξωγενών παραγόντων (της πολιτικής, της πάλης των τάξεων, των κινημάτων, και όπως αλλιώς θέλουμε να τους πούμε) για να αντιστραφούν αυτές οι παραλυτικές και καταστροφικές συνθήκες.
Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης ρίσκαραν, στη χρήση του χρέους, για να καταφέρουν τη δραστική αλλαγή του οικονομικού τοπίου. Τους πέτυχαν τους στόχους, μαζί με μια προϊούσα κοινωνική καταστροφή. Αναγκαστικά, είναι η σειρά των ευρωπαϊκών κοινωνιών και των πολιτικών εκπροσωπήσεών τους να απαντήσουν, με αντίστοιχα ρίσκα και πολιτικές διακινδυνεύσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου