Η Πρώτη Ύλη το ντοκιμαντέρ του Χρήστου Καρακέπελη που μιλά για όλη το παρασκήνιο και την εξαθλίωση πίσω από τους scrappers – τους συλλέκτες μετάλλων που όλοι καθημερινά κάνουμε πως δεν βλέπουμε – είναι εξαιρετικό. Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη για το ντοκιμαντέρ και οι απαντήσεις του φανερώνουν έναν βαθιά σκεπτόμενο δημιουργό και κυρίως έναν ευαίσθητο άνθρωπο.
- Πώς βλέπετε την Αθήνα σήμερα και τους ανθρώπους της;
- Ξέροντας ότι η ιδέα και η αρχή των γυρισμάτων για την Πρώτη Υλη πάει κάποια χρόνια πίσω, τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με το συγκεκριμένο θέμα σε μια εποχή που ακόμη δεν είχε την εξάπλωση και την ορατότητα στην πόλη που έχει σήμερα λόγω και της κρίσης;
Για να έχει ορατότητα το βλέμμα πρέπει πρώτα να έχει ορατότητα η ψυχή. Αν έχει ορατότητα η ψυχή σου, θα βρεθεί ο τρόπος να αποκτήσει ορατότητα και το βλέμμα σου. Τα τακτικά μου περάσματα από την περιοχή του Ταύρου έβαλαν αυτούς τους ανθρώπους και τις διαδρομές τους μέσα στην καθημερινότητά μου. Όντας άνεργος, ένιωθα κι εγώ στο περιθώριο της ζωής, ανύπαρκτος όπως κι
εκείνοι. Δεν είχαν τίποτα άλλο πέρα από το σώμα τους. Ήταν απόλυτα εκτεθειμένοι στην κάθε μέρα. Προσεύχονταν στην Τύχη όπως κι εγώ. Τα εφήμερα συναπαντήματα με τα τρίκυκλα, η σκληρή δουλειά που έβλεπα, το ένα σουβλάκι που έβγαινε σαν ανταμοιβή στο τέλος της μέρας τους, καλλιέργησαν ένα συναίσθημα αλληλεγγύης μαζί τους και ταυτόχρονα έφεραν στην επιφάνεια την αρχετυπική αξία της χειρωνακτικής δουλειάς που γνωρίζω από παιδί μιας και ο πατέρας μου ήταν αγρότης. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Μόνο από τις αισθήσεις και τα συναισθήματα.- Βλέπουμε στην ταινία τους scrappersμε τρίκυκλα. Σήμερα κυριαρχούν σε πολλές περιοχές τα καροτσάκια σουπερμάρκετ ακόμα και γυναίκες με καροτσάκια μωρών. Τι σημαίνει αυτός ο πολλαπλασιασμός, ακόμα περισσότερη εκμετάλλευση και μηδενικό μεροκάματο;
Οι απελπισμένοι άνθρωποι είναι το καλύτερο καύσιμο στη μηχανή του πλούτου. Είναι πάμφθηνο, δεν ρυπαίνει, με την έννοια ότι δεν έχει τη δύναμη να στιγματίσει το σύστημα, είναι ανεξάντλητο. Το κράτος έχει διαλυθεί. H εξαθλίωση των ανθρώπων μεταφράζεται αυτή την ώρα σε ακόμα μεγαλύτερα κέρδη για το κεφάλαιο.
Ο Μπέκετ λέει πως η ποσότητα των δακρύων δυστυχίας και ευτυχίας είναι σταθερή σε αυτόν τον κόσμο. Όσο περισσότεροι τώρα σπαράζουν, τόσο λιγότεροι γελούν περισσότερο από ποτέ. Ο κόσμος έχει πάψει να καταναλώνει και άρα να αποβάλλει με την πρότερη ευκολία. Αυτό που χρειαζόταν η χαλυβουργία και το έβρισκε από εκατό ανθρώπους που μάζευαν ψυγεία και κουζίνες, συνεχίζει να το έχει αλλά από χίλιους ανθρώπους πια που μαζεύουν ένα σύρμα μπουγάδας ή ένα πόμολο ή ακόμα και ένα καρφί. Η συλλογή ογκωδών μεταλλικών αντικειμένων έχει πεθάνει, γιατί τέτοια αντικείμενα σπάνια πετιούνται πλέον. Μπροστά σε αυτό το δεδομένο, αυτή η αγορά αναδιπλώθηκε ακαριαία.
Όταν υπήρχε πληθώρα αντικειμένων οι συλλέκτες δεν έμπαιναν στον κόπο να σκαλίσουν έναν κάδο ως τον πάτο ή να ανοίξουν τις σακούλες των σκουπιδιών. Οι νέοι συλλέκτες το κάνουν. Φυσικά όλη αυτή η πληθώρα ανθρώπων όχι μόνο μετατοπίζει τον τρόπο δουλειάς, αλλά και τις τιμές. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που παραδίδουν μικροποσότητες αντί κάποιων λιγότερων που παρέδιδαν μπόλικα κιλά σπάνε τις ελάχιστες έστω κατακτήσεις που σε προσωπικό επίπεδο μπορεί να κατάφερενε κάποιος μέσα από την τακτική τροφοδοσία μιας μάντρας.
- Πώς βλέπετε την Αθήνα σήμερα και τους ανθρώπους της;
Η κατάσταση στο κέντρο είναι άθλια, αλλά ταυτόχρονα θεωρώ ελπιδοφόρο το ότι αυτή η αθλιότητα είναι εκτεθειμένη στα μάτια όλων μας, έτσι που να μην μπορούμε να αποδράσουμε από αυτήν, να αναγκαζόμαστε να συλλογιζόμαστε και να δρούμε. Θα ήταν ακόμα χειρότερο να έχει εξοβελιστεί κάπου μακριά και να μη μας αφορά. Η αθλιότητα αυτή είναι προϊόν συνευθύνης. Ελάχιστοι είναι αυτοί που μπορούν να μιλούν για καθεστώς ανομίας, την οποία επέτρεψε το κράτος. Γιατί υπό καθεστώς ανομίας κι αυτοί οι ίδιοι έβαλαν στη δούλεψή τους τους μετανάστες, όρισαν τις ώρες εργασίας, τη μαύρη εργασία, τα ημερομίσθια, τις ρατσιστικές προσβολές. Ανέκαθεν, όλοι οι μετανάστες, ακόμα και οι λεγόμενοι νοικοκυραίοι, ζούσαν ανάμεσά μας υπό καθεστώς οριακής ανοχής και μόνο στο βαθμό που μας έκαναν τη δουλειά.
Όσο για τον υπόκοσμο, κάπως πρέπει κι αυτός να έχει το εργατικό του δυναμικό. Οι Έλληνες εγκατέλειψαν την παρανομία όπως και όλα τα άλλα παραδοσιακά επαγγέλματα. Αν ζούσε ο Ηλίας Πετρόπουλος θα έγραφε σήμερα για μετανάστες του υποκόσμου. Το εμπόριο ναρκωτικών και το εμπόριο λευκής σάρκας υπήρχαν πάντα και το έτρεχαν κάποιοι από εμάς. Κι ακόμα, τα μεγάλα αφεντικά κάποιοι από εμάς είναι. Τα εργατικά χέρια είναι που αλλάζουν, όπως και ο βαθμός έκθεσης της παράνομης δραστηριότητας σε δημόσια θέα. Αυτό κατά τη γνώμη μου οφείλεται και σε αυτή την περίπτωση στη μη-ταυτότητα των μεταναστών, δηλαδή σε μία συνείδηση μη-ύπαρξης που ενδύονται με το που μπαίνουν σε ένα κράτος που κάνει πως δεν τους βλέπει. Ανθρωπολογικά βρίσκω πολύ εύστοχη αυτή τη γύμνια της ανθρώπινης πτώσης που βλέπει σήμερα κανείς στην πόλη μας. Το έργο στο οποίο παίζουμε όλοι μας είναι πολύ σκληρό και η ωμότητα στη σκηνική του απόδοση είναι η φυσική συνέπεια.
Όπως στην τέχνη, έτσι και στη ζωή, τα εκφραστικά μέσα προσαρμόζονται στις κοινωνικές συνθήκες. Κι εγώ σε όλο αυτό, πριν από οποιαδήποτε σκοπιμότητα βλέπω την ίδια τη σκηνοθεσία που πηγάζει από τη ζωή πάνω σε ένα έργο σύγχρονου ρεπερτορίου. Και έπειτα, υπάρχει και η μερίδα εκείνων που όσο οι μετανάστες ήταν μια γραφική νότα στο κέντρο της πόλης, ένιωσαν όμορφα να ζουν εκεί. Αγόρασαν παλιά σπίτια, έχτισαν lofts, άνοιξαν μαγαζιά και έβρισκαν πολύ προχωρημένο το να κυκλοφορούν εκεί. Όσο οι «άλλοι» μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν πολυεθνικό σκηνικό για τη ζωή τους όλα ήταν μια χαρά. Καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και όποιος αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως προοδευτικό μετοίκισαν στις υποβαθμισμένες συνοικίες. Όμως οι άνθρωποι δεν είναι σκηνικό. Όταν αρχίζουν να κάνουν παραπάνω θόρυβο στον δρόμο, όταν κλέβουν γιατί δεν έχουν να φάνε, όλοι θέλουν να τους διώξουν και ζητούν κάποιος να κάνει κάτι. Ποιος;Αντικείμενα του ίδιου διωγμού από το κέντρο δεν είναι όμως μόνο οι μετανάστες. Είναι και οι αυτόχθονες Έλληνες κάτοικοι που πληρώνονται για να την κάνουν. Τελικά, το κέντρο θα ανήκει σε αυτούς που έχουν να τα ακουμπήσουν; Στην avant-garde της χώρας που τα έχει, που μπούχτισε στις αστικές της γειτονιές και ψάχνει για νέες κοινωνικές εμπειρίες; Το real estate είναι το τελευταίο που θέλω να κατηγορήσω. Η αγορά προσαρμόζεται στις τάσεις και τα κοινωνικά δεδομένα που προηγούνται.- Πώς προσεγγίσατε τους συμμετέχοντες στο ντοκιμαντέρ ώστε αφενός στούν μαζί σας, αλλά και να μην περάσει στους θεατές το ντοκιμαντέρ ως μια ματιά «συμπόνιας» και «συμπάθειας» σε μια αόρατη ομάδα ανθρώπων; Μετά το πέρασμα του χρόνου και τη δημιουργία δεσμών μεταξύ του ντοκιμαντερίστα και των συμμετεχόντων, πώς αφήσατε πια πίσω σας την Πρώτη Ύλη και τι σας έμεινε από τα πέντε περίπου, αν δεν κάνω λάθος, χρόνια δουλειάς;
Ο λόγος για τον οποίο θέλω να κάνω ντοκιμαντέρ είναι γιατί ακόμα ζει μέσα μου αυτή η ουτοπική ιδέα που έχουμε μέσα μας όταν είμαστε παιδιά: ότι γίνεται να γνωρίσουμε όλους τους ανθρώπους του κόσμου. Διψάω να συναντώ ανθρώπους σε κάθε στιγμή της ζωής μου. Αυτό είναι μια πηγαία ανάγκη, μια δίψα ειλικρινής που, νομίζω, οι άλλοι άνθρωποι που συναντώ νιώθουν την παιδικότητά της. Στην περίπτωση ειδικά των τσιγγάνων το δύσκολο ήταν πως δεν έπρεπε να κερδίσω την εμπιστοσύνη ενός προσώπου, αλλά ολόκληρης της κοινότητας. Η είσοδός μου στον καταυλισμό ήταν κάτι που τους αφορούσε όλους. Επέμεινα μαζί τους. Πήγαινα και ξαναπήγαινα για χρόνια. Έτσι που στο τέλος συνήθισαν να με βλέπουν μέσα στα πόδια τους και έπαψαν να ασχολούνται μαζί μου. Τα γεγονότα της ζωής μου και της ζωής τους άρχισαν να μπλέκονται μοιραία. Η επικοινωνία είναι μία φυσική κατάσταση για τους ανθρώπους. Όλα μέσα μας οδηγούν προς τη φιλία και το διάλογο. Οι φόβοι και οι αναστολές έχουν πάντα λιγότερο παρελθόν στην ύπαρξή μας από την ανάγκη συνεύρεσης και αργά ή γρήγορα υποχωρούν. Πρέπει να έχεις να κάνεις με πολύ αλλοτριωμένες συνειδήσεις και υπάρξεις για να πέφτεις πάντα σε τοίχο. Αυτές οι υπάρξεις εμένα δε με αφορούν. Είναι ούτως ή άλλως νεκρές.
Οι άνθρωποι στον μαχαλά κατάλαβαν πολύ γρήγορα πως δεν είχαν να περιμένουν τίποτα από εμένα. Πως δεν είχα καμία δύναμη να τους αλλάξω τη ζωή. Άρχισαν να με βλέπουν έτσι όπως είμαι: σαν ένα αδέσποτο που ψάχνει να ενωθεί με μια αγέλη. Ενώθηκα με αυτή την περιπλανώμενη αγέλη. Εξοικειώθηκα με τον χώρο, τις οσμές, την έλλειψη νερού, το κρύο και τη ζέστη. Ό,τι εγείρει αυτά τα κλισέ οίκτου το πάλεψα με το να υπάρχω εκεί μέσα. Μέχρι που η ζωή εκεί μπόρεσε να γίνει στο βλέμμα μου μια ζωή αξιοπρέπειας που δεν ζητιανέυει συμπόνια αλλά της οφείλεται σεβασμός. Η επιλογή μου να ακούσω όλους τους ήρωες της ταινίας να μου μιλούν στις μητρικές τους γλώσσες είναι ένα από τα βασικά υλικά της ταινίας που υπερασπίζονται την αξιοπρέπεια τους.
Σε ένα περιβάλλον που τους αρνείται κάθε ταυτότητα και τους εκμεταλλεύεται απλά σαν «ξένους», χρησιμοποιώ τις πολλές, διαφορετικές γλώσσες για να υπερασπιστώ την αρχή πως κάθε ξένος είναι κι αυτός ένας άνθρωπος με ρίζες, με ιστορία, με παιδικά χρόνια, με όνειρα όπως εμείς. Τώρα πια είμαι για όλους ένας φίλος που έρχεται απ’ έξω. Με περιμένει πάντα κοντά τους ένα κέρασμα, τα νέα ενός γάμου, μιας γέννησης, ενός θανάτου, τα παράπονα για τις δυσκολίες της ζωής. Ο χρόνος που χρειάζεται πάντα κάποιος για να σε δεχθεί είναι ένας σοφά ορσιμένος χρόνος. Είναι μία διαδικασία μύησης που έχει λόγους τελικά να διαρκεί όσο διαρκεί. Μέσα στον χρόνο που κάποιος σε κρατάει έξω από την πόρτα του, έχεις όλο τον χρόνο να βεβαιωθείς αν υπάρχει σοβαρός λόγος που ζητάς να μπεις στη ζωή του. Την Πρώτη Ύλη δεν την έχω αφήσει ακόμα πίσω μου. Η ταινία σύντομα θα ζήσει μια νέα εμπειρία: την έξοδό της στις αίθουσες. Από τις 15 Μαρτίου θα παίζεται στον Μικρόκοσμο και στην Ταινιοθήκη.
Ακόμα πονάω γι’αυτήν και τρέχω γι’αυτήν. Θέλω να της δώσω την ευκαιρία να ζήσει και αυτό το πέρασμα. Οι άνθρωποι της Πρώτης Ύλης είναι δικοί μου άνθρωποι. Επικοινωνούμε και βλεπόμαστε. Ακόμα κι αν βρεθούμε πολύ μακριά δεν θα ξεχάσουμε ο ένας τον άλλο.
- Σήμερα η οργή για τη βρώμα πίσω από την καπιταλιστική συσσώρευση και τον τρόπο παραγωγής της υπεραξίας μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Πείτε μας κάτι παραπάνω για το πόσο «βολεύουν» τις χαλυβουργίες και το σύστημα κατ’ επέκταση οι scrappers. Οι σκηνές με τους Ινδούς εργάτες που εισέρχονται αργότερα στον κύκλο αυτόν είναι επίσης από τα συγκλονιστικά στην ταινία.
Σκεφτείτε πως η ταινία καταγράφει αυτή την πραγματικότητα μέσα σε μία χώρα της ζώνης του ευρώ και σκεφτείτε πως η αθλιότητα την οποία εκθέτει δεν σχετίζεται με τη σημερινή χρεοκοπία, αλλά με τη χρυσή εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, γιατί τότε ξεκίνησα τη δουλειά μου.
Οι Ινδοί της ταινίας δανείστηκαν χρήματα για να έρθουν σε αυτή την «ολυμπιακή» Ελλάδα, διέσχισαν πολλά σύνορα με κίνδυνο να πεθάνουν και χωρίστηκαν για πάντα από τις οικογένειές τους. Αν δεν πεθάνουν από καρκίνο μέσα στο χυτήριο του Ασπρόπυργου, ίσως καταφέρουν να δουν τα παιδιά τους όταν πια οι ίδιοι θα έχουν εντελώς καταρρεύσει. Τόσο αυτοί όσο και όλοι οι άλλοι ήρωες της ταινίας έκαναν κάποια δουλειά στη φύση, άλλος ήταν αγρότης, άλλος μεγάλωνε και εμπορευόταν άλογα.
Η Δύση, ο καπιταλισμός, σκηνοθέτησε εις βάρος τους ένα τεράστιο ψεύδος ευημερίας. Τους πούλησε την εικόνα ενός κόσμου όπου όλοι ζουν άνετα, όπου υπάρχουν σχολεία για όλα τα παιδιά, κοινωνικά επιδόματα, ιατρική περίθαλψη. Τα παράτησαν όλα και ήρθαν εδώ. Και εδώ βρήκαν την κόλαση. Οι Ινδοί, χωρίς χαρτιά, ζουν απομονωμένοι στις παρυφές του Ασπροπύργου, στον ίδιο χώρο που δουλεύουν και δεν βγαίνουν ούτε για να ψωνίσουν. Εξαρτώνται απόλυτα από το αφεντικό τους που τους προμηθεύει ό,τι χρειάζονται. Εγκλωβισμένοι μέσα στη φτώχεια και την τρομοκρατία γίνονται οι ίδιοι «Πρώτη Ύλη» σε αυτόν τον καπιταλισμό. Λέει ένας αλαβανοτσιγγάνος στην ταινία: στην Αλβανία είχαμε έναν Χότζα, αλλά εδώ υπάρχουν 500 φορές πιο πολλοί Χότζες. Οι μετανάστες γνωρίζουν εδώ και χρόνια τη δικτατορία του καπιταλισμού. Όταν εμείς ήμασταν ακόμα ναρκωμένοι καταναλωτές αυτοί ήδη είχαν δει το έργο, με τρόπο τραγικό για τους ίδιους. Τώρα αυτή τη δικτατορία τη ζούμε λίγο πολύ όλοι, αλλά και πάλι αρνούμαστε να συμφιλιωθούμε με την τυφλότητά μας και μια μεγάλη μερίδα επιμένει να θεωρεί πως οι μετανάστες ευθύνονται για τη χαμένη ευημερία μας.
Όσο scrap μπαίνει στο καζάνι της χαλυβουργίας, σχεδόν τόση καθαρή πρώτη ύλη παράγεται. Η απώλεια είναι μηδαμινή, της τάξης του 5%. Τα προϊόντα που προκύπτουν είναι ακριβά, εξάγονται, αποτελούν έναν από τους δείκτες μέτρησης της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Η τζάμπα εργασία των scrappers δεν επιστρέφει σε χαμηλότερες τιμές για τον καταναλωτή. Aκόμα και τα επιχειρήματα της ανακύκλωσης καταρρέουν. Η περίφημη ανακύκλωση λοιπόν ποιον ωφέλησε και ποιον ωφελεί; Μέσω ενός φασιστικού lifestyle ωθείσαι να ανανεώνεις διαρκώς τα αντικείμενα που σε περιστοιχίζουν, προμηθεύοντας έτσι με τζάμπα πρώτη ύλη τη βιομηχανία η οποία με αυτή την πρώτη ύλη θα κατασκευάσει νέα αντικείμενα, ακόμα ακριβότερα από τα προηγούμενα, με την ευλογημένη φυσικά μεσολάβηση του design. Οι πόλεις έγιναν τα νέα ορυχεία, το κάθε νοικοκυριό μια φλέβα μετάλλου και τα φουγάρα των βιομηχανιών δεν έπαψαν να δουλεύουν λιγότερο. Ο καπιταλισμός βρήκε ένα νέο τρικ για να καταπραΰνει τις ενοχές των δυτικών με την πολιτικώς ορθώς ανακύκλωση. Καταναλωτές και συλλέκτες είναι εξίσου θύματα της ίδιας πλάνης. Το μόνο που τελικά ανακυκλώνεται είναι ένα αδιέξοδο μοντέλο ζωής και φυσικά η φτώχεια και ο πλούτος.
- Ελπίζετε ότι με κάποιο τρόπο θα αλλάξουν τα πράγματα σήμερα; Εντοπίζετε κάπου ένα παραθυράκι για βελτίωση για τα υποκείμενα της Πρώτης Ύλης ή το υπάρχον σύστημα τους καταδικάζει σε αναπαραγωγή της εξαθλίωσης;
Ο χώρος των σκουπιδιών και της ανακύκλωσης είναι ένα πεδίο που σίγουρα θα καταληφθεί από εταιρίες μιας και είναι εξαιρετικά κερδοφόρος. Έτσι κι αλλιώς, η αγορά εργασίας στη χώρα λειτουργεί πλέον χωρίς κανένα εργασιακό πλαίσιο και χωρίς ηθική. Ακόμα κι αν μια τέτοια εταιρία αποφάσιζε να απασχολήσει αυτούς τους ανθρώπους, αμφιβάλλω αν κάτι τέτοιο θα ήταν καλύτερο. Θα τους επιβαλλόταν ένα ωράριο, κάποιοι στόχοι, υπερωρίες ή part time απασχόληση, ή πληρωμή ανάλογα με το τι μαζεύουν και ποια θα ήταν τότε η διαφορά; Ίσως χαμηλότερες απολαβές από αυτές που έχουν σήμερα και απόλυτος έλεγχος του χρόνου και της ζωής τους. Τώρα τουλάχιστον έχουν μια ευελιξία στο να χαράζουν τις διαδρομές τους από ένστικτο, να παίρνουν μέλη της οικογένειάς τους σαν βοηθητικά χέρια ή να συνδυάζουν ένα μπάνιο στη θάλασσα με το μάζεμα του scrap. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στο μέλλον, έτσι όπως σχεδιάζεται. Η μόνη λύση που θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση των ηρώων μου θα ήταν να πάρουν στα χέρια τους τη συλλογή του scrap και με οργανωμένους τρόπους να πιέζουν την αγορά. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί μία δικιά τους πορεία προς την κατάκτηση ταξικής συνείδησης που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει.
Νιώθουν εντελώς λιωμένοι από τη ζωή, δεν έχουν καμία παρόμοια προηγούμενη εμπειρία ή κουλτούρα πάλης και είναι αδύνατο, κάτω από το καθεστώς παρανομίας στο οποίο ζουν να εξεγερθούν και να εκβιάσουν τους μαντράδες ή τη χαλυβουργία. Αν και στην ουσία βρίσκονται στην ίδια αλυσίδα με τους απεργούς χαλυβουργούς, οι ίδιοι είναι πολύ μακριά από το να σκεφτούν μια οποιαδήποτε απεργία. Κι όμως, μια και μόνη μέρα να μη βγουν για δουλειά όλοι αυτοί οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, υπάλληλοι του «κανένα» θα δημιουργηθεί τεράστιος τριγμός σε όλη την αλυσίδα που ξεκινά από αυτούς και μόνο αυτούς. Βλέπω όμως ότι καμία περιβαλλοντική οργάνωση και κανένα κόμμα, ούτε καν αυτό των οικολόγων δεν έχει πλησιάσει αυτούς τους εργάτες, κανείς, ούτε καν οι απεργοί χαλυβουργοί δεν έχουν καταγγείλλει την εκμετάλλευση που υφίστανται αυτοί, οι προμηθευτές της Πρώτης Ύλης. Κανείς δεν έχει βοηθήσει στην αφύπνισή τους, στην οργάνωση και στη συλλογική τους δράση.
- Πώς βλέπετε τις ταινίες του ελληνικού σινεμά σε σχέση με το αν μιλούν για όσα βιώνουμε σήμερα; Είναι ανοιχτές σε διάλογο με την κοινωνία, μιλούν για θέματα που «καίνε» ή συγκλονίζουν, όπως κατά τη γνώμη μου κάνατε εσείς;
Πιστεύω ότι το ελληνικό σινεμά στην πλειονότητά του παίρνει παρατάσεις για να μην ανακατευτεί ακόμα θαρραλέα με τη ζωή. Νιώθω ότι ζούμε μια εποχή που η ιστορία έχει ξυπνήσει σαν ένα ηφαίστειο και πετάει στάχτη και λάβα. Κάποιοι νιώθω πως έχουν χτίσει τα σπίτια τους πολύ μακριά από το ηφαίστειο και μόνο ακούνε τι συμβαίνει στον τόπο του κακού, ανοίγουν τα παράθυρα βλέπουν τη σκόνη και μετά τα κλείνουν ξανά. Φοβούνται τον τρόμο, τον θάνατο, την καταστροφή. Έχουν την πολυτέλεια να τους απασχολούν τα παιδικά τους βιώματα, τα ψυχολογικά σύνδρομα, η ιδιωτική μοναξιά, το σεξ, οι φάρσες.
Στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη, η τέχνη είναι κατά κανόνα μια φιλολογική υπόθεση των αστών. Απέναντι στο αμερικανικό μοντέλο ψυχαγωγίας, η Ευρώπη απαντά με ένα εξίσου απολιτικό σινεμά ύφους και στείρου καλλιτεχνισμού. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις δημιουργών με κοινωνική συνείδηση και στέρεο ηθικό και πνευματικό σύμπαν, η πλειονότητα των ταινιών μπορεί να είναι χρήσιμη μόνο σαν ένα νέο αισθητικό στυλ που θα δώσει έμπνευση στους διαφημιστές για κάποιο χρονικό διάστημα. Δεν πιστεύω πως πρέπει να υπάρχει ένα είδος τέχνης, ένα είδος ταινιών, ένα είδος έκφρασης. Πιστεύω όμως πως πρέπει να υπάρχει ένας ορισμός του ρόλου και της σχέσης της τέχνης με τη ζωή και αυτός ο ορισμός να είναι κάθετος. Η τέχνη είναι για εμένα μία πράξη πολιτική, με γνώμονα πάντα τον αισθητικά αρθρωμένο λόγο, εφόσον απευθύνεται στο σύνολο μιας κοινωνίας και ζητά την προσοχή της. Σε τέτοιους καιρούς, πού αισθανόμαστε λοιπόν σαν καλλιτέχνες πως θέλουμε και πρέπει να στρέψουμε την προσοχή; Εγώ νομίζω πως με κάποιο τρόπο όλοι πρέπει να είμαστε στους δρόμους και δεν εννοώ να μιμηθούμε αυτούς τους πολλούς που εκμεταλλεύονται την σημερινή κατάσταση σαν ένα ακόμα προϊόν και παίρνουν μια κάμερα για να καταγράψουν χωρίς ειρμό ό,τι συμβαίνει γύρω τους.
Η τέχνη δεν είναι ρεπορτάζ κι ούτε ο καλλιτέχνης ενδιάμεσος ανάμεσα στα γεγονότα και το ευρύ κοινό. Το σινεμά πρέπει να τολμά να ενοχλεί θέτοντας σαν παιδί απανωτά «γιατί», ώσπου να φτάσει σε μια απάντηση που μπορεί να είναι και ένα «δεν ξέρω». Η κρίση θα γεννήσει πολλούς ευαίσθητους. Ας είμαστε επιφυλακτικοί απέναντί τους. Δεν αρκεί μόνο το θέμα για να κάνει ένα έργο ικανό να γονιμοποιήσει τη ζωή. Με αυτή τη λογική όλα τα έργα στρατευμένης τέχνης θα είχαν κατακτήσει την αθανασία. Τα περισσότερα πήγαν στα σκουπίδια του ανθρώπινου πολιτισμού. Σημασία έχει η ειλικρίνεια, το πάθος για έναν πιο δίκαιο κόσμο, η αντοχή μιας καλλιτεχνικής ψυχής να αναμετριέται ακόμα και μάταια με το παράλογο.
monopress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου