Όλοι αυτοί οι φρόνιμοι γέροι, οι πρόθυμοι συμβουλάτορες, οπού ονομάζονται κάπου και «κακών παρακλήτορες», […] συνηθροίζοντο συνήθως εις το μικρόν καφενείον του Σκαρτσοπούλου […]. Εκεί εύρισκαν πολλά εύκολα θύματα. […] Αν ήτον όμως κανείς πτωχός, τότε αλλοίμονό του. Του έδιδαν συμβουλάς, πολλάς συμβουλάς και νουθεσίας, πώς να είναι φιλόπονος (ο άνθρωπος συνέβαινε να μη ευρίσκη εργασίαν), πώς να είναι οικονόμος (δεν είχε τι να οικονομήση), και να μην είναι και μέθυσος (ο άνθρωπος δεν είχε πεντάραν διά να πίη ένα ποτήρι).
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Μεγαλείων οψώνια», Άπαντα (4.421)
Κυκλοφορεί γύρω μας, με διάφορες εκδοχές και πρόσημα, η αντίληψη ότι τώρα που κατέρρευσε το πελατειακό κράτος, τώρα που διαλύονται με την έξωθεν πίεση οι τεμαχικές συμφωνίες με επιμέρους επαγγέλματα και κοινωνικές ομάδες, τώρα που σταματάει πια εκ των πραγμάτων η εξαγορά των συνειδήσεων και της ψήφου, έχει έρθει η ώρα των ιδεών, ότι γίνεται δηλαδή ξανά εφικτή η αμιγής ιδεολογική πάλη, που είχε νοθευτεί από τα μεμονωμένα «συμφέροντα» και είχε διαστραφεί από την παραγνώριση του γενικού καλού.
Βασικός φορέας αυτής της αντίληψης είναι βεβαίως αυτές οι ετερόκλιτες ομαδώσεις διανοουμένων κυρίως, που από τον Μάιο του 2010 προχώρησαν σε μια σειρά δημόσιες παρεμβάσεις υπέρ του
μνημονίου, υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, υπέρ του Καμίνη, υπέρ του νόμου Διαμαντοπούλου για τα ΑΕΙ, υπέρ της κυβέρνησης των αρίστων, και γενικώς υπέρ όλων των καλών πραγμάτων που εμποδίζονται από τα «συμφέροντα». Πέραν της φιλοδοξίας, βασικό κίνητρο τέτοιων παρεμβάσεων ήταν η καλόπιστη (σε βαθμό αφέλειας) αντίληψη ότι υπάρχει κοινωνικό ακροατήριο που περιμένει πολιτική καθοδήγηση από έγκριτους και σοβαρούς συνταγματολόγους, καλλιτέχνες, και πάει λέγοντας. Ήταν η αντίληψη πως, παρότι οι υλικοί όροι του δημόσιου χώρου καταστρέφονται, οι εφημερίδες φυτοζωούν, τα βιβλία πολτοποιούνται απούλητα, το ίντερνετ περνάει μια δύσκολη εφηβεία, ενώ αναγνώστες και ακροατές πνίγονται από τις βιοτικές μέριμνες, διανοίγεται πεδίο λαμπρό για τους αγνούς ιδεολόγους, που δεν ταυτίστηκαν με τα «συμφέροντα» και είναι οι αποκλειστικοί εκφραστές του γενικού καλού.
Αυτή η γραφική αισιοδοξία σφράγισε εξαρχής όλες αυτές τις παρεμβάσεις και τους προσέδωσε τη χαρακτηριστική έπαρση και επιθετικότητα στο ύφος. Προβάλλεται λοιπόν η άποψη πως ο δημόσιος χώρος μπορεί κατά κάποιο τρόπο να αναγεννηθεί σήμερα, πιο καθαρός και αγνός από ό,τι υπήρξε σε όλη την επάρατο Μεταπολίτευση.
Θα μπορούσε κανείς να δείξει συγκατάβαση προς τον χαρούμενο ιδεαλισμό αυτής της προσδοκίας, κι ας παραγνωρίζεται η θέση και η κατάσταση του κοινού ως συγκροτητικού παράγοντα για τον δημόσιο χώρο. Το πρόβλημα είναι ότι οι δασκαλίστικες και ηθικολογικές απόψεις που μας κατακλύζουν καταστρέφουν οριστικά κάθε έδαφος δημοσίου διαλόγου. Ξεχνώντας τη θέση κοινωνικής ασφάλειας από την οποία μιλούν, αυτοί οι «πρόθυμοι συμβουλάτορες» εκδηλώνουν πλέον ανοιχτά την αρχοντοχωριάτικη περιφρόνησή τους για τον «εσμό» (διάβαζε «κατώτερες τάξεις»), αλλά και για κάθε λογική ή πρόταση που υπερβαίνει το ασφυκτικό πλαίσιο που οι ίδιοι θέτουν. Η συζήτηση περί αναβολής των εκλογών ανέδειξε εξάλλου και τα όρια τέτοιου τύπου παρεμβάσεων. Όταν οι μεν λένε ότι οι εκλογές είναι «εγκληματικές» και οι δε ότι οι εκλογές είναι αναγκαίες ως «εκτόνωση», ενώ το ακροατήριο των σοβαρών ανθρώπων χειροκροτεί, το ιδανικό του δημόσιου χώρου έχει πάει περίπατο, για να το αντικαταστήσουν μηχανισμοί, παρασκήνια και διαβούλια. Τα όρια αυτά φάνηκαν επίσης στην εκλογή προέδρου στο ΠΑΣΟΚ: το τριτοκοσμικό ιδανικό του ενός υποψηφίου αποδεικνύει μια καταστροφική αδυναμία να διατυπωθούν πολιτικές θέσεις, η οποία οδηγεί στον πλήρη ευτελισμό των διαδικασιών.
Και δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί βασικοί και προβεβλημένοι εκφραστές τέτοιων αντιλήψεων έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θητεύσει στην αριστερά. Η μπουτίκ της αριστερής διανόησης από την οποία ψώνισαν τα κόμματα εξουσίας και τα ΜΜΕ προσέφερε σε ιδιαίτερα προσιτές τιμές κυνισμό, εξυπνακισμό και σοβαροφάνεια, ένα ακατανίκητο μείγμα που μας ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα. Και καθώς κανένας δεν μπορεί να διαλεχθεί με τις αποκρουστικές εκδοχές του παλιότερου εαυτού του, γεμίζουν οι σελίδες των εφημερίδων με αυτή την ψυχοπαθολογία του πρώην, που δίνει πάντοτε χειροπιαστά τεκμήρια της μεταστροφής του και εκδηλώνει με κάθε ευκαιρία το πάθος του νεοφώτιστου. Συγχρόνως καλλιεργείται μια κουλτούρα όπου καθένας δικαιούται να αλλάζει απόψεις ανάλογα με τη συγκυρία και όπου δεν θεωρείται κόσμιο να ζητά κανείς τον λόγο για τις διαδοχικές μεταλλάξεις του συνομιλητή του, μια κουλτούρα καιροσκοπισμού που δυστυχώς δεν περιορίζεται στο στρατόπεδο των αντιπάλων.
Η ιδεολογική αντιπαράθεση χρειάζεται αντιπάλους, απαιτεί τουλάχιστον δύο πόλους. Έχει όμως και δύο ακόμη προϋποθέσεις: χώρο εντός του οποίου θα διεξαχθεί η αντιπαράθεση και ενεργό ακροατήριο. Καμία από τις δύο αυτές προϋποθέσεις δεν φαίνεται να πληρείται. Τα ΜΜΕ λιγοστεύουν και κλείνονται ολοένα και περισσότερο στον ιδεολογικό τους ρόλο, ενώ το ακροατήριο προτιμά να κλείνει τα αυτιά του. Η ανυπαρξία πολιτικών σχεδίων και μακροπρόθεσμων στρατηγικών, ο τρόμος της άμεσης συγκυρίας και η διαρκής επίκληση του εθνικού συμφέροντος δεν επιτρέπουν καμία αντιπαράθεση· οι διαφωνούντες ομογενοποιούνται υπό την κατηγορία των «παλαβών», και αποσπούν στην καλύτερη περίπτωση ένα συγκαταβατικό μειδίαμα, και στη χειρότερη τις απειλές του παλιού καλού λαϊκίστικου αντικομμουνισμού.
Η αριστερά κέρδισε πολλές από τις μάχες των ιδεών της Μεταπολίτευσης, χωρίς όμως να καταφέρει να αποσπάσει ούτε μία πολιτική νίκη, πληρώνοντας δηλαδή κάθε νίκη στο επίπεδο των «ιδεών» με βαριές ιδεολογικές ήττες. Υπάρχει ο κίνδυνος να επαναληφθεί αυτό και σήμερα. Το πρόβλημα δεν είναι ότι λείπει η αριστερή αφήγηση της κρίσης· η ρητορική του υπεύθυνου λόγου στο κάτω κάτω δεν αφορά παρά μια δράκα ανθρώπων. Το πρόβλημα είναι ότι η όποια αφήγηση δεν μετασχηματίζεται σε πολιτικό σχέδιο, αλλά και σε μια αισιόδοξη εικόνα του μέλλοντος. Λύσεις δεν μας ζητούν μόνο οι αρθρογράφοι της Καθημερινής, στο πλαίσιο της διαπάλης των ιδεών, ως διαπιστευτήρια σοβαρότητας.
Το ζήτημα είναι αν η όποια ιδεολογική διαμάχη θα αφορά μόνο ένα στενό κύκλο ειδικών διανοουμένων ή θα βρεθεί εκείνη η ριζοσπαστική ελαφρότητα που είναι απαραίτητη για να πειστούν ευρύτερα ακροατήρια ότι το ζήτημα τους αφορά. Και η πρώτη προϋπόθεση για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι να σταματήσουμε να πιστεύουμε ότι συνομιλούμε με όσους διαπρέπουν με συμβουλές και νουθεσίες. Δεν πρέπει άλλωστε να παραγνωρίζουμε ότι κάτω από την παραπλανητική επιφάνεια ενός βαλτωμένου δημόσιου λόγου, η συζήτηση έχει ανάψει, και δεν αφορά μόνο το τι πήγε στραβά αλλά και το τι να κάνουμε. Γιατί λοιπόν να μην αφήσουμε τον κόσμο των δημοσιολόγων, αραχτό εις το μικρόν καφενείον του Σκαρτσοπούλου, να αναπαράγει τις ίδιες και τις ίδιες κοινοτοπίες, να ονειρεύεται δάφνες εθνοσωτήρα, αναμορφωτή και μεταρρυθμιστή, για να πιάσουμε την κουβέντα με τις περιφρονημένες μελαψές και κοντοπόδαρες φυλές μας;
youpayyourcrisis
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Μεγαλείων οψώνια», Άπαντα (4.421)
Κυκλοφορεί γύρω μας, με διάφορες εκδοχές και πρόσημα, η αντίληψη ότι τώρα που κατέρρευσε το πελατειακό κράτος, τώρα που διαλύονται με την έξωθεν πίεση οι τεμαχικές συμφωνίες με επιμέρους επαγγέλματα και κοινωνικές ομάδες, τώρα που σταματάει πια εκ των πραγμάτων η εξαγορά των συνειδήσεων και της ψήφου, έχει έρθει η ώρα των ιδεών, ότι γίνεται δηλαδή ξανά εφικτή η αμιγής ιδεολογική πάλη, που είχε νοθευτεί από τα μεμονωμένα «συμφέροντα» και είχε διαστραφεί από την παραγνώριση του γενικού καλού.
Βασικός φορέας αυτής της αντίληψης είναι βεβαίως αυτές οι ετερόκλιτες ομαδώσεις διανοουμένων κυρίως, που από τον Μάιο του 2010 προχώρησαν σε μια σειρά δημόσιες παρεμβάσεις υπέρ του
μνημονίου, υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, υπέρ του Καμίνη, υπέρ του νόμου Διαμαντοπούλου για τα ΑΕΙ, υπέρ της κυβέρνησης των αρίστων, και γενικώς υπέρ όλων των καλών πραγμάτων που εμποδίζονται από τα «συμφέροντα». Πέραν της φιλοδοξίας, βασικό κίνητρο τέτοιων παρεμβάσεων ήταν η καλόπιστη (σε βαθμό αφέλειας) αντίληψη ότι υπάρχει κοινωνικό ακροατήριο που περιμένει πολιτική καθοδήγηση από έγκριτους και σοβαρούς συνταγματολόγους, καλλιτέχνες, και πάει λέγοντας. Ήταν η αντίληψη πως, παρότι οι υλικοί όροι του δημόσιου χώρου καταστρέφονται, οι εφημερίδες φυτοζωούν, τα βιβλία πολτοποιούνται απούλητα, το ίντερνετ περνάει μια δύσκολη εφηβεία, ενώ αναγνώστες και ακροατές πνίγονται από τις βιοτικές μέριμνες, διανοίγεται πεδίο λαμπρό για τους αγνούς ιδεολόγους, που δεν ταυτίστηκαν με τα «συμφέροντα» και είναι οι αποκλειστικοί εκφραστές του γενικού καλού.
Αυτή η γραφική αισιοδοξία σφράγισε εξαρχής όλες αυτές τις παρεμβάσεις και τους προσέδωσε τη χαρακτηριστική έπαρση και επιθετικότητα στο ύφος. Προβάλλεται λοιπόν η άποψη πως ο δημόσιος χώρος μπορεί κατά κάποιο τρόπο να αναγεννηθεί σήμερα, πιο καθαρός και αγνός από ό,τι υπήρξε σε όλη την επάρατο Μεταπολίτευση.
Θα μπορούσε κανείς να δείξει συγκατάβαση προς τον χαρούμενο ιδεαλισμό αυτής της προσδοκίας, κι ας παραγνωρίζεται η θέση και η κατάσταση του κοινού ως συγκροτητικού παράγοντα για τον δημόσιο χώρο. Το πρόβλημα είναι ότι οι δασκαλίστικες και ηθικολογικές απόψεις που μας κατακλύζουν καταστρέφουν οριστικά κάθε έδαφος δημοσίου διαλόγου. Ξεχνώντας τη θέση κοινωνικής ασφάλειας από την οποία μιλούν, αυτοί οι «πρόθυμοι συμβουλάτορες» εκδηλώνουν πλέον ανοιχτά την αρχοντοχωριάτικη περιφρόνησή τους για τον «εσμό» (διάβαζε «κατώτερες τάξεις»), αλλά και για κάθε λογική ή πρόταση που υπερβαίνει το ασφυκτικό πλαίσιο που οι ίδιοι θέτουν. Η συζήτηση περί αναβολής των εκλογών ανέδειξε εξάλλου και τα όρια τέτοιου τύπου παρεμβάσεων. Όταν οι μεν λένε ότι οι εκλογές είναι «εγκληματικές» και οι δε ότι οι εκλογές είναι αναγκαίες ως «εκτόνωση», ενώ το ακροατήριο των σοβαρών ανθρώπων χειροκροτεί, το ιδανικό του δημόσιου χώρου έχει πάει περίπατο, για να το αντικαταστήσουν μηχανισμοί, παρασκήνια και διαβούλια. Τα όρια αυτά φάνηκαν επίσης στην εκλογή προέδρου στο ΠΑΣΟΚ: το τριτοκοσμικό ιδανικό του ενός υποψηφίου αποδεικνύει μια καταστροφική αδυναμία να διατυπωθούν πολιτικές θέσεις, η οποία οδηγεί στον πλήρη ευτελισμό των διαδικασιών.
Και δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί βασικοί και προβεβλημένοι εκφραστές τέτοιων αντιλήψεων έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θητεύσει στην αριστερά. Η μπουτίκ της αριστερής διανόησης από την οποία ψώνισαν τα κόμματα εξουσίας και τα ΜΜΕ προσέφερε σε ιδιαίτερα προσιτές τιμές κυνισμό, εξυπνακισμό και σοβαροφάνεια, ένα ακατανίκητο μείγμα που μας ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα. Και καθώς κανένας δεν μπορεί να διαλεχθεί με τις αποκρουστικές εκδοχές του παλιότερου εαυτού του, γεμίζουν οι σελίδες των εφημερίδων με αυτή την ψυχοπαθολογία του πρώην, που δίνει πάντοτε χειροπιαστά τεκμήρια της μεταστροφής του και εκδηλώνει με κάθε ευκαιρία το πάθος του νεοφώτιστου. Συγχρόνως καλλιεργείται μια κουλτούρα όπου καθένας δικαιούται να αλλάζει απόψεις ανάλογα με τη συγκυρία και όπου δεν θεωρείται κόσμιο να ζητά κανείς τον λόγο για τις διαδοχικές μεταλλάξεις του συνομιλητή του, μια κουλτούρα καιροσκοπισμού που δυστυχώς δεν περιορίζεται στο στρατόπεδο των αντιπάλων.
Η ιδεολογική αντιπαράθεση χρειάζεται αντιπάλους, απαιτεί τουλάχιστον δύο πόλους. Έχει όμως και δύο ακόμη προϋποθέσεις: χώρο εντός του οποίου θα διεξαχθεί η αντιπαράθεση και ενεργό ακροατήριο. Καμία από τις δύο αυτές προϋποθέσεις δεν φαίνεται να πληρείται. Τα ΜΜΕ λιγοστεύουν και κλείνονται ολοένα και περισσότερο στον ιδεολογικό τους ρόλο, ενώ το ακροατήριο προτιμά να κλείνει τα αυτιά του. Η ανυπαρξία πολιτικών σχεδίων και μακροπρόθεσμων στρατηγικών, ο τρόμος της άμεσης συγκυρίας και η διαρκής επίκληση του εθνικού συμφέροντος δεν επιτρέπουν καμία αντιπαράθεση· οι διαφωνούντες ομογενοποιούνται υπό την κατηγορία των «παλαβών», και αποσπούν στην καλύτερη περίπτωση ένα συγκαταβατικό μειδίαμα, και στη χειρότερη τις απειλές του παλιού καλού λαϊκίστικου αντικομμουνισμού.
Η αριστερά κέρδισε πολλές από τις μάχες των ιδεών της Μεταπολίτευσης, χωρίς όμως να καταφέρει να αποσπάσει ούτε μία πολιτική νίκη, πληρώνοντας δηλαδή κάθε νίκη στο επίπεδο των «ιδεών» με βαριές ιδεολογικές ήττες. Υπάρχει ο κίνδυνος να επαναληφθεί αυτό και σήμερα. Το πρόβλημα δεν είναι ότι λείπει η αριστερή αφήγηση της κρίσης· η ρητορική του υπεύθυνου λόγου στο κάτω κάτω δεν αφορά παρά μια δράκα ανθρώπων. Το πρόβλημα είναι ότι η όποια αφήγηση δεν μετασχηματίζεται σε πολιτικό σχέδιο, αλλά και σε μια αισιόδοξη εικόνα του μέλλοντος. Λύσεις δεν μας ζητούν μόνο οι αρθρογράφοι της Καθημερινής, στο πλαίσιο της διαπάλης των ιδεών, ως διαπιστευτήρια σοβαρότητας.
Το ζήτημα είναι αν η όποια ιδεολογική διαμάχη θα αφορά μόνο ένα στενό κύκλο ειδικών διανοουμένων ή θα βρεθεί εκείνη η ριζοσπαστική ελαφρότητα που είναι απαραίτητη για να πειστούν ευρύτερα ακροατήρια ότι το ζήτημα τους αφορά. Και η πρώτη προϋπόθεση για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι να σταματήσουμε να πιστεύουμε ότι συνομιλούμε με όσους διαπρέπουν με συμβουλές και νουθεσίες. Δεν πρέπει άλλωστε να παραγνωρίζουμε ότι κάτω από την παραπλανητική επιφάνεια ενός βαλτωμένου δημόσιου λόγου, η συζήτηση έχει ανάψει, και δεν αφορά μόνο το τι πήγε στραβά αλλά και το τι να κάνουμε. Γιατί λοιπόν να μην αφήσουμε τον κόσμο των δημοσιολόγων, αραχτό εις το μικρόν καφενείον του Σκαρτσοπούλου, να αναπαράγει τις ίδιες και τις ίδιες κοινοτοπίες, να ονειρεύεται δάφνες εθνοσωτήρα, αναμορφωτή και μεταρρυθμιστή, για να πιάσουμε την κουβέντα με τις περιφρονημένες μελαψές και κοντοπόδαρες φυλές μας;
youpayyourcrisis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου