Σε μία από τις πολλές συζητήσεις που γίνονται εντός και εκτός Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου υπογραμμίστηκε το αυτονόητο: Η σωτηρία της ελληνικής οικονομίας δεν θα επιτευχθεί με τα νέα δάνεια και τα νέα μέτρα, που βασικά πλήττουν το λαό, ούτε με τις νέες περικοπές που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη της κυβέρνησης, αυτής και της επόμενης. Υποστηρίζουν, λοιπόν, ότι υπάρχουν πιθανότητες επιτυχίας, αλλά ΜΟΝΟ με ανάπτυξη. Και έχουν απόλυτο δίκιο, διότι δεν απαιτείται να ’ναι κανείς οικονομολόγος για να αντιληφθεί πως είναι ανάγκη να ενισχυθεί η αγορά, άρα, για να το πούμε πιο λαϊκά, «πρέπει να πέσει χρήμα» για να κινηθεί όλο το οικονομικό σύστημα.
Στα διάφορα ινστιτούτα της Ουάσιγκτον γίνονται συχνά συζητήσεις κεκλεισμένων των θυρών –συμμετείχε πρόσφατα και ο πρώην υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου– και το βασικό αντικείμενο είναι
η πατρίδα μας, η οποία άλλοτε παρουσιάζεται ως παράδειγμα προς αποφυγήν κι άλλοτε ως παράδειγμα για το πώς μια χώρα που έχει γίνει συντρίμμια και θρύψαλα θα μπορούσε να ανορθωθεί. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω μία από τις συζητήσεις αυτές, υπό τον όρο να τηρηθεί η ανωνυμία των συμμετεχόντων, και εντυπωσιάστηκα με την πίστη ορισμένων οικονομολόγων, οι οποίοι αναφέρθηκαν μεν αρνητικά στην Ελλάδα και στους πολιτικούς της, αλλά την ίδια στιγμή παρουσίασαν τη χώρα μας ως ευκαιρία για να έρθουν τα πάνω κάτω.
Το πρώτο συμπέρασμα που αποκόμισα είναι ότι αυτοί που δημιουργούν παρόμοιες κρίσεις δύσκολα θα μπορούσαν να παρουσιάσουν και λύσεις. Διότι η βασική τους έγνοια είναι να φροντίσουν να κρύψουν τις δικές τους ευθύνες για την κατάσταση της οικονομίας. Άρα η Ελλάδα χρειάζεται να βρει φρέσκους ανθρώπους, χωρίς συμφέροντα πολιτικά ή άλλα, που θα αναλάβουν και τις διαδικασίες σωτηρίας της οικονομίας αλλά και να δρομολογήσουν την τιμωρία όσων έσφαλαν.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι οι τραπεζίτες –ανεξάρτητα από την καθολική αντιπάθεια– πρέπει να βρουν τον τρόπο να δώσουν πνοή στην αγορά. Είναι και υποχρέωσή τους, διότι υπέστησαν μεν γενναίο, θα έλεγα, «κούρεμα» του χρέους που κατείχαν, αλλά την ίδια στιγμή θα λάβουν και νέα κονδύλια, τα οποία θα στηρίξουν τις τράπεζές τους και το πλέον βασικό και ουσιαστικό γι’ αυτούς είναι ότι θα παραμείνουν στην ιδιοκτησία τους.
Η Αμερική –και επί Τζορτζ Μπους και τώρα, επί Μπαράκ Ομπάμα– είχε και έχει συμπεριλάβει τις τράπεζες στα προγράμματα ανόρθωσης της οικονομίας. Όσες τράπεζες ενισχύθηκαν από το κράτος αυτόματα είχαν και υποχρεώσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις μειώθηκε και αυτό το ποσό των δανείων των νοικοκυριών με ανέργους, αλλά η πλέον σημαντική απόφαση ήταν η δραματική μείωση των επιτοκίων. Ένας εκ των οικονομολόγων θύμισε ότι τη δεκαετία του ’80, όταν έλαβε δάνειο για να αγοράσει το πρώτο του διαμέρισμα, το επιτόκιο δανεισμού ήταν 12,875% και τώρα τα επιτόκια βρίσκονται στο εξαιρετικό χαμηλό ποσοστό του 3,50%. Για όσους πελάτες δεν σταμάτησαν να πληρώνουν τις δόσεις οι τράπεζες κάνουν, μάλιστα, και καλύτερες προσφορές.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι δανειστές, που πλέον λαμβάνουν και αποφάσεις για τη χώρα μας, τις οποίες και επιβάλλουν, πρέπει πάση θυσία –σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση– να διαθέσουν κονδύλια για την ανάπτυξη. Και ταυτόχρονα, επειδή έσωσαν επί της ουσίας τις τράπεζες, να απαιτήσουν να συμμετάσχουν και αυτές στην πορεία ανόρθωσης της χώρας.
epikaira
Στα διάφορα ινστιτούτα της Ουάσιγκτον γίνονται συχνά συζητήσεις κεκλεισμένων των θυρών –συμμετείχε πρόσφατα και ο πρώην υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου– και το βασικό αντικείμενο είναι
η πατρίδα μας, η οποία άλλοτε παρουσιάζεται ως παράδειγμα προς αποφυγήν κι άλλοτε ως παράδειγμα για το πώς μια χώρα που έχει γίνει συντρίμμια και θρύψαλα θα μπορούσε να ανορθωθεί. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω μία από τις συζητήσεις αυτές, υπό τον όρο να τηρηθεί η ανωνυμία των συμμετεχόντων, και εντυπωσιάστηκα με την πίστη ορισμένων οικονομολόγων, οι οποίοι αναφέρθηκαν μεν αρνητικά στην Ελλάδα και στους πολιτικούς της, αλλά την ίδια στιγμή παρουσίασαν τη χώρα μας ως ευκαιρία για να έρθουν τα πάνω κάτω.
Το πρώτο συμπέρασμα που αποκόμισα είναι ότι αυτοί που δημιουργούν παρόμοιες κρίσεις δύσκολα θα μπορούσαν να παρουσιάσουν και λύσεις. Διότι η βασική τους έγνοια είναι να φροντίσουν να κρύψουν τις δικές τους ευθύνες για την κατάσταση της οικονομίας. Άρα η Ελλάδα χρειάζεται να βρει φρέσκους ανθρώπους, χωρίς συμφέροντα πολιτικά ή άλλα, που θα αναλάβουν και τις διαδικασίες σωτηρίας της οικονομίας αλλά και να δρομολογήσουν την τιμωρία όσων έσφαλαν.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι οι τραπεζίτες –ανεξάρτητα από την καθολική αντιπάθεια– πρέπει να βρουν τον τρόπο να δώσουν πνοή στην αγορά. Είναι και υποχρέωσή τους, διότι υπέστησαν μεν γενναίο, θα έλεγα, «κούρεμα» του χρέους που κατείχαν, αλλά την ίδια στιγμή θα λάβουν και νέα κονδύλια, τα οποία θα στηρίξουν τις τράπεζές τους και το πλέον βασικό και ουσιαστικό γι’ αυτούς είναι ότι θα παραμείνουν στην ιδιοκτησία τους.
Η Αμερική –και επί Τζορτζ Μπους και τώρα, επί Μπαράκ Ομπάμα– είχε και έχει συμπεριλάβει τις τράπεζες στα προγράμματα ανόρθωσης της οικονομίας. Όσες τράπεζες ενισχύθηκαν από το κράτος αυτόματα είχαν και υποχρεώσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις μειώθηκε και αυτό το ποσό των δανείων των νοικοκυριών με ανέργους, αλλά η πλέον σημαντική απόφαση ήταν η δραματική μείωση των επιτοκίων. Ένας εκ των οικονομολόγων θύμισε ότι τη δεκαετία του ’80, όταν έλαβε δάνειο για να αγοράσει το πρώτο του διαμέρισμα, το επιτόκιο δανεισμού ήταν 12,875% και τώρα τα επιτόκια βρίσκονται στο εξαιρετικό χαμηλό ποσοστό του 3,50%. Για όσους πελάτες δεν σταμάτησαν να πληρώνουν τις δόσεις οι τράπεζες κάνουν, μάλιστα, και καλύτερες προσφορές.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι δανειστές, που πλέον λαμβάνουν και αποφάσεις για τη χώρα μας, τις οποίες και επιβάλλουν, πρέπει πάση θυσία –σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση– να διαθέσουν κονδύλια για την ανάπτυξη. Και ταυτόχρονα, επειδή έσωσαν επί της ουσίας τις τράπεζες, να απαιτήσουν να συμμετάσχουν και αυτές στην πορεία ανόρθωσης της χώρας.
epikaira
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου