Τα είκοσι χρόνια της πνευματικής χρεοκοπίας
Η αργή και βασανιστική βύθιση στην κινούμενη άμμο της σημερινής κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, με τη βίαιη ανακατανομή εισοδήματος, τη φτωχοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων και την πνευματική σύγχυση ως απόρροια των πολιτικών «σοκ και δέος», επαναφέρει μεταξύ άλλων και το ερώτημα, όχι εάν οι διανοούμενοι ζουν κλεισμένοι στον γυάλινο πύργο τους, αλλά εάν έστω υπάρχουν διανοούμενοι.
Και φυσικά αναφερόμαστε στο «ξεπερασμένο» εκείνο μοντέλο του «κριτικού διανοούμενου» που εγκαθίδρυσε στις 13 Ιανουαρίου του 1898 ο Εμίλ Ζολά, δημοσιεύοντας το περίφημο «Κατηγορώ» και καταγγέλλοντας τη σκευωρία εις βάρος του λοχαγού Ντρέιφους. «Εκείνου που παρεμβαίνει κριτικά στην κοινωνική ζωή, που ξεσκεπάζει ό,τι η Εξουσία προσπαθεί να συγκαλύψει, που πολεμάει τα κατά συνθήκη ψεύδη και τις συλλογικές φενάκες, που βρίσκεται στην αντιπολίτευση και στη μειοψηφία όποια και εάν είναι η κυβέρνηση και η
πλειοψηφία, που υπερασπίζει έστω και μόνος κάποιες απαράγραπτες, μόνιμα διακυβευόμενες αξίες: αλήθεια, δικαιοσύνη, ανθρωπιά, αψηφώντας σκοπιμότητες, αδιαφορώντας για συμφέροντα, ακόμη και τα δικά του». (Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Η θερμάστρα του Ζολά», ΤΑ ΝΕΑ, 13/1/1998).
Ωστόσο, εάν θέλουμε να έχουμε ελπίδες ότι θα βρούμε την απάντηση, θα πρέπει να καταπιαστούμε πρώτα με ένα άλλο θεμελιώδες ερώτημα, το οποίο φαντάζει ίσως προβοκατόρικο: «Υπάρχει πνευματική ζωή στην Ελλάδα;».
Η ποσοτικοποίηση της κουλτούρας
Ο οργασμός των προηγούμενων χρόνων σε επίπεδο ημερήσιου και εβδομαδιαίου Τύπου, περιοδικών ποικίλης ή εξειδικευμένης ύλης, βιβλίων και εντύπων, αλλά και η ταυτόχρονη λειτουργία δεκάδων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, δημιουργούσε στον μέσο πολίτη την αίσθηση απίστευτου πλουραλισμού και αντιπαράθεσης ιδεών που συνιστούν μαζί ένα «υγιές» πνευματικό κλίμα. Κατά πόσο, όμως, η αίσθηση αυτή ανταποκρινόταν σε μια πραγματικότητα; Υπάρχει στην Ελλάδα παραγωγή πρωτότυπων ιδεών και αντιπαράθεση απόψεων ανεξάρτητη από μικρο-κομματικές, συντεχνιακές και προσωπικές σκοπιμότητες;
Αν εξαιρέσουμε τα τελευταία δύο χρόνια, κατά τα οποία, με αφορμή την έκρηξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, άνοιξε εκ των πραγμάτων μια συζήτηση για τα αίτια που οδήγησαν σε αυτήν, τις συνέπειές της, τον ρόλο του πολιτικού συστήματος, αλλά και τη δική μας στάση ως δημοσιογράφων, θα λέγαμε ότι ο «συμφιλιωτικός (μικροαστικός) καθωσπρεπισμός» αποτελούσε κυρίαρχη κατάσταση. Μια κατάσταση, δηλαδή, που έχει ως αφετηριακή θέση το δόγμα ότι «δεν είναι “καθώς πρέπει” να θίγουμε κανέναν», την υιοθέτηση ενός άτυπου «Fair Play», το οποίο δεν επιτρέπει την κριτική «πέραν ενός ορίου»! Και το όριο αυτό, φυσικά, δεν ήταν άλλο απ’ αυτό που έθεταν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα (ιδιοκτήτες, πολλές φορές, των ΜΜΕ) και το κατεστημένο πολιτικό σύστημα.
Από τα τηλεοπτικά πάνελ, τις συνεντεύξεις των εφημερίδων, τη λογοτεχνική κριτική έως και τις εκπομπές λόγου του ραδιοφώνου, το κοινό σημείο είναι το πόσες λίγες φορές ήρθαν σε πραγματικά δύσκολη θέση οι «κρινόμενοι». Μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα όσα λέγονται παρουσιάζουν τα άρρητα και τα υπόρρητα αυτού του τύπου του δημόσιου λόγου. Δηλαδή όχι αυτά που ακούγονται ή διαβάζονται, αλλά αυτά που αποσιωπούνται ή υποκρύπτονται.
Και εάν η στάση αυτή απλώς μας ξενίζει, δεν θα λέγαμε το ίδιο για τον δημόσιο λόγο εκείνων που μονοπωλούν τη «μιντιακή αγορά», ανάγοντας τους δικούς τους περιορισμούς, δεσμεύσεις, δουλείες και ιδεολογικές επιλογές σε απόλυτο μέτρο.
Ο «πλουραλισμός» που αναπαράγει με διαφορετικές λέξεις τα κυρίαρχα στερεότυπα και τις επικρατούσες προκαταλήψεις, που (δια της ατόπου απαγωγής) εξετάζει πρώτα τι ΔΕΝ πρέπει να ειπωθεί και λέει ό,τι μένει, δεν είναι πραγματικός πλουραλισμός, αλλά μια «πολυφωνική μονοφωνία». Αντιπαράθεση των ιδεών δεν σημαίνει παράλληλοι μονόλογοι και πολύ περισσότερο δεν σημαίνει αναγκαστική αποδοχή τους στη βάση ενός μεταμοντέρνου σχετικισμού που «απαλλάσσει από αξιολογικές κρίσεις» και λειτουργεί, σε τελευταία ανάλυση, ισοπεδωτικά. Σημαίνει σαφήνεια και ακρίβεια στην έκφραση, διαύγεια απόψεων και πολύ περισσότερο: ανεξαρτησία πνεύματος και γνώμης.
Όταν, όμως τα Media ουσιαστικά επί δύο δεκαετίες προσέφεραν τη δημόσια καταξίωση και την προσωπική ανέλιξη ως έπαθλο στο τέρμα μιας πορείας προσαρμογής στις κυρίαρχες συμβάσεις, τα «υπόγεια» συμφέροντα και τις λεγόμενες «εθνικές αλήθειες», τότε σε αυτή την ανεξαρτησία απέμεναν μικρά περιθώρια κίνησης!
Στην επικράτεια του «Πολιτικού πολιτισμού»
Φυσικά το παράδειγμα του κλίματος συμφιλιωτισμού το έδωσαν πρώτοι οι πολιτικοί, που προσαρμόστηκαν με χαρακτηριστική ευκολία στο στερεότυπο του «πολιτικού πολιτισμού», το οποίο υπονοούσε ότι οι «χαμηλοί τόνοι», «οι αμοιβαίες φιλοφρονήσεις» και οι ελεγχόμενες (αν όχι προκατασκευασμένες) συγκρούσεις αποτελούν τεκμήριο «εκσυγχρονισμού» και πολιτισμένης ανάπτυξης. Αντίθετα, οι σκληρές αντιπαραθέσεις επί της ουσίας, οι δημόσιοι διαξιφισμοί και οι υψηλοί τόνοι είναι ένδειξη πολιτικής καθυστέρησης και πολιτιστικού πρωτογονισμού.
Έτσι, η τηλεόραση (ως το πιο κρίσιμο «βήμα») ανέλαβε εργολαβικά να διαμορφώσει το πλαίσιο κίνησης των «ομιλουσών κεφαλών». Μέσα στο περίγραμμα της τηλεοπτικής οθόνης οι ιδέες, οι έννοιες, οι κατηγορίες και οι θέσεις εξατμίστηκαν σε ένα σύννεφο ατέλειωτης φλυαρίας χωρίς κανένα περιεχόμενο. Το μόνο που έμεινε, τελικώς, είναι η αποφορά αυτού που κομψά ονομάστηκε «διαπλοκή».
Με τον ίδιο τρόπο το χωνευτήρι αυτό του δημόσιου λόγου άλεσε επί χρόνια όσους από τους λεγόμενους πνευματικούς ανθρώπους επέλεξαν τον ρόλο του «μαϊντανού» στα τηλεοπτικά παράθυρα. Οι υπόλοιποι, απλώς, απόλαυσαν ή συνεχίζουν να απολαμβάνουν το «μεγάλο φαγοπότι» από την πολύχρονη συμμετοχή τους στους πάσης φύσεως κρατικούς θεσμούς: πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, ινστιτούτα, υπουργεία, «επιτροπές», «συμβούλια» κ.λπ, αφού οι μοναδικές κρατικοποιήσεις σε περιβάλλον «ελεύθερης αγοράς» ήταν αυτές των «διανοουμένων». Έτσι γεννήθηκε «ο σημερινός διανοούμενος, δειλός απέναντι στους ισχυρούς, σκληρός απέναντι στους αδύνατους, φιλόδοξος χωρίς σκοπό, αδαής πίσω από το πέπλο της δοκισησοφίας, σχολαστικά ανακριβής, λεπτομερώς αόριστος». (Jean-Claude Milner, Existe-t-il une vie intellectuelle en France?, Verdier, 2002).
Η στάση αυτή βρίσκεται στον αντίποδα του αφορισμού του Σαρτρ ότι ο διανοούμενος οφείλει να βλέπει τον κόσμο από τη σκοπιά των αδυνάμων. Ενισχύθηκε δε μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», καθώς «χωρίς τις πλάτες μιας μαζικής ιδεολογίας και ενός μαζικού κινήματος με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, οι περισσότεροι εκπρόσωποι της “κριτικής διανόησης” δεν είχαν πια τη διάθεση να καταγγέλλουν θύτες και να υπερασπίζουν θύματα» (Δ. Κούρτοβικ, ό.π.). Αυτός είναι και ο βασικός λόγος του θεαματικού κομφορμισμού των λεγόμενων ανθρώπων του πνεύματος, των οποίων η πιο προωθημένη πράξη τα τελευταία χρόνια ήταν η υποστήριξη (μέσω «κειμένων υπογραφών») διαφόρων παραλλαγών του «εκσυγχρονισμού» και ενός ψευδώνυμου μεταρρυθμισμού.
Έτσι απέμειναν ελάχιστες αιρετικές φωνές μοναχικών σκεπτόμενων ανθρώπων που όμως δεν μπορούσαν, δυστυχώς, να επιβάλλουν όρους πραγματικής πνευματικής συζήτησης με επιχειρήματα ή, ακόμη χειρότερα, χρησιμοποιήθηκαν ως άλλοθι δημοκρατικότητας και πλουραλισμού.
Το λίγο πίσω απο το πολύ
«Μα η πνευματική παραγωγή τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί εντυπωσιακά. Κάθε χρόνο εκδίδονται χιλιάδες τίτλοι βιβλίων», αντιτείνουν οι εκπρόσωποι των εκδοτών. Η άποψη αυτή βέβαια παραβλέπει σκοπίμως το γεγονός ότι το κριτήριο αυτό είναι ποσοτικό και όχι ποιοτικό. Έχει ενδιαφέρον όμως να αναρωτηθούμε τι ακριβώς διαβάζουμε. Πόσοι είναι αυτοί που διαβάζουν; Πόσα από όλα αυτά που εκδίδονται είναι ελληνικής παραγωγής και πόσα μεταφράσεις; Πόσα είναι, απλώς, μεταφορά ξένων ιδεών ή προϊόντα απλής αντιγραφής; Στο σημείο αυτό οι έρευνες του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου είναι μάλλον απογοητευτικές. Το μεγαλύτερο μέρος των «μπεστ–σέλερ» είναι «ελαφρά» λογοτεχνία και σχολικά βοηθήματα. Αυτοί που διαβάζουν πάνω από 10 βιβλία το χρόνο είναι μια ισχνή μειοψηφία. Και βέβαια δεν είναι ανάγκη να αναφερθούμε στην «αβάσταχτη ρηχότητα» της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας ή στην αυστηρά περιχαρακωμένη- εξειδικευμένη ακαδημαϊκή παραγωγή, που απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στην πανεπιστημιακή «πελατεία».
Για περίπου δύο δεκαετίες η ελληνική κοινωνία έμοιαζε να συντίθεται από πολλούς διαφορετικούς, στεγανοποιημένους και αποστειρωμένους θυλάκους, οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους. Αυτός ο κοινωνικός κατακερματισμός αφενός ανταποκρίνεται στο ιδεολόγημα του συμφιλιωτισμού που αναφέραμε παραπάνω («ζήσε και άσε να ζήσουν»- «live and let live») και αφετέρου το εμπεδώνει ως ηθική αξία και στάση ζωής στην κοινωνική πλειοψηφία. Αυτό εξηγεί και την αδιαφορία έως και εχθρότητα που επέδειξε κάθε απομονωμένη κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα για όλες τις υπόλοιπες, τις οποίες θεωρούσε περίπου ως «συντεχνίες». Όπως εξηγεί επίσης και το γιατί τα τελευταία χρόνια δεν έγινε δυνατό να συναφθούν κοινωνικές συμμαχίες για την προάσπιση ζωτικών συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου, όπως η ποιότητα ζωής, το περιβάλλον, τα εργασιακά, ο ελεύθερος χρόνος, τα συνταξιοδοτικά κ.λπ, αλλά αντίθετα όλα αυτά τα κοινωνικά αγαθά έγιναν βορά στο όνομα των νεοφιλελεύθερων δογμάτων.
Μια πραγματική «κίνηση των ιδεών» στην Ελλάδα θα αποτελούσε και το οξυγόνο, προκειμένου να ξεπεραστεί η νεκροφάνεια που παρουσιάζει σήμερα η πνευματική ζωή του τόπου. Η ηθική, κοινωνική, πολιτική και οικονομική χρεοκοπία απέδειξαν με δραματικό τρόπο ότι μόνο γεγονότα έξω από την κλίμακα της καθημερινότητας μπορούν να θέσουν σε κίνηση διαδικασίες αμφισβήτησης, σκέψης και σε ορισμένες περιπτώσεις στοχασμού και αναστοχασμού των βεβαιοτήτων και των ψευδαισθήσεων.
Η σημερινή κατάσταση δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας σχισμής στο πέπλο που κάλυπτε την πραγματικότητα, η οποία αναδεικνύεται σε όλη τη γύμνια και την ασχήμια ενός γερασμένου κόσμου. Δημιουργούνται οι όροι για μια συζήτηση για τα δεδομένα και τους όρους αυτής της πραγματικότητας, με την ελπίδα να συγκροτηθεί στην πορεία μια «συλλογική διανόηση» και να επανασυνδεθεί με τα δικαιώματα και τους αγώνες της κοινωνικής πλειοψηφίας, ώστε να επανασυγκολληθεί το «κεφάλι με το σώμα», δηλαδή η θεωρία με την κοινωνική πράξη.
monopress
Η αργή και βασανιστική βύθιση στην κινούμενη άμμο της σημερινής κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, με τη βίαιη ανακατανομή εισοδήματος, τη φτωχοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων και την πνευματική σύγχυση ως απόρροια των πολιτικών «σοκ και δέος», επαναφέρει μεταξύ άλλων και το ερώτημα, όχι εάν οι διανοούμενοι ζουν κλεισμένοι στον γυάλινο πύργο τους, αλλά εάν έστω υπάρχουν διανοούμενοι.
Και φυσικά αναφερόμαστε στο «ξεπερασμένο» εκείνο μοντέλο του «κριτικού διανοούμενου» που εγκαθίδρυσε στις 13 Ιανουαρίου του 1898 ο Εμίλ Ζολά, δημοσιεύοντας το περίφημο «Κατηγορώ» και καταγγέλλοντας τη σκευωρία εις βάρος του λοχαγού Ντρέιφους. «Εκείνου που παρεμβαίνει κριτικά στην κοινωνική ζωή, που ξεσκεπάζει ό,τι η Εξουσία προσπαθεί να συγκαλύψει, που πολεμάει τα κατά συνθήκη ψεύδη και τις συλλογικές φενάκες, που βρίσκεται στην αντιπολίτευση και στη μειοψηφία όποια και εάν είναι η κυβέρνηση και η
πλειοψηφία, που υπερασπίζει έστω και μόνος κάποιες απαράγραπτες, μόνιμα διακυβευόμενες αξίες: αλήθεια, δικαιοσύνη, ανθρωπιά, αψηφώντας σκοπιμότητες, αδιαφορώντας για συμφέροντα, ακόμη και τα δικά του». (Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Η θερμάστρα του Ζολά», ΤΑ ΝΕΑ, 13/1/1998).
Ωστόσο, εάν θέλουμε να έχουμε ελπίδες ότι θα βρούμε την απάντηση, θα πρέπει να καταπιαστούμε πρώτα με ένα άλλο θεμελιώδες ερώτημα, το οποίο φαντάζει ίσως προβοκατόρικο: «Υπάρχει πνευματική ζωή στην Ελλάδα;».
Η ποσοτικοποίηση της κουλτούρας
Ο οργασμός των προηγούμενων χρόνων σε επίπεδο ημερήσιου και εβδομαδιαίου Τύπου, περιοδικών ποικίλης ή εξειδικευμένης ύλης, βιβλίων και εντύπων, αλλά και η ταυτόχρονη λειτουργία δεκάδων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, δημιουργούσε στον μέσο πολίτη την αίσθηση απίστευτου πλουραλισμού και αντιπαράθεσης ιδεών που συνιστούν μαζί ένα «υγιές» πνευματικό κλίμα. Κατά πόσο, όμως, η αίσθηση αυτή ανταποκρινόταν σε μια πραγματικότητα; Υπάρχει στην Ελλάδα παραγωγή πρωτότυπων ιδεών και αντιπαράθεση απόψεων ανεξάρτητη από μικρο-κομματικές, συντεχνιακές και προσωπικές σκοπιμότητες;
Αν εξαιρέσουμε τα τελευταία δύο χρόνια, κατά τα οποία, με αφορμή την έκρηξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, άνοιξε εκ των πραγμάτων μια συζήτηση για τα αίτια που οδήγησαν σε αυτήν, τις συνέπειές της, τον ρόλο του πολιτικού συστήματος, αλλά και τη δική μας στάση ως δημοσιογράφων, θα λέγαμε ότι ο «συμφιλιωτικός (μικροαστικός) καθωσπρεπισμός» αποτελούσε κυρίαρχη κατάσταση. Μια κατάσταση, δηλαδή, που έχει ως αφετηριακή θέση το δόγμα ότι «δεν είναι “καθώς πρέπει” να θίγουμε κανέναν», την υιοθέτηση ενός άτυπου «Fair Play», το οποίο δεν επιτρέπει την κριτική «πέραν ενός ορίου»! Και το όριο αυτό, φυσικά, δεν ήταν άλλο απ’ αυτό που έθεταν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα (ιδιοκτήτες, πολλές φορές, των ΜΜΕ) και το κατεστημένο πολιτικό σύστημα.
Από τα τηλεοπτικά πάνελ, τις συνεντεύξεις των εφημερίδων, τη λογοτεχνική κριτική έως και τις εκπομπές λόγου του ραδιοφώνου, το κοινό σημείο είναι το πόσες λίγες φορές ήρθαν σε πραγματικά δύσκολη θέση οι «κρινόμενοι». Μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα όσα λέγονται παρουσιάζουν τα άρρητα και τα υπόρρητα αυτού του τύπου του δημόσιου λόγου. Δηλαδή όχι αυτά που ακούγονται ή διαβάζονται, αλλά αυτά που αποσιωπούνται ή υποκρύπτονται.
Και εάν η στάση αυτή απλώς μας ξενίζει, δεν θα λέγαμε το ίδιο για τον δημόσιο λόγο εκείνων που μονοπωλούν τη «μιντιακή αγορά», ανάγοντας τους δικούς τους περιορισμούς, δεσμεύσεις, δουλείες και ιδεολογικές επιλογές σε απόλυτο μέτρο.
Ο «πλουραλισμός» που αναπαράγει με διαφορετικές λέξεις τα κυρίαρχα στερεότυπα και τις επικρατούσες προκαταλήψεις, που (δια της ατόπου απαγωγής) εξετάζει πρώτα τι ΔΕΝ πρέπει να ειπωθεί και λέει ό,τι μένει, δεν είναι πραγματικός πλουραλισμός, αλλά μια «πολυφωνική μονοφωνία». Αντιπαράθεση των ιδεών δεν σημαίνει παράλληλοι μονόλογοι και πολύ περισσότερο δεν σημαίνει αναγκαστική αποδοχή τους στη βάση ενός μεταμοντέρνου σχετικισμού που «απαλλάσσει από αξιολογικές κρίσεις» και λειτουργεί, σε τελευταία ανάλυση, ισοπεδωτικά. Σημαίνει σαφήνεια και ακρίβεια στην έκφραση, διαύγεια απόψεων και πολύ περισσότερο: ανεξαρτησία πνεύματος και γνώμης.
Όταν, όμως τα Media ουσιαστικά επί δύο δεκαετίες προσέφεραν τη δημόσια καταξίωση και την προσωπική ανέλιξη ως έπαθλο στο τέρμα μιας πορείας προσαρμογής στις κυρίαρχες συμβάσεις, τα «υπόγεια» συμφέροντα και τις λεγόμενες «εθνικές αλήθειες», τότε σε αυτή την ανεξαρτησία απέμεναν μικρά περιθώρια κίνησης!
Στην επικράτεια του «Πολιτικού πολιτισμού»
Φυσικά το παράδειγμα του κλίματος συμφιλιωτισμού το έδωσαν πρώτοι οι πολιτικοί, που προσαρμόστηκαν με χαρακτηριστική ευκολία στο στερεότυπο του «πολιτικού πολιτισμού», το οποίο υπονοούσε ότι οι «χαμηλοί τόνοι», «οι αμοιβαίες φιλοφρονήσεις» και οι ελεγχόμενες (αν όχι προκατασκευασμένες) συγκρούσεις αποτελούν τεκμήριο «εκσυγχρονισμού» και πολιτισμένης ανάπτυξης. Αντίθετα, οι σκληρές αντιπαραθέσεις επί της ουσίας, οι δημόσιοι διαξιφισμοί και οι υψηλοί τόνοι είναι ένδειξη πολιτικής καθυστέρησης και πολιτιστικού πρωτογονισμού.
Έτσι, η τηλεόραση (ως το πιο κρίσιμο «βήμα») ανέλαβε εργολαβικά να διαμορφώσει το πλαίσιο κίνησης των «ομιλουσών κεφαλών». Μέσα στο περίγραμμα της τηλεοπτικής οθόνης οι ιδέες, οι έννοιες, οι κατηγορίες και οι θέσεις εξατμίστηκαν σε ένα σύννεφο ατέλειωτης φλυαρίας χωρίς κανένα περιεχόμενο. Το μόνο που έμεινε, τελικώς, είναι η αποφορά αυτού που κομψά ονομάστηκε «διαπλοκή».
Με τον ίδιο τρόπο το χωνευτήρι αυτό του δημόσιου λόγου άλεσε επί χρόνια όσους από τους λεγόμενους πνευματικούς ανθρώπους επέλεξαν τον ρόλο του «μαϊντανού» στα τηλεοπτικά παράθυρα. Οι υπόλοιποι, απλώς, απόλαυσαν ή συνεχίζουν να απολαμβάνουν το «μεγάλο φαγοπότι» από την πολύχρονη συμμετοχή τους στους πάσης φύσεως κρατικούς θεσμούς: πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, ινστιτούτα, υπουργεία, «επιτροπές», «συμβούλια» κ.λπ, αφού οι μοναδικές κρατικοποιήσεις σε περιβάλλον «ελεύθερης αγοράς» ήταν αυτές των «διανοουμένων». Έτσι γεννήθηκε «ο σημερινός διανοούμενος, δειλός απέναντι στους ισχυρούς, σκληρός απέναντι στους αδύνατους, φιλόδοξος χωρίς σκοπό, αδαής πίσω από το πέπλο της δοκισησοφίας, σχολαστικά ανακριβής, λεπτομερώς αόριστος». (Jean-Claude Milner, Existe-t-il une vie intellectuelle en France?, Verdier, 2002).
Η στάση αυτή βρίσκεται στον αντίποδα του αφορισμού του Σαρτρ ότι ο διανοούμενος οφείλει να βλέπει τον κόσμο από τη σκοπιά των αδυνάμων. Ενισχύθηκε δε μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», καθώς «χωρίς τις πλάτες μιας μαζικής ιδεολογίας και ενός μαζικού κινήματος με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, οι περισσότεροι εκπρόσωποι της “κριτικής διανόησης” δεν είχαν πια τη διάθεση να καταγγέλλουν θύτες και να υπερασπίζουν θύματα» (Δ. Κούρτοβικ, ό.π.). Αυτός είναι και ο βασικός λόγος του θεαματικού κομφορμισμού των λεγόμενων ανθρώπων του πνεύματος, των οποίων η πιο προωθημένη πράξη τα τελευταία χρόνια ήταν η υποστήριξη (μέσω «κειμένων υπογραφών») διαφόρων παραλλαγών του «εκσυγχρονισμού» και ενός ψευδώνυμου μεταρρυθμισμού.
Έτσι απέμειναν ελάχιστες αιρετικές φωνές μοναχικών σκεπτόμενων ανθρώπων που όμως δεν μπορούσαν, δυστυχώς, να επιβάλλουν όρους πραγματικής πνευματικής συζήτησης με επιχειρήματα ή, ακόμη χειρότερα, χρησιμοποιήθηκαν ως άλλοθι δημοκρατικότητας και πλουραλισμού.
Το λίγο πίσω απο το πολύ
«Μα η πνευματική παραγωγή τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί εντυπωσιακά. Κάθε χρόνο εκδίδονται χιλιάδες τίτλοι βιβλίων», αντιτείνουν οι εκπρόσωποι των εκδοτών. Η άποψη αυτή βέβαια παραβλέπει σκοπίμως το γεγονός ότι το κριτήριο αυτό είναι ποσοτικό και όχι ποιοτικό. Έχει ενδιαφέρον όμως να αναρωτηθούμε τι ακριβώς διαβάζουμε. Πόσοι είναι αυτοί που διαβάζουν; Πόσα από όλα αυτά που εκδίδονται είναι ελληνικής παραγωγής και πόσα μεταφράσεις; Πόσα είναι, απλώς, μεταφορά ξένων ιδεών ή προϊόντα απλής αντιγραφής; Στο σημείο αυτό οι έρευνες του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου είναι μάλλον απογοητευτικές. Το μεγαλύτερο μέρος των «μπεστ–σέλερ» είναι «ελαφρά» λογοτεχνία και σχολικά βοηθήματα. Αυτοί που διαβάζουν πάνω από 10 βιβλία το χρόνο είναι μια ισχνή μειοψηφία. Και βέβαια δεν είναι ανάγκη να αναφερθούμε στην «αβάσταχτη ρηχότητα» της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας ή στην αυστηρά περιχαρακωμένη- εξειδικευμένη ακαδημαϊκή παραγωγή, που απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στην πανεπιστημιακή «πελατεία».
Για περίπου δύο δεκαετίες η ελληνική κοινωνία έμοιαζε να συντίθεται από πολλούς διαφορετικούς, στεγανοποιημένους και αποστειρωμένους θυλάκους, οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους. Αυτός ο κοινωνικός κατακερματισμός αφενός ανταποκρίνεται στο ιδεολόγημα του συμφιλιωτισμού που αναφέραμε παραπάνω («ζήσε και άσε να ζήσουν»- «live and let live») και αφετέρου το εμπεδώνει ως ηθική αξία και στάση ζωής στην κοινωνική πλειοψηφία. Αυτό εξηγεί και την αδιαφορία έως και εχθρότητα που επέδειξε κάθε απομονωμένη κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα για όλες τις υπόλοιπες, τις οποίες θεωρούσε περίπου ως «συντεχνίες». Όπως εξηγεί επίσης και το γιατί τα τελευταία χρόνια δεν έγινε δυνατό να συναφθούν κοινωνικές συμμαχίες για την προάσπιση ζωτικών συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου, όπως η ποιότητα ζωής, το περιβάλλον, τα εργασιακά, ο ελεύθερος χρόνος, τα συνταξιοδοτικά κ.λπ, αλλά αντίθετα όλα αυτά τα κοινωνικά αγαθά έγιναν βορά στο όνομα των νεοφιλελεύθερων δογμάτων.
Μια πραγματική «κίνηση των ιδεών» στην Ελλάδα θα αποτελούσε και το οξυγόνο, προκειμένου να ξεπεραστεί η νεκροφάνεια που παρουσιάζει σήμερα η πνευματική ζωή του τόπου. Η ηθική, κοινωνική, πολιτική και οικονομική χρεοκοπία απέδειξαν με δραματικό τρόπο ότι μόνο γεγονότα έξω από την κλίμακα της καθημερινότητας μπορούν να θέσουν σε κίνηση διαδικασίες αμφισβήτησης, σκέψης και σε ορισμένες περιπτώσεις στοχασμού και αναστοχασμού των βεβαιοτήτων και των ψευδαισθήσεων.
Η σημερινή κατάσταση δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας σχισμής στο πέπλο που κάλυπτε την πραγματικότητα, η οποία αναδεικνύεται σε όλη τη γύμνια και την ασχήμια ενός γερασμένου κόσμου. Δημιουργούνται οι όροι για μια συζήτηση για τα δεδομένα και τους όρους αυτής της πραγματικότητας, με την ελπίδα να συγκροτηθεί στην πορεία μια «συλλογική διανόηση» και να επανασυνδεθεί με τα δικαιώματα και τους αγώνες της κοινωνικής πλειοψηφίας, ώστε να επανασυγκολληθεί το «κεφάλι με το σώμα», δηλαδή η θεωρία με την κοινωνική πράξη.
monopress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου