Πριν κάποιες μέρες προβλήθηκε στη δημόσια τηλεόραση, στο πλαίσιο ενός μικρού αφιερώματος στον Θ. Αγγελόπουλο, η ταινία του «Μια αιωνιότητα και μια μέρα». Μία ταινία που γυρίστηκε το 1998 και αναφέρεται στις αρχές της δεκαετίας του '90, αμέσως μετά δηλαδή την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Στη ζωή τού κεντρικού χαρακτήρα της ταινίας «μπλέκεται» ένας μικρός μετανάστης από την Αλβανία που έχει έρθει στην Ελλάδα στην προσπάθειά του να επιβιώσει. Ένα από τα πολλά παιδιά των φαναριών.
Τόσο η συγκυρία στην οποία αναφέρεται η ταινία, όσο κι αυτή στην οποία γυρίστηκε απέχουν πολύ από τη σημερινή κατάσταση. Δεν απέχουν χρονολογικά, αλλά με όρους προοπτικής. Η δεκαετία του '90 ήταν «χρυσή» για τον ελληνικό καπιταλισμό. Μία δεκαετία ανάπτυξης και επέκτασης στις νέες ανατολικές αγορές. Κλάδοι του
ελληνικού κεφαλαίου, κυρίως τράπεζες και τηλεπικοινωνίες, αναβάθμισαν τον ρόλο τους με την επιθετική επέκταση στα Βαλκάνια, αλωνίζοντας στις νέες αγορές. Ταυτόχρονα όμως οι ανατροπές στην ανατολική Ευρώπη δημιούργησαν στην Ελλάδα ένα τεράστιο εργατικό δυναμικό, η άνευ όρων εκμετάλλευση του οποίου αποτέλεσε δομικό στοιχείο της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας.
Εκείνα τα χρόνια η ακραία επισφάλεια και η μαύρη εργασία φάνταζαν μια περιθωριακή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που αφορά μόνο συγκεκριμένα κομμάτια της εργατικής τάξης: τους μετανάστες και τις μετανάστριες. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ήταν μια εικόνα από το μέλλον συνολικά της εργατικής τάξης. Μια εικόνα που κατάφερε να είναι πολύ καθαρή για όσους ήθελαν να τη δουν και, την ίδια ώρα, ιδιαίτερα θολή για το μεγαλύτερο κομμάτι του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Μια εικόνα που κάποιοι αρνούνταν να αναγνωρίσουν ακόμα και όταν 300 μετανάστες έδιναν έναν αγώνα ενάντια στη μαύρη εργασία για το σύνολο της εργατικής τάξης.
Σήμερα, εν μέσω κρίσης, οι περισσότεροι πια δεν παρακολουθούμε την ίδια ταινία με το 1998, ούτε καν με το 2006. Οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί που έχουν εν τω μεταξύ πυροδοτηθεί έχουν αλλάξει το πεδίο κατανόησής της. Σήμερα θα λέγαμε ότι η ταινία του Αγγελόπουλου λειτουργεί σαν μια ενοχλητική υπενθύμιση, μία ανοιχτή πληγή που έρχεται να θυμίσει μία ήττα που υπήρξε χωρίς καν να δοθεί η μάχη.
Εξάλλου, ο Δεκέμβρης του 2008, η πρώτη εξέγερση της κρίσης όπως ονομάστηκε από διεθνή ΜΜΕ, η πρώτη ολοφάνερη απόδειξη ότι κάτι αλλάζει θεμελιακά στην ελληνική κοινωνία και το πρώτο επεισόδιο της τεράστιας κρίσης εκπροσώπησης που ζούμε σήμερα, επισφραγίστηκε από μία μεγάλη ήττα. Τότε που μία γυναίκα μετανάστρια από την ανατολική Ευρώπη, η Κωνσταντίνα Κούνεβα, δέχτηκε επίθεση με βιτριόλι επειδή αποφάσισε να παλέψει οργανωμένα για την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματά της. Μία τεράστια ήττα, μια ακόμη υπενθύμιση για το πόσο έχουν προχωρήσει οι αντίπαλοί μας στον πόλεμο ενάντια στην εργασία. Και για το πόσα λίγα έχουμε κάνει εμείς.
Αυτό που ζούμε σήμερα είναι το επιστέγασμα ενός πολέμου ενάντια στην εργασία που διεξάγεται με μεγάλη συνέπεια από τις αρχές τις δεκαετίας του '90. Η βίαιη υποτίμηση της εργασίας που ζούμε σήμερα αποτελεί τη φυσική κατάληξη μιας μακροχρόνιας και συστηματικής διαδικασίας από τη μεριά του ελληνικού κεφαλαίου εναντίον μας. Αποτελεί και την επικύρωση μιας μακροχρόνιας ήττας και ως τέτοια ενέχει κι έναν βασικό κίνδυνο. Ακριβώς επειδή η συγκεκριμένη διαδικασία επικύρωσης αποτελεί μια συνολική τομή, δημιουργεί πέρα από ευκαιρίες για το κεφάλαιο και κινδύνους. Κινδύνους ως προς τη δυνατότητα έστω και την τελευταία στιγμή ύπαρξης μιας διαφορετικής απάντησης από τη μεριά του κόσμου της δουλειάς. Μιας απάντησης που θα στηρίζεται στην ανασυγκρότηση της διαλυμένης εργατικής ταυτότητας, στην ανασυγκρότηση της ταξικής αλληλεγγύης και στη στοχοποίηση του πραγματικού εχθρού της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής σχέσης εκμετάλλευσης.
Υ.Γ. Υπάρχει μια σκηνή από την ταινία που θα μας θυμίζει ότι όσο τεράστιες και αν είναι οι δυσκολίες, ο παλιός κόσμος δεν είναι ανίκητος, ότι τα πάντα μπορούν να αλλάξουν. Είναι η στιγμή που ένας μικρός μετανάστης «σκάει» ένα χαμόγελο.
avgi
Τόσο η συγκυρία στην οποία αναφέρεται η ταινία, όσο κι αυτή στην οποία γυρίστηκε απέχουν πολύ από τη σημερινή κατάσταση. Δεν απέχουν χρονολογικά, αλλά με όρους προοπτικής. Η δεκαετία του '90 ήταν «χρυσή» για τον ελληνικό καπιταλισμό. Μία δεκαετία ανάπτυξης και επέκτασης στις νέες ανατολικές αγορές. Κλάδοι του
ελληνικού κεφαλαίου, κυρίως τράπεζες και τηλεπικοινωνίες, αναβάθμισαν τον ρόλο τους με την επιθετική επέκταση στα Βαλκάνια, αλωνίζοντας στις νέες αγορές. Ταυτόχρονα όμως οι ανατροπές στην ανατολική Ευρώπη δημιούργησαν στην Ελλάδα ένα τεράστιο εργατικό δυναμικό, η άνευ όρων εκμετάλλευση του οποίου αποτέλεσε δομικό στοιχείο της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας.
Εκείνα τα χρόνια η ακραία επισφάλεια και η μαύρη εργασία φάνταζαν μια περιθωριακή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που αφορά μόνο συγκεκριμένα κομμάτια της εργατικής τάξης: τους μετανάστες και τις μετανάστριες. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ήταν μια εικόνα από το μέλλον συνολικά της εργατικής τάξης. Μια εικόνα που κατάφερε να είναι πολύ καθαρή για όσους ήθελαν να τη δουν και, την ίδια ώρα, ιδιαίτερα θολή για το μεγαλύτερο κομμάτι του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Μια εικόνα που κάποιοι αρνούνταν να αναγνωρίσουν ακόμα και όταν 300 μετανάστες έδιναν έναν αγώνα ενάντια στη μαύρη εργασία για το σύνολο της εργατικής τάξης.
Σήμερα, εν μέσω κρίσης, οι περισσότεροι πια δεν παρακολουθούμε την ίδια ταινία με το 1998, ούτε καν με το 2006. Οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί που έχουν εν τω μεταξύ πυροδοτηθεί έχουν αλλάξει το πεδίο κατανόησής της. Σήμερα θα λέγαμε ότι η ταινία του Αγγελόπουλου λειτουργεί σαν μια ενοχλητική υπενθύμιση, μία ανοιχτή πληγή που έρχεται να θυμίσει μία ήττα που υπήρξε χωρίς καν να δοθεί η μάχη.
Εξάλλου, ο Δεκέμβρης του 2008, η πρώτη εξέγερση της κρίσης όπως ονομάστηκε από διεθνή ΜΜΕ, η πρώτη ολοφάνερη απόδειξη ότι κάτι αλλάζει θεμελιακά στην ελληνική κοινωνία και το πρώτο επεισόδιο της τεράστιας κρίσης εκπροσώπησης που ζούμε σήμερα, επισφραγίστηκε από μία μεγάλη ήττα. Τότε που μία γυναίκα μετανάστρια από την ανατολική Ευρώπη, η Κωνσταντίνα Κούνεβα, δέχτηκε επίθεση με βιτριόλι επειδή αποφάσισε να παλέψει οργανωμένα για την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματά της. Μία τεράστια ήττα, μια ακόμη υπενθύμιση για το πόσο έχουν προχωρήσει οι αντίπαλοί μας στον πόλεμο ενάντια στην εργασία. Και για το πόσα λίγα έχουμε κάνει εμείς.
Αυτό που ζούμε σήμερα είναι το επιστέγασμα ενός πολέμου ενάντια στην εργασία που διεξάγεται με μεγάλη συνέπεια από τις αρχές τις δεκαετίας του '90. Η βίαιη υποτίμηση της εργασίας που ζούμε σήμερα αποτελεί τη φυσική κατάληξη μιας μακροχρόνιας και συστηματικής διαδικασίας από τη μεριά του ελληνικού κεφαλαίου εναντίον μας. Αποτελεί και την επικύρωση μιας μακροχρόνιας ήττας και ως τέτοια ενέχει κι έναν βασικό κίνδυνο. Ακριβώς επειδή η συγκεκριμένη διαδικασία επικύρωσης αποτελεί μια συνολική τομή, δημιουργεί πέρα από ευκαιρίες για το κεφάλαιο και κινδύνους. Κινδύνους ως προς τη δυνατότητα έστω και την τελευταία στιγμή ύπαρξης μιας διαφορετικής απάντησης από τη μεριά του κόσμου της δουλειάς. Μιας απάντησης που θα στηρίζεται στην ανασυγκρότηση της διαλυμένης εργατικής ταυτότητας, στην ανασυγκρότηση της ταξικής αλληλεγγύης και στη στοχοποίηση του πραγματικού εχθρού της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής σχέσης εκμετάλλευσης.
Υ.Γ. Υπάρχει μια σκηνή από την ταινία που θα μας θυμίζει ότι όσο τεράστιες και αν είναι οι δυσκολίες, ο παλιός κόσμος δεν είναι ανίκητος, ότι τα πάντα μπορούν να αλλάξουν. Είναι η στιγμή που ένας μικρός μετανάστης «σκάει» ένα χαμόγελο.
avgi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου