Του Γαβριήλ Σακελλαρίδη
Από τη στιγμή που έχει περάσει αρκετός καιρός που βιώνουμε την «ευλογία» του Μνημονίου, η ρητορική της κυβέρνησης, της τρόικας, της "Καθημερινής", του ΣΕΒ κ.λπ. στην προσπάθεια τους να αιτιολογήσουν τη λιτότητα ανακυκλώνεται διαρκώς. Ενίοτε αλλάζουν κάποιες μεταβλητές, όμως το μοτίβο επαναλαμβάνεται μονότονα για να εξυπηρετήσει τον ίδιο σκοπό: να νομιμοποιήσει ηθικά τις πιο σκληρές πολιτικές, υποκρινόμενο ότι θα λειτουργήσουν θετικά για τους πιο αδύναμους, τη στιγμή που επιδρούν θετικά μόνο για τους πιο ισχυρούς. Για να δείξουμε την προκλητικότητα των επιχειρημάτων τους, θα εστιάσουμε σε δύο στιγμές της «μνημονιακής» μας ιστορίας.
Στιγμή 1η: Πριν ακόμη υπογραφεί το πρώτο Μνημόνιο, αλλά κυρίως στην περίοδο μετά από αυτό, η επίθεση στον δημόσιο τομέα συμπυκνώνονταν στο ιδεολόγημα ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι μη
παραγωγικοί, αμείβονται πολύ περισσότερο από την αντίστοιχη παραγωγικότητά τους και είναι πάρα πολλοί για τις ανάγκες της δημόσιας διοίκησης. Για τους υψηλούς μισθούς τους ευθύνονταν, σύμφωνα με το ιδεολόγημα η μονιμότητά τους αλλά και το γεγονός ότι αποτελούν μία συντεχνία διαπλεκόμενη με τις εκάστοτε κυβερνήσεις, οι οποίες τελευταίες ικανοποιούσαν συστηματικά τις μισθολογικές τους ορέξεις. Το επιχείρημα αυτό, για να ενδυθεί περισσότερο με το κάλυμμα της ηθικής, «περιτυλίχτηκε» με τη σύγκριση των προνομιούχων δημόσιων υπαλλήλων με αυτούς του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι και περισσότερο παραγωγικοί είναι, αλλά και αμείβονται με μικρότερους μισθούς. Στρέφοντας επομένως τους ιδιωτικούς υπαλλήλους απέναντι σε αυτούς του δημόσιου τομέα, κατέστησαν πολύ πιο εύπεπτες τις μισθολογικές μειώσεις στο δημόσιο, αφού ήταν ζήτημα ηθικής, οικονομικής αποτελεσματικότητας και σύγκρουσης με τις συντεχνίες.
Βέβαια σε μία από τις πρώτες εκθέσεις του ΔΝΤ για τη «μνημονιακή πρόοδο» της ελληνικής οικονομίας αναφερόταν ρητά ότι οι μισθοί στον δημόσιο τομέα έπρεπε να μειωθούν για να «δώσουν σήμα» για αντίστοιχες μειώσεις στον ιδιωτικό τομέα, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική. Η κυνική αυτή ομολογία επιβεβαίωνε τις προειδοποιήσεις της Αριστεράς για το πώς οι μειώσεις αυτές θα χρησιμοποιούνταν ως δούρειος ίππος για τον ιδιωτικό τομέα και ενίσχυαν την ορθότητα του επιχειρήματος για την αναγκαιότητα ενιαίου μετώπου των εργαζομένων.
Στιγμή 2η: Στις 13 Ιανουαρίου 2012, ο Λ. Παπαδήμος σε απάντησή του σε ερώτηση του Α. Τσίπρα για τις μειώσεις των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, υποστήριξε ότι υπάρχει αναγκαιότητα μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, αφού η μείωση τους κόστους εργασίας είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Το επιχείρημα αυτό, για να ενδυθεί περισσότερο με το κάλυμμα της ηθικής, «περιτυλίχτηκε» με τη σύγκριση των προνομιούχων ιδιωτικών υπαλλήλων με τους ανέργους, οι οποίοι πλέον ανέρχονται στα 1,2 εκατομμύριο με τα επίσημα στοιχεία (1,5 εκατομμύριο αν συνυπολογιστεί και η «κρυφή ανεργία»).
Αν αυτή η πρόταση σας θυμίζει μία άλλη δύο παραγράφους πιο πάνω σε αυτό το άρθρο, αυτό δεν οφείλεται σε λάθος. Απλώς χρησιμοποιείται συστηματικά το ίδιο επιχείρημα από την πλευρά των πολιτικών δυνάμεων του Μνημονίου και τα παπαγαλάκια τους, ο ίδιος κοινωνικός κανιβαλισμός, χαρακτηρίζοντας άλλοτε τη μία κοινωνική ομάδα ως «προνομιούχο» και άλλοτε την άλλη, αποσκοπώντας στην απόσπαση στοιχειωδών κατακτήσεών τους. Το επιχείρημα αυτό γίνεται ακόμη πιο προκλητικό από τη στιγμή που επικαλείται την «ηθική» και την «αλληλεγγύη» των κοινωνικών ομάδων με τον πιο διαστροφικό τρόπο. Οι δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν να πειθαρχήσουν γιατί αν δεν το κάνουν το τίμημα θα πληρωθεί από τους ιδιωτικούς υπαλλήλους. Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι οφείλουν να κάνουν το ίδιο, ειδάλλως καθίστανται υπεύθυνοι για την ανεργία.
Η προκλητικότητα αυτής της θεσμοποιημένης –στον κυρίαρχο λόγο της κυβέρνησης και των ΜΜΕ- τακτικής έγκειται και σε έναν άλλο λόγο. Αφού οι ίδιοι με τις πολιτικές τους έχουν κρατήσει χαμηλά τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα και αφού οι ίδιοι με τις πολιτικές τους έχουν εκτινάξει την ανεργία σε ποσοστά ασύλληπτα, εμφανίζονται ως απλοί παρατηρητές της κοινωνικής πραγματικότητας. Σύμφωνα με την αφήγηση αυτή, τα συμφέροντα διαφορετικών μερίδων των εκμεταλλευομένων συγκρούονται και η κυβέρνηση ως αμερόληπτος διαιτητής, από τον γυάλινο πύργο της, παρεμβαίνει για να ρυθμίσει τη λειτουργία της κοινωνίας, προασπίζοντας τους πιο αδύναμους (στην πρώτη σκηνή τους ιδιωτικούς υπαλλήλους απέναντι στους δημόσιους, ενώ στη δεύτερη τους ανέργους απέναντι στους ιδιωτικούς). Όμως πάντοτε θα εφευρίσκεται ένας ακόμη πιο αδύναμος, που θα δημιουργείται από τις ίδιες τις μνημονιακές πολιτικές. Και χωρίς να γίνει αντιληπτό, και οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι ιδιωτικοί και οι άνεργοι θα γίνουν «οι πιο αδύναμοι».
Η υιοθέτηση αυτών των πολιτικών υπόσχεται ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες, αρκεί να υποστούν οι αδύναμοι τώρα κάποιες θυσίες για να βοηθήσουν τους περισσότερους αδύναμους. Αυτή όμως η πολιτική δεν θα έχει τελειωμό. Ο κοινωνικός ανταγωνισμός δεν είναι μία πρακτική που σταματάει κάπου, αλλά αντιθέτως γεννάει περισσότερο ανταγωνισμό. Η Αριστερά ενόψει των εκλογών πρέπει να αναδείξει και αυτά τα σημεία της λογικής του Μνημονίου που προσπαθεί να ευνουχίσει κάθε έννοια πραγματικής κοινωνικής αλληλεγγύης. Πρέπει επίσης να αντιστρέψει τη λογική αυτή και να διεκδικήσει την εξίσωση προς τα πάνω της κατάστασης του ανέργου με τον ιδιωτικό υπάλληλο, και του τελευταίου με το δημόσιο υπάλληλο. Και για να το κάνει αυτό, θα πρέπει να εξισώσει προς τα κάτω αυτούς που πράγματι είναι οι πιο ισχυροί και διαφοροποιούνται σε σχέση με τις άλλες τρεις κοινωνικές κατηγορίες με βάση τα ταξικά τους συμφέροντα.
rednotebook
Από τη στιγμή που έχει περάσει αρκετός καιρός που βιώνουμε την «ευλογία» του Μνημονίου, η ρητορική της κυβέρνησης, της τρόικας, της "Καθημερινής", του ΣΕΒ κ.λπ. στην προσπάθεια τους να αιτιολογήσουν τη λιτότητα ανακυκλώνεται διαρκώς. Ενίοτε αλλάζουν κάποιες μεταβλητές, όμως το μοτίβο επαναλαμβάνεται μονότονα για να εξυπηρετήσει τον ίδιο σκοπό: να νομιμοποιήσει ηθικά τις πιο σκληρές πολιτικές, υποκρινόμενο ότι θα λειτουργήσουν θετικά για τους πιο αδύναμους, τη στιγμή που επιδρούν θετικά μόνο για τους πιο ισχυρούς. Για να δείξουμε την προκλητικότητα των επιχειρημάτων τους, θα εστιάσουμε σε δύο στιγμές της «μνημονιακής» μας ιστορίας.
Στιγμή 1η: Πριν ακόμη υπογραφεί το πρώτο Μνημόνιο, αλλά κυρίως στην περίοδο μετά από αυτό, η επίθεση στον δημόσιο τομέα συμπυκνώνονταν στο ιδεολόγημα ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι μη
παραγωγικοί, αμείβονται πολύ περισσότερο από την αντίστοιχη παραγωγικότητά τους και είναι πάρα πολλοί για τις ανάγκες της δημόσιας διοίκησης. Για τους υψηλούς μισθούς τους ευθύνονταν, σύμφωνα με το ιδεολόγημα η μονιμότητά τους αλλά και το γεγονός ότι αποτελούν μία συντεχνία διαπλεκόμενη με τις εκάστοτε κυβερνήσεις, οι οποίες τελευταίες ικανοποιούσαν συστηματικά τις μισθολογικές τους ορέξεις. Το επιχείρημα αυτό, για να ενδυθεί περισσότερο με το κάλυμμα της ηθικής, «περιτυλίχτηκε» με τη σύγκριση των προνομιούχων δημόσιων υπαλλήλων με αυτούς του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι και περισσότερο παραγωγικοί είναι, αλλά και αμείβονται με μικρότερους μισθούς. Στρέφοντας επομένως τους ιδιωτικούς υπαλλήλους απέναντι σε αυτούς του δημόσιου τομέα, κατέστησαν πολύ πιο εύπεπτες τις μισθολογικές μειώσεις στο δημόσιο, αφού ήταν ζήτημα ηθικής, οικονομικής αποτελεσματικότητας και σύγκρουσης με τις συντεχνίες.
Βέβαια σε μία από τις πρώτες εκθέσεις του ΔΝΤ για τη «μνημονιακή πρόοδο» της ελληνικής οικονομίας αναφερόταν ρητά ότι οι μισθοί στον δημόσιο τομέα έπρεπε να μειωθούν για να «δώσουν σήμα» για αντίστοιχες μειώσεις στον ιδιωτικό τομέα, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική. Η κυνική αυτή ομολογία επιβεβαίωνε τις προειδοποιήσεις της Αριστεράς για το πώς οι μειώσεις αυτές θα χρησιμοποιούνταν ως δούρειος ίππος για τον ιδιωτικό τομέα και ενίσχυαν την ορθότητα του επιχειρήματος για την αναγκαιότητα ενιαίου μετώπου των εργαζομένων.
Στιγμή 2η: Στις 13 Ιανουαρίου 2012, ο Λ. Παπαδήμος σε απάντησή του σε ερώτηση του Α. Τσίπρα για τις μειώσεις των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, υποστήριξε ότι υπάρχει αναγκαιότητα μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, αφού η μείωση τους κόστους εργασίας είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Το επιχείρημα αυτό, για να ενδυθεί περισσότερο με το κάλυμμα της ηθικής, «περιτυλίχτηκε» με τη σύγκριση των προνομιούχων ιδιωτικών υπαλλήλων με τους ανέργους, οι οποίοι πλέον ανέρχονται στα 1,2 εκατομμύριο με τα επίσημα στοιχεία (1,5 εκατομμύριο αν συνυπολογιστεί και η «κρυφή ανεργία»).
Αν αυτή η πρόταση σας θυμίζει μία άλλη δύο παραγράφους πιο πάνω σε αυτό το άρθρο, αυτό δεν οφείλεται σε λάθος. Απλώς χρησιμοποιείται συστηματικά το ίδιο επιχείρημα από την πλευρά των πολιτικών δυνάμεων του Μνημονίου και τα παπαγαλάκια τους, ο ίδιος κοινωνικός κανιβαλισμός, χαρακτηρίζοντας άλλοτε τη μία κοινωνική ομάδα ως «προνομιούχο» και άλλοτε την άλλη, αποσκοπώντας στην απόσπαση στοιχειωδών κατακτήσεών τους. Το επιχείρημα αυτό γίνεται ακόμη πιο προκλητικό από τη στιγμή που επικαλείται την «ηθική» και την «αλληλεγγύη» των κοινωνικών ομάδων με τον πιο διαστροφικό τρόπο. Οι δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν να πειθαρχήσουν γιατί αν δεν το κάνουν το τίμημα θα πληρωθεί από τους ιδιωτικούς υπαλλήλους. Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι οφείλουν να κάνουν το ίδιο, ειδάλλως καθίστανται υπεύθυνοι για την ανεργία.
Η προκλητικότητα αυτής της θεσμοποιημένης –στον κυρίαρχο λόγο της κυβέρνησης και των ΜΜΕ- τακτικής έγκειται και σε έναν άλλο λόγο. Αφού οι ίδιοι με τις πολιτικές τους έχουν κρατήσει χαμηλά τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα και αφού οι ίδιοι με τις πολιτικές τους έχουν εκτινάξει την ανεργία σε ποσοστά ασύλληπτα, εμφανίζονται ως απλοί παρατηρητές της κοινωνικής πραγματικότητας. Σύμφωνα με την αφήγηση αυτή, τα συμφέροντα διαφορετικών μερίδων των εκμεταλλευομένων συγκρούονται και η κυβέρνηση ως αμερόληπτος διαιτητής, από τον γυάλινο πύργο της, παρεμβαίνει για να ρυθμίσει τη λειτουργία της κοινωνίας, προασπίζοντας τους πιο αδύναμους (στην πρώτη σκηνή τους ιδιωτικούς υπαλλήλους απέναντι στους δημόσιους, ενώ στη δεύτερη τους ανέργους απέναντι στους ιδιωτικούς). Όμως πάντοτε θα εφευρίσκεται ένας ακόμη πιο αδύναμος, που θα δημιουργείται από τις ίδιες τις μνημονιακές πολιτικές. Και χωρίς να γίνει αντιληπτό, και οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι ιδιωτικοί και οι άνεργοι θα γίνουν «οι πιο αδύναμοι».
Η υιοθέτηση αυτών των πολιτικών υπόσχεται ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες, αρκεί να υποστούν οι αδύναμοι τώρα κάποιες θυσίες για να βοηθήσουν τους περισσότερους αδύναμους. Αυτή όμως η πολιτική δεν θα έχει τελειωμό. Ο κοινωνικός ανταγωνισμός δεν είναι μία πρακτική που σταματάει κάπου, αλλά αντιθέτως γεννάει περισσότερο ανταγωνισμό. Η Αριστερά ενόψει των εκλογών πρέπει να αναδείξει και αυτά τα σημεία της λογικής του Μνημονίου που προσπαθεί να ευνουχίσει κάθε έννοια πραγματικής κοινωνικής αλληλεγγύης. Πρέπει επίσης να αντιστρέψει τη λογική αυτή και να διεκδικήσει την εξίσωση προς τα πάνω της κατάστασης του ανέργου με τον ιδιωτικό υπάλληλο, και του τελευταίου με το δημόσιο υπάλληλο. Και για να το κάνει αυτό, θα πρέπει να εξισώσει προς τα κάτω αυτούς που πράγματι είναι οι πιο ισχυροί και διαφοροποιούνται σε σχέση με τις άλλες τρεις κοινωνικές κατηγορίες με βάση τα ταξικά τους συμφέροντα.
rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου