Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Ευελφάλεια* ή ευέλικτη παιδεία χάριν ασφαλείας

Της Βίκυς Ιακώβου
Ένα μήνα πριν από τη σπαραξικάρδια και συνάμα διεκδικητική δημόσια εξομολόγηση της Άννας Διαμαντοπούλου ότι είναι «γεννημένη σε ένα ορυχείο και δουλεύ[ει] από τα 17 [της] χρόνια», ο αναπληρωτής υπουργός Παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλος, σε μια ομολογουμένως πιο ψύχραιμη –αν και αρκετά συγκινητική– δήλωσή του στη Βουλή, ισχυριζόταν πως κατανοεί βαθιά το πρόβλημα των αδιόριστων πανεπιστημιακών και καταβάλλει προσπάθειες για την επίλυσή του, καθώς είναι και ο ίδιος «παθών» αφού είχε «παραμείνει άνεργος» επί «περίπου ενάμιση χρόνο» μετά την εκλογή του σε ελληνικό πανεπιστήμιο.  Όμως, δυστυχώς για τους αδιόριστους πανεπιστημιακούς και τα Πανεπιστήμια, φαίνεται πως η έστω και σύντομη κατάληψη του υπουργικού θώκου στάθηκε αρκετή για να σβήσει από τον νου του μεταβατικού υπουργού την ανάμνηση της
επώδυνης εμπειρίας της ανεργίας. Πριν από λίγες ημέρες, έδωσε «τελείως [...] αρνητική [...] απάντηση σχετικά με το αίτημα για διορισμό μέσα στο 2012 του υπόλοιπου εκλεγμένου πανεπιστημιακού προσωπικού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, για το οποίο [...] επεσήμανε ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα να λυθεί άμεσα κατόπιν κεντρικών συνολικών επιλογών της κυβέρνησης». Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν τόσο αναμενόμενη, τουλάχιστον όχι για τους καλόπιστους άμεσα ενδιαφερόμενους. Μετά από τον άνευ προηγουμένου εμπαιγμό που υπέστησαν 400 αδιόριστοι πανεπιστημιακοί και καθηγητές ΤΕΙ τον Νοέμβριο του 2011 –όταν τα υπουργεία Παιδείας και Διοικητικής Μεταρρύθμισης αναθεώρησαν εν μία νυκτί προηγούμενες αποφάσεις και ΦΕΚ, αναβάλλοντας για πολλοστή φορά τους διορισμούς τους για το 2012– η πρώτη δήλωση του Κ. Αρβανιτόπουλου είχε ερμηνευτεί ως ένδειξη αληθινής βούλησης να δοθεί ένα τέλος στην παρατεταμένη αδιοριστία των πανεπιστημιακών, η οποία ξεπερνά ακόμη και τα δύο χρόνια μετά την εκλογή τους.
Από μια άλλη σκοπιά, ωστόσο, η αλλαγή πλεύσης του αναπληρωτή υπουργού αποδεικνύεται απολύτως αναμενόμενη. Από το φθινόπωρο του 2010, τα ΑΕΙ δέχονται μια πρωτοφανή επίθεση. Σε συνδυασμό με τον καταστροφικό για τον δημόσιο και ακαδημαϊκό χαρακτήρα τους νόμο 4009/11, οι δραστικές μειώσεις στους προϋπολογισμούς τους, οι περικοπές των πιστώσεων για συμβασιούχους διδάσκοντες, το πάγωμα των προκηρύξεων για νέες θέσεις, η αύξηση των συνταξιοδοτήσεων, οι μειώσεις των ήδη χαμηλών μισθών, η μη αναγνώριση της προϋπηρεσίας των νεοδιοριζόμενων και η εφεδρεία στο διοικητικό προσωπικό διαμορφώνουν μια συνθήκη ερήμωσης των ΑΕΙ και πλήρους απαξίωσης όλων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Κεντρική επιλογή της κυβέρνησης του Μνημονίου δεν είναι να ενισχύσει τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά να την εξωθήσει στην κατάρρευση.
Η παιδεία αποτελεί τον κατ’ εξοχήν τομέα όπου η κυβέρνηση επιδιώκει να εφαρμόσει με απόλυτο κυνισμό τα βασισμένα σε fast track προσθαφαιρέσεις τεχνοκρατικά της σχέδια. Στις προσθαφαιρέσεις αυτές, μπορεί χωρίς δισταγμό να παραβλέψει τους αδιόριστους πανεπιστημιακούς και καθηγητές ΤΕΙ όπως και τους συμβασιούχους διδάσκοντες, πολλοί από τους οποίους στηρίζουν επί χρόνια τα ΑΕΙ προσφέροντας έργο συχνά με ελάχιστες αμοιβές. Και μπορεί να τους παραβλέψει με ακόμη μεγαλύτερη ευκολία εφόσον έχει στην υπηρεσία της ένα ολόκληρο επιτελείο μεγαλο- και μικροδημοσιογράφων των κατ’ ευφημισμόν έγκριτων εφημερίδων, το οποίο εδώ και μήνες πρόθυμα τη βοηθά στο έργο τής κατασυκοφάντησης των πανεπιστημιακών λειτουργών: διαπλεκόμενοι, εξουσιομανείς και αήθεις επιστήμονες χαμηλού ή μέτριου επιπέδου, τέτοιοι είναι οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί· το εύλογο, αν και άρρητο, συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι δεν χρειάζεται να διοριστούν άλλοι. Εκείνο που αποκρύπτουν ή απλούστατα δεν θέλουν να γνωρίζουν οι δημοσιογράφοι που έχουν ξεχάσει στοιχειώδεις δεοντολογικές αρχές του επαγγέλματός τους, είναι ότι το πορτρέτο του πανεπιστημιακού που με τόση ζέση φιλοτεχνούν αντιστοιχεί σε μια μειονότητα, στην οποία ανήκουν κατά κύριο λόγο εκείνοι που επί χρόνια χρησιμοποιούν το Πανεπιστήμιο για την εξυπηρέτηση ξένων προς αυτό προσωπικών στόχων, όπως είναι, για παράδειγμα, η εξασφάλιση μιας θέσης στα βουλευτικά έδρανα ή σε κάποιο σημαντικό γραφείο δημόσιου ή άλλου οργανισμού. Εκείνο που δεν τους επιτρέπεται να πουν, αφού έχουν πλέον ταυτίσει τη δημοσιογραφία με την αναπαραγωγή των δελτίων τύπου των υπουργείων, είναι ότι το δημόσιο Πανεπιστήμιο το υπηρετούν και περιμένουν να το υπηρετήσουν άνθρωποι που έχουν την τύχη και την ατυχία να αγαπούν τη δουλειά τους και είναι έτοιμοι να καταβάλουν σχεδόν κάθε υλικό και ψυχικό τίμημα προκειμένου να συνεχίσουν την έρευνα και τη διδασκαλία, προκειμένου δηλαδή το Πανεπιστήμιο να εξακολουθήσει να υπάρχει ως θεσμός που παράγει και παρέχει νέα γνώση σε όλες τις επιστήμες, ανεξάρτητα από το κατά πόσον εξυπηρετούν την αγορά.
Όσο για το ερώτημα σχετικά με τα υπουργεία στα οποία η κυβέρνηση θα παραχωρήσει έναν αξιοσέβαστο αριθμό θέσεων, μπορεί κανείς να διακινδυνεύσει μια απάντηση, μολονότι το σχετικά νεοσύστατο υπουργείο με την α(κατα)νόητη ονομασία (Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης), το οποίο φαίνεται ότι λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις, δεν τις έχει ακόμη ανακοινώσει: είναι σχεδόν βέβαιο ότι η μερίδα του λέοντος θα δοθεί μετά βαΐων και κλάδων στο υπουργείο με την οργουελικής έμπνευσης ονομασία, η προτεραιότητα του οποίου έχει πολλές φορές πιστοποιηθεί στην πράξη, αν και ουδέποτε έχει αναγνωρισθεί ρητά –τελευταίο παράδειγμα, ο διορισμός 1200 ειδικών φρουρών αντί 400 πανεπιστημιακών λειτουργών, τον Νοέμβριο του 2011. Διότι είναι πλέον πρόδηλο πως στην Ελλάδα του Μνημονίου, όπου βία θεωρείται η αντίδραση εκείνων που υφίστανται την περιστολή ή κατάργηση στοιχειωδών δικαιωμάτων, οι ανάγκες για σώματα ασφαλείας είναι, για την κυβέρνηση, μακράν πιο επείγουσες από τις ανάγκες για πανεπιστημιακούς δασκάλους.
* Το λεκτικό αυτό κομψοτέχνημα δεν είναι νεόκοπο. Ωστόσο θα αδικούσαμε κατάφωρα την Άννα Διαμαντοπούλου αν δεν της αναγνωρίζαμε ότι, ως υπουργός Παιδείας, το ενσωμάτωσε με τον πλέον αρμονικό τρόπο στη νέα ελληνική γλώσσα.
rednotebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου