Του Γιώργου Μπουγελέκα
Όταν οι μαθητές στοιβάζονται σε κρύες αίθουσες, όταν τα νοικοκυριά γονατίζουν από τα πολυετή φροντιστηριακά δίδακτρα, όταν το σχολικό πρόγραμμα σχεδιάζεται για να υπηρετήσει τα σχέδια μετατροπής της εκπαίδευσης σε κατάρτιση διαχειρίσιμων υποτακτικών, όταν εξοστρακίζεται από τα σχολεία μας κάθε έννοια γενικής μόρφωσης και πνευματικής καλλιέργειας, όταν οι τραγικές ελλείψεις σε δασκάλους και καθηγητές διαψεύδουν και γελοιοποιούν καθημερινά τους υπουργικούς ισχυρισμούς περί δήθεν "απαιτήσεων" από την τρόικα για σπάσιμο της αναλογίας ένα προς δέκα στις προσλήψεις εκπαιδευτικών, τότε γίνεται ολοφάνερο ότι η παιδεία είναι για τους κυβερνώντες ένα επιπλέον νούμερο στην αλυσίδα των μνημονιακών αριθμών.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, τα οποία επεξεργάστηκε το Κέντρο Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ, τη σχολική χρονιά 2009-2010 υπηρέτησαν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση 104.043 εκπαιδευτικοί, ενώ το 2013-2014 υπηρέτησαν 75.593. Αξίζει να σημειωθεί ότι στον διαρκώς μειούμενο αριθμό των εκπαιδευτικών ένας θα παρουσιάσει, τη φετινή χρονιά, κατακόρυφη αύξηση. Αυτός των αναπληρωτών. Όμως, όλο και περισσότερο γίνεται αντιληπτό από μαθητές, γονείς, αλλά και από τους μόνιμους καθηγητές και δασκάλους ότι τα σχολεία δεν είναι δυνατόν να λειτουργούν με πλάνητες εκπαιδευτικούς.
Σε σχετική έρευνα του Κοινωνικού Πολυκέντρου της ΑΔΕΔΥ το 2011, με τον τίτλο "Όροι και συνθήκες άσκησης του εκπαιδευτικού έργου στη δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση", σημειώνεται χαρακτηριστικά: «[...] η διεύρυνση και στην Ελλάδα των λεγόμενων 'ελαστικών' σχέσεων εργασίας στη δημόσια εκπαίδευση, κυρίως -αλλά όχι αποκλειστικά- με τη μορφή της ωρομισθίας. Σε μια σειρά από ερωτήσεις του ερωτηματολογίου διαπιστώθηκε ότι τα μέλη αυτής της κατηγορίας εκπαιδευτικών εκφράζουν δυσαρέσκεια σε μεγαλύτερο βαθμό, καθώς βιώνουν με ιδιαίτερη ένταση την εργασιακή ανασφάλεια και αβεβαιότητα, τις αρνητικές οικονομικές συνθήκες και τον εργασιακό φόρτο της εκπαιδευτικής καθημερινότητας».
Αυτός ο πρωτοφανής σε μέγεθος αριθμός αναπληρωτών εκπαιδευτικών στο διδακτικό δυναμικό της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα καταγραφεί ως ένας από τους δείκτες που θα πιστοποιούν, στα χρόνια που έρχονται, το κατάντημα της εκπαίδευσης στα χρόνια του Μνημονίου. Είναι κοινός τόπος σε όλο τον κόσμο ότι μάθημα χωρίς δάσκαλο δεν γίνεται. Και επιπλέον πως οι συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών επηρεάζουν, εν τέλει, τη διαδικασία της μάθησης.
Ο υπουργός Παιδείας Α. Λοβέρδος δηλώνει ότι θα αγωνιστεί να πείσει την τρόικα για να προχωρήσει σε έναν διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, ώστε να καλύψει κάποια από τα εκπαιδευτικά κενά. Αλλά οι γραπτοί διαγωνισμοί του ΑΣΕΠ, εκτός από πολυδάπανοι και χρονοβόροι, έχουν δεχτεί κριτική και ως προς τα κριτήρια και ως προς τη μεθοδολογία τους.
Η καθιέρωση, μεταξύ άλλων, ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής στις επιστήμες της αγωγής, με το πρόσχημα της «αντικειμενικής» και «αδιάβλητης» κρίσης, καθώς και της «εύκολης», τυποποιημένης αξιολόγησης, μείωσε ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία του διαγωνισμού. Η αναγκαστική επιλογή από τον υποψήφιο μίας και μόνης απάντησης ως ορθής, πέραν της καταρράκωσης κάθε επιστημονικής τεκμηρίωσης, οδηγεί στο επικίνδυνο μονοπάτι της καθιέρωσης μιας «επίσημης κρατικής παιδαγωγικής».
Ταυτόχρονα αποσιωπάται το γεγονός ότι αυτός ο διαγωνισμός είναι αποκλειστικά γραπτός, ενώ η διδακτική πράξη είναι μια πολυδιάστατη διαδικασία, που απαιτεί ποικίλες διδακτικές και ψυχολογικές γνώσεις, δεξιότητες και στάσεις και επηρεάζεται από το σύνολο των χαρακτηριστικών της ανθρώπινης προσωπικότητας, όχι μόνο από την απόδοση του υποψηφίου εκπαιδευτικού σε εξετάσεις γραπτού λόγου.
Εν κατακλείδι η μόρφωση των παιδιών μας δεν μπορεί να περιμένει ούτε να υποτάσσεται στις προσταγές των όποιων δανειστών. Είναι ανάγκη ο διορισμός μόνιμων εκπαιδευτικών. Αυτό σημαίνει ότι, μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν, η αυριανή αριστερή κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας θα πρέπει να προχωρήσει χωρίς ταλαντεύσεις προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αρχής γενομένης από τους αδιόριστους - διοριστέους του ΑΣΕΠ και στη συνέχεια με διορισμούς, που θα έχουν ως κριτήρια τη διδακτική προϋπηρεσία -όπου και αν αυτή έχει αποκτηθεί- καθώς και τα ακαδημαϊκά προσόντα των εκπαιδευτικών.
Έγκαιρα και αποφασιστικά.
*Ο Γιώργος Μπουγελέκας είναι εκπαιδευτικός
Όταν οι μαθητές στοιβάζονται σε κρύες αίθουσες, όταν τα νοικοκυριά γονατίζουν από τα πολυετή φροντιστηριακά δίδακτρα, όταν το σχολικό πρόγραμμα σχεδιάζεται για να υπηρετήσει τα σχέδια μετατροπής της εκπαίδευσης σε κατάρτιση διαχειρίσιμων υποτακτικών, όταν εξοστρακίζεται από τα σχολεία μας κάθε έννοια γενικής μόρφωσης και πνευματικής καλλιέργειας, όταν οι τραγικές ελλείψεις σε δασκάλους και καθηγητές διαψεύδουν και γελοιοποιούν καθημερινά τους υπουργικούς ισχυρισμούς περί δήθεν "απαιτήσεων" από την τρόικα για σπάσιμο της αναλογίας ένα προς δέκα στις προσλήψεις εκπαιδευτικών, τότε γίνεται ολοφάνερο ότι η παιδεία είναι για τους κυβερνώντες ένα επιπλέον νούμερο στην αλυσίδα των μνημονιακών αριθμών.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, τα οποία επεξεργάστηκε το Κέντρο Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ, τη σχολική χρονιά 2009-2010 υπηρέτησαν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση 104.043 εκπαιδευτικοί, ενώ το 2013-2014 υπηρέτησαν 75.593. Αξίζει να σημειωθεί ότι στον διαρκώς μειούμενο αριθμό των εκπαιδευτικών ένας θα παρουσιάσει, τη φετινή χρονιά, κατακόρυφη αύξηση. Αυτός των αναπληρωτών. Όμως, όλο και περισσότερο γίνεται αντιληπτό από μαθητές, γονείς, αλλά και από τους μόνιμους καθηγητές και δασκάλους ότι τα σχολεία δεν είναι δυνατόν να λειτουργούν με πλάνητες εκπαιδευτικούς.
Σε σχετική έρευνα του Κοινωνικού Πολυκέντρου της ΑΔΕΔΥ το 2011, με τον τίτλο "Όροι και συνθήκες άσκησης του εκπαιδευτικού έργου στη δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση", σημειώνεται χαρακτηριστικά: «[...] η διεύρυνση και στην Ελλάδα των λεγόμενων 'ελαστικών' σχέσεων εργασίας στη δημόσια εκπαίδευση, κυρίως -αλλά όχι αποκλειστικά- με τη μορφή της ωρομισθίας. Σε μια σειρά από ερωτήσεις του ερωτηματολογίου διαπιστώθηκε ότι τα μέλη αυτής της κατηγορίας εκπαιδευτικών εκφράζουν δυσαρέσκεια σε μεγαλύτερο βαθμό, καθώς βιώνουν με ιδιαίτερη ένταση την εργασιακή ανασφάλεια και αβεβαιότητα, τις αρνητικές οικονομικές συνθήκες και τον εργασιακό φόρτο της εκπαιδευτικής καθημερινότητας».
Αυτός ο πρωτοφανής σε μέγεθος αριθμός αναπληρωτών εκπαιδευτικών στο διδακτικό δυναμικό της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα καταγραφεί ως ένας από τους δείκτες που θα πιστοποιούν, στα χρόνια που έρχονται, το κατάντημα της εκπαίδευσης στα χρόνια του Μνημονίου. Είναι κοινός τόπος σε όλο τον κόσμο ότι μάθημα χωρίς δάσκαλο δεν γίνεται. Και επιπλέον πως οι συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών επηρεάζουν, εν τέλει, τη διαδικασία της μάθησης.
Ο υπουργός Παιδείας Α. Λοβέρδος δηλώνει ότι θα αγωνιστεί να πείσει την τρόικα για να προχωρήσει σε έναν διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, ώστε να καλύψει κάποια από τα εκπαιδευτικά κενά. Αλλά οι γραπτοί διαγωνισμοί του ΑΣΕΠ, εκτός από πολυδάπανοι και χρονοβόροι, έχουν δεχτεί κριτική και ως προς τα κριτήρια και ως προς τη μεθοδολογία τους.
Η καθιέρωση, μεταξύ άλλων, ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής στις επιστήμες της αγωγής, με το πρόσχημα της «αντικειμενικής» και «αδιάβλητης» κρίσης, καθώς και της «εύκολης», τυποποιημένης αξιολόγησης, μείωσε ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία του διαγωνισμού. Η αναγκαστική επιλογή από τον υποψήφιο μίας και μόνης απάντησης ως ορθής, πέραν της καταρράκωσης κάθε επιστημονικής τεκμηρίωσης, οδηγεί στο επικίνδυνο μονοπάτι της καθιέρωσης μιας «επίσημης κρατικής παιδαγωγικής».
Ταυτόχρονα αποσιωπάται το γεγονός ότι αυτός ο διαγωνισμός είναι αποκλειστικά γραπτός, ενώ η διδακτική πράξη είναι μια πολυδιάστατη διαδικασία, που απαιτεί ποικίλες διδακτικές και ψυχολογικές γνώσεις, δεξιότητες και στάσεις και επηρεάζεται από το σύνολο των χαρακτηριστικών της ανθρώπινης προσωπικότητας, όχι μόνο από την απόδοση του υποψηφίου εκπαιδευτικού σε εξετάσεις γραπτού λόγου.
Εν κατακλείδι η μόρφωση των παιδιών μας δεν μπορεί να περιμένει ούτε να υποτάσσεται στις προσταγές των όποιων δανειστών. Είναι ανάγκη ο διορισμός μόνιμων εκπαιδευτικών. Αυτό σημαίνει ότι, μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν, η αυριανή αριστερή κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας θα πρέπει να προχωρήσει χωρίς ταλαντεύσεις προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αρχής γενομένης από τους αδιόριστους - διοριστέους του ΑΣΕΠ και στη συνέχεια με διορισμούς, που θα έχουν ως κριτήρια τη διδακτική προϋπηρεσία -όπου και αν αυτή έχει αποκτηθεί- καθώς και τα ακαδημαϊκά προσόντα των εκπαιδευτικών.
Έγκαιρα και αποφασιστικά.
*Ο Γιώργος Μπουγελέκας είναι εκπαιδευτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου