Με καταδίκασαν σε είκοσι χρόνια βαρεμάρας/ προσπαθώντας να αλλάξω το σύστημα από μέσα
Λέοναρντ Κοέν, First We Take Manhattan[1]
Τον τελευταίο καιρό, διαμορφώνεται μια τροπή του δημόσιου λόγου του ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρώ πως βλάπτει σοβαρά την υπόθεση της κυβέρνησης της Αριστεράς και της πολιτικής, έστω, ανατροπής.
Εξηγούμαι αμέσως: όλο και περισσότερο
εμφανίζεται δημόσια η ιδέα πως η ανάληψη της διακυβέρνησης από τη ριζοσπαστική Αριστερά στην Ελλάδα θα είναι στην πραγματικότητα μια άσκηση στην «ομαλότητα», η κατεξοχήν, στην πραγματικότητα, εγγύηση και διασφάλιση της «ομαλής πορείας του τόπου». Προς επίρρωση, μάλιστα, έχουμε και διαβεβαιώσεις σχετικά με τη «συνέχεια του κράτους». Ή προειδοποιήσεις να αφήνονται τα «εθνικά θέματα» εκτός του πολιτικού ανταγωνισμού.
Κατά τη γνώμη μου, όλα αυτά είναι παράδοξα.
Γιατί εδώ και καιρό έχουμε ξεκαθαρίσει, πέραν πάσης αμφιβολίας, πως τα «εθνικά θέματα» δεν θα πρέπει να λέγονται έτσι, αλλά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Η αναγωγή τους σε «εθνικά» είναι μια πολύ σοφή ενέργεια των αντιπάλων μας να τα διαφοροποιήσουν από «όλα τα άλλα», ανάγοντάς τα σε ζητήματα όπου η συναίνεση επιβάλλεται. Κι έτσι να εγκλωβίσουν τις ριζοσπαστικές δυνάμεις σε μια συγκεκριμένη ρότα πολιτικής συμπεριφοράς, που, πολλές φορές στην ιστορία, έχει αποδειχτεί εύκολα επεκτάσιμη και στα υπόλοιπα. Η άποψή μας, λοιπόν, είναι πως και αυτά, όπως και όλα τα άλλα, δεν μπορεί παρά να είναι εξίσου αντικείμενο πολιτικού ανταγωνισμού.
Γιατί, επιπλέον, είναι αντίφαση εν τοις όροις να στοχεύεις ταυτόχρονα στην ανατροπή και στην «ομαλότητα». Θα πει, βέβαια, κάποιος -και θα έχει δίκιο- πως αποκατάσταση της ομαλότητας και της ασφάλειας για τη ζωή της κοινωνικής πλειοψηφίας δεν μπορεί παρά να είναι η ανατροπή του υπάρχοντος. Πραγματικά, ομαλότητα είναι εισόδημα για όλους και καθολική πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, κοινωνική πρόνοια και δωρεάν δημόσια εκπαίδευση. Η ομαλότητα, λοιπόν, σήμερα υποσημειώνει μια μεγάλη κοινωνική ανατροπή, όχι μια εκλογική νίκη. Ασφάλεια, από αυτήν την άποψη, σημαίνει μεγάλη σύγκρουση. Και η ακριβέστατη διευκρίνιση αυτών των ζητημάτων είναι καθοριστική για την εμπλοκή του κόσμου της εργασίας, των άνεργων και των φτωχών στο εγχείρημα της ανατροπής. Άρα είναι καθοριστική για τη μεταβολή των συσχετισμών χωρίς την οποία τίποτε δεν πρόκειται να επιτευχθεί.
Γιατί, ακόμη, καμιά «συνέχεια» δεν μπορεί να μπει στην θέση της αναγκαίας τομής στο μέτρο ακριβώς που μια κυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε μια ευρωπαϊκή χώρα –και μάλιστα σε περίοδο οξύτατης καπιταλιστικής κρίσης και ακραίας ταξικής σύγκρουσης- αποτελεί, από μόνο του, γεγονός αποδιαρθρωτικό για το σύστημα σε τέτοιο βαθμό, που οποιαδήποτε προσπάθεια συνεννόησης, η οποία δεν πατάει στη συγκρουσιακή αποφασιστικότητα της πλειοψηφίας των κατώτερων τάξεων και στην υποστήριξη των ευρωπαίων εργαζομένων, δεν πρόκειται να έχει την παραμικρή τύχη. Επιπλέον, όταν μιλάμε για το κράτος δεν ξεχνάμε πως παραμένει καπιταλιστικό κράτος, που καθόλου δεν το αγγίζει, ως προς αυτό, η κυβερνητική μεταβολή. Η γνώση μας πως το καπιταλιστικό κράτος δεν αποτελεί ούτε εργαλείο, που απλώς αλλάζει χέρια, ούτε υποκείμενο, που το πείθεις με την υπόσχεση της «συνέχειας», αλλά σχέση, δηλαδή ταξικός συσχετισμός, δεν αποτελεί μια ακόμη «θεωρητικούρα», αλλά το βασικό οδηγό πολιτικής αναφορικά με τα συγκεκριμένα ζητήματα. Ειδικά ο κατασταλτικός μηχανισμός, από την ίδια του την υλικότητα, δεν πρόκειται ποτέ να προσχωρήσει σε ένα αριστερό πρόγραμμα. Αυτή του η υλικότητα παράγει μια εκτεταμένη ιδεολογική εχθρότητα απέναντι σε ο,τιδήποτε ανατρεπτικό. Και, ως προς αυτό, δεν μας σώζει καμιά επαφή (!) με απόστρατους, ούτε η διαβεβαίωση πως τα αιτήματά τους είναι δίκαια. Διότι, εμείς ως ριζοσπαστική Αριστερά, εκτός των άλλων, θεωρούμε μέγιστη θεσμική παρέμβαση στο κράτος τον εξισωτισμό και την καθιέρωση μιας μισθολογικής οροφής, που δεν μπορεί στις σημερινές συνθήκες να ξεπερνά τα 2500 ευρώ –και, ίσως, πολλά λέω. Πράγμα που σημαίνει πως το ορθολογικό είναι να επιδιώκεται η μόνη επιλογή, που είναι συμβατή με μια προσπάθεια ανατρεπτικής επιδίωξης της ομαλότητας, δηλαδή η προνομιακή σχέση με το «αριστερό χέρι του κράτους», το προσωπικό, πάει να πει, του κοινωνικού δημόσιου τομέα, καθώς και μια δυαδική κατάσταση, που θα βασίζεται σε θεσμούς, κοινωνικούς και αλληλέγγυους, εκτός του κράτους.
Όλα αυτά όχι απλώς γίνονται, αλλά θα αποδειχτούν και τα μόνα αποτελεσματικά. Γιατί, εκτός όλων των άλλων, υπογραμμίζουν μιαν αντισυστημικότητα, που και μας έφερε ως εδώ, αλλά και συγκροτεί τον οδοδείκτη, ο οποίος κατεξοχήν φέρνει τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις στο πλευρό μας. Αν δεν προβληθεί αυτός ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας του εγχειρήματος, αυτές οι τάξεις είτε θα αποστρατευθούν, ακόμη και εκλογικά, είτε θα κατευθυνθούν σε άλλους «ριζοσπαστισμούς»[2]. «Να τους ταράξουμε στη νομιμότητα», καμία αντίρρηση. Αρκεί αυτό να μοιάζει με την άρνηση των αριστερών αυτοδιοικητικών να υποκύψουν στο … νόμο για την αξιολόγηση.
Ας επισημάνουμε, ακόμη, πως πρόσφατα είχαμε ένα δείκτη, που με ασφάλεια, νομίζω, μπορεί να μας προσανατολίσει. Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης άλλαξε την ατζέντα μετά από πολύ καιρό και διαμόρφωσε το πεδίο προνομιακά. Γιατί, άραγε; Γιατί κοστολογήσαμε και πείσαμε, έτσι, πόσο σοβαροί και «ομαλοί» είμαστε. Δεν το πιστεύω, χωρίς να θεωρώ πως η «τεχνική πειστικότητα» είναι αμελητέα. Αυτό που έπαιξε το βασικό ρόλο είναι η σαφήνεια στη μεροληπτικότητα του προγράμματος, η δέσμευση πως το «ή εμείς ή αυτοί» συνεχίζει να καθορίζει την πολιτική μας, η υπογράμμιση πως είναι πρώτα οι άνεργοι, οι φτωχοί και οι εξαθλιωμένοι εργαζόμενοι –όλα τ’ άλλα έρχονται μετά.
***
Υπάρχουν ανόητοι της ευρύτερης αριστεράς, αλλά και της στενότερης καμιά φορά, που συνομωσιολογούν ισχυριζόμενοι πως ο ΣΥΡΙΖΑ «τα γυρνάει», τα «βρίσκει με το κεφάλαιο». Δεδομένου πως το ίδιο λένε εδώ και τέσσερα τουλάχιστον χρόνια, ελάχιστη αξία έχουν οι απόψεις τους.
Στην πραγματικότητα, πίσω από αυτήν την τροπή του δημόσιου λόγου μας είναι προφανές πως βρίσκεται η έγνοια να διαμορφωθούν οι «ευρύτεροι» όροι, ώστε «πάση θυσία» να ξεκουμπιστούν οι κοινωνικοί εγκληματίες, που μας κυβερνάνε. Ισχυρίζομαι, λοιπόν, πως αυτό που φαίνεται κίνηση «διεύρυνσης» πολύ συχνά έχει αποδειχτεί πράξη συρρίκνωσης.
Πρέπει να φύγουν πάραυτα «αυτοί».
Οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, κάθε άλλο παρά ανίκανοι ή κακοί διαπραγματευτές είναι. Αντιθέτως, πρόκειται για την πιο αποτελεσματική ταξική ελίτ στον κόσμο αυτήν τη στιγμή –με την εξαίρεση, ίσως, της κινεζικής.
Πρέπει να εκδιωχθούν «αυτοί» τώρα.
Για να συμβεί αυτό, όμως, θα πρέπει προηγουμένως η κοινωνική πλειοψηφία να κατανοήσει πόσο συνιστά ανατροπή και όχι αλλαγή φρουράς κάτι τέτοιο. Κι έτσι να πάρει μέρος στην, αναπόφευκτη εξάλλου, μεγάλη σύγκρουση. Με ταξικό φρόνημα και πίστη πως όλα θα αλλάξουν -και όχι για να μείνουν ίδια.
[1] Μου το θύμισαν οι τελευταίες Θέσεις, που έχουν ένα εξαίρετο σχετικό με το θέμα editorial.
[2] Και, ως προς αυτό, νομίζω θα πρέπει να μας προβληματίσουν σοβαρά πρόσφατες έρευνες γνώμης που δείχνουν πως το εκλογικό μας σώμα του 2012 είναι σαφώς «αριστερότερο» σε αντιλήψεις και στάσεις σε σχέση με αυτό του 2014.
Η φωτογραφία του Reuters είναι από την διαδήλωση των συνδικάτων στις Βρυξέλλες στις 6/11
Λέοναρντ Κοέν, First We Take Manhattan[1]
Τον τελευταίο καιρό, διαμορφώνεται μια τροπή του δημόσιου λόγου του ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρώ πως βλάπτει σοβαρά την υπόθεση της κυβέρνησης της Αριστεράς και της πολιτικής, έστω, ανατροπής.
Εξηγούμαι αμέσως: όλο και περισσότερο
εμφανίζεται δημόσια η ιδέα πως η ανάληψη της διακυβέρνησης από τη ριζοσπαστική Αριστερά στην Ελλάδα θα είναι στην πραγματικότητα μια άσκηση στην «ομαλότητα», η κατεξοχήν, στην πραγματικότητα, εγγύηση και διασφάλιση της «ομαλής πορείας του τόπου». Προς επίρρωση, μάλιστα, έχουμε και διαβεβαιώσεις σχετικά με τη «συνέχεια του κράτους». Ή προειδοποιήσεις να αφήνονται τα «εθνικά θέματα» εκτός του πολιτικού ανταγωνισμού.
Κατά τη γνώμη μου, όλα αυτά είναι παράδοξα.
Γιατί εδώ και καιρό έχουμε ξεκαθαρίσει, πέραν πάσης αμφιβολίας, πως τα «εθνικά θέματα» δεν θα πρέπει να λέγονται έτσι, αλλά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Η αναγωγή τους σε «εθνικά» είναι μια πολύ σοφή ενέργεια των αντιπάλων μας να τα διαφοροποιήσουν από «όλα τα άλλα», ανάγοντάς τα σε ζητήματα όπου η συναίνεση επιβάλλεται. Κι έτσι να εγκλωβίσουν τις ριζοσπαστικές δυνάμεις σε μια συγκεκριμένη ρότα πολιτικής συμπεριφοράς, που, πολλές φορές στην ιστορία, έχει αποδειχτεί εύκολα επεκτάσιμη και στα υπόλοιπα. Η άποψή μας, λοιπόν, είναι πως και αυτά, όπως και όλα τα άλλα, δεν μπορεί παρά να είναι εξίσου αντικείμενο πολιτικού ανταγωνισμού.
Γιατί, επιπλέον, είναι αντίφαση εν τοις όροις να στοχεύεις ταυτόχρονα στην ανατροπή και στην «ομαλότητα». Θα πει, βέβαια, κάποιος -και θα έχει δίκιο- πως αποκατάσταση της ομαλότητας και της ασφάλειας για τη ζωή της κοινωνικής πλειοψηφίας δεν μπορεί παρά να είναι η ανατροπή του υπάρχοντος. Πραγματικά, ομαλότητα είναι εισόδημα για όλους και καθολική πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, κοινωνική πρόνοια και δωρεάν δημόσια εκπαίδευση. Η ομαλότητα, λοιπόν, σήμερα υποσημειώνει μια μεγάλη κοινωνική ανατροπή, όχι μια εκλογική νίκη. Ασφάλεια, από αυτήν την άποψη, σημαίνει μεγάλη σύγκρουση. Και η ακριβέστατη διευκρίνιση αυτών των ζητημάτων είναι καθοριστική για την εμπλοκή του κόσμου της εργασίας, των άνεργων και των φτωχών στο εγχείρημα της ανατροπής. Άρα είναι καθοριστική για τη μεταβολή των συσχετισμών χωρίς την οποία τίποτε δεν πρόκειται να επιτευχθεί.
Γιατί, ακόμη, καμιά «συνέχεια» δεν μπορεί να μπει στην θέση της αναγκαίας τομής στο μέτρο ακριβώς που μια κυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε μια ευρωπαϊκή χώρα –και μάλιστα σε περίοδο οξύτατης καπιταλιστικής κρίσης και ακραίας ταξικής σύγκρουσης- αποτελεί, από μόνο του, γεγονός αποδιαρθρωτικό για το σύστημα σε τέτοιο βαθμό, που οποιαδήποτε προσπάθεια συνεννόησης, η οποία δεν πατάει στη συγκρουσιακή αποφασιστικότητα της πλειοψηφίας των κατώτερων τάξεων και στην υποστήριξη των ευρωπαίων εργαζομένων, δεν πρόκειται να έχει την παραμικρή τύχη. Επιπλέον, όταν μιλάμε για το κράτος δεν ξεχνάμε πως παραμένει καπιταλιστικό κράτος, που καθόλου δεν το αγγίζει, ως προς αυτό, η κυβερνητική μεταβολή. Η γνώση μας πως το καπιταλιστικό κράτος δεν αποτελεί ούτε εργαλείο, που απλώς αλλάζει χέρια, ούτε υποκείμενο, που το πείθεις με την υπόσχεση της «συνέχειας», αλλά σχέση, δηλαδή ταξικός συσχετισμός, δεν αποτελεί μια ακόμη «θεωρητικούρα», αλλά το βασικό οδηγό πολιτικής αναφορικά με τα συγκεκριμένα ζητήματα. Ειδικά ο κατασταλτικός μηχανισμός, από την ίδια του την υλικότητα, δεν πρόκειται ποτέ να προσχωρήσει σε ένα αριστερό πρόγραμμα. Αυτή του η υλικότητα παράγει μια εκτεταμένη ιδεολογική εχθρότητα απέναντι σε ο,τιδήποτε ανατρεπτικό. Και, ως προς αυτό, δεν μας σώζει καμιά επαφή (!) με απόστρατους, ούτε η διαβεβαίωση πως τα αιτήματά τους είναι δίκαια. Διότι, εμείς ως ριζοσπαστική Αριστερά, εκτός των άλλων, θεωρούμε μέγιστη θεσμική παρέμβαση στο κράτος τον εξισωτισμό και την καθιέρωση μιας μισθολογικής οροφής, που δεν μπορεί στις σημερινές συνθήκες να ξεπερνά τα 2500 ευρώ –και, ίσως, πολλά λέω. Πράγμα που σημαίνει πως το ορθολογικό είναι να επιδιώκεται η μόνη επιλογή, που είναι συμβατή με μια προσπάθεια ανατρεπτικής επιδίωξης της ομαλότητας, δηλαδή η προνομιακή σχέση με το «αριστερό χέρι του κράτους», το προσωπικό, πάει να πει, του κοινωνικού δημόσιου τομέα, καθώς και μια δυαδική κατάσταση, που θα βασίζεται σε θεσμούς, κοινωνικούς και αλληλέγγυους, εκτός του κράτους.
Όλα αυτά όχι απλώς γίνονται, αλλά θα αποδειχτούν και τα μόνα αποτελεσματικά. Γιατί, εκτός όλων των άλλων, υπογραμμίζουν μιαν αντισυστημικότητα, που και μας έφερε ως εδώ, αλλά και συγκροτεί τον οδοδείκτη, ο οποίος κατεξοχήν φέρνει τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις στο πλευρό μας. Αν δεν προβληθεί αυτός ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας του εγχειρήματος, αυτές οι τάξεις είτε θα αποστρατευθούν, ακόμη και εκλογικά, είτε θα κατευθυνθούν σε άλλους «ριζοσπαστισμούς»[2]. «Να τους ταράξουμε στη νομιμότητα», καμία αντίρρηση. Αρκεί αυτό να μοιάζει με την άρνηση των αριστερών αυτοδιοικητικών να υποκύψουν στο … νόμο για την αξιολόγηση.
Ας επισημάνουμε, ακόμη, πως πρόσφατα είχαμε ένα δείκτη, που με ασφάλεια, νομίζω, μπορεί να μας προσανατολίσει. Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης άλλαξε την ατζέντα μετά από πολύ καιρό και διαμόρφωσε το πεδίο προνομιακά. Γιατί, άραγε; Γιατί κοστολογήσαμε και πείσαμε, έτσι, πόσο σοβαροί και «ομαλοί» είμαστε. Δεν το πιστεύω, χωρίς να θεωρώ πως η «τεχνική πειστικότητα» είναι αμελητέα. Αυτό που έπαιξε το βασικό ρόλο είναι η σαφήνεια στη μεροληπτικότητα του προγράμματος, η δέσμευση πως το «ή εμείς ή αυτοί» συνεχίζει να καθορίζει την πολιτική μας, η υπογράμμιση πως είναι πρώτα οι άνεργοι, οι φτωχοί και οι εξαθλιωμένοι εργαζόμενοι –όλα τ’ άλλα έρχονται μετά.
***
Υπάρχουν ανόητοι της ευρύτερης αριστεράς, αλλά και της στενότερης καμιά φορά, που συνομωσιολογούν ισχυριζόμενοι πως ο ΣΥΡΙΖΑ «τα γυρνάει», τα «βρίσκει με το κεφάλαιο». Δεδομένου πως το ίδιο λένε εδώ και τέσσερα τουλάχιστον χρόνια, ελάχιστη αξία έχουν οι απόψεις τους.
Στην πραγματικότητα, πίσω από αυτήν την τροπή του δημόσιου λόγου μας είναι προφανές πως βρίσκεται η έγνοια να διαμορφωθούν οι «ευρύτεροι» όροι, ώστε «πάση θυσία» να ξεκουμπιστούν οι κοινωνικοί εγκληματίες, που μας κυβερνάνε. Ισχυρίζομαι, λοιπόν, πως αυτό που φαίνεται κίνηση «διεύρυνσης» πολύ συχνά έχει αποδειχτεί πράξη συρρίκνωσης.
Πρέπει να φύγουν πάραυτα «αυτοί».
Οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, κάθε άλλο παρά ανίκανοι ή κακοί διαπραγματευτές είναι. Αντιθέτως, πρόκειται για την πιο αποτελεσματική ταξική ελίτ στον κόσμο αυτήν τη στιγμή –με την εξαίρεση, ίσως, της κινεζικής.
Πρέπει να εκδιωχθούν «αυτοί» τώρα.
Για να συμβεί αυτό, όμως, θα πρέπει προηγουμένως η κοινωνική πλειοψηφία να κατανοήσει πόσο συνιστά ανατροπή και όχι αλλαγή φρουράς κάτι τέτοιο. Κι έτσι να πάρει μέρος στην, αναπόφευκτη εξάλλου, μεγάλη σύγκρουση. Με ταξικό φρόνημα και πίστη πως όλα θα αλλάξουν -και όχι για να μείνουν ίδια.
[1] Μου το θύμισαν οι τελευταίες Θέσεις, που έχουν ένα εξαίρετο σχετικό με το θέμα editorial.
[2] Και, ως προς αυτό, νομίζω θα πρέπει να μας προβληματίσουν σοβαρά πρόσφατες έρευνες γνώμης που δείχνουν πως το εκλογικό μας σώμα του 2012 είναι σαφώς «αριστερότερο» σε αντιλήψεις και στάσεις σε σχέση με αυτό του 2014.
Η φωτογραφία του Reuters είναι από την διαδήλωση των συνδικάτων στις Βρυξέλλες στις 6/11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου