Αποσπάσματα από την εισήγηση της Σοφίας Βιδάλη στο συνέδριο «Ο εκδημοκρατισμός της Αστυνομίας στην Ευρώπη», που διοργάνωσαν το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, το Δίκτυο transform! και το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ (Αίθουσα Βιοτεχνικου Επιμελητηρίου, 21-23.11.2014).
Εκτός από τις μεταμορφώσεις του καπιταλισμού (που επιδρούν στα ζητήματα ασφάλειας και τάξης), νομίζω ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για την αστυνομία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη δύο άλλοι παράγοντες: ό ένας είναι το έγκλημα, και ο άλλος είναι το συνολικό σύστημα ποινικοκατασταλτικών θεσμών.
Και τούτο επειδή η λειτουργία της αστυνομίας συνδέεται με αυτά τα δύο ζητήματα και έτσι προσδιορίζεται και το επιστημολογικό πεδίο της Επιστήμης της Αστυνομίας: Συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίο η αστυνομία συμβάλλει στην κοινωνική αναπαραγωγή ως μέρος του ποινικού φαινομένου, είναι αντικείμενο των Εγκληματολογικών Επιστημών.
Η κυριαρχία του αιτήματος της ασφάλειας σήμερα, προκαλεί μια μικρή ή μεγάλη σύγχυση, αλλά δεν σημαίνει και ότι όσοι ασχολούνται με αυτά τα θέματα διαθέτουν και τα εργαλεία για να αναλύσουν την πολιτική οικονομία της καταστολής, επειδή μια τέτοια ανάλυση δεν μπορεί να γίνει χωρίς να συνυπολογιστεί το έγκλημα και το ποινικό φαινόμενο.
Το έγκλημα δεν είναι ανακάλυψη της Νεωτερικότητας: Αυτό που η νεωτερικότητα έφερε ήταν, αφενός ένα ποινικοκατασταλτικό σύστημα που θα δούλευε επί ενός υποτιθέμενου κοινού συμφέροντος, και αφετέρου μια νέα θεώρηση για το έγκλημα, η οποία προσεγγίζει τον εγκληματία ως διαφορετικό από τους άλλους, εστιάζοντας κυρίως στους φτωχούς.
Δεν θα επεκταθώ εδώ, αλλά η παραδοσιακή αντίληψη για το έγκλημα το ταυτίζει με μία πράξη που αποτελεί επίθεση στην κοινωνία και, σύμφωνα με την ίδια λογική, η κοινωνία αμύνεται κατά του εγκλήματος: αυτή είναι πολύ συνοπτικά η ιδεολογία της άμυνας της κοινωνίας από το έγκλημα. Το ποινικοκατασταλτικό σύστημα, λοιπόν, είναι προορισμένο να προστατεύσει την κοινωνία από το έγκλημα. Πρόκειται για μια αντίληψη που συσκοτίζει την πραγματική λειτουργία του ποινικού δικαίου και το τι πραγματικά κάνει το ποινικό δίκαιο, δηλαδή το ότι προστατεύει τα συμφέροντα εξουσίας που το διαμορφώνουν. Ο χαρακτηρισμός κάποιου ως εγκληματία προκύπτει ως μια διαδικασία που είναι ανάλογη με τον τύπο της κοινωνίας και της οικονομίας μέσα στην οποία δρά: η ιστορική καταγωγή ή η πολιτική οικονομία του εγκλήματος μας αποκαλύπτει τόσο τον ταξικό χαρακτήρα του ποινικού χαρακτηρισμού όσο και την σχετικότητα του εγκλήματος, δηλαδή την εγκληματοποίηση μιας πράξης ή ενός φαινομένου που είναι δυσλειτουργικό για το πολιτικό και οικονομικό σύστημα εξουσίας
Έτσι εκτός από τη σχέση κεφαλαίου/ καπιταλισμού και ανάπτυξης της δημόσιας αστυνομίας, θα ήταν λάθος να προσεγγίζει κάποιος το αστυνομικό φαινόμενο έξω από τα ζητήματα εγκληματικότητας και τη σχέση νομιμότητας-παρανομίας. Η κοινωνική κατασκευή της εγκληματικότητας διαμορφώνει ένα πλαίσιο με βάση το οποίο λειτουργεί η αστυνομία: έτσι, το ζήτημα δεν είναι μόνον τι κάνει η αστυνομία, αλλά οι όροι και οι συνθήκες υπό τις οποίες μια συμπεριφορά χαρακτηρίζεται ως εγκληματική. Το πώς επομένως γίνεται η αστυνόμευση, δεν είναι άσχετο με το ποιος αστυνομεύεται και ελέγχεται, και μέσα από ποιες διαδικασίες καταλήγει να γίνεται ενδεχομένως προνομιακός πελάτης της αστυνομίας.
***
Θεωρώ όμως, ότι το κρίσιμο είναι σήμερα και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, αλλά κυρίως στην Ελλάδα, να διατυπωθεί και να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας μια πρόταση που θα αφορά το «Σήμερα», το «Τώρα» και όχι ενδεχομένως μόνον τις επερχόμενες γενιές. Έτσι, μια αριστερή οπτική στην Ελλάδα, σήμερα, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από έναν βαθμό ρεαλισμού και να πλαισιώνεται από ένα όραμα για την αστυνομία και την κοινωνία κυριολεκτικά του αύριο.
Και αυτό το τόσο σημερινό «αύριο» επιτάσσει μια πολιτική που θα αναχαιτίσει και θα εξαφανίσει την ανθρωπιστική κρίση: η ανθρωπιστική κρίση δεν είναι μόνον οι συνέπειες της κατάστασης αποδιάρθρωσης του κράτους δικαίου και του κράτους πρόνοιας, που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα. Την συναντάμε και στις αντιλήψεις των ανθρώπων, και στον κυνισμό κάποιων τμημάτων της αστυνομίας, και στην διάχυση της τεχνοκρατίας της βίας μέσα και έξω από την αστυνομία: η ανθρωπιστική κρίση αποτελεί ένα από τα θεμέλια του φασισμού, του κοινωνικού ρατσισμού και της κοινωνίας των φόβων. Και, κυρίως, εκδηλώνεται ως συρρίκνωση και θεώρηση του ανθρώπου -του υποκειμένου, δηλαδή- σε αντικείμενο. Πρόκειται για τη βάση της τεχνοκρατίας της βίας.
Πρέπει λοιπόν να δούμε τις διαστάσεις και τις συνέπειες που έχει η ανθρωπιστική κρίση όπως την εννοώ εδώ, στις νοοτροπίες της καθημερινότητας των ανθρώπων και στην εργασιακή νοοτροπία των διαφόρων τμημάτων της αστυνομίας, που, όπως επισημαίνουν και οι Ρηγάκος και Παπανικολάου, δεν πρόκειται για ομοιογενή τμήματα.
***
Η έννοια του αισθήματος ασφάλειας και της εμπέδωσής του είναι προβληματικό μέγεθος. Πρόκειται για μια έννοια αόριστη που δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμη και είναι ταξικά προσδιορισμένη, ενώ έχει συνδεθεί με το φόβο του εγκλήματος: εννοώ ότι το αίσθημα της ασφάλειας ή, για να το θέσω αλλιώς, η ανασφάλεια, είναι μια ψυχολογική αντίδραση σε μια κατάσταση ή πράξη που θεωρείται υποκειμενικά ως απειλή και, ταυτόχρονα, η ανασφάλεια μπορεί να συνιστά αντανάκλαση άλλων καταστάσεων που δεν έχουν σχέση με το έγκλημα (π.χ. ανεργία, ρατσισμός κλπ).
Σε μια ταξικά δομημένη κοινωνία η διασφάλιση της ασφάλειας κάποιων, αυτόματα συνεπάγεται την ανασφάλεια κάποιων άλλων, ειδικά σε περιόδους κρίσης. Μία από τις αποστολές της αστυνομίας είναι να διασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη, όταν όμως αυτή έχει διαταραχθεί. Σε αυτήν την περίπτωση δεν μιλάμε όμως για αίσθημα ασφάλειας, αλλά για πραγματική ασφάλεια, δηλαδή για security.
Επομένως, και αυτό το θέτω υπό συζήτηση, ο άξονας πρέπει να είναι η πραγματική ασφάλεια του πολίτη ως καθαρό μέγεθος, δηλαδή ως λειτουργία της αστυνομίας απέναντι στο τυπικό έγκλημα, και όχι σε αυτό που έχει επικρατήσει με πραγματικά γελοίο τρόπο στην Ελλάδα να αποκαλούμε παραπτωματικότητα. Θεωρώ πάντως ότι μία αριστερή οπτική, που δεν μπορεί παρά να έχει βάση στην Κριτική Εγκληματολογία, οφείλει να ξαναεξετάσει την κυριαρχία του αιτήματος της ασφάλειας. Πρέπει να υπερβούμε το ιδεολόγημα της ασφάλειας και να μιλήσουμε για κοινωνική ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτές είναι οι βάσεις για την κοινωνική αλληλεγγύη, και η αστυνομία δεν εξαιρείται αυτών.
***
Η δημοκρατική αναδιάρθρωση της αστυνομίας δεν οδηγεί απαραίτητα στην κοινοτική αστυνόμευση. Η έννοια και η εφαρμογή της κοινοτικής αστυνόμευσης πρέπει να εξετάζεται με πολύ προσοχή και να αποκαλύπτεται η πραγματική της διάσταση.
Μιλώντας για κοινοτική αστυνόμευση θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι:
* Η κοινωνία είναι ταξικά δομημένη
* Η έννοια της κοινότητας δεν τους περιλαμβάνει όλους (π.χ. μετανάστες).
* της κοινότητας σήμερα είναι συντηρητική και, επιπλέον, υπάρχουν έντονες κοινωνικές ανισότητες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί μια αξιόπιστη παροχή πληροφορίας και αιτημάτων της κοινότητας προς την αστυνομία. Επίσης, εγείρονται διάφοροι προβληματισμοί σχετικά με την σχέση αστυνομίας-κοινότητας, την οποία προτείνει το πρότυπο της κοινοτικής αστυνόμευσης. Συγκεκριμένα, είναι άλλο ζήτημα η κοινότητα να πληροφορεί την αστυνομία για ζητήματα που την απασχολούν, έστω και χαμηλής απαξίας, είναι άλλο θέμα η κοινότητα να συνεργάζεται με την αστυνομία σε ένα σοβαρό περιστατικό, και είναι άλλο πράγμα να διαμορφώνει η αστυνομία τις προτεραιότητές της με βάση το τί θέλει η κοινότητα. Η κοινότητα, ειδικά στις μέρες μας, συχνά δεν είναι ούτε δημοκρατική ούτε ομοιογενής και, κυρίως, ούτε αλληλέγγυα με τις ευάλωτες ομάδες, ο δε φόβος του εγκλήματος αλλοιώνει τις εκτιμήσεις της. Η κοινοτική αστυνόμευση ήταν μια ιδέα που στόχευε στην άντληση πληροφορίας για το έγκλημα δεδομένου ότι δεν υπήρχε εμπιστοσύνη προς την αστυνομία και πλαισιώθηκε από πολύ ιδιαίτερα μέτρα στην εφαρμογή της. Θέλει, λοιπόν, ιδιαίτερη προσοχή, ειδικά σε χώρες που δεν έχουν τέτοια παράδοση -και η Ελλάδα είναι μία από αυτές. Τo ίδιο ισχύει και για τη συμμετοχή των πολιτών: έχει σε πολλές περιπτώσεις αποτύχει ή εκφυλιστεί: εξάλλου στην Ευρώπη, ειδικά στο Νότο, δεν υπάρχει καθόλου τέτοια παράδοση ούτε κουλτούρα, για πολύ συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους: αντίθετα, όσοι ήταν διαθέσιμοι να αναλάβουν τέτοιες δράσεις ήταν μάλλον φασίζουσας νοοτροπίας.
***
Στην Ελλάδα, από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα έως και σήμερα, οι ραγδαίες μεταβολές που έζησε η ελληνική κοινωνία, σε συνδυασμό με τον σύντομο χρόνο μέσα στον οποίο αυτές κυριάρχησαν, δημιούργησαν μια εκρηκτική κατάσταση.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα δεν έχουν περάσει καλά-καλά 30 χρόνια. Στο διάστημα μιας γενιάς, η Ελλάδα πέρασε από μια κεντρικά ελεγχόμενη οικονομία στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, γεγονός που είχε καταλυτικές συνέπειες στην κοινωνική κινητικότητα, το επίπεδο ευημερίας, τον καταναλωτισμό, την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος και άλλων μορφών εγκληματικότητας: Ούτε η ελληνική κοινωνία, ούτε η αστυνομία μπόρεσαν να αφομοιώσουν αυτές τις αλλαγές. Παρατηρήθηκε πάλι το φαινόμενο της μετεμφύτευσης προτύπων θεσμών και οργάνωσης του κράτους, που η ελληνική κοινωνία, αλλά και η αστυνομία, δεν είχε το χρόνο να εμπεδώσει και να ζυμώσει μέσα στην ελληνική πραγματικότητα: ξαφνικά, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισε μια συζήτηση για την αναδιοργάνωση της αστυνομίας και την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ αστυνομίας-πολιτών. Όμως, οι στρατηγικές προτεραιότητες της επιχειρησιακής δράσης της αστυνομίας άλλα έδειχναν: τότε ήταν που άρχισαν οι πρώτες επιχειρήσεις-σκούπα σε βάρος μεταναστών. Η ελληνική κοινωνία και η αστυνομία της δεν βρέθηκαν μόνον ανέτοιμες να διαχειριστούν τα νέα κοινωνικά προβλήματα και, μεταξύ άλλων, και το μεταναστευτικό, αλλά δεν ήταν δυνατόν να ανατραπούν άμεσα πρότυπα κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, τα οποία είχαν καλλιεργηθεί μέσα από την ιστορία 100 χρόνων και πλέον.
Ό,τι μεσολάβησε από το 1984 έως και σήμερα, είναι γνωστό. Επομένως, δεν θα αναφερθώ σε γεγονότα, αλλά σε συμπεράσματα:
Η αστυνομία δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας: επιδρούν στο προσωπικό της, σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, γενικότερες κοινωνικές τάσεις, ιδεολογικά πρότυπα και πρότυπα συμπεριφοράς. Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να ομολογήσει κανείς ότι η έννοια της Δημοκρατίας στην Ελλάδα συρρικνώθηκε στην πολιτειακή της διάσταση, και ότι η ελληνική κοινωνία δεν αφομοίωσε πολιτισμικά την έννοια της Δημοκρατίας, ως μιας διαδικασίας κοινωνικοποίησης σε αξίες και ιδεολογικά πρότυπα, και ως μιας διαδικασίας πρόσβασης σε πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δομές.
Για τον ίδιο λόγο, ούτε η αστυνομία μετείχε σε μια τέτοια διαδικασία. Ο εκδημοκρατισμός της αστυνομίας συρρικνώθηκε και αυτός στην πολιτειακή του διάσταση, δηλαδή στην αφοσίωση στο Σύνταγμα. Δεν πέρασε στην αστυνομία το πνεύμα της Δημοκρατίας ούτε ως πρότυπο αστυνόμευσης, ούτε, όμως, ως κανόνας που αφορά την εσωτερική λειτουργία της αστυνομίας.
Η αστυνομία του σήμερα είναι αυτή που δημιουργείται στην Ελλάδα από το 2004 και μετά, χρονιά που συμπίπτει με ορισμένα καταλυτικά γεγονότα: το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων και την έξαρση του μεταναστευτικού προβλήματος, την πλήρη επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στους πολιτικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς του υπάρχοντος συστήματος εξουσίας και στις κυβερνήσεις που ακολούθησαν. Μια σειρά από κοινωνικές και άλλες κρίσεις που προκύπτουν ως αντίδραση στην νεοφιλελεύθερη πολιτική, οδηγούν σε εκτεταμένα επεισόδια και συγκρούσεις με την αστυνομία μετά το 2005, με άξονα, αρχικά, το ζήτημα της παιδείας. Το ξέσπασμα της οικονομικής, και στη συνέχεια της κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης, και η ραγδαία αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας, δίνουν ένα νέο ρόλο στην αστυνομία στο πλαίσιο του «δόγματος του σοκ»: Είναι η αστυνομία που αναλαμβάνει να διαχειριστεί τις συνέπειες της κοινωνικής και οικονομικής αναδιάρθρωσης, μέσα από τις επίσημα υιοθετούμενες πολιτικές μηδενικής ανοχής.
Ποτέ άλλοτε από τη μεταπολίτευση έως τώρα δεν υπήρχαν τόσες καταγγελίες και παράνομη βία σε βάρος πολιτών, νέων και φτωχών ανθρώπων, όσο το διάστημα αυτό. Από ένα σημείο και μετά, το ζήτημα του κοινού εγκλήματος επισκιάζεται από τις κοινωνικές συγκρούσεις στους δρόμους και την άνοδο του ναζισμού στην Ελλάδα. Δεν θα επαναλάβω εδώ τα όσα είναι γνωστά σχετικά με καταγγελίες, βία σε βάρος μεταναστών και αλλοδαπών χωρίς χαρτιά κλπ.
Είναι καιρός να δούμε ποια είναι η τάση στην ανάπτυξη της αστυνομίας γενικά, και ειδικότερα στην Ελλάδα, σήμερα.
– Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και ειδικά της τεχνολογίας ασφάλειας έχει αλλάξει το ρόλο της αστυνομίας και τη δράση της: αυτό δεν αφορά μόνον την τεχνολογία με τη στενή έννοια, δηλαδή την ηλεκτρονική τεχνολογία ανάλυσης, επιτήρησης, παρακολούθησης κλπ, αλλά και την τεχνολογία της «αστυνομίας τάξης», που αφορά τον εξοπλισμό της και τα μέσα καταστολής.
– Η ανάπτυξη της εξειδίκευσης έχει αφενός κατακερματίσει την παλιά αστυνομία, όπως την γνωρίσαμε στον 20ο αιώνα, και έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα, ειδικά στην «αστυνομία ασφάλειας».
– Εάν είναι αλήθεια, που είναι, ότι η ανάπτυξη της αστυνομίας ακολουθεί τις μεταμορφώσεις του κράτους και της οικονομίας, τότε είναι σωστό το συμπέρασμα ότι σήμερα η αστυνομία αναπτύσσεται μέσα από δεκάδες υπηρεσίες, που δεν ανήκουν στο κυρίως σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας: η κλασσική διάκριση μεταξύ «αστυνομίας τάξης» και «αστυνομίας ασφάλειας», που ανήκουν σε ένα Σώμα, φαίνεται να έχει ξεπεραστεί, όπως έχει ξεπεραστεί και η αποκλειστικότητά της να ελέγχει πολίτες και μη: και δεν εννοώ εδώ την ιδιωτική αστυνομία.
Η εξέλιξη της δημόσιας αστυνομίας, ιστορικά, σχετίζεται, όπως είδαμε, με τον έλεγχο πληθυσμών που οι ανάγκες της οικονομίας και οι κοινωνικές ανάγκες απαιτούσαν να ενταχθούν στο κράτος. Οι πληθυσμοί αυτοί προέρχονταν από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και, κυρίως, από τα πλέον εξαθλιωμένα: αυτούς τους πληθυσμούς αναλάμβανε να ελέγξει, μέσω της καταστολής, κυρίως, η αστυνομία. Η διαδρομή είναι γνωστή: σύλληψη, δίκη και καταδίκη για να επιβληθεί η δέουσα ποινή, που είχε στόχο την τιμωρία, την αποτροπή από άλλα εγκλήματα, την πρόληψη, την επανεκπαίδευση, την αναμόρφωση, την κοινωνική επανένταξη κατά περίπτωση και ακολουθούσε η φυλακή, η οποία αναλάμβανε να υλοποιήσει το σκοπό της ποινής.
Έτσι, παραγόταν ο ανειδίκευτος εργάτης-πρώην κρατούμενος: ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής συμπυκνώνεται σε ένα παλιό πόρισμα: ότι ο κρατούμενος πρέπει να έχει «ένα επίπεδο ζωής υποδεέστερο από αυτό του ανειδίκευτου εργάτη». Η φυλακή λειτουργούσε κάποτε και ως παράγοντας ρύθμισης της ανεργίας και, κυρίως, ως τόπος στρατολόγησης φτηνού εργατικού δυναμικού: η αναμόρφωση και, αργότερα, η κοινωνική επανένταξη, επιτυγχάνονταν μέσω της ευεργετικής, όπως υποστηριζόταν, επίδρασης της εργασίας στον κρατούμενο. Ευρύτερη επιδίωξη όλου αυτού του συστήματος ήταν η προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα.
Σήμερα, η επιδίωξη αυτή εξακολουθεί να ισχύει, αλλά με διαφορετικούς όρους. Η έμφαση που δόθηκε τα προηγούμενα χρόνια στην εγκληματικότητα του δρόμου συγκάλυψε το γεγονός της εγκληματικότητας των ισχυρών και του κρατικού εταιρικού εγκλήματος (state corporate crime) αλλά, κυρίως, υποτίμησε τη σημασία που έχει ο πλουραλισμός των αστυνομικών δυνάμεων. Αυτό που παρατηρείται σήμερα, είναι ότι ένα μέρος της αστυνομίας, ειδικά εκείνο που το προσωπικό του δεν θα είχε ενδεχομένως άλλες δυνατότητες από το να γίνει ένας εργάτης ή υπάλληλος στην κοινωνία της κατανάλωσης, αυτό το προσωπικό, επιστρατεύεται για να αστυνομεύει στους δρόμους τους φτωχούς και τους εξαθλιωμένους.
Αυτό το προσωπικό, που κατατάσεται στην αστυνομία ώς προσωπικό που εκ του νόμου δεν θα ανελιχθεί παρά μέχρι ένα συγκεκριμένο επίπεδο στην ιεραρχία, αυτό το προσωπικό λοιπόν, αστυνομεύει μέσω της βίας, μαθαίνοντας, στην πραγματικότητα, τη δουλειά στο δρόμο, εκπαιδεύεται στη βία και βιώνει το ίδιο μεγάλες ποσότητες φόβου, χαμηλή ικανοποίηση από το επάγγελμά του και μεγάλο βαθμό διάψευσης. Από αυτήν την κατηγορία προσωπικού αντλούνται κυρίως και οι δυνάμεις αποκατάστασης της τάξης, όπως αποκαλούνται κομψά τα ΜΑΤ.
Το υπόλοιπο προσωπικό, όσοι δηλαδή δεν περνάνε από τις παραγωγικές σχολές και προορίζονται για αξιωματικοί, έχουν διαφορετική πορεία, εκπαίδευση, και πολλοί από αυτούς ασχολούνται σε εξειδικευμένες υπηρεσίες, όπου δεν έχουν καμία σχέση με το δρόμο αλλά μάλλον με την οικονομία, την υψηλή τεχνολογία και, γενικά, την ασφάλεια, ενώ η βία δεν αποτελεί μέρος της δουλείας τους: πρόκειται για προσωπικό που αστυνομεύει τον κύκλο της οικονομίας ή την ηλεκτρονική πληροφορία, κλπ, έχει πανεπιστημιακή εκπαίδευση, συνήθως την αποκτά ενώ είναι στην υπηρεσία, και, επίσης, αστυνομεύει ανάλογους πληθυσμούς, μέσω της συλλογής ανάλυσης και αξιοποίησης πληροφορίας.
Τέτοιο προσωπικό δεν θα βρούμε πλέον μόνον στην Ελληνική Αστυνομία, αλλά και σε Οικονομικά Υπουργεία, σε αρχές κατά της διαφθοράς κλπ. Έτσι, η γνωστή σε όλους «αστυνομία τάξης» αποτελεί το πλέον ορατό και το πλέον αναλώσιμο, ως εύκολα αντικαταστατό, τμήμα της αστυνομίας. Ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός έχει ανάγκη από τέτοιο τύπο αστυνόμευσης, σήμερα. Ουσιαστικά, η βίαιη αστυνόμευση επιφυλάσσεται για αυτούς που «περισσεύουν» από το σύστημα, στο πλαίσιο της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς: έτσι, η ταξική διάρθρωση της αστυνομίας και της αστυνόμευσης αντιστοιχεί και στην ταξική διάρθρωση της εγκληματικότητας.
Έτσι, η «αστυνομία τάξης» δεν αποσκοπεί πλέον να κάνει παραγωγικούς τους αστυνομευόμενους από αυτήν πληθυσμούς (η αστυνομία δεν παράγει υπεραξία, όπως αναφέρουν και οι Ρηγάκος και Παπανικολάου), διότι αυτοί περισσεύουν από την αναδιάρθρωση: γι’ αυτό και η φυλακή έχει καταλήξει σε αποθήκη ανθρώπων. Φαίνεται ότι ο στόχος της αστυνομίας τάξης είναι απλά ο εκφοβισμός και η απόσυρση από την κυκλοφορία των πληθυσμών εκείνων, που η παρουσία τους ενοχλεί και, κυρίως, εμποδίζει την αναζωογόνηση και ανάπλαση του δημόσιου χώρου των πόλεων, με κριτήρια ελεύθερης αγοράς. Γι’ αυτό και η εστίαση στους αλλοδαπούς, τους εξαρτημένους και λιγότερο στους εκδιδόμενους (οι τελευταία είναι ένα μακάβριο αλλά χρήσιμο εργαλείο για την οικονομία της νύκτας και της διασκέδασης). Οι άλλοι προορίζονται να χαθούν, με διάφορους τρόπους: αυτή η λεγόμενη κυκλικότητα της εγκληματικότητας και, κυρίως, η εγκληματικότητα του δρόμου, θεμελιώνεται, δυστυχώς, σε τέτοιες κοινωνικές διαδικασίες. Το είδαμε στις ΗΠΑ αυτό.
Όταν πλέον το ποινικοκατασταλτικό σύστημα έχει κορεστεί, και οι άνθρωποι που δεν εμπλέκονται με την οποιαδήποτε παρανομία ή εξαθλίωση αρχίσουν να ενοχλούνται από αυτήν την κατάσταση, τότε ο καπιταλισμός, όπως προκύπτει από τη μέχρι σήμερα ιστορία του, λύνει τέτοια προβλήματα, με ποικίλους τρόπους: ο πρώτος και πλέον παραδοσιακός είναι ο πόλεμος, ο δεύτερος είναι η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, ο τρίτος είναι η ώθηση στη μετανάστευση.
Η ιστορία, στην Ελλάδα και αλλού, αυτό έχει δείξει έως τώρα. Γι’ αυτό και κάθε αναφορά στο ρόλο της αστυνομίας στην καπιταλιστική κοινωνία είναι ανάγκη να λαμβάνει υπόψη μια σειρά από παραμέτρους και να αποκαλύπτει τη λειτουργικότητά της, για μια σειρά από άλλες διαδικασίες που δεν είναι άμεσα συνδεόμενες με την καταστολή. Αυτή άλλωστε είναι και η χρησιμότητα της πολιτικής οικονομίας ως μεθοδολογικής προσέγγισης των κοινωνικών φαινομένων.
Εκτός από τις μεταμορφώσεις του καπιταλισμού (που επιδρούν στα ζητήματα ασφάλειας και τάξης), νομίζω ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για την αστυνομία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη δύο άλλοι παράγοντες: ό ένας είναι το έγκλημα, και ο άλλος είναι το συνολικό σύστημα ποινικοκατασταλτικών θεσμών.
Και τούτο επειδή η λειτουργία της αστυνομίας συνδέεται με αυτά τα δύο ζητήματα και έτσι προσδιορίζεται και το επιστημολογικό πεδίο της Επιστήμης της Αστυνομίας: Συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίο η αστυνομία συμβάλλει στην κοινωνική αναπαραγωγή ως μέρος του ποινικού φαινομένου, είναι αντικείμενο των Εγκληματολογικών Επιστημών.
Η κυριαρχία του αιτήματος της ασφάλειας σήμερα, προκαλεί μια μικρή ή μεγάλη σύγχυση, αλλά δεν σημαίνει και ότι όσοι ασχολούνται με αυτά τα θέματα διαθέτουν και τα εργαλεία για να αναλύσουν την πολιτική οικονομία της καταστολής, επειδή μια τέτοια ανάλυση δεν μπορεί να γίνει χωρίς να συνυπολογιστεί το έγκλημα και το ποινικό φαινόμενο.
Το έγκλημα δεν είναι ανακάλυψη της Νεωτερικότητας: Αυτό που η νεωτερικότητα έφερε ήταν, αφενός ένα ποινικοκατασταλτικό σύστημα που θα δούλευε επί ενός υποτιθέμενου κοινού συμφέροντος, και αφετέρου μια νέα θεώρηση για το έγκλημα, η οποία προσεγγίζει τον εγκληματία ως διαφορετικό από τους άλλους, εστιάζοντας κυρίως στους φτωχούς.
Δεν θα επεκταθώ εδώ, αλλά η παραδοσιακή αντίληψη για το έγκλημα το ταυτίζει με μία πράξη που αποτελεί επίθεση στην κοινωνία και, σύμφωνα με την ίδια λογική, η κοινωνία αμύνεται κατά του εγκλήματος: αυτή είναι πολύ συνοπτικά η ιδεολογία της άμυνας της κοινωνίας από το έγκλημα. Το ποινικοκατασταλτικό σύστημα, λοιπόν, είναι προορισμένο να προστατεύσει την κοινωνία από το έγκλημα. Πρόκειται για μια αντίληψη που συσκοτίζει την πραγματική λειτουργία του ποινικού δικαίου και το τι πραγματικά κάνει το ποινικό δίκαιο, δηλαδή το ότι προστατεύει τα συμφέροντα εξουσίας που το διαμορφώνουν. Ο χαρακτηρισμός κάποιου ως εγκληματία προκύπτει ως μια διαδικασία που είναι ανάλογη με τον τύπο της κοινωνίας και της οικονομίας μέσα στην οποία δρά: η ιστορική καταγωγή ή η πολιτική οικονομία του εγκλήματος μας αποκαλύπτει τόσο τον ταξικό χαρακτήρα του ποινικού χαρακτηρισμού όσο και την σχετικότητα του εγκλήματος, δηλαδή την εγκληματοποίηση μιας πράξης ή ενός φαινομένου που είναι δυσλειτουργικό για το πολιτικό και οικονομικό σύστημα εξουσίας
Έτσι εκτός από τη σχέση κεφαλαίου/ καπιταλισμού και ανάπτυξης της δημόσιας αστυνομίας, θα ήταν λάθος να προσεγγίζει κάποιος το αστυνομικό φαινόμενο έξω από τα ζητήματα εγκληματικότητας και τη σχέση νομιμότητας-παρανομίας. Η κοινωνική κατασκευή της εγκληματικότητας διαμορφώνει ένα πλαίσιο με βάση το οποίο λειτουργεί η αστυνομία: έτσι, το ζήτημα δεν είναι μόνον τι κάνει η αστυνομία, αλλά οι όροι και οι συνθήκες υπό τις οποίες μια συμπεριφορά χαρακτηρίζεται ως εγκληματική. Το πώς επομένως γίνεται η αστυνόμευση, δεν είναι άσχετο με το ποιος αστυνομεύεται και ελέγχεται, και μέσα από ποιες διαδικασίες καταλήγει να γίνεται ενδεχομένως προνομιακός πελάτης της αστυνομίας.
***
Θεωρώ όμως, ότι το κρίσιμο είναι σήμερα και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, αλλά κυρίως στην Ελλάδα, να διατυπωθεί και να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας μια πρόταση που θα αφορά το «Σήμερα», το «Τώρα» και όχι ενδεχομένως μόνον τις επερχόμενες γενιές. Έτσι, μια αριστερή οπτική στην Ελλάδα, σήμερα, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από έναν βαθμό ρεαλισμού και να πλαισιώνεται από ένα όραμα για την αστυνομία και την κοινωνία κυριολεκτικά του αύριο.
Και αυτό το τόσο σημερινό «αύριο» επιτάσσει μια πολιτική που θα αναχαιτίσει και θα εξαφανίσει την ανθρωπιστική κρίση: η ανθρωπιστική κρίση δεν είναι μόνον οι συνέπειες της κατάστασης αποδιάρθρωσης του κράτους δικαίου και του κράτους πρόνοιας, που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα. Την συναντάμε και στις αντιλήψεις των ανθρώπων, και στον κυνισμό κάποιων τμημάτων της αστυνομίας, και στην διάχυση της τεχνοκρατίας της βίας μέσα και έξω από την αστυνομία: η ανθρωπιστική κρίση αποτελεί ένα από τα θεμέλια του φασισμού, του κοινωνικού ρατσισμού και της κοινωνίας των φόβων. Και, κυρίως, εκδηλώνεται ως συρρίκνωση και θεώρηση του ανθρώπου -του υποκειμένου, δηλαδή- σε αντικείμενο. Πρόκειται για τη βάση της τεχνοκρατίας της βίας.
Πρέπει λοιπόν να δούμε τις διαστάσεις και τις συνέπειες που έχει η ανθρωπιστική κρίση όπως την εννοώ εδώ, στις νοοτροπίες της καθημερινότητας των ανθρώπων και στην εργασιακή νοοτροπία των διαφόρων τμημάτων της αστυνομίας, που, όπως επισημαίνουν και οι Ρηγάκος και Παπανικολάου, δεν πρόκειται για ομοιογενή τμήματα.
***
Η έννοια του αισθήματος ασφάλειας και της εμπέδωσής του είναι προβληματικό μέγεθος. Πρόκειται για μια έννοια αόριστη που δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμη και είναι ταξικά προσδιορισμένη, ενώ έχει συνδεθεί με το φόβο του εγκλήματος: εννοώ ότι το αίσθημα της ασφάλειας ή, για να το θέσω αλλιώς, η ανασφάλεια, είναι μια ψυχολογική αντίδραση σε μια κατάσταση ή πράξη που θεωρείται υποκειμενικά ως απειλή και, ταυτόχρονα, η ανασφάλεια μπορεί να συνιστά αντανάκλαση άλλων καταστάσεων που δεν έχουν σχέση με το έγκλημα (π.χ. ανεργία, ρατσισμός κλπ).
Σε μια ταξικά δομημένη κοινωνία η διασφάλιση της ασφάλειας κάποιων, αυτόματα συνεπάγεται την ανασφάλεια κάποιων άλλων, ειδικά σε περιόδους κρίσης. Μία από τις αποστολές της αστυνομίας είναι να διασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη, όταν όμως αυτή έχει διαταραχθεί. Σε αυτήν την περίπτωση δεν μιλάμε όμως για αίσθημα ασφάλειας, αλλά για πραγματική ασφάλεια, δηλαδή για security.
Επομένως, και αυτό το θέτω υπό συζήτηση, ο άξονας πρέπει να είναι η πραγματική ασφάλεια του πολίτη ως καθαρό μέγεθος, δηλαδή ως λειτουργία της αστυνομίας απέναντι στο τυπικό έγκλημα, και όχι σε αυτό που έχει επικρατήσει με πραγματικά γελοίο τρόπο στην Ελλάδα να αποκαλούμε παραπτωματικότητα. Θεωρώ πάντως ότι μία αριστερή οπτική, που δεν μπορεί παρά να έχει βάση στην Κριτική Εγκληματολογία, οφείλει να ξαναεξετάσει την κυριαρχία του αιτήματος της ασφάλειας. Πρέπει να υπερβούμε το ιδεολόγημα της ασφάλειας και να μιλήσουμε για κοινωνική ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτές είναι οι βάσεις για την κοινωνική αλληλεγγύη, και η αστυνομία δεν εξαιρείται αυτών.
***
Η δημοκρατική αναδιάρθρωση της αστυνομίας δεν οδηγεί απαραίτητα στην κοινοτική αστυνόμευση. Η έννοια και η εφαρμογή της κοινοτικής αστυνόμευσης πρέπει να εξετάζεται με πολύ προσοχή και να αποκαλύπτεται η πραγματική της διάσταση.
Μιλώντας για κοινοτική αστυνόμευση θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι:
* Η κοινωνία είναι ταξικά δομημένη
* Η έννοια της κοινότητας δεν τους περιλαμβάνει όλους (π.χ. μετανάστες).
* της κοινότητας σήμερα είναι συντηρητική και, επιπλέον, υπάρχουν έντονες κοινωνικές ανισότητες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί μια αξιόπιστη παροχή πληροφορίας και αιτημάτων της κοινότητας προς την αστυνομία. Επίσης, εγείρονται διάφοροι προβληματισμοί σχετικά με την σχέση αστυνομίας-κοινότητας, την οποία προτείνει το πρότυπο της κοινοτικής αστυνόμευσης. Συγκεκριμένα, είναι άλλο ζήτημα η κοινότητα να πληροφορεί την αστυνομία για ζητήματα που την απασχολούν, έστω και χαμηλής απαξίας, είναι άλλο θέμα η κοινότητα να συνεργάζεται με την αστυνομία σε ένα σοβαρό περιστατικό, και είναι άλλο πράγμα να διαμορφώνει η αστυνομία τις προτεραιότητές της με βάση το τί θέλει η κοινότητα. Η κοινότητα, ειδικά στις μέρες μας, συχνά δεν είναι ούτε δημοκρατική ούτε ομοιογενής και, κυρίως, ούτε αλληλέγγυα με τις ευάλωτες ομάδες, ο δε φόβος του εγκλήματος αλλοιώνει τις εκτιμήσεις της. Η κοινοτική αστυνόμευση ήταν μια ιδέα που στόχευε στην άντληση πληροφορίας για το έγκλημα δεδομένου ότι δεν υπήρχε εμπιστοσύνη προς την αστυνομία και πλαισιώθηκε από πολύ ιδιαίτερα μέτρα στην εφαρμογή της. Θέλει, λοιπόν, ιδιαίτερη προσοχή, ειδικά σε χώρες που δεν έχουν τέτοια παράδοση -και η Ελλάδα είναι μία από αυτές. Τo ίδιο ισχύει και για τη συμμετοχή των πολιτών: έχει σε πολλές περιπτώσεις αποτύχει ή εκφυλιστεί: εξάλλου στην Ευρώπη, ειδικά στο Νότο, δεν υπάρχει καθόλου τέτοια παράδοση ούτε κουλτούρα, για πολύ συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους: αντίθετα, όσοι ήταν διαθέσιμοι να αναλάβουν τέτοιες δράσεις ήταν μάλλον φασίζουσας νοοτροπίας.
***
Στην Ελλάδα, από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα έως και σήμερα, οι ραγδαίες μεταβολές που έζησε η ελληνική κοινωνία, σε συνδυασμό με τον σύντομο χρόνο μέσα στον οποίο αυτές κυριάρχησαν, δημιούργησαν μια εκρηκτική κατάσταση.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα δεν έχουν περάσει καλά-καλά 30 χρόνια. Στο διάστημα μιας γενιάς, η Ελλάδα πέρασε από μια κεντρικά ελεγχόμενη οικονομία στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, γεγονός που είχε καταλυτικές συνέπειες στην κοινωνική κινητικότητα, το επίπεδο ευημερίας, τον καταναλωτισμό, την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος και άλλων μορφών εγκληματικότητας: Ούτε η ελληνική κοινωνία, ούτε η αστυνομία μπόρεσαν να αφομοιώσουν αυτές τις αλλαγές. Παρατηρήθηκε πάλι το φαινόμενο της μετεμφύτευσης προτύπων θεσμών και οργάνωσης του κράτους, που η ελληνική κοινωνία, αλλά και η αστυνομία, δεν είχε το χρόνο να εμπεδώσει και να ζυμώσει μέσα στην ελληνική πραγματικότητα: ξαφνικά, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισε μια συζήτηση για την αναδιοργάνωση της αστυνομίας και την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ αστυνομίας-πολιτών. Όμως, οι στρατηγικές προτεραιότητες της επιχειρησιακής δράσης της αστυνομίας άλλα έδειχναν: τότε ήταν που άρχισαν οι πρώτες επιχειρήσεις-σκούπα σε βάρος μεταναστών. Η ελληνική κοινωνία και η αστυνομία της δεν βρέθηκαν μόνον ανέτοιμες να διαχειριστούν τα νέα κοινωνικά προβλήματα και, μεταξύ άλλων, και το μεταναστευτικό, αλλά δεν ήταν δυνατόν να ανατραπούν άμεσα πρότυπα κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, τα οποία είχαν καλλιεργηθεί μέσα από την ιστορία 100 χρόνων και πλέον.
Ό,τι μεσολάβησε από το 1984 έως και σήμερα, είναι γνωστό. Επομένως, δεν θα αναφερθώ σε γεγονότα, αλλά σε συμπεράσματα:
Η αστυνομία δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας: επιδρούν στο προσωπικό της, σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, γενικότερες κοινωνικές τάσεις, ιδεολογικά πρότυπα και πρότυπα συμπεριφοράς. Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να ομολογήσει κανείς ότι η έννοια της Δημοκρατίας στην Ελλάδα συρρικνώθηκε στην πολιτειακή της διάσταση, και ότι η ελληνική κοινωνία δεν αφομοίωσε πολιτισμικά την έννοια της Δημοκρατίας, ως μιας διαδικασίας κοινωνικοποίησης σε αξίες και ιδεολογικά πρότυπα, και ως μιας διαδικασίας πρόσβασης σε πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δομές.
Για τον ίδιο λόγο, ούτε η αστυνομία μετείχε σε μια τέτοια διαδικασία. Ο εκδημοκρατισμός της αστυνομίας συρρικνώθηκε και αυτός στην πολιτειακή του διάσταση, δηλαδή στην αφοσίωση στο Σύνταγμα. Δεν πέρασε στην αστυνομία το πνεύμα της Δημοκρατίας ούτε ως πρότυπο αστυνόμευσης, ούτε, όμως, ως κανόνας που αφορά την εσωτερική λειτουργία της αστυνομίας.
Η αστυνομία του σήμερα είναι αυτή που δημιουργείται στην Ελλάδα από το 2004 και μετά, χρονιά που συμπίπτει με ορισμένα καταλυτικά γεγονότα: το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων και την έξαρση του μεταναστευτικού προβλήματος, την πλήρη επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στους πολιτικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς του υπάρχοντος συστήματος εξουσίας και στις κυβερνήσεις που ακολούθησαν. Μια σειρά από κοινωνικές και άλλες κρίσεις που προκύπτουν ως αντίδραση στην νεοφιλελεύθερη πολιτική, οδηγούν σε εκτεταμένα επεισόδια και συγκρούσεις με την αστυνομία μετά το 2005, με άξονα, αρχικά, το ζήτημα της παιδείας. Το ξέσπασμα της οικονομικής, και στη συνέχεια της κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης, και η ραγδαία αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας, δίνουν ένα νέο ρόλο στην αστυνομία στο πλαίσιο του «δόγματος του σοκ»: Είναι η αστυνομία που αναλαμβάνει να διαχειριστεί τις συνέπειες της κοινωνικής και οικονομικής αναδιάρθρωσης, μέσα από τις επίσημα υιοθετούμενες πολιτικές μηδενικής ανοχής.
Ποτέ άλλοτε από τη μεταπολίτευση έως τώρα δεν υπήρχαν τόσες καταγγελίες και παράνομη βία σε βάρος πολιτών, νέων και φτωχών ανθρώπων, όσο το διάστημα αυτό. Από ένα σημείο και μετά, το ζήτημα του κοινού εγκλήματος επισκιάζεται από τις κοινωνικές συγκρούσεις στους δρόμους και την άνοδο του ναζισμού στην Ελλάδα. Δεν θα επαναλάβω εδώ τα όσα είναι γνωστά σχετικά με καταγγελίες, βία σε βάρος μεταναστών και αλλοδαπών χωρίς χαρτιά κλπ.
Είναι καιρός να δούμε ποια είναι η τάση στην ανάπτυξη της αστυνομίας γενικά, και ειδικότερα στην Ελλάδα, σήμερα.
– Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και ειδικά της τεχνολογίας ασφάλειας έχει αλλάξει το ρόλο της αστυνομίας και τη δράση της: αυτό δεν αφορά μόνον την τεχνολογία με τη στενή έννοια, δηλαδή την ηλεκτρονική τεχνολογία ανάλυσης, επιτήρησης, παρακολούθησης κλπ, αλλά και την τεχνολογία της «αστυνομίας τάξης», που αφορά τον εξοπλισμό της και τα μέσα καταστολής.
– Η ανάπτυξη της εξειδίκευσης έχει αφενός κατακερματίσει την παλιά αστυνομία, όπως την γνωρίσαμε στον 20ο αιώνα, και έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα, ειδικά στην «αστυνομία ασφάλειας».
– Εάν είναι αλήθεια, που είναι, ότι η ανάπτυξη της αστυνομίας ακολουθεί τις μεταμορφώσεις του κράτους και της οικονομίας, τότε είναι σωστό το συμπέρασμα ότι σήμερα η αστυνομία αναπτύσσεται μέσα από δεκάδες υπηρεσίες, που δεν ανήκουν στο κυρίως σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας: η κλασσική διάκριση μεταξύ «αστυνομίας τάξης» και «αστυνομίας ασφάλειας», που ανήκουν σε ένα Σώμα, φαίνεται να έχει ξεπεραστεί, όπως έχει ξεπεραστεί και η αποκλειστικότητά της να ελέγχει πολίτες και μη: και δεν εννοώ εδώ την ιδιωτική αστυνομία.
Η εξέλιξη της δημόσιας αστυνομίας, ιστορικά, σχετίζεται, όπως είδαμε, με τον έλεγχο πληθυσμών που οι ανάγκες της οικονομίας και οι κοινωνικές ανάγκες απαιτούσαν να ενταχθούν στο κράτος. Οι πληθυσμοί αυτοί προέρχονταν από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και, κυρίως, από τα πλέον εξαθλιωμένα: αυτούς τους πληθυσμούς αναλάμβανε να ελέγξει, μέσω της καταστολής, κυρίως, η αστυνομία. Η διαδρομή είναι γνωστή: σύλληψη, δίκη και καταδίκη για να επιβληθεί η δέουσα ποινή, που είχε στόχο την τιμωρία, την αποτροπή από άλλα εγκλήματα, την πρόληψη, την επανεκπαίδευση, την αναμόρφωση, την κοινωνική επανένταξη κατά περίπτωση και ακολουθούσε η φυλακή, η οποία αναλάμβανε να υλοποιήσει το σκοπό της ποινής.
Έτσι, παραγόταν ο ανειδίκευτος εργάτης-πρώην κρατούμενος: ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής συμπυκνώνεται σε ένα παλιό πόρισμα: ότι ο κρατούμενος πρέπει να έχει «ένα επίπεδο ζωής υποδεέστερο από αυτό του ανειδίκευτου εργάτη». Η φυλακή λειτουργούσε κάποτε και ως παράγοντας ρύθμισης της ανεργίας και, κυρίως, ως τόπος στρατολόγησης φτηνού εργατικού δυναμικού: η αναμόρφωση και, αργότερα, η κοινωνική επανένταξη, επιτυγχάνονταν μέσω της ευεργετικής, όπως υποστηριζόταν, επίδρασης της εργασίας στον κρατούμενο. Ευρύτερη επιδίωξη όλου αυτού του συστήματος ήταν η προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα.
Σήμερα, η επιδίωξη αυτή εξακολουθεί να ισχύει, αλλά με διαφορετικούς όρους. Η έμφαση που δόθηκε τα προηγούμενα χρόνια στην εγκληματικότητα του δρόμου συγκάλυψε το γεγονός της εγκληματικότητας των ισχυρών και του κρατικού εταιρικού εγκλήματος (state corporate crime) αλλά, κυρίως, υποτίμησε τη σημασία που έχει ο πλουραλισμός των αστυνομικών δυνάμεων. Αυτό που παρατηρείται σήμερα, είναι ότι ένα μέρος της αστυνομίας, ειδικά εκείνο που το προσωπικό του δεν θα είχε ενδεχομένως άλλες δυνατότητες από το να γίνει ένας εργάτης ή υπάλληλος στην κοινωνία της κατανάλωσης, αυτό το προσωπικό, επιστρατεύεται για να αστυνομεύει στους δρόμους τους φτωχούς και τους εξαθλιωμένους.
Αυτό το προσωπικό, που κατατάσεται στην αστυνομία ώς προσωπικό που εκ του νόμου δεν θα ανελιχθεί παρά μέχρι ένα συγκεκριμένο επίπεδο στην ιεραρχία, αυτό το προσωπικό λοιπόν, αστυνομεύει μέσω της βίας, μαθαίνοντας, στην πραγματικότητα, τη δουλειά στο δρόμο, εκπαιδεύεται στη βία και βιώνει το ίδιο μεγάλες ποσότητες φόβου, χαμηλή ικανοποίηση από το επάγγελμά του και μεγάλο βαθμό διάψευσης. Από αυτήν την κατηγορία προσωπικού αντλούνται κυρίως και οι δυνάμεις αποκατάστασης της τάξης, όπως αποκαλούνται κομψά τα ΜΑΤ.
Το υπόλοιπο προσωπικό, όσοι δηλαδή δεν περνάνε από τις παραγωγικές σχολές και προορίζονται για αξιωματικοί, έχουν διαφορετική πορεία, εκπαίδευση, και πολλοί από αυτούς ασχολούνται σε εξειδικευμένες υπηρεσίες, όπου δεν έχουν καμία σχέση με το δρόμο αλλά μάλλον με την οικονομία, την υψηλή τεχνολογία και, γενικά, την ασφάλεια, ενώ η βία δεν αποτελεί μέρος της δουλείας τους: πρόκειται για προσωπικό που αστυνομεύει τον κύκλο της οικονομίας ή την ηλεκτρονική πληροφορία, κλπ, έχει πανεπιστημιακή εκπαίδευση, συνήθως την αποκτά ενώ είναι στην υπηρεσία, και, επίσης, αστυνομεύει ανάλογους πληθυσμούς, μέσω της συλλογής ανάλυσης και αξιοποίησης πληροφορίας.
Τέτοιο προσωπικό δεν θα βρούμε πλέον μόνον στην Ελληνική Αστυνομία, αλλά και σε Οικονομικά Υπουργεία, σε αρχές κατά της διαφθοράς κλπ. Έτσι, η γνωστή σε όλους «αστυνομία τάξης» αποτελεί το πλέον ορατό και το πλέον αναλώσιμο, ως εύκολα αντικαταστατό, τμήμα της αστυνομίας. Ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός έχει ανάγκη από τέτοιο τύπο αστυνόμευσης, σήμερα. Ουσιαστικά, η βίαιη αστυνόμευση επιφυλάσσεται για αυτούς που «περισσεύουν» από το σύστημα, στο πλαίσιο της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς: έτσι, η ταξική διάρθρωση της αστυνομίας και της αστυνόμευσης αντιστοιχεί και στην ταξική διάρθρωση της εγκληματικότητας.
Έτσι, η «αστυνομία τάξης» δεν αποσκοπεί πλέον να κάνει παραγωγικούς τους αστυνομευόμενους από αυτήν πληθυσμούς (η αστυνομία δεν παράγει υπεραξία, όπως αναφέρουν και οι Ρηγάκος και Παπανικολάου), διότι αυτοί περισσεύουν από την αναδιάρθρωση: γι’ αυτό και η φυλακή έχει καταλήξει σε αποθήκη ανθρώπων. Φαίνεται ότι ο στόχος της αστυνομίας τάξης είναι απλά ο εκφοβισμός και η απόσυρση από την κυκλοφορία των πληθυσμών εκείνων, που η παρουσία τους ενοχλεί και, κυρίως, εμποδίζει την αναζωογόνηση και ανάπλαση του δημόσιου χώρου των πόλεων, με κριτήρια ελεύθερης αγοράς. Γι’ αυτό και η εστίαση στους αλλοδαπούς, τους εξαρτημένους και λιγότερο στους εκδιδόμενους (οι τελευταία είναι ένα μακάβριο αλλά χρήσιμο εργαλείο για την οικονομία της νύκτας και της διασκέδασης). Οι άλλοι προορίζονται να χαθούν, με διάφορους τρόπους: αυτή η λεγόμενη κυκλικότητα της εγκληματικότητας και, κυρίως, η εγκληματικότητα του δρόμου, θεμελιώνεται, δυστυχώς, σε τέτοιες κοινωνικές διαδικασίες. Το είδαμε στις ΗΠΑ αυτό.
Όταν πλέον το ποινικοκατασταλτικό σύστημα έχει κορεστεί, και οι άνθρωποι που δεν εμπλέκονται με την οποιαδήποτε παρανομία ή εξαθλίωση αρχίσουν να ενοχλούνται από αυτήν την κατάσταση, τότε ο καπιταλισμός, όπως προκύπτει από τη μέχρι σήμερα ιστορία του, λύνει τέτοια προβλήματα, με ποικίλους τρόπους: ο πρώτος και πλέον παραδοσιακός είναι ο πόλεμος, ο δεύτερος είναι η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, ο τρίτος είναι η ώθηση στη μετανάστευση.
Η ιστορία, στην Ελλάδα και αλλού, αυτό έχει δείξει έως τώρα. Γι’ αυτό και κάθε αναφορά στο ρόλο της αστυνομίας στην καπιταλιστική κοινωνία είναι ανάγκη να λαμβάνει υπόψη μια σειρά από παραμέτρους και να αποκαλύπτει τη λειτουργικότητά της, για μια σειρά από άλλες διαδικασίες που δεν είναι άμεσα συνδεόμενες με την καταστολή. Αυτή άλλωστε είναι και η χρησιμότητα της πολιτικής οικονομίας ως μεθοδολογικής προσέγγισης των κοινωνικών φαινομένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου