Οι κρατικο-κομματικές, επιχειρηματικές ελίτ της Κίνας πλουτίζουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, αλλά συγχρόνως δοκιμάζουν τα περιθώρια αγριότερης εκμετάλλευσης της εργασίας και καταστολής για κάθε μορφή κοινωνικής ή πολιτικής αμφισβήτησης.
Από το 2010, θορυβούνται με την ανάπτυξη των ελεύθερων συνδικάτων, τα οποία συγκροτήθηκαν στο έδαφος απεργιακών κινητοποιήσεων σε σειρά εργασιακών χώρων. «Το επίσημο συνδικάτο είναι κάτι περισσότερο από απλώς άχρηστο-είναι προδοτικό!», φώναζαν οι απεργοί στο εργοστάσιο της «Χόντα». Ακριβώς αυτή η δυσφορία μεγάλων τμημάτων από τις εργαζόμενες τάξεις απέναντι στην ασφυκτική κρατικο-κομματική πλαισίωσή τους, εν ονόματί τους και σε βάρος τους, έχει γίνει έκτοτε πηγή ανησυχίας για το καθεστώς. Αλλά μάλλον όχι μόνο γι’ αυτό, αν αναλογιστούμε ότι οι «Financial Times», που προβάλλουν με κομψό θαυμασμό τα μέτρα εργασιακής πειθάρχησης και παραγωγικότητας στην Κίνα, είχαν καταγράψει με κάποια ανησυχία τη «διευρυνόμενη αναταραχή στο κινεζικό προλεταριάτο» για την προηγούμενη διετία. Λογικό, αφού η αναδιάρθρωση και αναδιοργάνωση των επιχειρήσεων κατά τη δεκαετία του ’90 συνεπαγόταν την απόλυση 30.000.000 εργαζομένων χωρίς αποζημίωση, την απάλειψη εγγύησης για μόνιμη εργασία και την πλήρη ιδιωτικοποίηση μέχρι το 2001 του 86% των κρατικών επιχειρήσεων, προς όφελος των ιδιοκτητών, δηλαδή μελών της νομενκλατούρας και δυτικών «επενδυτών», κατά τα πρότυπα των «Financial Times». Η κομματικά ευλογημένη «Πανκινεζική Ομοσπονδία Συνδικάτων» όχι μόνο δεν απέτρεψε τίποτα, αλλά συνείργησε στην υλοποίηση των «μεταρρυθμίσεων».
Ενώ πλησιάζουν τα 25χρονα από τη σφαγή στην Τιέν-Αν-Μεν, υφίσταται ο απρόβλεπτος παράγοντας του Χονγκ-Κονγκ και σοβεί η διαφθορά που επιδρά στις εσωτερικές αντιθέσεις του καθεστώτος, κάθε απόπειρα αυτοοργάνωσης ή ανεξάρτητης κριτικής γίνεται αντικείμενο ακόμα οξύτερης καταστολής. Μέτρο ανοχής των διανοουμένων είναι η δήλωση του νομπελίστα συγγραφέα Μο Γιάν: «Η λογοκρισία είναι αναγκαίο κακό». Όσοι και όσες το παραβιάζουν, διώκονται, περιθωριοποιούνται ή «εξαφανίζονται» με προληπτική κράτηση, ώσπου να αλλάξουν γνώμη. Πρόσφατα, ρεπόρτερ που συνεργάζονται με το κλιμάκιο της «Deutsche Welle» στην Κίνα, ζήτησαν από τον επικεφαλής, Πέτερ Λιμπούρ, να διακόψει την τόσο αγαστή συνεργασία με το κρατικό κανάλι CCTV για οικονομικές και επενδυτικές ειδήσεις, καθώς η δυνατότητα απρόσκοπτης άσκησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος περιορίζεται ολοένα περισσότερο από έμμεσες και άμεσες παρεμβάσεις της πανταχού παρούσας λογοκρισίας.
Οι διαφωνούντες στέλνονται στο πυρ το εξώτερον σαν «πράκτορες του ιμπεριαλισμού», κατηγορία που δεν αφορά ποτέ τους νεόπλουτους της νομενκλατούρας, οι οποίοι μπορούν να συμπράττουν με δυτικούς επιχειρηματίες, να ξοδεύουν σε μητροπόλεις του δυτικού καπιταλισμού και να γιορτάζουν την εισδοχή των εταιρειών τους στη Wall-Street, όπως για παράδειγμα ο Τζακ Μα, με τη διαδικτυακή «Alibaba Group Holding Ltd.», μαζί με οικονομικούς παράγοντες του ΚΚΚ. Ο Τζακ Μα αποτελεί πρότυπο για το καθεστώς, αφού κηρύσσει παντού το σύνθημα των κινεζικών ελίτ: «σκληρή δουλειά και λίγα λόγια». Σύμφωνα με ισχυρισμό του, από καθηγητής αγγλικών βρέθηκε στα 49 του με περίπου 13 δισεκατομμύρια δολάρια χάρη σε μια εταιρεία ίντερνετ που ίδρυσε…στο διαμέρισμά του πριν από 15 χρόνια. Η διαφάνεια είναι άγνωστη στον κόσμο του, όπως και οι λέξεις «εργασιακά δικαιώματα», «συλλογικές διαπραγματεύσεις», «συνδικαλισμός», «ελεύθερη έκφραση».
Στη χορεία των στημένων δικών, σειρά έχει η περίπτωση της 70χρονης δημοσιογράφου Γκάο Γου, η οποία συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για τρίτη φορά μετά το 1989 και το 1994. Κάτω από τις γνωστές διατυπώσεις της κατασταλτικής ιδιολέκτου, η κατηγορία που την βαραίνει είναι ουσιαστικά η δημοσίευση ενοχλητικού ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Mirror» του Χονγκ-Κονγκ, αλλά και συνολικά η διάθεσή της να μην συμπράξει στην επίσημη ειδυλλιακή εικόνα για το μείγμα δήθεν μετα-σταλινισμού και έξαλλου νεοφιλελευθερισμού. Κρατούμενος για «παρότρυνση σε ανατροπή» είναι και ο δικηγόρος πολλών διαφωνούντων, Που Ζινγκιάνγκ.
Από το 2010, θορυβούνται με την ανάπτυξη των ελεύθερων συνδικάτων, τα οποία συγκροτήθηκαν στο έδαφος απεργιακών κινητοποιήσεων σε σειρά εργασιακών χώρων. «Το επίσημο συνδικάτο είναι κάτι περισσότερο από απλώς άχρηστο-είναι προδοτικό!», φώναζαν οι απεργοί στο εργοστάσιο της «Χόντα». Ακριβώς αυτή η δυσφορία μεγάλων τμημάτων από τις εργαζόμενες τάξεις απέναντι στην ασφυκτική κρατικο-κομματική πλαισίωσή τους, εν ονόματί τους και σε βάρος τους, έχει γίνει έκτοτε πηγή ανησυχίας για το καθεστώς. Αλλά μάλλον όχι μόνο γι’ αυτό, αν αναλογιστούμε ότι οι «Financial Times», που προβάλλουν με κομψό θαυμασμό τα μέτρα εργασιακής πειθάρχησης και παραγωγικότητας στην Κίνα, είχαν καταγράψει με κάποια ανησυχία τη «διευρυνόμενη αναταραχή στο κινεζικό προλεταριάτο» για την προηγούμενη διετία. Λογικό, αφού η αναδιάρθρωση και αναδιοργάνωση των επιχειρήσεων κατά τη δεκαετία του ’90 συνεπαγόταν την απόλυση 30.000.000 εργαζομένων χωρίς αποζημίωση, την απάλειψη εγγύησης για μόνιμη εργασία και την πλήρη ιδιωτικοποίηση μέχρι το 2001 του 86% των κρατικών επιχειρήσεων, προς όφελος των ιδιοκτητών, δηλαδή μελών της νομενκλατούρας και δυτικών «επενδυτών», κατά τα πρότυπα των «Financial Times». Η κομματικά ευλογημένη «Πανκινεζική Ομοσπονδία Συνδικάτων» όχι μόνο δεν απέτρεψε τίποτα, αλλά συνείργησε στην υλοποίηση των «μεταρρυθμίσεων».
Ενώ πλησιάζουν τα 25χρονα από τη σφαγή στην Τιέν-Αν-Μεν, υφίσταται ο απρόβλεπτος παράγοντας του Χονγκ-Κονγκ και σοβεί η διαφθορά που επιδρά στις εσωτερικές αντιθέσεις του καθεστώτος, κάθε απόπειρα αυτοοργάνωσης ή ανεξάρτητης κριτικής γίνεται αντικείμενο ακόμα οξύτερης καταστολής. Μέτρο ανοχής των διανοουμένων είναι η δήλωση του νομπελίστα συγγραφέα Μο Γιάν: «Η λογοκρισία είναι αναγκαίο κακό». Όσοι και όσες το παραβιάζουν, διώκονται, περιθωριοποιούνται ή «εξαφανίζονται» με προληπτική κράτηση, ώσπου να αλλάξουν γνώμη. Πρόσφατα, ρεπόρτερ που συνεργάζονται με το κλιμάκιο της «Deutsche Welle» στην Κίνα, ζήτησαν από τον επικεφαλής, Πέτερ Λιμπούρ, να διακόψει την τόσο αγαστή συνεργασία με το κρατικό κανάλι CCTV για οικονομικές και επενδυτικές ειδήσεις, καθώς η δυνατότητα απρόσκοπτης άσκησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος περιορίζεται ολοένα περισσότερο από έμμεσες και άμεσες παρεμβάσεις της πανταχού παρούσας λογοκρισίας.
Οι διαφωνούντες στέλνονται στο πυρ το εξώτερον σαν «πράκτορες του ιμπεριαλισμού», κατηγορία που δεν αφορά ποτέ τους νεόπλουτους της νομενκλατούρας, οι οποίοι μπορούν να συμπράττουν με δυτικούς επιχειρηματίες, να ξοδεύουν σε μητροπόλεις του δυτικού καπιταλισμού και να γιορτάζουν την εισδοχή των εταιρειών τους στη Wall-Street, όπως για παράδειγμα ο Τζακ Μα, με τη διαδικτυακή «Alibaba Group Holding Ltd.», μαζί με οικονομικούς παράγοντες του ΚΚΚ. Ο Τζακ Μα αποτελεί πρότυπο για το καθεστώς, αφού κηρύσσει παντού το σύνθημα των κινεζικών ελίτ: «σκληρή δουλειά και λίγα λόγια». Σύμφωνα με ισχυρισμό του, από καθηγητής αγγλικών βρέθηκε στα 49 του με περίπου 13 δισεκατομμύρια δολάρια χάρη σε μια εταιρεία ίντερνετ που ίδρυσε…στο διαμέρισμά του πριν από 15 χρόνια. Η διαφάνεια είναι άγνωστη στον κόσμο του, όπως και οι λέξεις «εργασιακά δικαιώματα», «συλλογικές διαπραγματεύσεις», «συνδικαλισμός», «ελεύθερη έκφραση».
Στη χορεία των στημένων δικών, σειρά έχει η περίπτωση της 70χρονης δημοσιογράφου Γκάο Γου, η οποία συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για τρίτη φορά μετά το 1989 και το 1994. Κάτω από τις γνωστές διατυπώσεις της κατασταλτικής ιδιολέκτου, η κατηγορία που την βαραίνει είναι ουσιαστικά η δημοσίευση ενοχλητικού ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Mirror» του Χονγκ-Κονγκ, αλλά και συνολικά η διάθεσή της να μην συμπράξει στην επίσημη ειδυλλιακή εικόνα για το μείγμα δήθεν μετα-σταλινισμού και έξαλλου νεοφιλελευθερισμού. Κρατούμενος για «παρότρυνση σε ανατροπή» είναι και ο δικηγόρος πολλών διαφωνούντων, Που Ζινγκιάνγκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου