Πριν τρεις μέρες μου τηλεφώνησε ένας παλιός γνώριμος από την Δράμα. Χρειάστηκα αρκετή ώρα να τον καταλάβω μιας κι η επαφή μας είχε χαθεί πριν δυο περίπου δεκαετίες. Από το άγχος της φωνής του καταλάβαινα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και συμφωνήσαμε ένα ραντεβού για την επόμενη ημέρα.
Απογευματάκι στο Σύνταγμα και παρά το τσουχτερό κρύο καθόμαστε έξω εξαιτίας της κακής συνήθειας του καπνίσματος, την οποία μοιραζόμαστε και οι δύο. Έτσι όπως βρισκόμαστε πίσω από τα τζάμια που υποτίθεται ότι μας προστατεύουν, το μυαλό μου είναι κολλημένο στους Σύριους απεργούς πείνας και στις δύσκολες ώρες που περνούν στην επάνω πλευρά της πλατείας. Δε γνωρίζω τι θα επακολουθήσει και μένω με την αγωνιά να βρεθεί επιτέλους μια λύση για ανθρώπους που το μόνο που ζητούν είναι να πάρουν την αξιοπρέπειά τους πίσω και να ζήσουν καλύτερα οι ίδιοι και οι οικογένειες τους, χωρίς τον φόβο του θανάτου ή των πολιτικών διώξεων.
Ο Αργύρης ξεκινά την διήγηση της τελευταίας εικοσαετίας που είχα να τον δω. Να πω εισαγωγικά ότι πρόκειται για παιδί μεγαλωμένο σε ορφανοτροφείο που ξεκίνησε να δουλεύει σε καφετερίες κι εστιατόρια από τα 16. Κάποια στιγμή λοιπόν αποφασίζει να κάνει ένα βήμα παραπέρα και φεύγει Θεσσαλονίκη για δουλειά σε ένα ξενοδοχείο. Η εμπειρία που αποκτά σε μεγάλο ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης τον οδηγεί να κάνει ένα ακόμα μεγαλύτερο βήμα και κατεβαίνει στην Αθήνα για δουλειά σε κεντρικό ξενοδοχείο της πρωτεύουσας. Part time μου λέει, αλλά μη φανταστείτε τίποτα υπερβολές. Αγόρασα και σιγά σιγά τα απαραίτητα ενός σπιτιού και πάλευα να σταθώ στα πόδια μου, αναφέρει. Για μια εξαετία περίπου η δουλειά κυλάει με αυτόν το τρόπο, μέχρι το 2012 οπότε αρχίζει η κατηφόρα. Το ξενοδοχείο που δούλευε μέχρι τότε ξεκινά τις απολύσεις και μειώνει τα μεροκάματα στους ελαστικά εργαζόμενους. Από το 2012 λοιπόν έχουν απολυθεί οι μισοί μόνιμοι και τα μεροκάματα που γραφεί ο Αργυρής κάθε μηνά δεν ξεπερνούν τα τρία με τέσσερα. Έφτασα στο αμήν λέει, και συνεχίζει «δεν έχω πληρώσει το νοίκι του Νοεμβρίου και είπα στον σπιτονοικοκύρη ότι θα το αφήσω για το πρώτο δεκαημέρο του Δεκεμβρίου». Αυτό που με λυγίζει είναι όταν μου λέει ότι έχει να φάει δυο μέρες και δακρύζει από την ενοχή που νιώθει, αλλά κι από την αξιοπρέπεια του που καταλαβαίνω ότι κουρελιάζεται. Πάλεψε, δούλεψε, τον εκμεταλλεύτηκαν -αλλά ως εδώ.
Και τώρα που δεν τον χρειάζονται, απλά του λένε να πάει να πνιγεί. Ένας ολόκληρος κόσμος πολιτικών αντιδικιών, εσωκομματικών τριβών και κοινοβουλευτικών μαχών γκρεμίζεται μπρος μου. Μια φευγαλέα μάτια στο πάνω μέρος της πλατείας και μετά στα δακρυσμένα μάτια του Αργυρή με φέρνουν μπροστά σε αυτή τη καταστροφή που συντελείται τα τελευταία χρόνια. Μπροστά μου ξεχωρίζει το πείσμα ενός ανθρώπου να παλέψει για να ζήσει.
Η αφήγηση του Αργύρη είναι μια η ιστορική αποτίμηση της εξέλιξης των ελαστικών σχέσεων εργασίας μέσα στην τελευταία εικοσαετία, είναι η ακύρωση του μύθου «μαζί τα φάγαμε». Γιατί σαν τον Αργυρή είναι χιλιάδες εργαζόμενοι κι εργαζόμενες, των οποίων η ακαταπόνητη εργασία έγινε πεδίο κερδοσκοπίας για τους εκπροσώπους του εγχώριου κεφαλαίου.
Τί καταλαβαίνει σήμερα πλέον ο Αργυρής, αλλά και ο κάθε Αργυρής που ζει την κρίση στο πετσί του; Καταλαβαίνει ότι η ελευθερία των επίλογων δεν ήταν ποτέ πραγματικότητα για τον ίδιο αλλά και για το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων. Επίσης, καταλαβαίνει πως όσο και κι αν δουλεύει κάποιος, μέσα σε αυτές τις συνθήκες κάποιοι άλλοι θα γίνονται πλουσιότεροι, ενώ ο ίδιος θα ζει σε μόνιμη αγωνία αν θα έχει και την επομένη μέρα δουλειά. Καταλαβαίνει, τέλος, ότι οι σύμμαχοι του είναι από την από δω πλευρά της όχθης, δηλαδή της ίδιας όχθης που είναι και οι ξεπαγιασμένοι του πάνω μέρους της πλατείας Συντάγματος.
Το κρίσιμο λοιπόν ερώτημα για μας, που υποστηρίζουμε αυτήν την όχθη, είναι αν καταλαβαίνουμε τι συντελείται τώρα στην κοινωνία κι αν είμαστε αποφασισμένοι να πάμε την μάχη μέχρι το τέλος, χωρίς συμβιβασμούς και πισωγυρίσματα.
Απογευματάκι στο Σύνταγμα και παρά το τσουχτερό κρύο καθόμαστε έξω εξαιτίας της κακής συνήθειας του καπνίσματος, την οποία μοιραζόμαστε και οι δύο. Έτσι όπως βρισκόμαστε πίσω από τα τζάμια που υποτίθεται ότι μας προστατεύουν, το μυαλό μου είναι κολλημένο στους Σύριους απεργούς πείνας και στις δύσκολες ώρες που περνούν στην επάνω πλευρά της πλατείας. Δε γνωρίζω τι θα επακολουθήσει και μένω με την αγωνιά να βρεθεί επιτέλους μια λύση για ανθρώπους που το μόνο που ζητούν είναι να πάρουν την αξιοπρέπειά τους πίσω και να ζήσουν καλύτερα οι ίδιοι και οι οικογένειες τους, χωρίς τον φόβο του θανάτου ή των πολιτικών διώξεων.
Ο Αργύρης ξεκινά την διήγηση της τελευταίας εικοσαετίας που είχα να τον δω. Να πω εισαγωγικά ότι πρόκειται για παιδί μεγαλωμένο σε ορφανοτροφείο που ξεκίνησε να δουλεύει σε καφετερίες κι εστιατόρια από τα 16. Κάποια στιγμή λοιπόν αποφασίζει να κάνει ένα βήμα παραπέρα και φεύγει Θεσσαλονίκη για δουλειά σε ένα ξενοδοχείο. Η εμπειρία που αποκτά σε μεγάλο ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης τον οδηγεί να κάνει ένα ακόμα μεγαλύτερο βήμα και κατεβαίνει στην Αθήνα για δουλειά σε κεντρικό ξενοδοχείο της πρωτεύουσας. Part time μου λέει, αλλά μη φανταστείτε τίποτα υπερβολές. Αγόρασα και σιγά σιγά τα απαραίτητα ενός σπιτιού και πάλευα να σταθώ στα πόδια μου, αναφέρει. Για μια εξαετία περίπου η δουλειά κυλάει με αυτόν το τρόπο, μέχρι το 2012 οπότε αρχίζει η κατηφόρα. Το ξενοδοχείο που δούλευε μέχρι τότε ξεκινά τις απολύσεις και μειώνει τα μεροκάματα στους ελαστικά εργαζόμενους. Από το 2012 λοιπόν έχουν απολυθεί οι μισοί μόνιμοι και τα μεροκάματα που γραφεί ο Αργυρής κάθε μηνά δεν ξεπερνούν τα τρία με τέσσερα. Έφτασα στο αμήν λέει, και συνεχίζει «δεν έχω πληρώσει το νοίκι του Νοεμβρίου και είπα στον σπιτονοικοκύρη ότι θα το αφήσω για το πρώτο δεκαημέρο του Δεκεμβρίου». Αυτό που με λυγίζει είναι όταν μου λέει ότι έχει να φάει δυο μέρες και δακρύζει από την ενοχή που νιώθει, αλλά κι από την αξιοπρέπεια του που καταλαβαίνω ότι κουρελιάζεται. Πάλεψε, δούλεψε, τον εκμεταλλεύτηκαν -αλλά ως εδώ.
Και τώρα που δεν τον χρειάζονται, απλά του λένε να πάει να πνιγεί. Ένας ολόκληρος κόσμος πολιτικών αντιδικιών, εσωκομματικών τριβών και κοινοβουλευτικών μαχών γκρεμίζεται μπρος μου. Μια φευγαλέα μάτια στο πάνω μέρος της πλατείας και μετά στα δακρυσμένα μάτια του Αργυρή με φέρνουν μπροστά σε αυτή τη καταστροφή που συντελείται τα τελευταία χρόνια. Μπροστά μου ξεχωρίζει το πείσμα ενός ανθρώπου να παλέψει για να ζήσει.
Η αφήγηση του Αργύρη είναι μια η ιστορική αποτίμηση της εξέλιξης των ελαστικών σχέσεων εργασίας μέσα στην τελευταία εικοσαετία, είναι η ακύρωση του μύθου «μαζί τα φάγαμε». Γιατί σαν τον Αργυρή είναι χιλιάδες εργαζόμενοι κι εργαζόμενες, των οποίων η ακαταπόνητη εργασία έγινε πεδίο κερδοσκοπίας για τους εκπροσώπους του εγχώριου κεφαλαίου.
Τί καταλαβαίνει σήμερα πλέον ο Αργυρής, αλλά και ο κάθε Αργυρής που ζει την κρίση στο πετσί του; Καταλαβαίνει ότι η ελευθερία των επίλογων δεν ήταν ποτέ πραγματικότητα για τον ίδιο αλλά και για το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων. Επίσης, καταλαβαίνει πως όσο και κι αν δουλεύει κάποιος, μέσα σε αυτές τις συνθήκες κάποιοι άλλοι θα γίνονται πλουσιότεροι, ενώ ο ίδιος θα ζει σε μόνιμη αγωνία αν θα έχει και την επομένη μέρα δουλειά. Καταλαβαίνει, τέλος, ότι οι σύμμαχοι του είναι από την από δω πλευρά της όχθης, δηλαδή της ίδιας όχθης που είναι και οι ξεπαγιασμένοι του πάνω μέρους της πλατείας Συντάγματος.
Το κρίσιμο λοιπόν ερώτημα για μας, που υποστηρίζουμε αυτήν την όχθη, είναι αν καταλαβαίνουμε τι συντελείται τώρα στην κοινωνία κι αν είμαστε αποφασισμένοι να πάμε την μάχη μέχρι το τέλος, χωρίς συμβιβασμούς και πισωγυρίσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου