70 χρόνια μετά τη Δεκεμβριανή εξέγερση είναι αρκετά αυτά που δεν ξέρουμε ακόμη. Περισσότερα, ωστόσο, είναι αυτά που ξέρουμε καλά, πλέον.
Μπορεί για καιρό ακόμη να συνεχιστεί η συζήτηση για τα λάθη και τα εγκλήματα, τη στρατηγική σημασία πράξεων και παραλείψεων. Το πιθανότερο, μάλιστα, είναι πως, ως προς αυτά, η συζήτηση δεν πρόκειται να τελειώσει.
Πράγμα που, νομίζω, δεν ισχύει για το ερώτημα του τίτλου.
Θέλω να πω, η βασική αφήγηση του αστισμού στην Ελλάδα, για την οποία ο Δεκέμβρης ήταν
κόκκινος στο μέτρο που προκλήθηκε από ένα προμελετημένο και καλά οργανωμένο, ως ένα σημείο, σχέδιο των εαμοβουλγάρων, προκειμένου να επιβάλλουν την αιματηρή τους δικτατορία, έχει απαντηθεί ήδη από το 1948. Και μάλιστα από τον πρωταγωνιστή της σφαγής, πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου. Ο οποίος έγραψε στην Καθημερινή: «Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθεί “δώρον του Υψίστου”. Αλλά, δια να υπάρξει ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχομεν έλθει. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνον με την συμμετοχήν του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν δηλ. με τον Λίβανον. Και δια να ευρεθούν εδώ οι Βρεττανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την Νίκην, έπρεπε να υπογραφεί προηγουμένως το Σύμφωνον της Καζέρτα. Και δια να επιτευχθεί τότε η εκκαθάρισις της καταστάσεως έπρεπε προηγουμένως να επιμένω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος είτε να αποδεχθεί ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήσει την Στάσιν, υπό συνθήκας, όμως, πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του».
Να, λοιπόν, ποιανού ήταν το αιματηρό σχέδιο. Γι’ αυτό και όλοι μαζί –Παπανδρέου και Ράλληδες, μοναρχικοί και φιλελεύθεροι, μεσανατολίτες αξιωματικοί και ταγματασφαλίτες- υπερβαίνοντας τις διχογνωμίες του παρελθόντος, ενώθηκαν «προς τον ιερόν σκοπόν της υπερασπίσεως του κοινωνικού καθεστώτος, υπό το οποίον και μόνον», όπως έλεγε ο Ράλλης από το 1943 ήδη, «δύναται να ζήση και να επιδιώξη τα μεγάλα της πεπρωμένα της η Ελλάς, η προσφιλής και αγία πατρίς όλων ημών».
Ο αντίπαλος, βέβαια, οι κομμουνιστές κατεξοχήν, δεν έθετε ζήτημα «κοινωνικού καθεστώτος».
Παρόλ’ αυτά οι αστοί είχαν δίκιο. Κι αν το κομμουνιστικό κόμμα δεν έθετε τέτοιο ζήτημα, το έθετε πράγματι «αντικειμενικά» το μεγάλο κίνημα των εκατομμυρίων ανθρώπων που απέκτησαν υπόσταση και παρουσία στο δημόσιο χώρο, για πρώτη φορά στη ζωή τους, τα δύο προηγούμενα χρόνια. Γιατί, όπως έχει δείξει ο Ελεφάντης και ο Φίλιππος Ηλιού, αυτό που ονομάστηκε αργότερα αντίσταση ήταν μια μεγάλη και διαρκής εξέγερση των μικρών ανθρώπων από το 1942 κι έπειτα. Ήταν, δηλαδή πρώτα και κύρια ένα μεγάλο κοινωνικό γεγονός, πριν από πολιτικό ή στρατιωτικό. Που αφορούσε μια κοινωνική πλειοψηφία φτωχών και κατεστραμμένων, γυναικών και νέων ανθρώπων που πρωτοέδειξαν αυτό το πρόσωπο, αποκτώντας έτσι πρόσωπο.
Από αυτήν την άποψη, δεν ήταν μόνο ο Δεκέμβρης κόκκινος. Ήταν και ο Νοέμβριος και ο Οκτώβριος και πολλοί ακόμη από τους προηγούμενους μήνες. Το κόκκινο έκανε φόντο για μια μεγάλη περίοδο, όχι επειδή κάποιος πολιτικός φορέας το έθεσε, αλλά ως κοινωνικό γεγονός, αστάθμητο, αλλά εξαιρετικά και αναντίστρεπτα παρόν, πλέον. Γι’ αυτό, με το που ήρθε η Απελευθέρωση, για το «Κολωνάκι», αυτό που αργότερα έμελε να καταχωριστεί ως Σκομπία στην ιστορία, μια ορισμένη, απειλητική «εκδίκηση της γυφτιάς» είχε αρχίσει να εκτυλίσσεται και μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα. Ο κόσμος διαδήλωνε με κάθε ευκαιρία. Για την Απελευθέρωση, για την τιμωρία των δοσίλογων, για την επέτειο της Ρωσικής Επανάστασης ή και από απλό ενθουσιασμό, γενικώς.
Αυτός ο κόσμος ήθελε «Λαοκρατία».
Και οι απέναντι προετοίμαζαν, όπως μας το έγραψε ο Παπανδρέας, τη σφαγή.
Να πώς περιέγραφε το κλίμα, ο υπεράνω υποψίας για φιλοκομμουνισμό και αυτόπτης, Γιώργος Θεοτοκάς: «Στον αέρα υπάρχει Ρωσική Επανάσταση, μα και Γαλλική Επανάσταση και Κομμούνα του Παρισιού […] Νοιώθουμε ένα μεγάλο και ασυγκράτητο λαϊκό κύμα που μας σηκώνει και μας παίρνει […] Ο λαός ν’ ανέβει, ο λαός να γίνει αφέντης, να πάψουν οι κακοί ν’ αδικούν το λαό –αυτό είναι το γενικό αίτημα». Ενώ, «[α]πό την άλλη μεριά, της μεριά της πλειοψηφίας [;, Χ.Λ], επικρατεί τώρα πια το πνεύμα της αδιαλλαξίας. Η μεγάλη αντικομμουνιστική μάζα έχει ξεχάσει όλες τις διαφορές που τη χώριζαν ως χτες και δεν ζητά παρά ένα πράγμα, το χτύπημα του ΚΚΕ από οποιονδήποτε και με όποια μέσα, ακόμα και τα σκληρότερα. Μα δεν έχει την ιδεολογική έξαψη των αντιπάλων της. Είναι ψύχραιμη, σιγομίλητη, σφιγμένη και γεμάτη μνησικακίες και αγανακτήσεις που συσσωρεύτηκαν μέσα της τις τελευταίες αυτές εβδομάδες. Αν επικρατήσει και έχει τα χέρια της ελεύθερα […] θα είναι αδυσώπητη.
Θα είναι η ίδια η ψυχολογία της καθολικής πλειοψηφίας της Γαλλίας στη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου».
Η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου έφτασε. Η γυφτιά, σε όλες της τις εκδοχές, ξαναμπήκε στην θέση της, ο βασανισμός της θα εξακολουθούσε για πολύ καιρό ακόμα.
Η τάξη επανήλθε εν τη βασιλεία της.
Ήταν κόκκινοι εκείνοι οι μήνες και τα χρόνια. Γιατί οι άνθρωποι πίστεψαν πολύ και προσπάθησαν πολύ να αλλάξουν τη ζωή. Και κάποτε χάρηκαν πολύ.
Δεν θα τους άφηναν –για πολλούς λόγους, εσωτερικούς και διεθνείς.
Και δεν τους άφησαν. Τους εξόντωσαν χωρίς έλεος.
Μπορεί για καιρό ακόμη να συνεχιστεί η συζήτηση για τα λάθη και τα εγκλήματα, τη στρατηγική σημασία πράξεων και παραλείψεων. Το πιθανότερο, μάλιστα, είναι πως, ως προς αυτά, η συζήτηση δεν πρόκειται να τελειώσει.
Πράγμα που, νομίζω, δεν ισχύει για το ερώτημα του τίτλου.
Θέλω να πω, η βασική αφήγηση του αστισμού στην Ελλάδα, για την οποία ο Δεκέμβρης ήταν
κόκκινος στο μέτρο που προκλήθηκε από ένα προμελετημένο και καλά οργανωμένο, ως ένα σημείο, σχέδιο των εαμοβουλγάρων, προκειμένου να επιβάλλουν την αιματηρή τους δικτατορία, έχει απαντηθεί ήδη από το 1948. Και μάλιστα από τον πρωταγωνιστή της σφαγής, πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου. Ο οποίος έγραψε στην Καθημερινή: «Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθεί “δώρον του Υψίστου”. Αλλά, δια να υπάρξει ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχομεν έλθει. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνον με την συμμετοχήν του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν δηλ. με τον Λίβανον. Και δια να ευρεθούν εδώ οι Βρεττανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την Νίκην, έπρεπε να υπογραφεί προηγουμένως το Σύμφωνον της Καζέρτα. Και δια να επιτευχθεί τότε η εκκαθάρισις της καταστάσεως έπρεπε προηγουμένως να επιμένω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος είτε να αποδεχθεί ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήσει την Στάσιν, υπό συνθήκας, όμως, πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του».
Να, λοιπόν, ποιανού ήταν το αιματηρό σχέδιο. Γι’ αυτό και όλοι μαζί –Παπανδρέου και Ράλληδες, μοναρχικοί και φιλελεύθεροι, μεσανατολίτες αξιωματικοί και ταγματασφαλίτες- υπερβαίνοντας τις διχογνωμίες του παρελθόντος, ενώθηκαν «προς τον ιερόν σκοπόν της υπερασπίσεως του κοινωνικού καθεστώτος, υπό το οποίον και μόνον», όπως έλεγε ο Ράλλης από το 1943 ήδη, «δύναται να ζήση και να επιδιώξη τα μεγάλα της πεπρωμένα της η Ελλάς, η προσφιλής και αγία πατρίς όλων ημών».
Ο αντίπαλος, βέβαια, οι κομμουνιστές κατεξοχήν, δεν έθετε ζήτημα «κοινωνικού καθεστώτος».
Παρόλ’ αυτά οι αστοί είχαν δίκιο. Κι αν το κομμουνιστικό κόμμα δεν έθετε τέτοιο ζήτημα, το έθετε πράγματι «αντικειμενικά» το μεγάλο κίνημα των εκατομμυρίων ανθρώπων που απέκτησαν υπόσταση και παρουσία στο δημόσιο χώρο, για πρώτη φορά στη ζωή τους, τα δύο προηγούμενα χρόνια. Γιατί, όπως έχει δείξει ο Ελεφάντης και ο Φίλιππος Ηλιού, αυτό που ονομάστηκε αργότερα αντίσταση ήταν μια μεγάλη και διαρκής εξέγερση των μικρών ανθρώπων από το 1942 κι έπειτα. Ήταν, δηλαδή πρώτα και κύρια ένα μεγάλο κοινωνικό γεγονός, πριν από πολιτικό ή στρατιωτικό. Που αφορούσε μια κοινωνική πλειοψηφία φτωχών και κατεστραμμένων, γυναικών και νέων ανθρώπων που πρωτοέδειξαν αυτό το πρόσωπο, αποκτώντας έτσι πρόσωπο.
Από αυτήν την άποψη, δεν ήταν μόνο ο Δεκέμβρης κόκκινος. Ήταν και ο Νοέμβριος και ο Οκτώβριος και πολλοί ακόμη από τους προηγούμενους μήνες. Το κόκκινο έκανε φόντο για μια μεγάλη περίοδο, όχι επειδή κάποιος πολιτικός φορέας το έθεσε, αλλά ως κοινωνικό γεγονός, αστάθμητο, αλλά εξαιρετικά και αναντίστρεπτα παρόν, πλέον. Γι’ αυτό, με το που ήρθε η Απελευθέρωση, για το «Κολωνάκι», αυτό που αργότερα έμελε να καταχωριστεί ως Σκομπία στην ιστορία, μια ορισμένη, απειλητική «εκδίκηση της γυφτιάς» είχε αρχίσει να εκτυλίσσεται και μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα. Ο κόσμος διαδήλωνε με κάθε ευκαιρία. Για την Απελευθέρωση, για την τιμωρία των δοσίλογων, για την επέτειο της Ρωσικής Επανάστασης ή και από απλό ενθουσιασμό, γενικώς.
Αυτός ο κόσμος ήθελε «Λαοκρατία».
Και οι απέναντι προετοίμαζαν, όπως μας το έγραψε ο Παπανδρέας, τη σφαγή.
Να πώς περιέγραφε το κλίμα, ο υπεράνω υποψίας για φιλοκομμουνισμό και αυτόπτης, Γιώργος Θεοτοκάς: «Στον αέρα υπάρχει Ρωσική Επανάσταση, μα και Γαλλική Επανάσταση και Κομμούνα του Παρισιού […] Νοιώθουμε ένα μεγάλο και ασυγκράτητο λαϊκό κύμα που μας σηκώνει και μας παίρνει […] Ο λαός ν’ ανέβει, ο λαός να γίνει αφέντης, να πάψουν οι κακοί ν’ αδικούν το λαό –αυτό είναι το γενικό αίτημα». Ενώ, «[α]πό την άλλη μεριά, της μεριά της πλειοψηφίας [;, Χ.Λ], επικρατεί τώρα πια το πνεύμα της αδιαλλαξίας. Η μεγάλη αντικομμουνιστική μάζα έχει ξεχάσει όλες τις διαφορές που τη χώριζαν ως χτες και δεν ζητά παρά ένα πράγμα, το χτύπημα του ΚΚΕ από οποιονδήποτε και με όποια μέσα, ακόμα και τα σκληρότερα. Μα δεν έχει την ιδεολογική έξαψη των αντιπάλων της. Είναι ψύχραιμη, σιγομίλητη, σφιγμένη και γεμάτη μνησικακίες και αγανακτήσεις που συσσωρεύτηκαν μέσα της τις τελευταίες αυτές εβδομάδες. Αν επικρατήσει και έχει τα χέρια της ελεύθερα […] θα είναι αδυσώπητη.
Θα είναι η ίδια η ψυχολογία της καθολικής πλειοψηφίας της Γαλλίας στη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου».
Η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου έφτασε. Η γυφτιά, σε όλες της τις εκδοχές, ξαναμπήκε στην θέση της, ο βασανισμός της θα εξακολουθούσε για πολύ καιρό ακόμα.
Η τάξη επανήλθε εν τη βασιλεία της.
Ήταν κόκκινοι εκείνοι οι μήνες και τα χρόνια. Γιατί οι άνθρωποι πίστεψαν πολύ και προσπάθησαν πολύ να αλλάξουν τη ζωή. Και κάποτε χάρηκαν πολύ.
Δεν θα τους άφηναν –για πολλούς λόγους, εσωτερικούς και διεθνείς.
Και δεν τους άφησαν. Τους εξόντωσαν χωρίς έλεος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου