Του Μάκη Κουζέλη
Αυτοί που κατέλαβαν τους μηχανισμούς του κι εκείνοι που τους ελέγχουν προσπαθούν να επιβάλουν την κυριαρχία τους χωρίς καμιά μεσολάβηση, με ωμό εξαναγκασμό. Όποιος είχε την «τύχη» να δει τους τρόπους και το ήθος της στυγνής καταστολής τις μέρες της επετείου του Πολυτεχνείου και τις σκηνές επίδειξης ισχύος στα πανεπιστήμια, καταλαβαίνει πως «πρυτάνευσε» η αγριότητα. Δεν είναι απλώς ένα «θα σας δείξουμε». Είναι «γυμνή» βαρβαρότητα, ξυλοκόπημα παραληρηματικό που μόνο ο φόβος για ενδεχόμενες συνέπειες το διακόπτει. Ασύλληπτες οι εικόνες των εποχούμενων που αλαλάζοντας επιτίθενται με τα ρόπαλα σε κυνηγημένους διαδηλωτές, που ξετρυπώνουν παιδιά για να τα σπάσουν στο ξύλο, ασύλληπτη η χυδαιότητα των ύβρεων κατά παντός παρευρισκόμενου. Ο «νόμος» αυτά, η «τάξη». Στη «λογική» παρακράτους το κράτος. Πάλι.
Είναι επειδή κατάλαβαν οι δυνάμεις που κατέχουν την εξουσία πως δεν πείθουν με λόγια και γύρισαν σε αυτό που η Δεξιά ξέρει καλά; Είναι που δοκίμασαν στην αγορά ανεπιτυχώς κάποια συνθηματικά ψευδο-επιχειρήματα και επέστρεψαν στην πεπατημένη, τον εκφοβισμό;
Κι όμως η σχέση λόγου και βίας δεν είναι τόσο απλή. Καθώς το μένος των οργάνων αποτελεί εκφόρτιση ενός αντιλαϊκού μίσους που καλλιεργείται συστηματικά. Και δεν καλλιεργείται μόνο από κυβερνητικά αποδεκτούς ή και υιοθετημένους νεοναζιστές. Ως προς αυτό έχουμε κατά πολύ «εκσυγχρονιστεί». Το μίσος χτίζεται από λόγους επεξεργασμένους, ανακαλεί και φορτίζει διακρίσεις πολιτισμικά ορισμένες, διακρίσεις έθους. Οι εμμονές στις διαδηλώσεις, στον συνδικαλισμό, στους παλιομοδίτικους εορτασμούς επετείων, στην ορολογία περί αγώνων και διεκδικήσεων τραυματίζουν τον κορμό του μικροαστικού πνεύματος, το προσβάλλουν. Θέλει ησυχία και τάξη, «προσγειωμένες» και μόνο αριθμητικά καθορισμένες προσδοκίες ανάπτυξης ο λόγος που κυριαρχεί. Θέλει να τελειώνει με τα Πολυτεχνεία, με τη Μεταπολίτευση, με τα οράματα, με τις δημοκρατικές αξιώσεις. Κι έχει οργανώσει αποδοτικούς μηχανισμούς αναπαραγωγής του αυτός ο λόγος, στις καθωσπρέπει εφημερίδες, με τους σχολιαστές του, με τις οικονομικές στήλες και τα «δεδομένα» τους. Μια πλήρης ιδεολογία, δηλαδή ένας -παρά τις κραυγαλέες αντιφάσεις- συγκροτημένος τρόπος πρόσληψης της πραγματικότητας. Μια αντι-ιδεολογική ιδεολογία όμως, πλήρης δήθεν πραγματισμού, που μιλάει με τα νούμερα και βαριέται απαξιωτικά τις πολιτικές αναζητήσεις.
Αν όλη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι και μια ιστορία της κυριαρχίας κι αν η ιστορία αυτή δείχνει τη μετάβαση από την άμεση σωματική βία στην ιδεολογικά εξασφαλισμένη πειθαρχία και την αποδεκτή εξάρτηση, δεν πρέπει, μας θυμίζει η κοινωνική θεωρία, να ξεχνάμε πως όρος γένεσης και εγγυητής της κυριαρχίας παραμένει πάντα η επαπειλούμενη βία. Δεν μας το θυμίζει όμως μόνο η θεωρία, μας το θυμίζουν διαρκώς και οι ίδιοι οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, ασκώντας για λογαριασμό των κυρίαρχων τάξεων εξουσία.
Η βία βρίσκεται έτσι στη βάση της ιδεολογίας που επιδιώκει να επιβάλει συναίνεση στον ορισμό της πραγματικότητας - στα σημερινά δικά μας: συναίνεση στην εικόνα μιας ανάπτυξης που νά την έρχεται και μιας τάχα ανεύθυνης αριστερής ουτοπίας που «βάζει τη χώρα σε περιπέτειες». Παράγει λοιπόν λόγια και λόγο η βία, αλλά και παράγεται από αυτόν. Καθώς η ιδεολογία των νεο-νοικοκυραίων, που πατάει στην απειλή του ξύλου, ασκεί βία, άμεσα: την απαιτεί. Όπου και να κοιτάξει κανείς βρίσκει και ξαναβρίσκει μια στάση εξευγενισμένου -δηλαδή νεοφιλελεύθερου- υποκινητή, εκείνου που σε κάθε επαφή με κοινωνικά αιτήματα, δημοκρατικές αξιώσεις, αντιστεκόμενους και ελεύθερα κρίνοντες, φωνάζει «να τελειώνουμε πια με αυτούς».
Κι επειδή την έχει αυτή τη χάρη η ιδεολογία, οι ίδιοι αυτοί που φωνάζουν, που καλούν τους ειδικά εξοπλισμένους να πατάξουν τους απέναντι με ωμή βία, αυτό που καθ' υπόδειξή τους γίνεται μπροστά στα μάτια τους δεν το βλέπουν. Δεν προσποιούνται, πράγματι δεν το βλέπουν. Αυτή είναι η φυσική -σωματική και νοητική- τυφλότητα που επιβάλλει η ιδεολογία. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να καταλάβει τις επίμονες μαρτυρίες σοβαρών ανθρώπων πως δεν είδαν τίποτα, δεν είδαν ανθρωποφύλακες, δεν είδαν ξυλοδαρμούς, δεν είδαν θύματα - πόσο μάλλον πως δεν φώναξαν και δεν υπέδειξαν.
Σε εποχές επίκλησης του κοινωνικού κράτους οι αριστεροί κατηγορούνταν πως επιμένουν να βλέπουν τον κόσμο ως πεδίο σύγκρουσης τάξεων και συμφερόντων. Σήμερα είναι η Δεξιά, που πλέον έχει απορροφήσει και τη σοσιαλδημοκρατία -δηλαδή το κέλυφος που απέμεινε από αυτήν-, εκείνη που οικοδομεί ένα κράτος ως «απλή» μηχανή καθυπόταξης. Κι έτσι η αξίωση για δημοκρατία γίνεται πρόσκληση αντίστασης. Πάλι.
Αυτοί που κατέλαβαν τους μηχανισμούς του κι εκείνοι που τους ελέγχουν προσπαθούν να επιβάλουν την κυριαρχία τους χωρίς καμιά μεσολάβηση, με ωμό εξαναγκασμό. Όποιος είχε την «τύχη» να δει τους τρόπους και το ήθος της στυγνής καταστολής τις μέρες της επετείου του Πολυτεχνείου και τις σκηνές επίδειξης ισχύος στα πανεπιστήμια, καταλαβαίνει πως «πρυτάνευσε» η αγριότητα. Δεν είναι απλώς ένα «θα σας δείξουμε». Είναι «γυμνή» βαρβαρότητα, ξυλοκόπημα παραληρηματικό που μόνο ο φόβος για ενδεχόμενες συνέπειες το διακόπτει. Ασύλληπτες οι εικόνες των εποχούμενων που αλαλάζοντας επιτίθενται με τα ρόπαλα σε κυνηγημένους διαδηλωτές, που ξετρυπώνουν παιδιά για να τα σπάσουν στο ξύλο, ασύλληπτη η χυδαιότητα των ύβρεων κατά παντός παρευρισκόμενου. Ο «νόμος» αυτά, η «τάξη». Στη «λογική» παρακράτους το κράτος. Πάλι.
Είναι επειδή κατάλαβαν οι δυνάμεις που κατέχουν την εξουσία πως δεν πείθουν με λόγια και γύρισαν σε αυτό που η Δεξιά ξέρει καλά; Είναι που δοκίμασαν στην αγορά ανεπιτυχώς κάποια συνθηματικά ψευδο-επιχειρήματα και επέστρεψαν στην πεπατημένη, τον εκφοβισμό;
Κι όμως η σχέση λόγου και βίας δεν είναι τόσο απλή. Καθώς το μένος των οργάνων αποτελεί εκφόρτιση ενός αντιλαϊκού μίσους που καλλιεργείται συστηματικά. Και δεν καλλιεργείται μόνο από κυβερνητικά αποδεκτούς ή και υιοθετημένους νεοναζιστές. Ως προς αυτό έχουμε κατά πολύ «εκσυγχρονιστεί». Το μίσος χτίζεται από λόγους επεξεργασμένους, ανακαλεί και φορτίζει διακρίσεις πολιτισμικά ορισμένες, διακρίσεις έθους. Οι εμμονές στις διαδηλώσεις, στον συνδικαλισμό, στους παλιομοδίτικους εορτασμούς επετείων, στην ορολογία περί αγώνων και διεκδικήσεων τραυματίζουν τον κορμό του μικροαστικού πνεύματος, το προσβάλλουν. Θέλει ησυχία και τάξη, «προσγειωμένες» και μόνο αριθμητικά καθορισμένες προσδοκίες ανάπτυξης ο λόγος που κυριαρχεί. Θέλει να τελειώνει με τα Πολυτεχνεία, με τη Μεταπολίτευση, με τα οράματα, με τις δημοκρατικές αξιώσεις. Κι έχει οργανώσει αποδοτικούς μηχανισμούς αναπαραγωγής του αυτός ο λόγος, στις καθωσπρέπει εφημερίδες, με τους σχολιαστές του, με τις οικονομικές στήλες και τα «δεδομένα» τους. Μια πλήρης ιδεολογία, δηλαδή ένας -παρά τις κραυγαλέες αντιφάσεις- συγκροτημένος τρόπος πρόσληψης της πραγματικότητας. Μια αντι-ιδεολογική ιδεολογία όμως, πλήρης δήθεν πραγματισμού, που μιλάει με τα νούμερα και βαριέται απαξιωτικά τις πολιτικές αναζητήσεις.
Αν όλη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι και μια ιστορία της κυριαρχίας κι αν η ιστορία αυτή δείχνει τη μετάβαση από την άμεση σωματική βία στην ιδεολογικά εξασφαλισμένη πειθαρχία και την αποδεκτή εξάρτηση, δεν πρέπει, μας θυμίζει η κοινωνική θεωρία, να ξεχνάμε πως όρος γένεσης και εγγυητής της κυριαρχίας παραμένει πάντα η επαπειλούμενη βία. Δεν μας το θυμίζει όμως μόνο η θεωρία, μας το θυμίζουν διαρκώς και οι ίδιοι οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, ασκώντας για λογαριασμό των κυρίαρχων τάξεων εξουσία.
Η βία βρίσκεται έτσι στη βάση της ιδεολογίας που επιδιώκει να επιβάλει συναίνεση στον ορισμό της πραγματικότητας - στα σημερινά δικά μας: συναίνεση στην εικόνα μιας ανάπτυξης που νά την έρχεται και μιας τάχα ανεύθυνης αριστερής ουτοπίας που «βάζει τη χώρα σε περιπέτειες». Παράγει λοιπόν λόγια και λόγο η βία, αλλά και παράγεται από αυτόν. Καθώς η ιδεολογία των νεο-νοικοκυραίων, που πατάει στην απειλή του ξύλου, ασκεί βία, άμεσα: την απαιτεί. Όπου και να κοιτάξει κανείς βρίσκει και ξαναβρίσκει μια στάση εξευγενισμένου -δηλαδή νεοφιλελεύθερου- υποκινητή, εκείνου που σε κάθε επαφή με κοινωνικά αιτήματα, δημοκρατικές αξιώσεις, αντιστεκόμενους και ελεύθερα κρίνοντες, φωνάζει «να τελειώνουμε πια με αυτούς».
Κι επειδή την έχει αυτή τη χάρη η ιδεολογία, οι ίδιοι αυτοί που φωνάζουν, που καλούν τους ειδικά εξοπλισμένους να πατάξουν τους απέναντι με ωμή βία, αυτό που καθ' υπόδειξή τους γίνεται μπροστά στα μάτια τους δεν το βλέπουν. Δεν προσποιούνται, πράγματι δεν το βλέπουν. Αυτή είναι η φυσική -σωματική και νοητική- τυφλότητα που επιβάλλει η ιδεολογία. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να καταλάβει τις επίμονες μαρτυρίες σοβαρών ανθρώπων πως δεν είδαν τίποτα, δεν είδαν ανθρωποφύλακες, δεν είδαν ξυλοδαρμούς, δεν είδαν θύματα - πόσο μάλλον πως δεν φώναξαν και δεν υπέδειξαν.
Σε εποχές επίκλησης του κοινωνικού κράτους οι αριστεροί κατηγορούνταν πως επιμένουν να βλέπουν τον κόσμο ως πεδίο σύγκρουσης τάξεων και συμφερόντων. Σήμερα είναι η Δεξιά, που πλέον έχει απορροφήσει και τη σοσιαλδημοκρατία -δηλαδή το κέλυφος που απέμεινε από αυτήν-, εκείνη που οικοδομεί ένα κράτος ως «απλή» μηχανή καθυπόταξης. Κι έτσι η αξίωση για δημοκρατία γίνεται πρόσκληση αντίστασης. Πάλι.
πηγή: Αυγή
via http://left.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου