Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Για το ότι η πείνα έπαψε προ πολλού να αποτελεί λήμμα στο ελληνικό λεξικό, μιλούν καθημερινά δεκάδες εικόνες: οι όλο και συχνότερες στάσεις ντόπιων και μεταναστών πάνω από κάδους, οι ουρές στα συσσίτια των δήμων, η ανταπόκριση χιλιάδων στην προσφορά των δικτύων αλληλεγγύης ανά την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, βέβαια, “μιλάνε” κι άλλοι: οι φιλάνθρωπες διαφημιστικές καμπάνιες “ευαίσθητων” επιχειρηματιών· η τηλε-πολιτικοποίηση της πείνας από τους φασίστες· τα δακρύβρεχτα ρεπορτάζ των δελτίων των οχτώ.
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει λοιπόν στην περίπτωση των πλουσίων, για τους φτωχούς μιλάνε πια όλοι. Κι αν μέχρι πρότινος ήθελε κόπο για να θέσουμε τη φτώχεια στο επίκεντρο της συζήτησης, αυτό το κάνουν πια από μόνοι τους οι αντίπαλοί μας – φυσικά με τον τρόπο τους. Άλλοτε ενσωματώνοντας στην επιχειρηματολογία τους το προφανές, που μέχρι τώρα αρνούνταν ή περιφρονούσαν, κι άλλοτε επιδιδόμενοι σε δωρεάν αντιπλουτοκρατικές εξάρσεις, μήπως και σωθεί η λαϊκή ψυχή της Δεξιάς από τον ανερχόμενο νεοκομμουνιστικό κίνδυνο. Δείτε, για παράδειγμα, ένα οποιοδήποτε βράδυ το Αποκαλυπτικό Δελτίο του EXTRA-3. Το “ο κόσμος πεινάει” είναι ψωμοτύρι για τους στημένους φωνακλάδες που καμώνονται τους παρουσιαστές της εκπομπής: την ίδια στιγμή, ο πιο αριστερός απ΄ αυτούς είναι συνήθως ένας πρώην πολιτευτής του ΛΑΟΣ. Στο στόμα όλων αυτών, η υπόμνηση της πείνας “του κοσμάκη” γίνεται, από κραυγή αυθεντικής αγωνίας, μια κραυγή απλώς χυδαία: για να μείνει η συζήτηση στα προφανή, γιατί “έτσι -υποτίθεται- καταλαβαίνει ο κόσμος”, και για να ισοπεδωθεί ο (όποιος) ετερόδοξος. Κυρίως, όμως, γιατί οι ευαίσθητοι ακροδεξιοί εποφθαλμιούν το ρόλο στον οποίο απέτυχαν καταφανώς οι “πολιτικοί”: το ρόλο του Πατέρα-Τροφού.
Αυτή ακριβώς η χυδαία εκδοχή του “ο κόσμος πεινάει” απευθύνεται όλο συχνότερα πια και προς τον ΣΥΡΙΖΑ, εν είδει μάλιστα μομφής, όσο σαφέστερο γίνεται το προβάδισμα της Αριστεράς. Και του απευθύνεται με τέτοια ένταση, που συχνά η “μομφή” φτάνει να υιοθετείται κι από τους ίδιους τους δέκτες, και να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα σε συζητήσεις μεταξύ τους. Μεταξύ αυτών, δηλαδή, που κατά τεκμήριο είναι οι πλέον “ενήμεροι” για το προφανές: ότι ο κόσμος πεινάει.
Στο βαθμό που η Αριστερά σέβεται τον εαυτό της, κατά τη γνώμη μου οφείλει να αποκρούει αυτή τη χυδαία πολιτικοποίηση της φτώχειας. Να το κάνει, λέγοντας κατ΄ αρχάς πού θα βρει τα λεφτά για να πάψει “να πεινάει ο κόσμος” - κι αυτό γίνεται ήδη με διάφορους τρόπους. Να το κάνει, όμως, μεταξύ άλλων και για τους εξής λόγους:
Πρώτον, γιατί για μας η φτώχεια είναι αντίπαλος: δεν είναι επιχείρημα. Οι αριστεροί και οι αριστερές δεν κάνουμε πολιτική με την πείνα, πολύ δε περισσότερο εξιδανικεύοντάς τη, αλλά εναντίον της. Η διαφορά μας σε σχέση με τους πάσης φύσεως φιλάνθρωπους είναι ότι, σε αντίθεσή με αυτούς, δεν φιλοδοξούμε να υποδυθούμε τους τροφούς: θέλουμε τους φτωχούς αγωνιστές – όχι τρόφιμους. Απευθυνόμαστε ως αλληλέγγυοι σε δυνητικά αλληλέγγυους, τους οποίους θέλουμε κοινωνικά αξιοπρεπείς και πολιτικά χειραφετημένους. Η πείνα δεν είναι μόνο –δεν ήταν ποτέ– οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση. Ιδίως στα χρόνια της κρατικής, της ιδιωτικής και της ακροδεξιάς “φιλανθρωπίας”, είναι επίσης μηχανισμός πειθάρχησης όσων αντέχουν ακόμα, και ταυτόχρονα πολιτικός εκβιασμός γι΄ αυτούς που εξαθλιώνονται.
Δεύτερον, γιατί όσοι επικαλούμαστε την παράδοση του ΕΑΜ “που μας έσωσε απ΄ την πείνα”, με την επίγνωση των ορίων (και κυρίως των καταχρήσεών) της, κρατάμε την ακριβή της αποτίμηση από τον Άγγελο Ελεφάντη: το ΕΑΜ κινητοποίησε πεινασμένους και πολιτικά άστεγους “όχι σαν ψηφοφόρους εκλογικής εκστρατείας, αλλά σαν αυτόνομους φορείς της ιστορίας τους”. Αυτή την αυτονομία επιδιώκει και σήμερα η Αριστερά. Η φιγούρα του φτωχού, έτσι, δεν είναι γι΄ αυτήν η φιγούρα του απόκοσμου άγιου πένητα, του εξαρτώμενου πελάτη που έχει πάντα δίκιο: δεν χρειαζόμαστε αγίους – ούτε η φτώχεια είναι ένα είδος αγιοσύνης. Αντίθετα, επιμένουμε πως το σπρώξιμο των φτωχών στα όρια της επιβίωσης είναι προϋπολογισμένη “παράπλευρη απώλεια” και μαζί όρος για την “επιβίωση” του πλούτου.
Τρίτον, γιατί οι αριστερές και οι αριστεροί δεν είμαστε εκτός κόσμου, να μιλάμε γι΄ αυτον από απόσταση. Εμείς ή οι πολύ δικοί μας άνθρωποι είμαστε αυτοί που ζορίζονται: άλλοι με το καθημερινό φαγητό, άλλοι με το ρεύμα, το ενοίκιο και τη θέρμανση, άλλοι με τα κόκκινα δάνεια και τα κάθε είδους χρέη. Ακριβώς δε γιατί είμαστε “του κόσμου τούτου”, είμαστε αυτές και αυτοί που οργανωνόμαστε (και θέλουμε να οργανώσουμε) ενάντια στη φτώχεια: με τα δίκτυα αλληλεγγύης και τις συλλογικές κουζίνες· τους συνεταιρισμούς σαν τη “Σέσουλα” και τα “χωρίς μεσάζοντες” σε όλη την Ελλάδα· με τα κοινωνικά ιατρεία ή τις ομάδες που επανασυνδέουν το ρεύμα· με τα σωματεία που διεκδικούν καλύτερους μισθούς και τα δίκτυα επισφαλώς εργαζομένων και ανέργων που προσπαθούν να δείξουν έναν άλλο δρόμο. Αλλά και με την καθημερινή μάχη για την ανανοηματοδότηση του κόσμου. Και με την προετοιμασία, από σήμερα, του προγράμματος και του θεσμικού πλαισίου της κυβέρνησης της Αριστεράς. Ξέροντας πως το τελευταίο δεν θα εγγυηθεί την ανακούφιση των φτωχών, αν δεν μεριμνήσει ταυτόχρονα για τις “ευθύνες” των πλουσίων.
Τέταρτον, γιατί είναι άλλο τελικά να αναγνωρίζουμε την “αντικειμενική πραγματικότητα”, και άλλο να υποτασσόμαστε σε αυτήν. Άλλο να καταλαβαίνουμε ότι στην εποχή της “διαρκούς έκτακτης ανάγκης” η επίθεση εξαντλεί αντοχές, σπρώχνει τον πήχυ των προσδοκιών στα όρια της επιβίωσης, ευνοεί τάσεις παραίτησης και ενθαρρύνει τη “ρεαλιστική προσαρμογή” χωρίς ιδεολογικά προαπαιτούμενα. Κι άλλο να προσαρμοζόμαστε εκκούσια στα όρια της εποχής, ως “Αριστερά της έκτακτης ανάγκης”* - όχι με την έννοια της ανταπόκρισης στη νέα κατάσταση, αλλά ως λιγότερο Αριστερά. Είναι απλό: αν η συζήτηση αρχίζει και τελειώνει με την πείνα, η μόρφωση, η ενημέρωση, ο ελεύθερος χρόνος, η πολιτιστική δημιουργία, η σεξουαλική απελευθέρωση, οι μικρές και μεγάλες μάχες για να πάψει ο πόλεμος μεταξύ των φτωχών, είναι ασυγχώρητες πολυτέλειες - κι εμείς η Αριστερά της επιβίωσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα δοκιμαστεί σκληρά στο ζήτημα της εξασφάλισης των βασικών, της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης και της υπεράσπισης της αξιοπρέπειας: από τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών θα κριθούν πολλά. Στις εξετάσεις αυτές, όμως, το “ότι ο κόσμος πεινάει” δεν είναι λύση: είναι ένα από τα δυσκολότερα θέματα. Θέμα που αν η επίλυσή του ήταν απλώς ζήτημα “ρεαλισμού” ή “εθνικής συναίνεσης”, δεν θά΄ χε νόημα η ίδια η αυτόνομη ύπαρξη της Αριστεράς. Αν τη χρειαζόμαστε, είναι γιατί η οργάνωση μιας σύγκρουσης σαν αυτή που θα χρειαστεί για να εξαλειφθεί η φτώχεια, πιθανότατα θά΄ ναι τέτοιας έκτασης, που δεν θα κρατήσει τον πήχυ ως το όριο της επιβίωσης. Μέχρι εκεί, εξάλλου, αρκεί κι η Εκκλησία. Η Αριστερά ενδιαφέρεται για τον κομμουνισμό.
Για το ότι η πείνα έπαψε προ πολλού να αποτελεί λήμμα στο ελληνικό λεξικό, μιλούν καθημερινά δεκάδες εικόνες: οι όλο και συχνότερες στάσεις ντόπιων και μεταναστών πάνω από κάδους, οι ουρές στα συσσίτια των δήμων, η ανταπόκριση χιλιάδων στην προσφορά των δικτύων αλληλεγγύης ανά την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, βέβαια, “μιλάνε” κι άλλοι: οι φιλάνθρωπες διαφημιστικές καμπάνιες “ευαίσθητων” επιχειρηματιών· η τηλε-πολιτικοποίηση της πείνας από τους φασίστες· τα δακρύβρεχτα ρεπορτάζ των δελτίων των οχτώ.
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει λοιπόν στην περίπτωση των πλουσίων, για τους φτωχούς μιλάνε πια όλοι. Κι αν μέχρι πρότινος ήθελε κόπο για να θέσουμε τη φτώχεια στο επίκεντρο της συζήτησης, αυτό το κάνουν πια από μόνοι τους οι αντίπαλοί μας – φυσικά με τον τρόπο τους. Άλλοτε ενσωματώνοντας στην επιχειρηματολογία τους το προφανές, που μέχρι τώρα αρνούνταν ή περιφρονούσαν, κι άλλοτε επιδιδόμενοι σε δωρεάν αντιπλουτοκρατικές εξάρσεις, μήπως και σωθεί η λαϊκή ψυχή της Δεξιάς από τον ανερχόμενο νεοκομμουνιστικό κίνδυνο. Δείτε, για παράδειγμα, ένα οποιοδήποτε βράδυ το Αποκαλυπτικό Δελτίο του EXTRA-3. Το “ο κόσμος πεινάει” είναι ψωμοτύρι για τους στημένους φωνακλάδες που καμώνονται τους παρουσιαστές της εκπομπής: την ίδια στιγμή, ο πιο αριστερός απ΄ αυτούς είναι συνήθως ένας πρώην πολιτευτής του ΛΑΟΣ. Στο στόμα όλων αυτών, η υπόμνηση της πείνας “του κοσμάκη” γίνεται, από κραυγή αυθεντικής αγωνίας, μια κραυγή απλώς χυδαία: για να μείνει η συζήτηση στα προφανή, γιατί “έτσι -υποτίθεται- καταλαβαίνει ο κόσμος”, και για να ισοπεδωθεί ο (όποιος) ετερόδοξος. Κυρίως, όμως, γιατί οι ευαίσθητοι ακροδεξιοί εποφθαλμιούν το ρόλο στον οποίο απέτυχαν καταφανώς οι “πολιτικοί”: το ρόλο του Πατέρα-Τροφού.
Αυτή ακριβώς η χυδαία εκδοχή του “ο κόσμος πεινάει” απευθύνεται όλο συχνότερα πια και προς τον ΣΥΡΙΖΑ, εν είδει μάλιστα μομφής, όσο σαφέστερο γίνεται το προβάδισμα της Αριστεράς. Και του απευθύνεται με τέτοια ένταση, που συχνά η “μομφή” φτάνει να υιοθετείται κι από τους ίδιους τους δέκτες, και να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα σε συζητήσεις μεταξύ τους. Μεταξύ αυτών, δηλαδή, που κατά τεκμήριο είναι οι πλέον “ενήμεροι” για το προφανές: ότι ο κόσμος πεινάει.
Στο βαθμό που η Αριστερά σέβεται τον εαυτό της, κατά τη γνώμη μου οφείλει να αποκρούει αυτή τη χυδαία πολιτικοποίηση της φτώχειας. Να το κάνει, λέγοντας κατ΄ αρχάς πού θα βρει τα λεφτά για να πάψει “να πεινάει ο κόσμος” - κι αυτό γίνεται ήδη με διάφορους τρόπους. Να το κάνει, όμως, μεταξύ άλλων και για τους εξής λόγους:
Πρώτον, γιατί για μας η φτώχεια είναι αντίπαλος: δεν είναι επιχείρημα. Οι αριστεροί και οι αριστερές δεν κάνουμε πολιτική με την πείνα, πολύ δε περισσότερο εξιδανικεύοντάς τη, αλλά εναντίον της. Η διαφορά μας σε σχέση με τους πάσης φύσεως φιλάνθρωπους είναι ότι, σε αντίθεσή με αυτούς, δεν φιλοδοξούμε να υποδυθούμε τους τροφούς: θέλουμε τους φτωχούς αγωνιστές – όχι τρόφιμους. Απευθυνόμαστε ως αλληλέγγυοι σε δυνητικά αλληλέγγυους, τους οποίους θέλουμε κοινωνικά αξιοπρεπείς και πολιτικά χειραφετημένους. Η πείνα δεν είναι μόνο –δεν ήταν ποτέ– οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση. Ιδίως στα χρόνια της κρατικής, της ιδιωτικής και της ακροδεξιάς “φιλανθρωπίας”, είναι επίσης μηχανισμός πειθάρχησης όσων αντέχουν ακόμα, και ταυτόχρονα πολιτικός εκβιασμός γι΄ αυτούς που εξαθλιώνονται.
Δεύτερον, γιατί όσοι επικαλούμαστε την παράδοση του ΕΑΜ “που μας έσωσε απ΄ την πείνα”, με την επίγνωση των ορίων (και κυρίως των καταχρήσεών) της, κρατάμε την ακριβή της αποτίμηση από τον Άγγελο Ελεφάντη: το ΕΑΜ κινητοποίησε πεινασμένους και πολιτικά άστεγους “όχι σαν ψηφοφόρους εκλογικής εκστρατείας, αλλά σαν αυτόνομους φορείς της ιστορίας τους”. Αυτή την αυτονομία επιδιώκει και σήμερα η Αριστερά. Η φιγούρα του φτωχού, έτσι, δεν είναι γι΄ αυτήν η φιγούρα του απόκοσμου άγιου πένητα, του εξαρτώμενου πελάτη που έχει πάντα δίκιο: δεν χρειαζόμαστε αγίους – ούτε η φτώχεια είναι ένα είδος αγιοσύνης. Αντίθετα, επιμένουμε πως το σπρώξιμο των φτωχών στα όρια της επιβίωσης είναι προϋπολογισμένη “παράπλευρη απώλεια” και μαζί όρος για την “επιβίωση” του πλούτου.
Τρίτον, γιατί οι αριστερές και οι αριστεροί δεν είμαστε εκτός κόσμου, να μιλάμε γι΄ αυτον από απόσταση. Εμείς ή οι πολύ δικοί μας άνθρωποι είμαστε αυτοί που ζορίζονται: άλλοι με το καθημερινό φαγητό, άλλοι με το ρεύμα, το ενοίκιο και τη θέρμανση, άλλοι με τα κόκκινα δάνεια και τα κάθε είδους χρέη. Ακριβώς δε γιατί είμαστε “του κόσμου τούτου”, είμαστε αυτές και αυτοί που οργανωνόμαστε (και θέλουμε να οργανώσουμε) ενάντια στη φτώχεια: με τα δίκτυα αλληλεγγύης και τις συλλογικές κουζίνες· τους συνεταιρισμούς σαν τη “Σέσουλα” και τα “χωρίς μεσάζοντες” σε όλη την Ελλάδα· με τα κοινωνικά ιατρεία ή τις ομάδες που επανασυνδέουν το ρεύμα· με τα σωματεία που διεκδικούν καλύτερους μισθούς και τα δίκτυα επισφαλώς εργαζομένων και ανέργων που προσπαθούν να δείξουν έναν άλλο δρόμο. Αλλά και με την καθημερινή μάχη για την ανανοηματοδότηση του κόσμου. Και με την προετοιμασία, από σήμερα, του προγράμματος και του θεσμικού πλαισίου της κυβέρνησης της Αριστεράς. Ξέροντας πως το τελευταίο δεν θα εγγυηθεί την ανακούφιση των φτωχών, αν δεν μεριμνήσει ταυτόχρονα για τις “ευθύνες” των πλουσίων.
Τέταρτον, γιατί είναι άλλο τελικά να αναγνωρίζουμε την “αντικειμενική πραγματικότητα”, και άλλο να υποτασσόμαστε σε αυτήν. Άλλο να καταλαβαίνουμε ότι στην εποχή της “διαρκούς έκτακτης ανάγκης” η επίθεση εξαντλεί αντοχές, σπρώχνει τον πήχυ των προσδοκιών στα όρια της επιβίωσης, ευνοεί τάσεις παραίτησης και ενθαρρύνει τη “ρεαλιστική προσαρμογή” χωρίς ιδεολογικά προαπαιτούμενα. Κι άλλο να προσαρμοζόμαστε εκκούσια στα όρια της εποχής, ως “Αριστερά της έκτακτης ανάγκης”* - όχι με την έννοια της ανταπόκρισης στη νέα κατάσταση, αλλά ως λιγότερο Αριστερά. Είναι απλό: αν η συζήτηση αρχίζει και τελειώνει με την πείνα, η μόρφωση, η ενημέρωση, ο ελεύθερος χρόνος, η πολιτιστική δημιουργία, η σεξουαλική απελευθέρωση, οι μικρές και μεγάλες μάχες για να πάψει ο πόλεμος μεταξύ των φτωχών, είναι ασυγχώρητες πολυτέλειες - κι εμείς η Αριστερά της επιβίωσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα δοκιμαστεί σκληρά στο ζήτημα της εξασφάλισης των βασικών, της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης και της υπεράσπισης της αξιοπρέπειας: από τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών θα κριθούν πολλά. Στις εξετάσεις αυτές, όμως, το “ότι ο κόσμος πεινάει” δεν είναι λύση: είναι ένα από τα δυσκολότερα θέματα. Θέμα που αν η επίλυσή του ήταν απλώς ζήτημα “ρεαλισμού” ή “εθνικής συναίνεσης”, δεν θά΄ χε νόημα η ίδια η αυτόνομη ύπαρξη της Αριστεράς. Αν τη χρειαζόμαστε, είναι γιατί η οργάνωση μιας σύγκρουσης σαν αυτή που θα χρειαστεί για να εξαλειφθεί η φτώχεια, πιθανότατα θά΄ ναι τέτοιας έκτασης, που δεν θα κρατήσει τον πήχυ ως το όριο της επιβίωσης. Μέχρι εκεί, εξάλλου, αρκεί κι η Εκκλησία. Η Αριστερά ενδιαφέρεται για τον κομμουνισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου