Κάποτε οι πόλεις ήταν ζωσμένες από τις εκτός σχεδίου συνοικίες, όπου έφτανε το λεωφορείο (το Νέο Τέρμα), αλλά συχνά δεν έφτανε η άσφαλτος ή η αποχέτευση. Με τα χρόνια, η εκτός και η εντός σχεδίου πόλη ενώθηκαν, τα αυθαίρετα νομιμοποιήθηκαν, όμως σήμερα νέα σύνορα χαράζονται, ύπουλα και αόρατα.
Η φτώχεια δεν είναι ντροπή, ντροπή όμως είναι ο μισθός που καταντά χαρτζιλίκι, ντροπή είναι η αντικατάσταση του κράτους πρόνοιας από τη φιλανθρωπία. Η μοντέρνα φτώχεια εξαπλώνεται σαν αμοιβάδα, χτυπά υπόγεια και ρετιρέ, συνθλίβει και τους «κανονικούς» εργαζόμενους. Υπάρχουν οι φτωχοί με τη βούλα, οι δηλωμένοι στις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων: είναι αυτοί που τρέφονται από τα συσσίτια, που υπάγονται στο κοινωνικό τιμολόγιο της ΔΕΗ. Πρόκειται για τις «ευάλωτες» ή «ευπαθείς» ομάδες», τις οποίες πρέπει «να στηρίξουμε εμείς οι υπόλοιποι», όπως είπε ένας υπουργός. Έτσι, ο πληθυσμός χωρίζεται σε ευπαθείς και σε ανθεκτικούς, ενώ στην κατηγορία των ανθεκτικών φαίνεται εκείνοι που, όπως στα χρόνια της Κατοχής, δεν τους μάζεψε κοκαλωμένους από το κρύο το κάρο του δήμου.
Πληθαίνουν οι αδήλωτοι, οι αχαρτογράφητοι φτωχοί: εκείνοι που με τον πετσοκομμένο μισθό ή τη σύνταξη συντηρούν μάνα, πατέρα, άνεργα αδέλφια και παιδιά. Που δε δικαιούνται επίδομα ανεργίας ή θέρμανσης, που δεν ικανοποιούν τα κριτήρια της απόλυτης εξαθλίωσης αλλά προς τα κει πορεύονται. Που έχουν ένα παιδί με ειδικές ανάγκες ή που αγόρασαν με δάνειο ένα σπίτι για να γλιτώσουν από το νοίκι ή που κληρονόμησαν ένα ανοίκιαστο διαμέρισμα. Που θεωρούνται ελεύθεροι επαγγελματίες και ας μη σταυρώνουν πελάτη. Όλοι αυτοί, οι εκτός σχεδίου φτωχοί, πρέπει να νιώθουν ενοχή επειδή ψωνίζουν από το σούπερ μάρκετ και όχι από το κοινωνικό παντοπωλείο, που τρώνε στο σπίτι τους και όχι στα συσσίτια, επειδή κοιμούνται κάτω από νοικιασμένη ή ιδιόκτητη στέγη, έστω και υποθηκευμένη.
Το θέμα δεν είναι να ενταχθούν περισσότεροι στην κατηγορία των ευπαθών, αλλά να βρει η εργασία την αξιοπρέπειά της, να ζουν οι άνθρωποι από το μισθό ή τη σύνταξή τους χωρίς να περιμένουν τη δημόσια ή την ιδιωτική ελεημοσύνη ή να περιμένουν τις επόμενες εκλογές για να μη γίνουν ευπαθείς.
(ΠΡΙΝ, "Το τέλος της αγοράς", 15.12.13
Της Μαριάννας Τζιαντζή
Η φτώχεια δεν είναι ντροπή, ντροπή όμως είναι ο μισθός που καταντά χαρτζιλίκι, ντροπή είναι η αντικατάσταση του κράτους πρόνοιας από τη φιλανθρωπία. Η μοντέρνα φτώχεια εξαπλώνεται σαν αμοιβάδα, χτυπά υπόγεια και ρετιρέ, συνθλίβει και τους «κανονικούς» εργαζόμενους. Υπάρχουν οι φτωχοί με τη βούλα, οι δηλωμένοι στις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων: είναι αυτοί που τρέφονται από τα συσσίτια, που υπάγονται στο κοινωνικό τιμολόγιο της ΔΕΗ. Πρόκειται για τις «ευάλωτες» ή «ευπαθείς» ομάδες», τις οποίες πρέπει «να στηρίξουμε εμείς οι υπόλοιποι», όπως είπε ένας υπουργός. Έτσι, ο πληθυσμός χωρίζεται σε ευπαθείς και σε ανθεκτικούς, ενώ στην κατηγορία των ανθεκτικών φαίνεται εκείνοι που, όπως στα χρόνια της Κατοχής, δεν τους μάζεψε κοκαλωμένους από το κρύο το κάρο του δήμου.
Πληθαίνουν οι αδήλωτοι, οι αχαρτογράφητοι φτωχοί: εκείνοι που με τον πετσοκομμένο μισθό ή τη σύνταξη συντηρούν μάνα, πατέρα, άνεργα αδέλφια και παιδιά. Που δε δικαιούνται επίδομα ανεργίας ή θέρμανσης, που δεν ικανοποιούν τα κριτήρια της απόλυτης εξαθλίωσης αλλά προς τα κει πορεύονται. Που έχουν ένα παιδί με ειδικές ανάγκες ή που αγόρασαν με δάνειο ένα σπίτι για να γλιτώσουν από το νοίκι ή που κληρονόμησαν ένα ανοίκιαστο διαμέρισμα. Που θεωρούνται ελεύθεροι επαγγελματίες και ας μη σταυρώνουν πελάτη. Όλοι αυτοί, οι εκτός σχεδίου φτωχοί, πρέπει να νιώθουν ενοχή επειδή ψωνίζουν από το σούπερ μάρκετ και όχι από το κοινωνικό παντοπωλείο, που τρώνε στο σπίτι τους και όχι στα συσσίτια, επειδή κοιμούνται κάτω από νοικιασμένη ή ιδιόκτητη στέγη, έστω και υποθηκευμένη.
Το θέμα δεν είναι να ενταχθούν περισσότεροι στην κατηγορία των ευπαθών, αλλά να βρει η εργασία την αξιοπρέπειά της, να ζουν οι άνθρωποι από το μισθό ή τη σύνταξή τους χωρίς να περιμένουν τη δημόσια ή την ιδιωτική ελεημοσύνη ή να περιμένουν τις επόμενες εκλογές για να μη γίνουν ευπαθείς.
(ΠΡΙΝ, "Το τέλος της αγοράς", 15.12.13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου