του Δημήτρη Χριστόπουλου
«Τι ενισχύει τη Χρυσή Αυγή περισσότερο; Τα Μνημόνια ή ο Λιάπης;» με ρώτησε έγκριτος νομικός φίλος, ο οποίος θεωρεί αναγκαίο κακό τα πρώτα. Προσπαθώ εισαγωγικά να συνοψίσω το πρόβλημα. Κι αυτό δεν είναι τόσο ότι ο ανιψιός τού Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι μάλλον ένοχος για τις μικροαπάτες που του καταλογίζονται, αλλά το ότι είναι σίγουρα υπεύθυνος για την εξαγρίωση ενός ήδη αλαφιασμένου λαού.
Διαφθορά, τιμωρία και δημοκρατία. Μετά τις πλαστές πινακίδες του Touareg, ακολούθησαν οι απίθανες μίζες του Υπουργείου Άμυνας: άνθρωποι που κάνανε παραμονές Πρωτοχρονιάς μες στη μιζέρια άκουγαν πρώην στρατιωτικούς να μιλάνε για τρελά λεφτά που έμπαιναν στο λογαριασμό τους. Μετά ήρθαν οι ποινικές διώξεις για το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, όπου πλέον σύσσωμο το σύστημα που κυβερνά την Ελλάδα –χωρίς καμία διαφοροποίηση κόμματος και οικογένειας– εμφανίζεται
βουτηγμένο στη δολοπλοκία, τη δωροδοκία, τη διαφθορά. Είχαν προηγηθεί καταδίκες σε ισόβια (του πρώην δημάρχου Θεσσαλονίκης) πέρσι, η κάθειρξη σύσσωμης της οικογένειας Τσοχατζόπουλου και, όπως όλοι διαισθανόμαστε, έπονται και άλλοι απαστράπτοντες αστέρες της ελληνικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών.
Νιώθω πολλούς να ρωτάνε: «Δεν χαίρεσαι; Δεν ήρθε η ώρα να πληρώσουν οι καταχραστές και οι διεφθαρμένοι;». Απαντώ: Ο καθείς να τιμωρηθεί, εφόσον προκύψει ενοχή του, με τρόπο που αναλογικά παραπέμπει στην απαξία των πράξεών του και στη ζημιά που προέκυψε. Ασφαλώς λοιπόν τιμωρία. Όχι «παραδειγματική» ούτε «δρακόντεια», αλλά σύμμετρη με το μέγεθος των άδικων πράξεων. Το λέω διότι στην Ελλάδα σήμερα είναι του συρμού να ζητάμε επί πίνακι «διεφθαρμένες κεφαλές», χωρίς να αποδίδουμε σημασία στο ότι ο μηχανισμός που τις τρέφει μένει άθικτος, συνεχίζοντας να παράγει ασυδοσία. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που είδαμε στη δίκη Παπαγεωργόπουλου και στηλιτεύσαμε ως Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου: «Αντί να καταδικάζουμε χίλιους διεφθαρμένους λειτουργούς, καταδικάζουμε έναν σε χίλια χρόνια»
Σε παλαιότερο άρθρο μου στις φιλόξενες αυτές σελίδες έγραφα –πριν ακόμη ανοίξουν για τα καλά οι ασκοί του Αιόλου της ελληνικής διαφθοράς– ότι το κυνήγι των σκανδάλων και η πομπώδης ανάδειξη της σαπίλας του ελληνικού αστισμού αποδίδουν πρόσκαιρα μόνο πολιτικά οφέλη: τη σχετική ρητορική, από μόνη της, μπορούν εύκολα να την οικειοποιηθούν όλοι οι πολιτικοί χώροι, με πρώτη και καλύτερη την Ακροδεξιά. Η Ακροδεξιά ανέκαθεν στοχεύει στην εξάρθρωση της «εκφυλισμένης» κυβερνώσας ελίτ, βρίσκοντας άφθονη πρώτη ύλη στα κακώς κείμενά της. Τα φαινόμενα αυτά μπορεί να βοηθάνε δημοσκοπικά (και) την Αριστερά, όσο όμως αυτή δεν δουλεύει πολιτικά για να τα εντάξει στο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο που τους αρμόζει, αναζητώντας ταυτόχρονα μηχανισμούς λογοδοσίας και συντεταγμένης παύσης της ατιμωρησίας, τότε τα φαινόμενα αυτά οπλίζουν αποτελεσματικά το χέρι του αντιπάλου («Αντιακροδεξιά στρατηγική και αντιφασιστικό μέτωπο», «Ενθέματα», 30.9.2012). Δεν πρέπει λοιπόν να εκπλήσσει ότι η anti-corruption ρητορική αποτελεί σήμερα βασικό εργαλείο στον αγώνα επιβίωσης της πρωθυπουργικής πυγμής.
Τα σκάνδαλα και η διαφθορά συνιστούν ουσιωδώς άδικες πράξεις, πρώτης τάξης παραβιάσεις των δικαιωμάτων όσων χάνουν, με τον α΄ ή β΄ τρόπο, την πρόσβαση στα δημόσια αγαθά εξαιτίας των υπεξαιρέσεων. Τη διαφθορά, λοιπόν, θα πρέπει να τη υποστασιοποιούμε περισσότερο από την πλευρά εκείνων που εξαιτίας της χάνουν την πρόσβαση σε ένα κοινωνικό αγαθό, παρά από την οπτική του θύτη. Έτσι συμβάλλουμε σε μια ουσιαστική αποτίμηση και τιμώρηση, αναδεικνύοντας τι πραγματικά χάνουν τα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Αλήθεια, πού είναι τα 20 εκατομμύρια που υπεξαιρέθηκαν στον Δήμο Θεσσαλονίκης; Πόσα θα μπορούσαν να γίνουν μ’ αυτά;
Έτσι, νομίζω, μπορούμε να αποφύγουμε ένα διπλό σκόπελο. Από τα δεξιά, την υπόκλιση σε μια αφελή θεσμολαγνία, που συνήθως πάει χέρι-χέρι με μια ρητορεία περί «δρακόντειων νόμων», θέσπισης σώματος αδιάφθορων, οι οποίοι με τη σειρά τους διαφθείρονται, θεσπίζεται ένα νέο σώμα «υπεραδιάφθορων» κ.ο.κ. Υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικοί νόμοι καταπολέμησης της διαφθοράς, αλλά δεν νοούνται τέλειοι θεσμοί που θα την αποκλείουν. Από την άλλη, έχουμε να αναμετρηθούμε με μια εξίσου αφελή «δομιστική» ερμηνεία, δημοφιλή στα αριστερά καφενεία, που λέει ότι αφού η διαφθορά είναι σύμφυτη στον καπιταλισμό θα διορθωθεί μονάχα –ζήσε Μάη μου– στην αταξική κοινωνία. Προφανώς, αναγνωρίζοντας ότι το σύστημα και συγκεκριμένες πολιτικές παράγουν διαφθορά, πρέπει ταυτόχρονα να αναζητάμε, σ’ αυτή τη ζωή και όχι στα λιβάδια του μέλλοντος, αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες λογοδοσίας και ελέγχου.
Πολιτειακά κρίσιμες συνθέσεις. Υπάρχουν ικανοί λόγοι που ανησυχούμε για τη δημοκρατία στην Ελλάδα των Μνημονίων (ελλειμματική νομιμοποίηση της τρόικας, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, απαξίωση της Βουλής, κατάργηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης κλπ.). Σαν να μη φτάνουν, έχει πλέον προστεθεί για τα καλά ένας ακόμη, ο οποίος φαίνεται ότι διαθέτει μια κρύφια δυναμική θανάσιμης ισοπέδωσης — κι είμαστε ακόμη στην αρχή. Φοβούμαι, δηλαδή, ότι το καίριο χτύπημα στην Ελληνική Δημοκρατία μπορεί να το δώσουν η μεγάλη ανυποληψία και η ηθική απαξίωση στην οποία έχουν περιέλθει οι ελληνικές ελίτ στις συνειδήσεις των ανθρώπων.
\Οι απανωτές αποκαλύψεις για τη διαφθορά ακούγονται σαν επιθανάτιος ρόγχος αυτών που κυβέρνησαν μέχρι σήμερα. Αυτό είναι καταρχάς καλό, καθώς κάποια στιγμή πρέπει να τελειώνουμε με εκείνους που φέρανε τη χώρα στην εμπροσθοφυλακή της παγκόσμιας κρίσης, εγκυμονεί όμως θανάσιμους κινδύνους αν δεν το διαχειριστούμε με σωφροσύνη. Οι βαρύτατες καταδίκες, βορά σε μια κοινωνία που θέλει αποκεφαλισμούς, δεν προοιωνίζονται τίποτε καλό αφεαυτές. Αντιθέτως. Η ελληνική δικαιοσύνη είναι συστηματικά εθισμένη να καταλογίζει σκληρότατες ποινές –τις λιγοστές φορές που ένοχοι για διαφθορά προσάγονταν ενώπιον της–, αλλά αυτό φυσικά δεν έχει αποτελέσει εμπόδιο στη συνέχιση τέτοιων εγκλημάτων. Οι ιδιαζόντως αυστηρές καταδίκες (η λατρεία του «πέλεκυ» και της εξόντωσης, συλλογικό αίσθημα που τρέφεται από τη μνησικακία και όχι την προσήλωση στο δίκαιο), μπορούν κατεξοχήν να εντείνουν και να ανατροφοδοτήσουν τη νοοτροπία όχλου, πρώτη ύλη της ακροδεξιάς ιδεολογίας. Με τον ίδιο τρόπο που τόσα χρόνια το έκανε αντιστρόφως η συστηματική ατιμωρησία των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ.
Όσο λοιπόν κι αν η οργή εναντίον των διεφθαρμένων πολιτικών και επιχειρηματιών είναι ευεξήγητη, ακόμα και δικαιολογημένη, δεν κάνει καλό, παρά μόνο αν μετασχηματιστεί σε τεκμηριωμένη κοινωνική κριτική. Και πάλι, τότε, δεν είναι βέβαιο ότι η κυοφορία θα πετύχει, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Αν μείνει ως έχει –και ιστορικά αυτό είναι συνηθέστερο– συμβάλλει στην εδραίωση του ακροδεξιού λαϊκισμού, στις κραυγές για «κρεμάλες» εναντίον των πλουσίων, των τραπεζιτών (των Εβραίων δηλαδή, στο χρυσαυγίτικο λεξιλόγιο), των διανοουμένων κλπ.
Εν κατακλείδι, βρισκόμαστε ενώπιον κρίσιμων, πολύ δύσκολων αλλά βιοτικά αναγκαίων συνθέσεων:
* Πώς θα διακρίνουμε τα πραγματικά μεγάλα σκάνδαλα με βάση τη ζημιά που προκαλούν στο δημόσιο συμφέρον (λ.χ. ΤΤ), από τα εμβληματικά σκάνδαλα με βάση την ένταση που απασχολούν το δημόσιο αίσθημα (Λιάπης). Το αίσθημα μπορεί να προκαλείται από τα μικρά και να μένει απαθές στα μεγάλα.
* Πώς θα δημιουργήσουμε σοβαρούς θεσμούς λογοδοσίας, προλαβαίνοντας την ανάγκη τιμωρίας.
* Πώς αντί τον «πέλεκυ» ή τη «δαμόκλειο σπάθη» της δικαιοσύνης θα σκεφτούμε τη σοφή ζυγαριά της Θέμιδος (ξέρω πόσο αφελές φαντάζει αυτό σε μερικούς), που σημαίνει ότι νομιμότητα χωρίς αναλογικότητα είναι εφιάλτης. Και μάλιστα όχι (μόνο) όταν δικάζονται οι φίλοι μας, αλλά και οι αντίπαλοί μας. Διότι εκεί δοκιμαζόμαστε.
*Πώς θα ξεχωρίσουμε τις εξαιρέσεις από τον κανόνα, όπως κατεξοχήν δεν έκανε το σύστημα (media και κυβέρνηση) επ’ αφορμή της φυγής Ξηρού.
Με δύο λόγια: πώς θα τιμωρούμε αυτούς που πρέπει, χωρίς να σκάβουμε τον τάφο της ελληνικής δημοκρατίας. Δύσκολα πράγματα…
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
«Τι ενισχύει τη Χρυσή Αυγή περισσότερο; Τα Μνημόνια ή ο Λιάπης;» με ρώτησε έγκριτος νομικός φίλος, ο οποίος θεωρεί αναγκαίο κακό τα πρώτα. Προσπαθώ εισαγωγικά να συνοψίσω το πρόβλημα. Κι αυτό δεν είναι τόσο ότι ο ανιψιός τού Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι μάλλον ένοχος για τις μικροαπάτες που του καταλογίζονται, αλλά το ότι είναι σίγουρα υπεύθυνος για την εξαγρίωση ενός ήδη αλαφιασμένου λαού.
Διαφθορά, τιμωρία και δημοκρατία. Μετά τις πλαστές πινακίδες του Touareg, ακολούθησαν οι απίθανες μίζες του Υπουργείου Άμυνας: άνθρωποι που κάνανε παραμονές Πρωτοχρονιάς μες στη μιζέρια άκουγαν πρώην στρατιωτικούς να μιλάνε για τρελά λεφτά που έμπαιναν στο λογαριασμό τους. Μετά ήρθαν οι ποινικές διώξεις για το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, όπου πλέον σύσσωμο το σύστημα που κυβερνά την Ελλάδα –χωρίς καμία διαφοροποίηση κόμματος και οικογένειας– εμφανίζεται
βουτηγμένο στη δολοπλοκία, τη δωροδοκία, τη διαφθορά. Είχαν προηγηθεί καταδίκες σε ισόβια (του πρώην δημάρχου Θεσσαλονίκης) πέρσι, η κάθειρξη σύσσωμης της οικογένειας Τσοχατζόπουλου και, όπως όλοι διαισθανόμαστε, έπονται και άλλοι απαστράπτοντες αστέρες της ελληνικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών.
Νιώθω πολλούς να ρωτάνε: «Δεν χαίρεσαι; Δεν ήρθε η ώρα να πληρώσουν οι καταχραστές και οι διεφθαρμένοι;». Απαντώ: Ο καθείς να τιμωρηθεί, εφόσον προκύψει ενοχή του, με τρόπο που αναλογικά παραπέμπει στην απαξία των πράξεών του και στη ζημιά που προέκυψε. Ασφαλώς λοιπόν τιμωρία. Όχι «παραδειγματική» ούτε «δρακόντεια», αλλά σύμμετρη με το μέγεθος των άδικων πράξεων. Το λέω διότι στην Ελλάδα σήμερα είναι του συρμού να ζητάμε επί πίνακι «διεφθαρμένες κεφαλές», χωρίς να αποδίδουμε σημασία στο ότι ο μηχανισμός που τις τρέφει μένει άθικτος, συνεχίζοντας να παράγει ασυδοσία. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που είδαμε στη δίκη Παπαγεωργόπουλου και στηλιτεύσαμε ως Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου: «Αντί να καταδικάζουμε χίλιους διεφθαρμένους λειτουργούς, καταδικάζουμε έναν σε χίλια χρόνια»
Σε παλαιότερο άρθρο μου στις φιλόξενες αυτές σελίδες έγραφα –πριν ακόμη ανοίξουν για τα καλά οι ασκοί του Αιόλου της ελληνικής διαφθοράς– ότι το κυνήγι των σκανδάλων και η πομπώδης ανάδειξη της σαπίλας του ελληνικού αστισμού αποδίδουν πρόσκαιρα μόνο πολιτικά οφέλη: τη σχετική ρητορική, από μόνη της, μπορούν εύκολα να την οικειοποιηθούν όλοι οι πολιτικοί χώροι, με πρώτη και καλύτερη την Ακροδεξιά. Η Ακροδεξιά ανέκαθεν στοχεύει στην εξάρθρωση της «εκφυλισμένης» κυβερνώσας ελίτ, βρίσκοντας άφθονη πρώτη ύλη στα κακώς κείμενά της. Τα φαινόμενα αυτά μπορεί να βοηθάνε δημοσκοπικά (και) την Αριστερά, όσο όμως αυτή δεν δουλεύει πολιτικά για να τα εντάξει στο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο που τους αρμόζει, αναζητώντας ταυτόχρονα μηχανισμούς λογοδοσίας και συντεταγμένης παύσης της ατιμωρησίας, τότε τα φαινόμενα αυτά οπλίζουν αποτελεσματικά το χέρι του αντιπάλου («Αντιακροδεξιά στρατηγική και αντιφασιστικό μέτωπο», «Ενθέματα», 30.9.2012). Δεν πρέπει λοιπόν να εκπλήσσει ότι η anti-corruption ρητορική αποτελεί σήμερα βασικό εργαλείο στον αγώνα επιβίωσης της πρωθυπουργικής πυγμής.
Τα σκάνδαλα και η διαφθορά συνιστούν ουσιωδώς άδικες πράξεις, πρώτης τάξης παραβιάσεις των δικαιωμάτων όσων χάνουν, με τον α΄ ή β΄ τρόπο, την πρόσβαση στα δημόσια αγαθά εξαιτίας των υπεξαιρέσεων. Τη διαφθορά, λοιπόν, θα πρέπει να τη υποστασιοποιούμε περισσότερο από την πλευρά εκείνων που εξαιτίας της χάνουν την πρόσβαση σε ένα κοινωνικό αγαθό, παρά από την οπτική του θύτη. Έτσι συμβάλλουμε σε μια ουσιαστική αποτίμηση και τιμώρηση, αναδεικνύοντας τι πραγματικά χάνουν τα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Αλήθεια, πού είναι τα 20 εκατομμύρια που υπεξαιρέθηκαν στον Δήμο Θεσσαλονίκης; Πόσα θα μπορούσαν να γίνουν μ’ αυτά;
Έτσι, νομίζω, μπορούμε να αποφύγουμε ένα διπλό σκόπελο. Από τα δεξιά, την υπόκλιση σε μια αφελή θεσμολαγνία, που συνήθως πάει χέρι-χέρι με μια ρητορεία περί «δρακόντειων νόμων», θέσπισης σώματος αδιάφθορων, οι οποίοι με τη σειρά τους διαφθείρονται, θεσπίζεται ένα νέο σώμα «υπεραδιάφθορων» κ.ο.κ. Υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικοί νόμοι καταπολέμησης της διαφθοράς, αλλά δεν νοούνται τέλειοι θεσμοί που θα την αποκλείουν. Από την άλλη, έχουμε να αναμετρηθούμε με μια εξίσου αφελή «δομιστική» ερμηνεία, δημοφιλή στα αριστερά καφενεία, που λέει ότι αφού η διαφθορά είναι σύμφυτη στον καπιταλισμό θα διορθωθεί μονάχα –ζήσε Μάη μου– στην αταξική κοινωνία. Προφανώς, αναγνωρίζοντας ότι το σύστημα και συγκεκριμένες πολιτικές παράγουν διαφθορά, πρέπει ταυτόχρονα να αναζητάμε, σ’ αυτή τη ζωή και όχι στα λιβάδια του μέλλοντος, αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες λογοδοσίας και ελέγχου.
Πολιτειακά κρίσιμες συνθέσεις. Υπάρχουν ικανοί λόγοι που ανησυχούμε για τη δημοκρατία στην Ελλάδα των Μνημονίων (ελλειμματική νομιμοποίηση της τρόικας, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, απαξίωση της Βουλής, κατάργηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης κλπ.). Σαν να μη φτάνουν, έχει πλέον προστεθεί για τα καλά ένας ακόμη, ο οποίος φαίνεται ότι διαθέτει μια κρύφια δυναμική θανάσιμης ισοπέδωσης — κι είμαστε ακόμη στην αρχή. Φοβούμαι, δηλαδή, ότι το καίριο χτύπημα στην Ελληνική Δημοκρατία μπορεί να το δώσουν η μεγάλη ανυποληψία και η ηθική απαξίωση στην οποία έχουν περιέλθει οι ελληνικές ελίτ στις συνειδήσεις των ανθρώπων.
\Οι απανωτές αποκαλύψεις για τη διαφθορά ακούγονται σαν επιθανάτιος ρόγχος αυτών που κυβέρνησαν μέχρι σήμερα. Αυτό είναι καταρχάς καλό, καθώς κάποια στιγμή πρέπει να τελειώνουμε με εκείνους που φέρανε τη χώρα στην εμπροσθοφυλακή της παγκόσμιας κρίσης, εγκυμονεί όμως θανάσιμους κινδύνους αν δεν το διαχειριστούμε με σωφροσύνη. Οι βαρύτατες καταδίκες, βορά σε μια κοινωνία που θέλει αποκεφαλισμούς, δεν προοιωνίζονται τίποτε καλό αφεαυτές. Αντιθέτως. Η ελληνική δικαιοσύνη είναι συστηματικά εθισμένη να καταλογίζει σκληρότατες ποινές –τις λιγοστές φορές που ένοχοι για διαφθορά προσάγονταν ενώπιον της–, αλλά αυτό φυσικά δεν έχει αποτελέσει εμπόδιο στη συνέχιση τέτοιων εγκλημάτων. Οι ιδιαζόντως αυστηρές καταδίκες (η λατρεία του «πέλεκυ» και της εξόντωσης, συλλογικό αίσθημα που τρέφεται από τη μνησικακία και όχι την προσήλωση στο δίκαιο), μπορούν κατεξοχήν να εντείνουν και να ανατροφοδοτήσουν τη νοοτροπία όχλου, πρώτη ύλη της ακροδεξιάς ιδεολογίας. Με τον ίδιο τρόπο που τόσα χρόνια το έκανε αντιστρόφως η συστηματική ατιμωρησία των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ.
Όσο λοιπόν κι αν η οργή εναντίον των διεφθαρμένων πολιτικών και επιχειρηματιών είναι ευεξήγητη, ακόμα και δικαιολογημένη, δεν κάνει καλό, παρά μόνο αν μετασχηματιστεί σε τεκμηριωμένη κοινωνική κριτική. Και πάλι, τότε, δεν είναι βέβαιο ότι η κυοφορία θα πετύχει, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Αν μείνει ως έχει –και ιστορικά αυτό είναι συνηθέστερο– συμβάλλει στην εδραίωση του ακροδεξιού λαϊκισμού, στις κραυγές για «κρεμάλες» εναντίον των πλουσίων, των τραπεζιτών (των Εβραίων δηλαδή, στο χρυσαυγίτικο λεξιλόγιο), των διανοουμένων κλπ.
Εν κατακλείδι, βρισκόμαστε ενώπιον κρίσιμων, πολύ δύσκολων αλλά βιοτικά αναγκαίων συνθέσεων:
* Πώς θα διακρίνουμε τα πραγματικά μεγάλα σκάνδαλα με βάση τη ζημιά που προκαλούν στο δημόσιο συμφέρον (λ.χ. ΤΤ), από τα εμβληματικά σκάνδαλα με βάση την ένταση που απασχολούν το δημόσιο αίσθημα (Λιάπης). Το αίσθημα μπορεί να προκαλείται από τα μικρά και να μένει απαθές στα μεγάλα.
* Πώς θα δημιουργήσουμε σοβαρούς θεσμούς λογοδοσίας, προλαβαίνοντας την ανάγκη τιμωρίας.
* Πώς αντί τον «πέλεκυ» ή τη «δαμόκλειο σπάθη» της δικαιοσύνης θα σκεφτούμε τη σοφή ζυγαριά της Θέμιδος (ξέρω πόσο αφελές φαντάζει αυτό σε μερικούς), που σημαίνει ότι νομιμότητα χωρίς αναλογικότητα είναι εφιάλτης. Και μάλιστα όχι (μόνο) όταν δικάζονται οι φίλοι μας, αλλά και οι αντίπαλοί μας. Διότι εκεί δοκιμαζόμαστε.
*Πώς θα ξεχωρίσουμε τις εξαιρέσεις από τον κανόνα, όπως κατεξοχήν δεν έκανε το σύστημα (media και κυβέρνηση) επ’ αφορμή της φυγής Ξηρού.
Με δύο λόγια: πώς θα τιμωρούμε αυτούς που πρέπει, χωρίς να σκάβουμε τον τάφο της ελληνικής δημοκρατίας. Δύσκολα πράγματα…
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου