Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε Κυβέρνηση. Και από σήμερα καλείται, μεταξύ πολλών άλλων βεβαίως, να αντιμετωπίσει ένα καινούργιο και ίσως πολυπλοκότερο πρόβλημα. Αυτό των σχέσεων του κόμματος με την Κυβέρνηση και το Κράτος.
Υπάρχουν σε γενικές γραμμές δύο τρόποι να απαντηθεί αυτό το πρόβλημα. Ο πρώτος είναι να αποδεχτεί κανείς ότι διαχειρίζεται την υφιστάμενη δομή, με τον ίδιο λίγο έως πολύ (παλαιό) τρόπο και την ίδια (παλαιά) μεθοδολογία. Ο δεύτερος να αποδεχτεί ότι έχει μια πρόκληση μπροστά του, τη διεύθυνση του κράτους (και της κυβέρνησης ειδικότερα) προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, επομένως μια μακρά διαδικασία ριζικών μετασχηματισμών, τόσο του κράτους καθαυτού όσο και των δομών πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Ενας ευρύτερα διατυπωμένος φόβος προεκλογικά ήταν το κατά πόσον ο «ΣΥΡΙΖΑ θα γινόταν ΠΑΣΟΚ». Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε ΠΑΣΟΚ – ούτε θα μπορούσε να γίνει – λόγω της συμμετοχής στα ψηφοδέλτια ορισμένων ανθρώπων προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ, ούτε πρόκειται να γίνει ΠΑΣΟΚ εξαιτίας του γεγονότος ότι στην Κυβέρνηση συμμετέχουν ορισμένοι με ΠΑΣΟΚικό παρελθόν. Η συζήτηση αυτή – όσο κι’αν απηχεί υπαρκτούς και βάσιμους φόβους – είχε και έχει λάθος παραδοχές. Ο κίνδυνος ο «ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ΠΑΣΟΚ» θα γίνει ορατός τώρα. Αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Σημαίνει: α) Να «απορροφηθεί» το κόμμα από το κράτος. Να «αδειάσει» δηλαδή το κόμμα και να γίνει «κράτος» και «κυβερνητικές θέσεις». β) να πάψει να αναζητεί τους πόρους του στην κοινωνία (όλων των ειδών τους πόρους: προγραμματικούς, ιδεολογικούς, οικονομικούς, ανθρώπινους, κοκ) και να μεταβληθεί σε ένα είδος «κρατικού κόμματος» όπου όλοι οι πόροι του εξαρτώνται και προέρχονται από το κράτος. γ) να θεωρηθεί ότι ο χώρος συγκρότησης και αναπαραγωγής της κοινωνικής συμμαχίας που εκπροσωπείται είναι η «Κυβέρνηση» (και το Κράτος κατ’επέκτασιν) και όχι το κόμμα. Το τρίτο αυτό στοιχείο θα επισφράγιζε την «κρατικοποίηση» του κόμματος και το μετασχηματισμό του σε ένα εκλογικίστικο και προσωποκεντρικό πελατειακό οργανισμό. Τότε και μόνον τότε «θα γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ νέο ΠΑΣΟΚ», αν δηλαδή ενσωματώσει λειτουργίες και δομές πολιτικής αντιπροσώπευσης που τον μεταβάλλουν από κόμμα της κοινωνίας σε κόμμα του κράτους. Αυτό δηλαδή που κατέληξε να είναι και να εκπροσωπεί το ΠΑΣΟΚ.
Στην εφαρμοσμένη άσκηση της πολιτικής (και κυρίως της αστικής πολιτικής) θεωρείται ορθόν το «κόμμα» να υποβαθμιστεί και όλο το κέντρο βάρους να μετατοπιστεί στην «Κυβέρνηση». Τεράστιο στρατηγικό και ιστορικό λάθος. Το κόμμα είναι «μόνιμος» σχηματισμός («θεσμός»), η Κυβέρνηση «προσωρινή». Το κόμμα είναι η συνέχεια της συλλογικής συνείδησης, η Κυβέρνηση είναι μία στιγμή και μία πλευρά της πολιτικής του. Επομένως, το κόμμα είναι το επίκεντρο οργάνωσης και αναπαραγωγής κοινωνικών συμμαχιών, το κόμμα είναι ο συμπυκνωτής του πολιτικού προγράμματος που εφαρμόζεται, το κόμμα εντέλει είναι ο πυρήνας παραγωγής πολιτικής. Η λειτουργία αυτή δεν αφορά μόνον στα αριστερά κόμματα. Αφορά σε όλων των ειδών τα κόμματα αντιπροσώπευσης (ακόμα και τα αστικά ή συντηρητικά που δεν εξαρτώνται μονομερώς από το κράτος), αφού στη ρίζα αυτής της θέσης ενυπάρχει η αποδοχή του «κόμματος» ως του βασικού θεσμού πολιτικής αντιπροσώπευσης. Αλλά βεβαίως, αφορά πολύ περισσότερο ένα αριστερό κόμμα, ένα «κόμμα των μαζών» όπως θα λέγαμε κάποτε,
Με βάση τα παραπάνω επιβάλλεται στη σημερινή συγκυρία να ανοίξει μια σε βάθος συζήτηση για το «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ», συζήτηση όμως που πρέπει να είναι μεθοδολογικά οριοθετημένη, τεκμηριωμένη και δυναμική σε νέες ιδέες. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να είναι μια συζήτηση «κωφών», ούτε μια συζήτηση ανθρώπων με προϋπάρχουσες ιδεοληψίες.
Εν’όψει αυτής της συζήτησης είναι πιστεύω κρίσιμες οι παρακάτω συντεταγμένες:
1. Το «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ» ισορροπεί σήμερα σε τεντωμένο σχοινί. Κάνει θαυμάσια πράγματα, αλλά και αδικαιολόγητα λάθη. Είναι και σεκταριστικό και ανοικτό. Είναι και γραφειοκρατικό και φιλελεύθερο. Για την ακρίβεια, αδυνατεί να οριοθετήσει μεθοδολογικά τη λειτουργία του. Απέχει πολύ από το να θεωρηθεί «κόμμα των μελών», με μεγάλη ευθύνη των ηγετικών του οργάνων, αλλά και οι Οργανώσεις των Μελών πολλές φορές αδυνατούν να λειτουργήσουν ως «κόμμα μαζών» και όχι ως «κόμμα στελεχών». Με δύο λόγια, το κόμμα μας απέχει πολύ από το να θεωρηθεί συλλογικός διανοούμενος των «από κάτω».
2. Χωρίς κόμμα ωστόσο δεν μπορεί να υπάρξει ούτε Κυβέρνηση, ούτε αριστερό πρόγραμμα, γιατί το κόμμα είναι ο οργανωτής και ο εκφραστής της «κοινωνικής συμμαχίας». Είναι το πεδίο αποκρυστάλλωσής της. Το κόμμα δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να ξεπεραστεί ή να αγνοηθεί. Επιβάλλεται να διορθωθεί, έτσι ώστε να διαδραματίσει ιστορικό ρόλο μακράς πνοής.
3. Η συζήτηση περί σχέσεων Κόμματος – Κυβέρνησης δεν πρέπει να γίνει με παλαιές και ξεπερασμένες θεωρητικές προσεγγίσεις. Συνήθως η συζήτηση αυτή εξαντλείται σε διαπιστώσεις δεοντολογίας: «το κόμμα (πρέπει να) σπρώχνει την κυβέρνηση», «(να) κριτικάρει την Κυβέρνηση», «(να) ελέγχει την Κυβέρνηση», κοκ. Είναι κατά τη γνώμη μου λάθος μέθοδος συζήτησης, λάθος σημείο αφετηρίας. Το κόμμα για να τα κάνει όλα αυτά και πολύ περισσότερα πρέπει να αλλάξει το πεδίο της δραστηριότητάς του. Το κόμμα δεν πρέπει να «βλέπει» προς την Κυβέρνηση, αλλά προς την κοινωνία και το κοινωνικό σώμα. Να οργανώσει και να κάνει συνεκτική την κοινωνική συμμαχία που σήμερα κτίζεται. Εχει το δικό του πεδίο βολής, τον δικό του ορίζοντα. Θα ήταν δομικό λάθος να εξαρτήσει την δουλειά του και το χώρο του από την Κυβέρνηση. Ούτε μπρος ούτε πίσω από την Κυβέρνηση. Κανένας ετεροκαθορισμός από την Κυβέρνηση. Στροφή προς το κοινωνικό σώμα, με μαζικό προσανατολισμό, στρατηγική συγκρότησης κοινωνικών μετώπων και ανάδειξη μαζικών κοινωνικών στελεχών. Αφού τα κάνει όλα αυτά, τότε η επίδραση προς την «Κυβέρνηση» θα είναι αυτονόητη και πολύ σημαντική. Γιατί, απλούστατα, δεν θα είναι παρακολούθημα του κράτους αλλά «κόμμα της κοινωνίας».
4. Το κόμμα επιβάλλεται να αποκτήσει μαζικό προσανατολισμό και συγκροτημένη δουλειά πεδίου. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Το κόμμα πρέπει να ρίξει το βάρος του στη διεύρυνση και σταθεροποίηση της κοινωνικής εκλογικής βάσης, να αντιστοιχηθεί με αυτήν με ένα πολιτικό πρόγραμμα και μια πολιτική ανάδειξης νέας γενιάς μαζικών κοινωνικών στελεχών, με μετρήσιμους στόχους μέσα στην επόμενη πενταετία. Στην πρώτη γραμμή των στόχων του πρέπει να είναι η δημιουργία / ισχυροποίηση συνδικάτων και δομών κοινωνικής αντιπροσώπευσης, με έμφαση στην ένταξη όλων των «αποκλεισμένων» σε αυτήν, ο πλήρης εκδημοκρατισμός της ΓΣΕΕ και η οριστική συντριβή του συνδικαλιστικού καρτέλ που λυμαίνεται τα συνδικάτα, η ανάπτυξη ενός ισχυρού και δομημένου νεολαϊστικού και πολιτισμικού κινήματος στη χώρα, με έμφαση στην κατοχύρωση κοινωνικών και επικοινωνιακών δικαιωμάτων, και βεβαίως, η ενίσχυση των τοπικών δομών αλληλεγγύης με στόχο την καθοριστική ενίσχυση της Αριστεράς στο τοπικό κράτος (γειτονιές, Δήμοι, Περιφέρειες), εκεί δηλαδή που συγκροτούνται και ανασυγκροτούνται οι κοινωνικές συμμαχίες μακροχρόνια.
5. Προφανώς, όλη αυτή η στρατηγική για το κόμμα περνάει μέσα από την ενίσχυση των δομών του και της ενδοκομματικής του δημοκρατίας. Επιβάλλεται μια διευρυμένη συζήτηση για ένα κόμμα μαζικό, ανοικτό στα κοινωνικά κινήματα και τις συλλογικότητες, με καταστατικές αλλαγές που θα εμβαθύνουν τη δημοκρατία και την εσωκομματική απογραφειοκρατικοποίηση, με αναβαθμισμένα όργανα πολιτικής συγκρότησης και παραγωγής πολιτικής και στρατηγικής.
Πηγή: Εποχή
Υπάρχουν σε γενικές γραμμές δύο τρόποι να απαντηθεί αυτό το πρόβλημα. Ο πρώτος είναι να αποδεχτεί κανείς ότι διαχειρίζεται την υφιστάμενη δομή, με τον ίδιο λίγο έως πολύ (παλαιό) τρόπο και την ίδια (παλαιά) μεθοδολογία. Ο δεύτερος να αποδεχτεί ότι έχει μια πρόκληση μπροστά του, τη διεύθυνση του κράτους (και της κυβέρνησης ειδικότερα) προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, επομένως μια μακρά διαδικασία ριζικών μετασχηματισμών, τόσο του κράτους καθαυτού όσο και των δομών πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Ενας ευρύτερα διατυπωμένος φόβος προεκλογικά ήταν το κατά πόσον ο «ΣΥΡΙΖΑ θα γινόταν ΠΑΣΟΚ». Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε ΠΑΣΟΚ – ούτε θα μπορούσε να γίνει – λόγω της συμμετοχής στα ψηφοδέλτια ορισμένων ανθρώπων προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ, ούτε πρόκειται να γίνει ΠΑΣΟΚ εξαιτίας του γεγονότος ότι στην Κυβέρνηση συμμετέχουν ορισμένοι με ΠΑΣΟΚικό παρελθόν. Η συζήτηση αυτή – όσο κι’αν απηχεί υπαρκτούς και βάσιμους φόβους – είχε και έχει λάθος παραδοχές. Ο κίνδυνος ο «ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ΠΑΣΟΚ» θα γίνει ορατός τώρα. Αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Σημαίνει: α) Να «απορροφηθεί» το κόμμα από το κράτος. Να «αδειάσει» δηλαδή το κόμμα και να γίνει «κράτος» και «κυβερνητικές θέσεις». β) να πάψει να αναζητεί τους πόρους του στην κοινωνία (όλων των ειδών τους πόρους: προγραμματικούς, ιδεολογικούς, οικονομικούς, ανθρώπινους, κοκ) και να μεταβληθεί σε ένα είδος «κρατικού κόμματος» όπου όλοι οι πόροι του εξαρτώνται και προέρχονται από το κράτος. γ) να θεωρηθεί ότι ο χώρος συγκρότησης και αναπαραγωγής της κοινωνικής συμμαχίας που εκπροσωπείται είναι η «Κυβέρνηση» (και το Κράτος κατ’επέκτασιν) και όχι το κόμμα. Το τρίτο αυτό στοιχείο θα επισφράγιζε την «κρατικοποίηση» του κόμματος και το μετασχηματισμό του σε ένα εκλογικίστικο και προσωποκεντρικό πελατειακό οργανισμό. Τότε και μόνον τότε «θα γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ νέο ΠΑΣΟΚ», αν δηλαδή ενσωματώσει λειτουργίες και δομές πολιτικής αντιπροσώπευσης που τον μεταβάλλουν από κόμμα της κοινωνίας σε κόμμα του κράτους. Αυτό δηλαδή που κατέληξε να είναι και να εκπροσωπεί το ΠΑΣΟΚ.
Στην εφαρμοσμένη άσκηση της πολιτικής (και κυρίως της αστικής πολιτικής) θεωρείται ορθόν το «κόμμα» να υποβαθμιστεί και όλο το κέντρο βάρους να μετατοπιστεί στην «Κυβέρνηση». Τεράστιο στρατηγικό και ιστορικό λάθος. Το κόμμα είναι «μόνιμος» σχηματισμός («θεσμός»), η Κυβέρνηση «προσωρινή». Το κόμμα είναι η συνέχεια της συλλογικής συνείδησης, η Κυβέρνηση είναι μία στιγμή και μία πλευρά της πολιτικής του. Επομένως, το κόμμα είναι το επίκεντρο οργάνωσης και αναπαραγωγής κοινωνικών συμμαχιών, το κόμμα είναι ο συμπυκνωτής του πολιτικού προγράμματος που εφαρμόζεται, το κόμμα εντέλει είναι ο πυρήνας παραγωγής πολιτικής. Η λειτουργία αυτή δεν αφορά μόνον στα αριστερά κόμματα. Αφορά σε όλων των ειδών τα κόμματα αντιπροσώπευσης (ακόμα και τα αστικά ή συντηρητικά που δεν εξαρτώνται μονομερώς από το κράτος), αφού στη ρίζα αυτής της θέσης ενυπάρχει η αποδοχή του «κόμματος» ως του βασικού θεσμού πολιτικής αντιπροσώπευσης. Αλλά βεβαίως, αφορά πολύ περισσότερο ένα αριστερό κόμμα, ένα «κόμμα των μαζών» όπως θα λέγαμε κάποτε,
Με βάση τα παραπάνω επιβάλλεται στη σημερινή συγκυρία να ανοίξει μια σε βάθος συζήτηση για το «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ», συζήτηση όμως που πρέπει να είναι μεθοδολογικά οριοθετημένη, τεκμηριωμένη και δυναμική σε νέες ιδέες. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να είναι μια συζήτηση «κωφών», ούτε μια συζήτηση ανθρώπων με προϋπάρχουσες ιδεοληψίες.
Εν’όψει αυτής της συζήτησης είναι πιστεύω κρίσιμες οι παρακάτω συντεταγμένες:
1. Το «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ» ισορροπεί σήμερα σε τεντωμένο σχοινί. Κάνει θαυμάσια πράγματα, αλλά και αδικαιολόγητα λάθη. Είναι και σεκταριστικό και ανοικτό. Είναι και γραφειοκρατικό και φιλελεύθερο. Για την ακρίβεια, αδυνατεί να οριοθετήσει μεθοδολογικά τη λειτουργία του. Απέχει πολύ από το να θεωρηθεί «κόμμα των μελών», με μεγάλη ευθύνη των ηγετικών του οργάνων, αλλά και οι Οργανώσεις των Μελών πολλές φορές αδυνατούν να λειτουργήσουν ως «κόμμα μαζών» και όχι ως «κόμμα στελεχών». Με δύο λόγια, το κόμμα μας απέχει πολύ από το να θεωρηθεί συλλογικός διανοούμενος των «από κάτω».
2. Χωρίς κόμμα ωστόσο δεν μπορεί να υπάρξει ούτε Κυβέρνηση, ούτε αριστερό πρόγραμμα, γιατί το κόμμα είναι ο οργανωτής και ο εκφραστής της «κοινωνικής συμμαχίας». Είναι το πεδίο αποκρυστάλλωσής της. Το κόμμα δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να ξεπεραστεί ή να αγνοηθεί. Επιβάλλεται να διορθωθεί, έτσι ώστε να διαδραματίσει ιστορικό ρόλο μακράς πνοής.
3. Η συζήτηση περί σχέσεων Κόμματος – Κυβέρνησης δεν πρέπει να γίνει με παλαιές και ξεπερασμένες θεωρητικές προσεγγίσεις. Συνήθως η συζήτηση αυτή εξαντλείται σε διαπιστώσεις δεοντολογίας: «το κόμμα (πρέπει να) σπρώχνει την κυβέρνηση», «(να) κριτικάρει την Κυβέρνηση», «(να) ελέγχει την Κυβέρνηση», κοκ. Είναι κατά τη γνώμη μου λάθος μέθοδος συζήτησης, λάθος σημείο αφετηρίας. Το κόμμα για να τα κάνει όλα αυτά και πολύ περισσότερα πρέπει να αλλάξει το πεδίο της δραστηριότητάς του. Το κόμμα δεν πρέπει να «βλέπει» προς την Κυβέρνηση, αλλά προς την κοινωνία και το κοινωνικό σώμα. Να οργανώσει και να κάνει συνεκτική την κοινωνική συμμαχία που σήμερα κτίζεται. Εχει το δικό του πεδίο βολής, τον δικό του ορίζοντα. Θα ήταν δομικό λάθος να εξαρτήσει την δουλειά του και το χώρο του από την Κυβέρνηση. Ούτε μπρος ούτε πίσω από την Κυβέρνηση. Κανένας ετεροκαθορισμός από την Κυβέρνηση. Στροφή προς το κοινωνικό σώμα, με μαζικό προσανατολισμό, στρατηγική συγκρότησης κοινωνικών μετώπων και ανάδειξη μαζικών κοινωνικών στελεχών. Αφού τα κάνει όλα αυτά, τότε η επίδραση προς την «Κυβέρνηση» θα είναι αυτονόητη και πολύ σημαντική. Γιατί, απλούστατα, δεν θα είναι παρακολούθημα του κράτους αλλά «κόμμα της κοινωνίας».
4. Το κόμμα επιβάλλεται να αποκτήσει μαζικό προσανατολισμό και συγκροτημένη δουλειά πεδίου. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Το κόμμα πρέπει να ρίξει το βάρος του στη διεύρυνση και σταθεροποίηση της κοινωνικής εκλογικής βάσης, να αντιστοιχηθεί με αυτήν με ένα πολιτικό πρόγραμμα και μια πολιτική ανάδειξης νέας γενιάς μαζικών κοινωνικών στελεχών, με μετρήσιμους στόχους μέσα στην επόμενη πενταετία. Στην πρώτη γραμμή των στόχων του πρέπει να είναι η δημιουργία / ισχυροποίηση συνδικάτων και δομών κοινωνικής αντιπροσώπευσης, με έμφαση στην ένταξη όλων των «αποκλεισμένων» σε αυτήν, ο πλήρης εκδημοκρατισμός της ΓΣΕΕ και η οριστική συντριβή του συνδικαλιστικού καρτέλ που λυμαίνεται τα συνδικάτα, η ανάπτυξη ενός ισχυρού και δομημένου νεολαϊστικού και πολιτισμικού κινήματος στη χώρα, με έμφαση στην κατοχύρωση κοινωνικών και επικοινωνιακών δικαιωμάτων, και βεβαίως, η ενίσχυση των τοπικών δομών αλληλεγγύης με στόχο την καθοριστική ενίσχυση της Αριστεράς στο τοπικό κράτος (γειτονιές, Δήμοι, Περιφέρειες), εκεί δηλαδή που συγκροτούνται και ανασυγκροτούνται οι κοινωνικές συμμαχίες μακροχρόνια.
5. Προφανώς, όλη αυτή η στρατηγική για το κόμμα περνάει μέσα από την ενίσχυση των δομών του και της ενδοκομματικής του δημοκρατίας. Επιβάλλεται μια διευρυμένη συζήτηση για ένα κόμμα μαζικό, ανοικτό στα κοινωνικά κινήματα και τις συλλογικότητες, με καταστατικές αλλαγές που θα εμβαθύνουν τη δημοκρατία και την εσωκομματική απογραφειοκρατικοποίηση, με αναβαθμισμένα όργανα πολιτικής συγκρότησης και παραγωγής πολιτικής και στρατηγικής.
Πηγή: Εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου