Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Η αριστοκρατία που δεν καταλαβαίνει πλέον τον κόσμο

Μολονότι προσβλητική για τη μνήμη του Θανάση Καναούτη, η Ελεγεία του Λοιδορημένου Ελεγκτή*, της Λένας Διβάνη, δεν ήταν παρά μια προσπάθεια να μπει φρένο στο συγκινησιακό “κατήφορο” της ελληνικής κοινωνίας μετά το θάνατο του 19χρονου παιδιού. Στην προσπάθεια αυτή, εξάλλου, η γνωστή συγγραφέας δεν είναι μόνη
 Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Στην ειλικρινή αγωνία που εξέφρασε διά του γνωστού τιτιβίσματος για το συμπαθή κλάδο (και, παραδόξως, όχι συντεχνία) των ελεγκτών, αναγνωρίζεται ένα ολόκληρο ρεύμα στο δημόσιο χώρο. Μια αριστοκρατία του πνεύματος που, ιδίως από το 2008 και μετά, αδυνατεί πλέον να καταλάβει τον κόσμο.

Για τους εκπροσώπους του ρεύματος αυτού, η έκφραση της αγανάκτησης για το επεισόδιο που προκάλεσε το θάνατο του 19χρονου παιδιού, είναι μια απόπειρα στυγνής πολιτικής εκμετάλλευσης της απώλειας και της δυστυχίας που αυτή προκάλεσε - στον “ιδιωτικό” βεβαίως χώρο, στους συγγενείς και στους φίλους του. Στη συλλογιστική τους, η συναισθηματική υπερεπένδυση του συμβάντος, και κυρίως οι πολιτικές προεκτάσεις της, δεν είναι παρά μια ακόμα απόδειξη της σύγκλισης των λαϊκισμών και των άκρων, αυτή τη φορά στο πεδίο της θανατοπολιτικής.

Η καταγγελία της περίφημης σύγκλισης Δεξιάς και Αριστεράς στη συγκεκριμένη εκδοχή είναι παλιά υπόθεση.

Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, και ανιχνεύοντας “αντιεκσυγχρονιστικές και εκσυγχρονιστικές τάσεις στο πολιτικό σύστημα” χρονολογούμενες από τη δεκαετία του ΄90, ο Ανδρέας Πανταζόπουλος [1] διαπίστωνε μια “ανερμάτιστη και για τούτο επικίνδυνη εισβολή των παθών στο δημόσιο χώρο”. Ανατρέχοντας στον γερμανό κοινωνιολόγο Ούλριχ Μπεκ, σημείωνε ότι “εάν η νεωτερικότητα προτάσσει τη διάνοια, τη λογική, τη διερώτηση, την αμφιβολία, το λόγο και την αιτία, η αντινεωτερικότητα παίζει το σκοπό των εγκαταλειμμένων και παραμελημένων συναισθημάτων”. Αυτό ασφαλώς “δεν σημαίνει ότι όλα τα συναισθήματα ή η αναφορά σε αυτά έχουν από μόνα τους αντινεωτερικό χαρακτήρα [αλλά] ότι οι αντινεωτερικές κατασκευές στηρίζονται σε συναισθήματα – στην ανάγκη της δράσης ή, ακριβέστερα, της άμυνας”.

Προσχωρώντας στη “δημοκρατία της συγκίνησης”, πάντοτε σύμφωνα με τον Πανταζόπουλο, η Αριστερά γινόταν αντιεκσυγχρονιστική, και γι΄ αυτό συντηρητική: “μια αριστοκρατία που δεν κατανοεί πλέον τον κόσμο”, και που αντίθετα, προτιμά να τον υποτάσσει στην τυραννική εξουσία του συναισθήματος, καταργώντας την έννοια και τις διαβαθμίσεις της ορθολογικής πολιτικής αντιπαλότητας, και χωρίζοντάς τον σε κοινότητες αγάπης και μίσους – σε φίλους και εχθρούς.

Έχει σημασία η περίοδος στην οποία αναφέρεται αυτή η κριτική. Είμαστε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄90, στα χρόνια δηλαδή της εκσυγχρονιστικής ευφορίας, όταν μια ορισμένη Αριστερά, εντυπωσιασμένη από τις ικανότητες της Δεξιάς να πολιτικοποιεί το φόβο του “εθνικού αποχρωματισμού” (ήδη από τα συλλαλητήρια του ΄92 για το Μακεδονικό), θα επιχερούσε να αμφισβητήσει την εκσυγχρονιστική ηγεμονία αναβαπτίζοντας τον παρωχημένο αντιιμπεριαλισμό της δεκαετίας του ΄70 σε μια εθνοκεντρική εκδοχή “αντιπαγκοσμιοποίησης”. Είναι ακόμα η εποχή που, ενώ έχουν καταγραφεί οι πρώτοι χαιρέκακοι πανηγυρισμοί για το “τέλος της Μεταπολίτευσης”, το μίσος για τη Μεταπολίτευση δεν έχει γίνει εθνική ιδεολογία.

Αρκετά χρόνια αφότου διατυπώνεται αυτή η κριτική, και από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου μέχρι το χθεσινό θλιβερό περιστατικό, η εκσυχρονιστική ανησυχία για την “ιδιόμορφη ενσωμάτωση του θυμικού στοιχείου στο πολιτικό σώμα” επανέρχεται δριμύτερη. Η κρίσιμη διαφορά είναι πως, στην προηγούμενη εκδοχή της, διατηρούσε ακόμα μια κάποια διαύγεια, ώστε μαζί με τους (συντηρητικούς) μετασχηματισμούς μιας ορισμένης Αριστεράς, να αναγνωρίζει ταυτόχρονα και εκείνους της Δεξιάς. Σημείωνε για παράδειγμα τότε ο Πανταζόπουλος πως, “ο όποιος ιδεολογικός φιλελευθερισμός της [Δεξιάς], ενδεχομένως αποτέλεσμα της προσχώρησής της στο νεοφιλευθερισμό fin de siècle, μολύνεται από τον εθνικισμό, από έναν κατά βάση συντηρητικό εθνικισμό. Το αποτέλεσμα της πρόσμειξης αυτής είναι η συγκρότηση ενός εθνικοφιλελεύθερου, και ως τέτοιου, κατεξοχήν μεταμοντέρνου αμαγάλματος αντιπολιτικών, εθνοκεντρικών, ακόμα και ακροδεξιών τάσεων”. Αν όμως η τάση αυτή διαφεύγει τώρα από τους τότε κριτικούς της, είναι γιατί αυτοί οι τελευταίοι αποτελούν σήμερα το πλέον προωθημένο τμήμα της.

Στις τάξεις τους βρίσκει πια κανείς ανθρώπους πρόθυμους να υποστηρίξουν (με τη μαχητικότητα που χαρακτηρίζει κάθε μειοψηφία - όσο και με ασύγγνωστη ελαφρότητα) ότι οι ηθικοί αυτουργοί του θανάτου του Θανάση Καναούτη είναι τα κινήματα "Δεν πληρώνω" της τελευταίας τριετίας. Με την ίδια ευχέρεια, όσο και με έκδηλη συγκινησιακή φόρτιση που παραπέμπει στη γνωστή εκπομπή του Σταύρου Θεοδωράκη, οι ίδιοι υποστήριξαν ότι ο μαχητικός ακτιβισμός του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε στον εμπρησμό της Marfin, ότι ο υπερβολικός αντιρατσισμός της Αριστεράς είναι που ευθύνεται για τον Άγιο Παντελεήμονα, ότι στις μούτζες των Αγανακτισμένων στην πλατεία Συντάγματος βρίσκεται η ερμηνεία της ανόδου της Χρυσής Αυγής κ.ο.κ.

Η εκσυγχρονιστική καταγγελία της “τυραννίας της συγκίνησης” στο όνομα του ορθού λόγου είναι πλέον τόσο εργαλειακή, που καταντά ανορθολογική. Υποκύπτει σε όσα χρεώνει στον ανορθολογισμό, παραιτείται δηλαδή από τη διερεύνηση των αιτιών, δεν αμφιβάλλει και δεν διερωτάται για τίποτα. Το μίσος της για τη Μεταπολίτευση χωρίζει τον κόσμο στα δύο, ο δε εθνικισμός της, ως εξαφάνιση των κοινωνικών διαφορών και της εξουσίας που τις εγγυάται, είναι η άλλη όψη της “φιλελεύθερης” κρατολατρείας της.

Από τη στιγμή που το κράτος δεν πείθει πια ως ενσάρκωση του γενικού συμφέροντος, ανάμεσα στους νεοαντιδραστικούς του πάλαι ποτέ κραταιού “εκσυχρονισμού” θα βρίσκει κανείς όλο και συχνότερα τον υπερασπιστή του μπάτσου-ελεγκτή, του βασανιστή αστυνομικού “που έχει κι αυτός μάνα”, του ανθρωποφύλακα της Αμυγδαλέζας, του συκοφαντημένου από την καθεστωτική Αριστερά Επαμεινώνδα Κορκονέα.

Από τη δική μας πλευρά, υπάρχει κάτι για το οποίο όντως πρέπει να ψέξει κανείς την Αριστερά και τη συγκινησιακή κουλτούρα της “επάρατης” Μεταπολίτευσης: ότι ταυτίζοντας για χρόνια το ηθικό γόητρο με την αυτοθυματοποίηση, δεν εξήγησαν σε παιδιά σαν το Θανάση πως είναι απείρως προτιμότερο να πετάξουν έναν άθλιο ελεγκτή κακήν κακώς έξω από ένα τρόλεϊ, αντί να πηδάνε από το τρόλεϊ πεθαίνοντας από ντροπή. Σε κάθε περίπτωση, ποτέ δεν είναι αργά.

_______________

* Το έγραψε εύστοχα, ως συνήθως, ο Νίκος Σαραντάκος. Λίγο αργότερα, μερικές δεκάδες ανεγκέφαλοι ακροδεξιοί, έφτιαξαν στο facebook μια σελίδα υποστήριξης ελεγκτών, προοικονομώντας το εξαναγκασμένο σάλτο μορτάλε “σκουρόχρομων” παιδιών σαν το Θανάση.

[1] Η δημοκρατία της συγκίνησης. Ίμια-Οτσαλάν: Αντιεκσυγχρονιστικές και εκυσγχρονιστικές τάσεις στο πολιτικό σύστημα, Πόλις 2002

http://www.rednotebook.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου