Του Νίκου Βούτση
Κάθε μέρα προστίθενται γεγονότα που
επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι θα έχουμε
σοβαρές κοινωνικές διεργασίες τους
επόμενους μήνες και επίσης σοβαρές
αντίστοιχες πολιτικές εξελίξεις. Από
μία άποψη, από αυτήν των ενδεχόμενων
βαρύτατων κοινωνικών συνεπειών, η
περίοδος αντιστοιχείται με αυτήν του
Φλεβάρη του 2012, όταν ξεθεμελιώθηκαν τα
εργασιακά και υπήρξε η δέσμευση για την
κάλυψη με οριζόντιες περικοπές της
τρύπας -τότε- των 11,5 δισ. Οι συνέπειες
στον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων ήταν
καταιγιστικές και καταλυτικές όπως
αποτυπώθηκαν λίγους μήνες μετά. Από μία άλλη άποψη, αυτή που αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα ορατό και αποδεκτό πλέον ενδεχόμενο να ηγηθεί μιας νέας κυβέρνησης ανατροπής του Μνημονίου για την κοινωνική σωτηρία της χώρας, η περίοδος θυμίζει τον αντίστοιχο, πριν από 24 χρόνια στη Γερμανία, όταν οι Πράσινοι είχαν μπει ορμητικά στον πολιτικό στίβο και -πριν την πτώση του Τείχους- όλες οι προοδευτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις παρακολουθούσαν την αντιπαράθεση Realos και Fundis, εν όψει πιθανών συν-κυβερνητικών ευθυνών στη Δυτική τότε Γερμανία. Είναι συγκινητικό πραγματικά το ενδιαφέρον μεγάλων συγκροτημάτων του Τύπου και δημοσιολογούντων όλου του φάσματος, ιδιαίτερα όσων δίνουν τη μάχη του Μνημονίου, ισχυριζόμενοι ότι συνεχίζουν να παλεύουν στη διαδρομή της Κεντροαριστεράς.
Δύο έννοιες είναι κεντρικές στην έντονη δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση μέσα στον Αύγουστο, αυτή των περίφημων «μεταρρυθμίσεων» και αυτή του «ρεαλισμού». Και οι δύο από τον τρόπο που χρησιμοποιούνται, δηλαδή ως κεντρικά όπλα των ακραίων νεοφιλελεύθερων και ταυτόχρονα μνημονιακών πολιτικών, τείνουν να προσομοιάζουν σε ύβρεις! Η αίσθηση ότι η κυβέρνηση πλέον «πέρασε τον Ρουβίκωνα» στη σύγκρουσή της με την κοινωνία με αφορμή την κατάρρευση του «ταμπού» της συνταγματικής μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, την κατάργηση της ΕΡΤ και τώρα την άρση της απαγόρευσης πλειστηριασμών για την πρώτη κατοικία, μπορεί να γεμίζει με περηφάνια τους ακραίους που ηγεμονεύουν στη σημερινή Ν.Δ., αλλά ταυτόχρονα αυξάνει κατακόρυφα τη διακινδύνευση για την οριακή έτσι κι αλλιώς κυβερνητική συνοχή, καθιστώντας πιθανή την άρση εμπιστοσύνης από μερίδα βουλευτών των δύο κομμάτων. Η αποτυχία των ομολογημένων οικονομικών κυβερνητικών στόχων, που δεν καλύπτεται από πρόσκαιρα οικονομικά στοιχεία και ευφάνταστα σενάρια για την ανάκαμψη, δεν συγκαλύπτει την ευτυχία αυτών των ακροδεξιών επιτελείων, καθώς γνωρίζουν ότι πετυχαίνουν απολύτως τους ανομολόγητους στόχους του προγράμματος, δηλαδή τη δραματική μείωση των αμοιβών εργασίας, τη δημιουργία μεγάλου εφεδρικού στρατού ανεργίας, τη διάλυση των κρίσιμων κοινωνικών τομέων και την υπονόμευση των εγγυήσεων για τα κοινωνικά δικαιώματα, αλλά και για τις ελευθερίες των πολιτών. Οι διθύραμβοι λοιπόν περί ουσιαστικής προόδου στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, οι διεθνείς έπαινοι και η εγχώρια συναίνεση των πιο σημαντικών μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου αναφέρονται στην επιτυχία και την εμβάθυνση ακριβώς αυτών των στόχων, προσφέροντας τη στήριξή τους για να πετύχει η μάχη εναντίον των δυνάμεων της εργασίας. Ποσώς πλέον τους ενδιαφέρει, από τον Ομπάμα και τη Μέρκελ μέχρι τους εφοπλιστές, τους ξενοδόχους και τους Έλληνες μιντιάρχες, το εάν είναι βιώσιμο ή όχι το ελληνικό χρέος, το εάν, πότε και πόσο πρέπει να «κουρευτεί», το εάν φτάσει το ΑΕΠ μετά διετία να είναι 30% λιγότερο, το εάν οι κοινωνικές υπηρεσίες διαλυθούν, οι νέοι μεταναστεύσουν και η ίδια η κοινωνία μετατραπεί σε ζούγκλα. Αυτός είναι ο πόλεμος.
Κάθε μήνας που περνάει με τη συνέχιση της εφαρμογής της εγκληματικής πολιτικής, οδηγεί νομοτελειακά σε δομικές διεργασίες στην κοινωνία που πρέπει να αφεθούν να λειτουργήσουν δημοκρατικά και να δώσουν ομαλή πολιτική λύση σε ριζοσπαστική ανατρεπτική κατεύθυνση. Αλλιώς θα εκτονώνονται σε ανεξέλεγκτες κοινωνικές εκρήξεις, σε ενίσχυση των φαινομένων εκφασισμού και σε επίταση εμφυλιοπολεμικών διαθέσεων, προοπτική που, δυστυχώς, δεν μοιάζει να είναι εχθρική σε παράγοντες και δυνάμεις του κεντρικού κυβερνητικού επιτελείου.
Κάπου εδώ λοιπόν έρχεται και η πίεση του κατεστημένου για τον ρεαλισμό του ΣΥΡΙΖΑ, αν και αρκετοί, τελευταίως ο Α. Πανταζόπουλος την προηγούμενη Κυριακή στο «Βήμα», αμφισβητούν όχι μόνο τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την Ανανεωτική Αριστερά αλλά και την πιθανότητα να επεξεργάζεται και να εφαρμόσει ρεαλιστικές πολιτικές.
Είναι σαφές ότι ως «ρεαλιστικό», όλοι αυτοί που μας πιέζουν καθημερινά ώστε να αναφερόμαστε σε κατευθύνσεις ή και σε λεπτομέρειες του προγράμματός μας και των δεσμεύσεων για την αριστερή διακυβέρνηση, ώστε να βρουν δήθεν τις στρατηγικές διαφορές ανάμεσα στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούν οτιδήποτε και οποιονδήποτε υπηρετεί και αποδέχεται έστω κατ' ανάγκην αλλά ως απαρέγκλιτη δέσμευση τη μνημονιακή πολιτική. Δυστυχώς για αυτούς, δεν θα βρουν οτιδήποτε μέσα στο πλήθος των προτάσεων, ακόμα και των διαφορετικών προσεγγίσεων, που να ενσωματώνεται σε αυτόν τον κυνικό πραγματισμό, πόσω μάλλον δεν θα βρουν οποιοδήποτε στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που να έχει την παραμικρή διάθεση να ενστερνιστεί έναν τέτοιο ρεαλισμό.
Αντίθετα, όλο αυτό το μνημονιακό μπλοκ, στο οποίο εναγώνια αποζητάει ρόλο και λόγο πρωταγωνιστικό ο Β. Βενιζέλος προπαγανδίζοντας την κοινή του αγωνία με τον πρωθυπουργό, συνηθίζει σιγά-σιγά στην ιδέα ότι οι δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τα άμεσα μέτρα, με επίκεντρο την ακύρωση του Μνημονίου από την αριστερή διακυβέρνηση, όπως και ο οδικός χάρτης μιας εξαιρετικά δύσκολης επαναδιαπραγμάτευσης και εφαρμογής του σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης, είναι η μόνη ρεαλιστική διέξοδος για τη σωτηρία του λαού μας, της χώρας μας και οργανικό στοιχείο μιας ριζικά εναλλακτικής πορείας που θα οικοδομεί την ενωμένη Ευρώπη των λαών. Εν προκειμένω λοιπόν, «ρεαλιστικό» είναι ό,τι υπακούει και υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες, ό,τι ικανοποιεί το αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης και ό,τι μπορεί να γεμίσει με ελπίδα και αισιοδοξία όσους σήμερα υφίστανται τον ανήθικο «ρεαλισμό» τους.
Πηγή: avgi.gr
via left.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου