Ο καιρός είναι περίεργος. Το νιώθεις σε κάτι μικροπράγματα. Από κει που
έστηνες πότε πότε αυτί στις διπλανές παρέες στα καφενεία του νησιού
(μπας και ακούσεις για καμιά παραλία, καμιά ταβέρνα, κανένα φλέγον
ερωτικό ζήτημα), τώρα τρέμεις μη τυχόν και ξεχαστείς και ακούσεις ξένες
κουβέντες. Τρέμεις μην ακούσεις τίποτα για τα χρυσαύγουλα, τρέμεις μην
ακούσεις φιλοφασιστικά σχόλια και όμως δεν μπορείς να τα αποφύγεις γιατί
πλέον είναι παντού.
Ποιοί είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μιλάνε με αυτόν τον τρόπο; Πού βρίσκουν τόση αγριάδα, τόσο ρατσισμό και πώς τον εκτοξεύουν στο καλοκαιρινό σύμπαν την ώρα που τρώνε νόστιμες γραβιέρες και πίνουν δροσερές μπύρες;
Κοιτάζοντας και ακούγοντας, καταλήγω ότι δεν υπάρχει τέλος γι’ αυτή την πτώση, δεν υπάρχει πάτος, δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο ένα διαρκές βούλιαγμα. Αυτός ο βρωμότοπος ήταν πάντα δύσκολος. Κρυφοδεξιός, ρατσιστής, κυνικός, τρελός για λεφτά. Όμως μετά από τα τρία αυτά χρόνια, θα είναι χειρότερος. Και όταν και αν κάπως τελειώσουν όλα αυτά, θα είναι ακόμη χειρότερος. Θα ‘χει χάσει κάθε στοιχείο που αντιστάθμιζε τα προβλήματα. Θα ‘χει χάσει την κατά καιρούς αλλόκοτη γενναιοδωρία, την ικανότητα ενός πηγαίου γλεντιού, την ασυνάρτητη αισιοδοξία, την αγάπη για τις αναγκαίες κοπάνες, με άλλα λόγια τη θέληση για ζωή και όχι παραγωγικότητα, επαγγελματικότητα, ανταγωνιστικότητα κλπ. Θα ‘χει χάσει ακόμη και αυτή τη μυστήρια αίσθηση πως Ιούλιο Αύγουστο μπορούμε να κάνουμε ανακωχή. Δεν μπορούμε πια.
Έχω ένα αόριστο γενικόλογο άγχος που δεν αφήνει τη γλυκιά νωχέλεια (και την αναπόφευκτη μελαγχολία) του καλοκαιριού να με ρουφήξει. Δεν φταίει τίποτα και φταίνε όλα μαζί. Η κατάσταση, οι ειδήσεις, τα γνωστά πια. Πάνω που πάω να το χάσω εντελώς, ηρεμώ. Σκέφτομαι εναλλάξ τη λαδόπιτα με το ξινοτήρι και τη Μ. στην παραλία, να ανοιγοκλείνει τον Κόου βρίζοντας ήρωες της ελληνικής πραγματικότητας. Λίγες μέρες μετά, το πρώτο απόγευμα στο χωριό της είπα με ύφος: «πώς να μην έχεις πονοκέφαλο, δεν το ξέρεις ότι η σκιά της καρυδιάς είναι βαριά και δεν κάνει να κοιμάσαι από κάτω;». Ένιωσα ωραίος, σχεδόν αρχαίος, χωριάτης και γνώστης βαθιών μυστικών που ξέρουν, όσοι θέλουν να ξέρουν.
Χθες όμως, πανσέληνος – ας μην κλειστούμε μέσα, είπαμε να χωθούμε στο καταφύγιο ενός θερινού σινεμά και η αλήθεια είναι ότι σωθήκαμε. Πριν φύγω, μ ‘είχε πιάσει μια περίεργη αίσθηση. Ξέθαψα την παλιά κολόνια, την χιλιοχτυπημένη πανοπλία των 19 χρόνων. Τότε, Σεπτέμβρη αμέσως μετά τις διακοπές, επιστροφή στην Κομοτηνή και λυσσασμένες έξοδοι. Με το (μάλλον ατυχούς αισθητικής) μπίλαμπονγκ κοντομάνικο πουκάμισο, έλειπα όλη μέρα απ’ το φοιτητικό σπίτι, καθώς ήταν μια διαδικασία να αποχαιρετήσουμε το καλοκαίρι με ούζο σε ψηλό ποτήρι χωρίς μεζέ. Για να μας πιάσει σίγουρα. Έπειτα στο ανοιχτό κλαμπ, αναμετριόμουν με την πιθανότητα να έρθει επιτέλους σήμερα η χυλόπιτα της αγαπημένης μου δαπίτισας. Δαπίτισας ναι, γιατί τότε πίστευα ότι όλα είναι ανθρώπινα. Τώρα και να το πιστεύει κανείς, ζορίζεται να βρει την απαιτούμενη υπομονή.
Μια περίεργη αίσθηση. Πρώτη φορά στο πανηγύρι του χωριού που κερδίσαμε κάτι. Ένα λάστιχο δέκα μέτρα και μια στρωματοθήκη. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τριανταένα χρόνια στην ίδια λαχειοφόρο αγορά και ξαφνικά η δικαίωση. Τα δώσαμε σ’ ένα φίλο που μετακομίζει. Προίκα. Ένα λάστιχο, μια στρωματοθήκη και μερικοί άνθρωποι. Θα μπορούσα να πω ότι που και που, αισθάνομαι μια ισχυρή δόση ευγνωμοσύνης για μια τέτοια είδους προίκα. Καθίσαμε και φάγαμε με την απειλή της αυγουστιάτικης μπόρας, κάνοντας αστεία αμφιβόλου ποιότητος. Αποφύγαμε όμως τη σκιά της καρυδιάς. Μη μας πιάσει πονοκέφαλος και μετά τα ρίχνουμε άδικα στις μπύρες.
http://tovytio.wordpress.com
Ποιοί είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μιλάνε με αυτόν τον τρόπο; Πού βρίσκουν τόση αγριάδα, τόσο ρατσισμό και πώς τον εκτοξεύουν στο καλοκαιρινό σύμπαν την ώρα που τρώνε νόστιμες γραβιέρες και πίνουν δροσερές μπύρες;
Κοιτάζοντας και ακούγοντας, καταλήγω ότι δεν υπάρχει τέλος γι’ αυτή την πτώση, δεν υπάρχει πάτος, δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο ένα διαρκές βούλιαγμα. Αυτός ο βρωμότοπος ήταν πάντα δύσκολος. Κρυφοδεξιός, ρατσιστής, κυνικός, τρελός για λεφτά. Όμως μετά από τα τρία αυτά χρόνια, θα είναι χειρότερος. Και όταν και αν κάπως τελειώσουν όλα αυτά, θα είναι ακόμη χειρότερος. Θα ‘χει χάσει κάθε στοιχείο που αντιστάθμιζε τα προβλήματα. Θα ‘χει χάσει την κατά καιρούς αλλόκοτη γενναιοδωρία, την ικανότητα ενός πηγαίου γλεντιού, την ασυνάρτητη αισιοδοξία, την αγάπη για τις αναγκαίες κοπάνες, με άλλα λόγια τη θέληση για ζωή και όχι παραγωγικότητα, επαγγελματικότητα, ανταγωνιστικότητα κλπ. Θα ‘χει χάσει ακόμη και αυτή τη μυστήρια αίσθηση πως Ιούλιο Αύγουστο μπορούμε να κάνουμε ανακωχή. Δεν μπορούμε πια.
Έχω ένα αόριστο γενικόλογο άγχος που δεν αφήνει τη γλυκιά νωχέλεια (και την αναπόφευκτη μελαγχολία) του καλοκαιριού να με ρουφήξει. Δεν φταίει τίποτα και φταίνε όλα μαζί. Η κατάσταση, οι ειδήσεις, τα γνωστά πια. Πάνω που πάω να το χάσω εντελώς, ηρεμώ. Σκέφτομαι εναλλάξ τη λαδόπιτα με το ξινοτήρι και τη Μ. στην παραλία, να ανοιγοκλείνει τον Κόου βρίζοντας ήρωες της ελληνικής πραγματικότητας. Λίγες μέρες μετά, το πρώτο απόγευμα στο χωριό της είπα με ύφος: «πώς να μην έχεις πονοκέφαλο, δεν το ξέρεις ότι η σκιά της καρυδιάς είναι βαριά και δεν κάνει να κοιμάσαι από κάτω;». Ένιωσα ωραίος, σχεδόν αρχαίος, χωριάτης και γνώστης βαθιών μυστικών που ξέρουν, όσοι θέλουν να ξέρουν.
Χθες όμως, πανσέληνος – ας μην κλειστούμε μέσα, είπαμε να χωθούμε στο καταφύγιο ενός θερινού σινεμά και η αλήθεια είναι ότι σωθήκαμε. Πριν φύγω, μ ‘είχε πιάσει μια περίεργη αίσθηση. Ξέθαψα την παλιά κολόνια, την χιλιοχτυπημένη πανοπλία των 19 χρόνων. Τότε, Σεπτέμβρη αμέσως μετά τις διακοπές, επιστροφή στην Κομοτηνή και λυσσασμένες έξοδοι. Με το (μάλλον ατυχούς αισθητικής) μπίλαμπονγκ κοντομάνικο πουκάμισο, έλειπα όλη μέρα απ’ το φοιτητικό σπίτι, καθώς ήταν μια διαδικασία να αποχαιρετήσουμε το καλοκαίρι με ούζο σε ψηλό ποτήρι χωρίς μεζέ. Για να μας πιάσει σίγουρα. Έπειτα στο ανοιχτό κλαμπ, αναμετριόμουν με την πιθανότητα να έρθει επιτέλους σήμερα η χυλόπιτα της αγαπημένης μου δαπίτισας. Δαπίτισας ναι, γιατί τότε πίστευα ότι όλα είναι ανθρώπινα. Τώρα και να το πιστεύει κανείς, ζορίζεται να βρει την απαιτούμενη υπομονή.
Μια περίεργη αίσθηση. Πρώτη φορά στο πανηγύρι του χωριού που κερδίσαμε κάτι. Ένα λάστιχο δέκα μέτρα και μια στρωματοθήκη. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τριανταένα χρόνια στην ίδια λαχειοφόρο αγορά και ξαφνικά η δικαίωση. Τα δώσαμε σ’ ένα φίλο που μετακομίζει. Προίκα. Ένα λάστιχο, μια στρωματοθήκη και μερικοί άνθρωποι. Θα μπορούσα να πω ότι που και που, αισθάνομαι μια ισχυρή δόση ευγνωμοσύνης για μια τέτοια είδους προίκα. Καθίσαμε και φάγαμε με την απειλή της αυγουστιάτικης μπόρας, κάνοντας αστεία αμφιβόλου ποιότητος. Αποφύγαμε όμως τη σκιά της καρυδιάς. Μη μας πιάσει πονοκέφαλος και μετά τα ρίχνουμε άδικα στις μπύρες.
http://tovytio.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου