του Βαγγέλη Μάλλιου
Μια από τις πρώτες κινήσεις του Άδωνι Γεωργιάδη, με την ιδιότητά του ως υπουργού Υγείας, ήταν η επαναφορά της Υγειονομικής Διάταξης 39α/2012 για τον «περιορισμό της διάδοσης λοιμωδών νοσημάτων» που είχε εκδώσει την 1.4.2012 ο Ανδρέας Λοβέρδος (ΦΕΚ Β΄ 1002) και την οποία είχε εντωμεταξύ καταργήσει η πρώην υφυπουργός Υγείας Φωτεινή Σκοπούλη (Υ.Α. 39728/30.4.2013, ΦΕΚ Β΄ 1085). Η Υγειονομική Διάταξη ορίζει ποια είναι τα νοσήματα που μπορεί να αποτελέσουν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και πώς ελέγχονται. Για τα νοσήματα αυτά, δίνεται, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα υποχρεωτικής υγειονομικής εξέτασης, νοσηλείας και θεραπευτικής αγωγής του ασθενούς.
Η συγκεκριμένη Υγειονομική Διάταξη είχε κατηγορηθεί ότι, με το πρόσχημα του περιορισμού της διάδοσης λοιμωδών νοσημάτων, αφενός μεν περιόριζε ανεπίτρεπτα σειρά θεμελιωδών δικαιωμάτων, αφετέρου δε ότι στοχοποιούσε τους χρήστες ναρκωτικών, τα εκδιδόμενα άτομα και τους μετανάστες. Είναι δικαιολογημένοι όμως,
οι εν λόγω φόβοι; Η απάντηση είναι σαφώς καταφατική.
Αυτονομία του ατόμου και λοιμώδη νοσήματα. Θεμελιώδης αρχή οποιασδήποτε ιατρικής πράξης είναι η συναίνεση του ενδιαφερόμενου προσώπου: την αρχή αυτή επιβάλλει η αυτονομία και αξιοπρέπεια του κάθε ατόμου. Έτσι, ιατρικές πράξεις χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου δεν είναι απλώς ανήθικες· συνιστούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και εμπίπτουν στην έννοια των βασανιστηρίων, τα οποία απαγορεύονται βάσει τόσο του Συντάγματος όσο και διεθνών συνθηκών.
Όταν όμως οι ατομικές αποφάσεις είναι δυνατόν να επηρεάσουν άμεσα την υγεία και άλλων, τότε τίθεται υπό αμφισβήτηση η αυτονομία του ατόμου ως μοναδικό κριτήριο για τη λήψη αυτών των αποφάσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, πράγματι, η περίπτωση των λοιμωδών μεταδοτικών νοσημάτων, τα οποία μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία (αν όχι και τη ζωή) όχι μόνο των ασθενών, αλλά και τρίτων προσώπων.
Έτσι, γίνεται δεκτό ότι η προστασία της υγείας των άλλων συνιστά επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα για την επιβολή περιορισμών στην αυτονομία πασχόντων από συγκεκριμένες ασθένειες (άρθρο 5 παρ. 4 Συντ., άρθρο 5 παρ. 1 ΕΣΔΑ). Εντούτοις, είναι προφανές ότι όλες οι μεταδοτικές ασθένειες δεν συνεπάγονται και τους ίδιους περιορισμούς: άλλα είναι τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν για σοβαρά λοιμώδη νοσήματα (π.χ. χολέρα, κίτρινος πυρετός, πανώλη) ή νοσήματα που μεταδίδονται εύκολα και άλλα τα μέτρα που είναι δυνατόν να θεσπισθούν για μεταδιδόμενα νοσήματα ήπιας μορφής (π.χ. γρίπη) ή για νοσήματα που μεταδίδονται δύσκολα (π.χ. HIV). Αυτό επιβάλλει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία για να είναι νόμιμος ένας περιορισμός στην αυτονομία μας, θα πρέπει να προκαλεί την ελάχιστη δυνατή βλάβη στα δικαιώματά μας. Επίσης, προτού επιβληθεί ο συγκεκριμένος περιορισμός, θα πρέπει προηγουμένως να έχουν εξαντληθεί τυχόν ηπιότερα μέσα, ώστε να εξασφαλισθεί η ελάχιστη δυνατή παρέμβαση στην αυτονομία του προσώπου.
Τέλος, είναι προφανές ότι τυχόν διάταξη που ρυθμίζει ζητήματα περιορισμού της αυτονομίας των ατόμων πρέπει να είναι ειδική, σαφής και να μην αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες από τους εμπλεκόμενους φορείς. Και τούτο, διότι μπορεί να οδηγήσει σε αδικαιολόγητες διαφοροποιήσεις και αυθαιρεσίες εις βάρος ευάλωτων και μειονεκτούντων κοινωνικών ομάδων.
Οι παρανομίες της Υγειονομικής Διάταξης. Με βάση τα παραπάνω, σειρά ρυθμίσεων της Υγειονομικής Διάταξης είναι παράνομες και αντισυνταγματικές. Ειδικότερα:
Η Υγειονομική Διάταξη είναι αδικαιολόγητα ευρεία και ασαφής. Καταρχάς, χρησιμοποιείται μεγάλος κατάλογος ασθενειών, ο οποίος μπορεί να τροποποιείται από τον Υπουργό Υγείας, δίχως καμία εξειδίκευση ή διαβάθμιση της σοβαρότητας και ευκολίας μετάδοσής τους. Για όλα αυτά τα νοσήματα, η Υγειονομική Διάταξη επιβάλλει ανεξαιρέτως: α) υποχρεωτική εξέταση, β) νοσηλεία και γ) υποχρεωτική θεραπεία. Μάλιστα, ορίζεται ότι, αν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις, είναι δυνατή και η θέση σε περιορισμό (καραντίνα) του ασθενούς.
Ακόμα, δεν συγκεκριμενοποιείται ποια είναι η αρμόδια δημόσια Αρχή και με ποια διαδικασία αποφασίζει την υποχρεωτική υγειονομική εξέταση. Η ασάφεια αυτή οδήγησε σε ανεπίτρεπτη ανάμιξη της αστυνομίας με εξαιρετικά ευαίσθητα ζητήματα ιατρικής φύσης. Ειδικά, μάλιστα, όσον αφορά την περίπτωση των μεταναστών, η εφαρμογή της διάταξης οδήγησε σε αδικαιολόγητες συλλήψεις προκειμένου να εξετασθούν, παρά τη θέλησή τους, για σειρά νοσημάτων. Και τούτο, όχι επειδή υπήρχε συγκεκριμένος λόγος δημόσιας υγείας, αλλά επειδή οι ίδιοι δεν ήταν τακτοποιημένοι όσον αφορά τα έγγραφά τους. Περαιτέρω, δεν ορίζεται η διαδικασία επιβολής των ιατρικών πράξεων (εξέταση, νοσηλεία, θεραπεία), ο χώρος και ο χρόνος εκτέλεσής τους.
Εξίσου ασαφής είναι και η διάταξη με την οποία καθιερώνεται υποχρεωτικός έλεγχος για HIV των ατόμων που κάνουν χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών και των εκδιδόμενων ατόμων που στερούνται του προβλεπόμενου βιβλιαρίου υγείας. Μάλιστα, ειδικά η διάταξη αυτή οδήγησε πριν από έναν περίπου χρόνο (Μάιος 2012) σε άνευ προηγουμένου διαπόμπευση και ταλαιπωρία 27 οροθετικών γυναικών, οι οποίες, αφού συνελήφθησαν, υποχρεώθηκαν παρά τη θέλησή τους σε εξέταση για τον ιό HIV, είδαν τις φωτογραφίες τους σε πρωτοσέλιδα και δελτία ειδήσεων και προφυλακίσθηκαν, εντέλει απηλλάγησαν από τις βαρύτατες κατηγορίες που τους είχαν απαγγελθεί.
Εντέλει, δεν προκύπτει η «ανάγκη λήψης των μέτρων» προστασίας της δημόσιας υγείας που οδήγησε στην έκδοση της Υγειονομικής Διάταξης (άρθρο 43 παρ. 2 ν. 4025/2011). Πράγματι, σε αντίθεση με τους ανεύθυνους λαϊκισμούς περί «υγειονομικής βόμβας» και τις ατεκμηρίωτες καταγγελίες περί δήθεν σύνδεσης της μετανάστευσης με αύξηση της φυματίωσης και της ελονοσίας, σειρά επιστημονικών εκθέσεων αποδεικνύουν ότι η φυματίωση σταθερά μειώνεται τα τελευταία χρόνια, ενώ η ελονοσία, δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο παρά μόνο αν συντρέχουν συγκεκριμένες συνθήκες. Όσον αφορά δε τους φορείς HIV, το ΚΕΕΛΠΝΟ επιβεβαιώνει ότι η πρωτοφανής αύξηση αποδίδεται στα άτομα που κάνουν ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών. Διαφωτιστική είναι, στο θέμα αυτό, η θέση των Γιατρών του Κόσμου και των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, οι οποίοι αντιμετωπίζουν καθημερινά περιπτώσεις ασθενών μεταναστών. Σύμφωνα με όσα οι ίδιοι καταμαρτυρούν, οι μετανάστες δεν έρχονται ασθενείς από τη χώρα τους. Αντιθέτως, ασθενούν στην Ελλάδα, λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και υγιεινής.
Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με τους ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς περί δήθεν ανησυχητικής αύξησης των λοιμωδών εν γένει νοσημάτων, η μοναδική συγκεκριμένη αναφορά σε αύξηση λοιμώδους μεταδοτικού νοσήματος σχετίζεται με τη λοίμωξη HIV/AIDS σε χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών. Αυτό σημαίνει ότι δεν συνέτρεχε ο λόγος έκδοσης της Υγειονομικής Διάταξης. Και τούτο διότι ο χαμηλός βαθμός μεταδοτικότητας της συγκεκριμένης ασθένειας και οι συνακόλουθες επιπτώσεις της στη δημόσια υγεία δεν επιτρέπουν παρά μόνο στενά εντοπισμένους περιορισμούς στα δικαιώματα των οροθετικών και, εν πάση περιπτώσει, δεν δικαιολογούν την έκδοση ειδικής Υγειονομικής Διάταξης με πρόβλεψη για τόσο ευρείες παρεμβάσεις στην αυτονομία των οροθετικών.
Συμπερασματικά, αν και η υποχρεωτική υγειονομική εξέταση οφείλει να είναι η εξαίρεση και να δικαιολογείται μόνο εφόσον υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις, η Υγειονομική Διάταξη τη μετατρέπει αδικαιολόγητα σε υποχρεωτικό κανόνα. Παράλληλα, η συγχέει αστυνομικές αρμοδιότητες με ζητήματα ιατρικής δεοντολογίας και, εντέλει, την έννοια της ασθένειας με αυτή του αδικήματος. Για όλους αυτούς τους λόγους, η Υγειονομική Διάταξη 39α/2012 πρέπει να καταργηθεί.
Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει η κοινωνική διάσταση της δημόσιας υγείας και των πολιτικών παρεμβάσεων που σχετίζονται με αυτή. H λήψη μόνο περιοριστικών μέτρων των δικαιωμάτων συγκεκριμένης κατηγορίας πασχόντων, χωρίς τη συνοδεία μέτρων κοινωνικής πολιτικής (π.χ. προνοιακές πολιτικές στέγασης, σίτισης, κλπ.), δεν είναι απλώς αδικαιολόγητη· μακροπρόθεσμα, είναι και επιζήμια για τη δημόσια υγεία. Και αυτό διότι η μονοσήμαντη ανάδειξη μιας ομάδας ως «επικίνδυνης» για τη δημόσια υγεία δεν συμβάλλει στη θεμελίωση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ του ασθενούς και του συστήματος υγείας. Αντιθέτως, αφενός οδηγεί στον κοινωνικό στιγματισμό και την απομόνωση της επίμαχης κοινωνικής ομάδας (π.χ. μετανάστες, φορείς HIV), αφετέρου, μακροπρόθεσμα τους απομακρύνει από την αυτόβουλη προσφυγή στις υπηρεσίες υγείας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία: τόσο τη δική τους όσο και των υπολοίπων.
Ο Βαγγέλης Μάλλιος είναι δικηγόρος, γενικός γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ).
Μια από τις πρώτες κινήσεις του Άδωνι Γεωργιάδη, με την ιδιότητά του ως υπουργού Υγείας, ήταν η επαναφορά της Υγειονομικής Διάταξης 39α/2012 για τον «περιορισμό της διάδοσης λοιμωδών νοσημάτων» που είχε εκδώσει την 1.4.2012 ο Ανδρέας Λοβέρδος (ΦΕΚ Β΄ 1002) και την οποία είχε εντωμεταξύ καταργήσει η πρώην υφυπουργός Υγείας Φωτεινή Σκοπούλη (Υ.Α. 39728/30.4.2013, ΦΕΚ Β΄ 1085). Η Υγειονομική Διάταξη ορίζει ποια είναι τα νοσήματα που μπορεί να αποτελέσουν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και πώς ελέγχονται. Για τα νοσήματα αυτά, δίνεται, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα υποχρεωτικής υγειονομικής εξέτασης, νοσηλείας και θεραπευτικής αγωγής του ασθενούς.
Η συγκεκριμένη Υγειονομική Διάταξη είχε κατηγορηθεί ότι, με το πρόσχημα του περιορισμού της διάδοσης λοιμωδών νοσημάτων, αφενός μεν περιόριζε ανεπίτρεπτα σειρά θεμελιωδών δικαιωμάτων, αφετέρου δε ότι στοχοποιούσε τους χρήστες ναρκωτικών, τα εκδιδόμενα άτομα και τους μετανάστες. Είναι δικαιολογημένοι όμως,
οι εν λόγω φόβοι; Η απάντηση είναι σαφώς καταφατική.
Αυτονομία του ατόμου και λοιμώδη νοσήματα. Θεμελιώδης αρχή οποιασδήποτε ιατρικής πράξης είναι η συναίνεση του ενδιαφερόμενου προσώπου: την αρχή αυτή επιβάλλει η αυτονομία και αξιοπρέπεια του κάθε ατόμου. Έτσι, ιατρικές πράξεις χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου δεν είναι απλώς ανήθικες· συνιστούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και εμπίπτουν στην έννοια των βασανιστηρίων, τα οποία απαγορεύονται βάσει τόσο του Συντάγματος όσο και διεθνών συνθηκών.
Όταν όμως οι ατομικές αποφάσεις είναι δυνατόν να επηρεάσουν άμεσα την υγεία και άλλων, τότε τίθεται υπό αμφισβήτηση η αυτονομία του ατόμου ως μοναδικό κριτήριο για τη λήψη αυτών των αποφάσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, πράγματι, η περίπτωση των λοιμωδών μεταδοτικών νοσημάτων, τα οποία μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία (αν όχι και τη ζωή) όχι μόνο των ασθενών, αλλά και τρίτων προσώπων.
Έτσι, γίνεται δεκτό ότι η προστασία της υγείας των άλλων συνιστά επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα για την επιβολή περιορισμών στην αυτονομία πασχόντων από συγκεκριμένες ασθένειες (άρθρο 5 παρ. 4 Συντ., άρθρο 5 παρ. 1 ΕΣΔΑ). Εντούτοις, είναι προφανές ότι όλες οι μεταδοτικές ασθένειες δεν συνεπάγονται και τους ίδιους περιορισμούς: άλλα είναι τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν για σοβαρά λοιμώδη νοσήματα (π.χ. χολέρα, κίτρινος πυρετός, πανώλη) ή νοσήματα που μεταδίδονται εύκολα και άλλα τα μέτρα που είναι δυνατόν να θεσπισθούν για μεταδιδόμενα νοσήματα ήπιας μορφής (π.χ. γρίπη) ή για νοσήματα που μεταδίδονται δύσκολα (π.χ. HIV). Αυτό επιβάλλει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία για να είναι νόμιμος ένας περιορισμός στην αυτονομία μας, θα πρέπει να προκαλεί την ελάχιστη δυνατή βλάβη στα δικαιώματά μας. Επίσης, προτού επιβληθεί ο συγκεκριμένος περιορισμός, θα πρέπει προηγουμένως να έχουν εξαντληθεί τυχόν ηπιότερα μέσα, ώστε να εξασφαλισθεί η ελάχιστη δυνατή παρέμβαση στην αυτονομία του προσώπου.
Τέλος, είναι προφανές ότι τυχόν διάταξη που ρυθμίζει ζητήματα περιορισμού της αυτονομίας των ατόμων πρέπει να είναι ειδική, σαφής και να μην αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες από τους εμπλεκόμενους φορείς. Και τούτο, διότι μπορεί να οδηγήσει σε αδικαιολόγητες διαφοροποιήσεις και αυθαιρεσίες εις βάρος ευάλωτων και μειονεκτούντων κοινωνικών ομάδων.
Οι παρανομίες της Υγειονομικής Διάταξης. Με βάση τα παραπάνω, σειρά ρυθμίσεων της Υγειονομικής Διάταξης είναι παράνομες και αντισυνταγματικές. Ειδικότερα:
Η Υγειονομική Διάταξη είναι αδικαιολόγητα ευρεία και ασαφής. Καταρχάς, χρησιμοποιείται μεγάλος κατάλογος ασθενειών, ο οποίος μπορεί να τροποποιείται από τον Υπουργό Υγείας, δίχως καμία εξειδίκευση ή διαβάθμιση της σοβαρότητας και ευκολίας μετάδοσής τους. Για όλα αυτά τα νοσήματα, η Υγειονομική Διάταξη επιβάλλει ανεξαιρέτως: α) υποχρεωτική εξέταση, β) νοσηλεία και γ) υποχρεωτική θεραπεία. Μάλιστα, ορίζεται ότι, αν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις, είναι δυνατή και η θέση σε περιορισμό (καραντίνα) του ασθενούς.
Ακόμα, δεν συγκεκριμενοποιείται ποια είναι η αρμόδια δημόσια Αρχή και με ποια διαδικασία αποφασίζει την υποχρεωτική υγειονομική εξέταση. Η ασάφεια αυτή οδήγησε σε ανεπίτρεπτη ανάμιξη της αστυνομίας με εξαιρετικά ευαίσθητα ζητήματα ιατρικής φύσης. Ειδικά, μάλιστα, όσον αφορά την περίπτωση των μεταναστών, η εφαρμογή της διάταξης οδήγησε σε αδικαιολόγητες συλλήψεις προκειμένου να εξετασθούν, παρά τη θέλησή τους, για σειρά νοσημάτων. Και τούτο, όχι επειδή υπήρχε συγκεκριμένος λόγος δημόσιας υγείας, αλλά επειδή οι ίδιοι δεν ήταν τακτοποιημένοι όσον αφορά τα έγγραφά τους. Περαιτέρω, δεν ορίζεται η διαδικασία επιβολής των ιατρικών πράξεων (εξέταση, νοσηλεία, θεραπεία), ο χώρος και ο χρόνος εκτέλεσής τους.
Εξίσου ασαφής είναι και η διάταξη με την οποία καθιερώνεται υποχρεωτικός έλεγχος για HIV των ατόμων που κάνουν χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών και των εκδιδόμενων ατόμων που στερούνται του προβλεπόμενου βιβλιαρίου υγείας. Μάλιστα, ειδικά η διάταξη αυτή οδήγησε πριν από έναν περίπου χρόνο (Μάιος 2012) σε άνευ προηγουμένου διαπόμπευση και ταλαιπωρία 27 οροθετικών γυναικών, οι οποίες, αφού συνελήφθησαν, υποχρεώθηκαν παρά τη θέλησή τους σε εξέταση για τον ιό HIV, είδαν τις φωτογραφίες τους σε πρωτοσέλιδα και δελτία ειδήσεων και προφυλακίσθηκαν, εντέλει απηλλάγησαν από τις βαρύτατες κατηγορίες που τους είχαν απαγγελθεί.
Εντέλει, δεν προκύπτει η «ανάγκη λήψης των μέτρων» προστασίας της δημόσιας υγείας που οδήγησε στην έκδοση της Υγειονομικής Διάταξης (άρθρο 43 παρ. 2 ν. 4025/2011). Πράγματι, σε αντίθεση με τους ανεύθυνους λαϊκισμούς περί «υγειονομικής βόμβας» και τις ατεκμηρίωτες καταγγελίες περί δήθεν σύνδεσης της μετανάστευσης με αύξηση της φυματίωσης και της ελονοσίας, σειρά επιστημονικών εκθέσεων αποδεικνύουν ότι η φυματίωση σταθερά μειώνεται τα τελευταία χρόνια, ενώ η ελονοσία, δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο παρά μόνο αν συντρέχουν συγκεκριμένες συνθήκες. Όσον αφορά δε τους φορείς HIV, το ΚΕΕΛΠΝΟ επιβεβαιώνει ότι η πρωτοφανής αύξηση αποδίδεται στα άτομα που κάνουν ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών. Διαφωτιστική είναι, στο θέμα αυτό, η θέση των Γιατρών του Κόσμου και των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, οι οποίοι αντιμετωπίζουν καθημερινά περιπτώσεις ασθενών μεταναστών. Σύμφωνα με όσα οι ίδιοι καταμαρτυρούν, οι μετανάστες δεν έρχονται ασθενείς από τη χώρα τους. Αντιθέτως, ασθενούν στην Ελλάδα, λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και υγιεινής.
Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με τους ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς περί δήθεν ανησυχητικής αύξησης των λοιμωδών εν γένει νοσημάτων, η μοναδική συγκεκριμένη αναφορά σε αύξηση λοιμώδους μεταδοτικού νοσήματος σχετίζεται με τη λοίμωξη HIV/AIDS σε χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών. Αυτό σημαίνει ότι δεν συνέτρεχε ο λόγος έκδοσης της Υγειονομικής Διάταξης. Και τούτο διότι ο χαμηλός βαθμός μεταδοτικότητας της συγκεκριμένης ασθένειας και οι συνακόλουθες επιπτώσεις της στη δημόσια υγεία δεν επιτρέπουν παρά μόνο στενά εντοπισμένους περιορισμούς στα δικαιώματα των οροθετικών και, εν πάση περιπτώσει, δεν δικαιολογούν την έκδοση ειδικής Υγειονομικής Διάταξης με πρόβλεψη για τόσο ευρείες παρεμβάσεις στην αυτονομία των οροθετικών.
Συμπερασματικά, αν και η υποχρεωτική υγειονομική εξέταση οφείλει να είναι η εξαίρεση και να δικαιολογείται μόνο εφόσον υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις, η Υγειονομική Διάταξη τη μετατρέπει αδικαιολόγητα σε υποχρεωτικό κανόνα. Παράλληλα, η συγχέει αστυνομικές αρμοδιότητες με ζητήματα ιατρικής δεοντολογίας και, εντέλει, την έννοια της ασθένειας με αυτή του αδικήματος. Για όλους αυτούς τους λόγους, η Υγειονομική Διάταξη 39α/2012 πρέπει να καταργηθεί.
Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει η κοινωνική διάσταση της δημόσιας υγείας και των πολιτικών παρεμβάσεων που σχετίζονται με αυτή. H λήψη μόνο περιοριστικών μέτρων των δικαιωμάτων συγκεκριμένης κατηγορίας πασχόντων, χωρίς τη συνοδεία μέτρων κοινωνικής πολιτικής (π.χ. προνοιακές πολιτικές στέγασης, σίτισης, κλπ.), δεν είναι απλώς αδικαιολόγητη· μακροπρόθεσμα, είναι και επιζήμια για τη δημόσια υγεία. Και αυτό διότι η μονοσήμαντη ανάδειξη μιας ομάδας ως «επικίνδυνης» για τη δημόσια υγεία δεν συμβάλλει στη θεμελίωση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ του ασθενούς και του συστήματος υγείας. Αντιθέτως, αφενός οδηγεί στον κοινωνικό στιγματισμό και την απομόνωση της επίμαχης κοινωνικής ομάδας (π.χ. μετανάστες, φορείς HIV), αφετέρου, μακροπρόθεσμα τους απομακρύνει από την αυτόβουλη προσφυγή στις υπηρεσίες υγείας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία: τόσο τη δική τους όσο και των υπολοίπων.
Ο Βαγγέλης Μάλλιος είναι δικηγόρος, γενικός γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου