Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Ο λαός θέλει, η αριστερά μπορεί;

«Οι δημοσκοπήσεις δεν προμηνύουν καλά για τα δύο μεγάλα κόμματα, οι συνολικές ψήφοι των οποίων μπορεί να μην επαρκούν για το σχηματισμό δικομματικής κυβέρνησης (…) Οι φετινές εκλογές αποτελούν, όμως, τη μόνη ευκαιρία για την Ελλάδα να προσφέρει εκλογική νομιμοποίηση στη μεταρρύθμιση».
 (Φαϊνάνσιαλ Τάιμς 11/4)

Το πιο πάνω σχόλιο είναι ενδεικτικό της ανησυχίας που προκαλούν στους ιθύνοντες οι εξελίξεις στη χώρα μας. Δικαιολογείται, άραγε, η ανησυχία αυτή; Προφανώς δεν πρόκειται για ανησυχία που αφορά άμεση απειλή κατά του κοινωνικο-οικονομικού καθεστώτος. Οι ηρακλείς του καθεστώτος, άλλωστε, είναι ακριβείς, μετρούν τα λόγια τους. Ανησυχούν για το αν θα υπάρξει «εκλογική νομιμοποίηση της μεταρρύθμισης». Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο.
 Γνωρίζουν ότι χωρίς αυτή τη νομιμοποίηση το έργο της τρόικας γίνεται δυσχερέστερο. Και τα
πληττόμενα στρώματα γίνονται έτσι πιο ανεξέλεγκτα.
 Εκτός από αυτή την ανησυχία, όμως, υπάρχει και μια άλλη, πιο σοβαρή αλλά όχι άμεσα απειλητική: παρά τις εμφανίσεις όψιμων πολιτικών σχηματισμών με κάποια αντιμνημονιακή ρητορική, οι απώλειες των εταίρων (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) εξακολουθούν να κατευθύνονται κυρίως προς την αριστερά.
 Η πιθανότατη αδυναμία ύπαρξης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ακόμη και με τη συνεργασία ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, μεταφράζεται σε σταθερή, επίμονη, ίσως και αύξουσα ενίσχυση των κομμάτων της αριστεράς, που δεν έχουν ψηφίσει τα μνημόνια παρά τις αντιφάσεις της.
Ανατροπή του πολιτικού σκηνικού
Τρεις πρόσφατες μετρήσεις (δύο της Public Issue και μία της VPRC) καταγράφουν για μεν τον ΣΥΡΙΖΑ ποσοστά 12,5%, 13% και 12%, για δε τη ΔΗΜΑΡ 12%, 12% και 11,5% Τα αντίστοιχα ποσοστά για το ΚΚΕ είναι 12%, 11% και 12,5%, ενώ για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ 1%, 1% και 1,5%.
 Αθροίζοντας βρισκόμαστε μπροστά σε πρωτοφανή και σταθερά ποσοστά: 37,5%, 37% και 37,5%. Αν προσθέσουμε και τα δημοσκοπικά ποσοστά των Οικολόγων (3%, 3% και 2,5%), τότε περνάμε σε μεγέθη της τάξης του 40% και πάνω.
 Θα μπορούσε βάσιμα να ισχυριστεί κάποιος ότι πρόκειται απλώς για μια αριθμολαγνεία. Και ότι με τη σημερινή κατάσταση της αριστεράς στην Ελλάδα είναι άτοπη μια τέτοια αριθμητική.
 Μήπως όσοι πυκνώνουμε τις γραμμές των κομμάτων της αριστεράς, είναι αμαρτία να κάνουμε τέτοιες υποθέσεις; Πολύ περισσότερο προτάσεις;
Η φυγόκεντρη αριστερά… Οι «ρεαλιστές» αποφαίνονται ότι οι πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές που χωρίζουν τις δυνάμεις της αριστεράς είναι τόσο σημαντικές, που δεν μπορούν να παραμεριστούν υπέρ ενός κοινού προγράμματος εξόδου από τη μνημονιακή άβυσσο με αριστερό πρόσημο.
 Από την εμπειρία μας όμως γνωρίζουμε (αφήστε πια τη θεωρία…) ότι κανείς δεν μένει αιώνια απαράλλαχτος, ιδίως σε περιόδους οικονομικούς, πολιτικής, κοινωνικής και ιδεολογικής κρίσης όπως η σημερινή.
 Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, λοιπόν, δεν είναι ουτοπικό να περιμένει κάποιος ακόμη και βραχυπρόθεσμες ανατροπές στα στερεότυπα και τους συσχετισμούς εντός της αριστεράς.
 Η πίεση που ασκείται πάνω στις λαϊκές τάξεις είναι τόσο μεγάλη, επίμονη και χωρίς ορατή λήξη, ώστε η απαίτηση για κοινό πρόγραμμα ανατροπής της ασφυκτικής πολιτικής των μνημονίων θα γίνεται όλο και πιο αισθητή σαν ανακλαστική κοινωνική πίεση προς τις δυνάμεις της αριστεράς, ιδίως εκείνες που αντιστέκονται σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
…και οι κεντρομόλες δυνάμεις
Τα αποτελέσματα αυτής της πίεσης ήδη γίνονται αισθητά στον τρόπο με τον οποίο αντιδρά η ηγεσία του ΚΚΕ. Αποτελεί ένα μείγμα πολιτικής λογιστικής και ιδεολογικής αμηχανίας.
 Για παράδειγμα, στις επανειλημμένες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για κοινό ψηφοδέλτιο της αριστεράς απαντά με αναλύσεις του εκλογικού νόμου και του συντάγματος, οι οποίες καταλήγουν στο «αφοπλιστικό» συμπέρασμα ότι η συνεργαζόμενη αριστερά, δεν θα έπαιρνε το «δώρο» των 50 εδρών, διότι θα λογιζόταν ως συνασπισμός κομμάτων και όχι ως ενιαίο κόμμα… Στο κάτω κάτω, ας έπαιρνε 40% κι ας μην της έδιναν τις 50 έδρες. Δεν θα μετρούσε αυτό πολιτικά;
 Κάτι ανάλογο αντέταξε και στην πρόταση για κοινούς υποψήφιους της αριστεράς στις μονοεδρικές περιφέρειες: δεν θα κερδίσει ούτε μία έδρα επιπλέον η αριστερά, καθώς οι έδρες που αναλογούν στα κόμματά της καθορίζονται από το συνολικό πανελλαδικό ποσοστό τους! Γιατί, λοιπόν, να προβούν σ’ αυτή τη «θυσία»; Και μόνο για συμβολικούς λόγους θα άξιζε τον κόπο, θα αντέτεινε κάποιος που κοιτάει λίγο πιο πέρα από την αριθμητική των εδρών.
 Όμως, ένας τέτοιος συμβολισμός υπαινίσσεται τη δυναμική τής ενότητας, της κοινής δράσης, που η ηγεσία του ΚΚΕ δείχνει όχι απλώς να την απορρίπτει  για λόγους πολιτικών διαφορών, όπως ισχυρίζεται, αλλά και να τη φοβάται.
Ο φόβος της ενότητας
Υπερβάλλουμε μήπως, όταν μιλάμε για φόβο; Μάλλον όχι. Απ’ όλες τις μεριές μάς έρχονται μηνύματα ότι η απαγορευμένη λέξη στις οργανώσεις του ΚΚΕ σήμερα είναι η λέξη συνεργασία.
 Ας αφήσουμε την ίδια την ηγεσία του ΚΚΕ να μιλήσει. «Αυτοί [ο ΣΥΡΙΖΑ] είναι και αφερέγγυοι. Και “ζήτω ο σοσιαλισμός” να πούνε, εμείς δεν τους πιστεύουμε». «Από τη στιγμή που έχεις μια συμμαχία, πρέπει να την τηρήσεις. Οι ίδιοι δεν μπορούν να κατευθύνουν τις ψήφους, γιατί δεν έχουν δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Ποιος μου λέει εμένα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έβγαινε με θέση υπέρ του ΚΚΕ και αυτή θα περνούσε;»
 Μερικές φορές κρύβεται και πίσω από τη ΔΗΜΑΡ: «Γιατί δεν τα βρίσκουν με τη ΔΗΜΑΡ; Δεν καταλαβαίνω γιατί είναι θέμα του ΚΚΕ μόνο;» Δικαιολογημένο ερώτημα, γιατί η επιχειρηματολογία της ηγεσίας της ΔΗΜΑΡ κατά την απόκρουση των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ αποπνέει όλο και συχνότερα Περισσό με… ανανεωτικές αποχρώσεις.
 Κατά βάθος αυτός ο φόβος, όμως, δηλώνει μάλλον ιδεολογική αμηχανία. Η αριστερή στροφή στο εκλογικό σώμα –και στο κοινωνικό– δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ούτε ότι αυτή τείνει να εκφραστεί δυναμικά στις επικείμενες εκλογές.
 Εκείνο που στην πραγματικότητα αμφισβητεί η ηγεσία του ΚΚΕ, δεν είναι αν μπορεί η αριστερά να βρει κοινή βάση για να συνεργαστεί. Αμφισβητεί την ικανότητα της αριστεράς να διεκδικήσει την πλειοψηφία και την κυβέρνηση.
Δικαιούται η αριστερά να διεκδικήσει πλειοψηφία;
Πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Η ηγεσία του ΚΚΕ απαντάει σ’ αυτό ως εξής: για να πάρω την πλειοψηφία και την κυβέρνηση, πρέπει να έχω και την οικονομική εξουσία. Χωρίς αυτή, δεν διεκδικεί ούτε την πλειοψηφία. Γι’ αυτό και ο μόνος στόχος που θεωρεί εφικτό, είναι η ενίσχυση του ΚΚΕ, ώστε «να προετοιμάζεται ο λαός για ριζική αλλαγή».
 Κι όταν ο συνομιλητής της Αλέκας Παπαρήγα τη ρωτάει ποιο μπορεί να είναι ένα καλό αποτέλεσμα για το ΚΚΕ στις 6 Μαΐου, τότε εκείνη αναφωνεί: «Θα κάνουμε την επιθυμία μας πραγματικότητα; Ο λαός τι θέλει! Όσο πιο ψηλά μας τοποθετήσει ο λαός».
 Λίγο νωρίτερα, ωστόσο, είχε πει στον ίδιο συνομιλητή δημοσιογράφο ότι το ΚΚΕ ενδιαφέρεται για την εξουσία, «έχει πρόταση εξουσίας». Πλην όμως «ο λαός μας φέρνει μέχρι τώρα στην αντιπολίτευση, τι φταίμε εμείς; Το ότι είμαστε τόσα χρόνια στην αντιπολίτευση, δεν είναι ζήτημα επιλογής δικής μας». [Αν δεν φταίτε εσείς, τότε μάλλον φταίει ο λαός, ή το κακό το ριζικό μας].
Από την καταπολέμηση του τυχοδιωκτισμού στην ηττοπάθεια
Δεν αρκείται, μάλιστα, σ’ αυτά, που μοιάζουν σαν ξόρκια για το ενδεχόμενο να φέρει ο λαός το ΚΚΕ στην κυβέρνηση. Αναπτύσσει και μια εκφοβιστική και ηττοπαθή συλλογιστική: «Αυτά που ακούγονται για κυβέρνηση της αριστεράς που θα χτυπάει το χέρι της στη Μέρκελ, που θα τρομοκρατήσει τους εφοπλιστές, που θα τους φορολογήσει τις μεζονέτες, αυτά είναι παραμύθια. [Μια κυβέρνηση αριστεράς] θα γεννήσει στο πολιτικό επίπεδο και πιο συντηρητικές διεργασίες. Ένα βήμα θα κάνει ο λαός, θα υπάρχει και ένα βήμα συσπείρωσης των αντιδραστικών δυνάμεων (…) Το θέμα είναι να προετοιμάζεται ο λαός για τη ριζική αλλαγή». «Μια τέτοια κυβέρνηση [συνεργασίας της αριστεράς] την άλλη μέρα θα αντιμετωπίσει λαϊκά αιτήματα εφ’ όλης της ύλης. Όσο εύκολα μπορεί να ανεβεί, τόσο εύκολα μπορεί και να ανατραπεί».
 Τι μας απομένει, λοιπόν; «Πρέπει να υπάρξει μια δραστική αλλαγή υπέρ του ΚΚΕ, καθώς οποιαδήποτε άλλη ανακατάταξη θα προκαλέσει μεγάλη απογοήτευση».
 Όσο ανεύθυνο, ανόητο και τυχοδιωκτικό είναι να πιστεύει κάποιος ότι στις 7 Μαΐου μπορεί μια εκλογικά ενισχυμένη αριστερά –στη σημερινή, μάλιστα, κατάστασή της– να φέρει διά μιάς την ανατροπή και να βαδίσει σε δρόμους στρωμένους με ροδοπέταλα, άλλο τόσο ανασταλτική, και αντιδραστική τελικά, καταντάει η διαρκής επανάληψη των ενστάσεων και των επιφυλάξεων και η καλλιέργεια της φοβίας απέναντι στην εξουσία, του αισθήματος αδυναμίας του λαού απέναντι σε διαρκώς υπέρτερες δυνάμεις.
Έχει πολιτική συμμαχιών
 το ΚΚΕ;

Υπάρχει, πράγματι, ανάγκη να μετρούν οι λαϊκές τάξεις, οι εργαζόμενοι τα βήματά τους και τις δυνάμεις τους κάθε φορά που διαγράφεται μια σύγκρουση με τις αντίπαλες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Η απάντηση, όμως, στο πρόβλημα αυτό δεν είναι η αναμονή μέχρι να ωριμάσουν κάποτε οι συνθήκες (γιατί και με θαρραλέα πολιτικά βήματα μπορεί να ωριμάσουν οι κοινωνικές συνθήκες…) Ούτε η μίζερη επιδίωξη, ως τότε, μιας «δραστικής αλλαγής υπέρ του ΚΚΕ», ώστε να αρχίσει «να προετοιμάζεται ο λαός για τη ριζική αλλαγή». Απάντηση θα ήταν η δραστική αλλαγή στις αντιλήψεις της ηγεσίας του ΚΚΕ για τη συνεργασία και την κοινή δράση της αριστεράς. Γιατί ούτε η ηγεσία του ΚΚΕ, ούτε η αριστερά μπορούν να κάνουν ένα βήμα χωρίς πολιτική συμμαχιών και με απαντήσεις του τύπου: «Το πιο έντιμο είναι να πεις “έχουμε διαφορές”, ευτυχώς ή δυστυχώς – εγώ λέω ευτυχώς, αλίμονο αν γινόμασταν σαν κι αυτούς».
 Το ενδεχόμενο να γίνουν όλοι κάτι διαφορετικό, ίσως καλύτερο, από αυτό που είναι ο καθείς μόνος του, μέσα από τη δοκιμασία της συνεργασίας, της κοινής δράσης, της ενότητας, φαίνεται πως ούτε περνάει από το μυαλό της ηγεσίας του Περισσού.
 www.epohi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου