Του Old Boy
Στέκομαι στην ουρά για τον γκισέ, ενώ ο μπροστινός μου μιλάει στο κινητό. Μοιάζει λίγο μικρότερος από μένα. Εξηγεί ότι νωρίτερα το ίδιο πρωί είχε εγχειρίσει ένα μωράκι 2 1/2 μηνών. Ζητά να του δώσουν εξιτήριο, γιατί οι γονείς του έχουν να προλάβουν μια πτήση για κάποιο νησί. Σκέφτομαι ότι αυτός ο άνθρωπος που εγχειρίζει μωρά, ακόμη κι αν πρόκειται για εγχειρήσεις που επιτρέπουν εξιτήριο άμεσο, έχει κατακτήσει μια κορυφή αξιοσύνης που υπό μια έννοια θαυμάζω απεριόριστα, αλλά υπό μια άλλη το βάρος της με τσακίζει. Αν η ζωή είναι διαγωνισμός, αυτός ο άνθρωπος με έχει κερδίσει αμετάκλητα. Τον αντικρίζω όμως, όχι ακριβώς ως κάποιος που συμμετέχει στο διαγωνισμό. Τον αντικρίζω ως κάποιος που αντικρίζει σαν εξωτικά όντα όσους συμμετέχουν με όλες τους τις δυνάμεις στο διαγωνισμό.
Να στέκομαι στην άκρη και να παρατηρώ το διαγωνισμό. Σε αυτό βρίσκω ίσως κάποιο νόημα. Στο να σαστίζω με το εξωτικό ον που πέρασε το πρωί του εγχειρίζοντας, στο να τα παίρνω με το εξωτικό
ον που ζητά να με ξανακυβερνήσει, στο να παρατηρώ από τη θέση του αυτοπαρατηρητή το εξωτικό ον που στέκεται στην άκρη και παρατηρεί τους διαγωνιζόμενους.
---
Στέκομαι στην ουρά του ΑΤΜ. Παλιά με εκνεύριζαν εκείνοι που έτρωγαν τρία τέταρτα μπροστά σε ένα ΑΤΜ. Τώρα σκέφτομαι ότι μπορεί να στέκονται εκεί και να το καλοπιάνουν, μπορεί να πατάνε παρακλητικά ένα ένα τα κουμπιά του pin, μπας και δεήσει να μεταπεισθεί το ανθρωπάκι που σηκώνει τα χέρια ψηλά και σου λέει ότι δεν έχει να σου δώσει. Τώρα σκέφτομαι ότι μπορεί να συνομιλούν με αυτό το ανθρωπάκι και να προσπαθούν να του πουν, έλα, κάνε μου λίγο βερεσέ, έλα, ό,τι ευκολύνεσαι, έλα, μην είσαι τέτοιος.
---
Δεν στέκομαι. Περπατάω. Ανηφορίζω την Ακαδημίας. Μετά την Σόλωνος. Είναι απογευματάκι, έχει ήλιο. Ήπιο αλλά βέβαιο. Νιώθω χαρά. Ήπια αλλά βέβαιη. Να κάτσω να ψάξω αν οφείλεται στον ήλιο; Έχω κουραστεί να ανακρίνω χαρές. Την αφήνω να μπει. Έρχεται βλέπεις η άνοιξη και σε ξαφνιάζει, δεν ξέρεις πώς να την χειριστείς, κάτι συμβαίνει εκεί έξω που δεν δένει με την όλη αφήγηση της κρίσης, της έκπτωσης, της κατάθλιψης. Κάτι συμβαίνει εκεί έξω που δεν συμβαδίζει με ό,τι έχεις πια εκπαιδευθεί να πιστεύεις: πως όλα μα όλα τα της ως τώρα ζωής μας ήταν λάθος, πως όλα μα όλα δεν τα δικαιούμασταν, πως όλα μα όλα είχαν χτιστεί σε λάθος βάση, πως ό,τι αποτελούσε την έως χθες συνθήκη ζωής μας ήταν ουσιαστικά ανομιμοποίητο. Ποιός νομιμοποιεί την άνοιξη; Από που τη δανειστήκαμε, πού την οφείλουμε, πώς θα την ξεχρεώσουμε; Την ξεχρεώνω με λίγη χαρά, καθώς συνεχίζω να περπατάω.
www.rednotebook.gr
Στέκομαι στην ουρά για τον γκισέ, ενώ ο μπροστινός μου μιλάει στο κινητό. Μοιάζει λίγο μικρότερος από μένα. Εξηγεί ότι νωρίτερα το ίδιο πρωί είχε εγχειρίσει ένα μωράκι 2 1/2 μηνών. Ζητά να του δώσουν εξιτήριο, γιατί οι γονείς του έχουν να προλάβουν μια πτήση για κάποιο νησί. Σκέφτομαι ότι αυτός ο άνθρωπος που εγχειρίζει μωρά, ακόμη κι αν πρόκειται για εγχειρήσεις που επιτρέπουν εξιτήριο άμεσο, έχει κατακτήσει μια κορυφή αξιοσύνης που υπό μια έννοια θαυμάζω απεριόριστα, αλλά υπό μια άλλη το βάρος της με τσακίζει. Αν η ζωή είναι διαγωνισμός, αυτός ο άνθρωπος με έχει κερδίσει αμετάκλητα. Τον αντικρίζω όμως, όχι ακριβώς ως κάποιος που συμμετέχει στο διαγωνισμό. Τον αντικρίζω ως κάποιος που αντικρίζει σαν εξωτικά όντα όσους συμμετέχουν με όλες τους τις δυνάμεις στο διαγωνισμό.
Να στέκομαι στην άκρη και να παρατηρώ το διαγωνισμό. Σε αυτό βρίσκω ίσως κάποιο νόημα. Στο να σαστίζω με το εξωτικό ον που πέρασε το πρωί του εγχειρίζοντας, στο να τα παίρνω με το εξωτικό
ον που ζητά να με ξανακυβερνήσει, στο να παρατηρώ από τη θέση του αυτοπαρατηρητή το εξωτικό ον που στέκεται στην άκρη και παρατηρεί τους διαγωνιζόμενους.
---
Στέκομαι στην ουρά του ΑΤΜ. Παλιά με εκνεύριζαν εκείνοι που έτρωγαν τρία τέταρτα μπροστά σε ένα ΑΤΜ. Τώρα σκέφτομαι ότι μπορεί να στέκονται εκεί και να το καλοπιάνουν, μπορεί να πατάνε παρακλητικά ένα ένα τα κουμπιά του pin, μπας και δεήσει να μεταπεισθεί το ανθρωπάκι που σηκώνει τα χέρια ψηλά και σου λέει ότι δεν έχει να σου δώσει. Τώρα σκέφτομαι ότι μπορεί να συνομιλούν με αυτό το ανθρωπάκι και να προσπαθούν να του πουν, έλα, κάνε μου λίγο βερεσέ, έλα, ό,τι ευκολύνεσαι, έλα, μην είσαι τέτοιος.
---
Δεν στέκομαι. Περπατάω. Ανηφορίζω την Ακαδημίας. Μετά την Σόλωνος. Είναι απογευματάκι, έχει ήλιο. Ήπιο αλλά βέβαιο. Νιώθω χαρά. Ήπια αλλά βέβαιη. Να κάτσω να ψάξω αν οφείλεται στον ήλιο; Έχω κουραστεί να ανακρίνω χαρές. Την αφήνω να μπει. Έρχεται βλέπεις η άνοιξη και σε ξαφνιάζει, δεν ξέρεις πώς να την χειριστείς, κάτι συμβαίνει εκεί έξω που δεν δένει με την όλη αφήγηση της κρίσης, της έκπτωσης, της κατάθλιψης. Κάτι συμβαίνει εκεί έξω που δεν συμβαδίζει με ό,τι έχεις πια εκπαιδευθεί να πιστεύεις: πως όλα μα όλα τα της ως τώρα ζωής μας ήταν λάθος, πως όλα μα όλα δεν τα δικαιούμασταν, πως όλα μα όλα είχαν χτιστεί σε λάθος βάση, πως ό,τι αποτελούσε την έως χθες συνθήκη ζωής μας ήταν ουσιαστικά ανομιμοποίητο. Ποιός νομιμοποιεί την άνοιξη; Από που τη δανειστήκαμε, πού την οφείλουμε, πώς θα την ξεχρεώσουμε; Την ξεχρεώνω με λίγη χαρά, καθώς συνεχίζω να περπατάω.
www.rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου