της Κλειώς Παπαπαντολέων
Οι διακηρύξεις των εκάστοτε κυβερνώντων περί «μηδενικής ανοχής στην ανομία» έχουν, διαχρονικά και χωρίς εξαίρεση, ένα σύστοιχο: τη διαστολή της έννοιας της ανομίας. Έτσι, έκνομο, άνομο ή παράνομο χαρακτηρίζεται οτιδήποτε παρεκκλίνει, διαφοροποιείται ή αντιτίθεται στην εξουσία, ασχέτως του εάν χαρακτηρίζεται ως τέτοιο –δηλαδή παράνομο– από το ποινικό δίκαιο. Αυτή η διαστολή της έννοιας της ανομίας συμβαίνει κατεξοχήν με το παράδειγμα των καταλήψεων σήμερα: οι ιστορικές αυτές κοινωνικές πρακτικές, ζωντανές μέχρι και σήμερα σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, αίφνης ανανοηματοδοτήθηκαν και επαναπροσδιορίστηκαν ως «ανομία». Και, πηγαίνοντας ένα κρίσιμο βήμα πιο πέρα, στην κρατική ιεράρχηση για την πάταξη της ανομίας οι καταλήψεις έρχονται πρώτες.Όμως τα πράγματα δεν είναι απλά. Η προσεκτική ανάγνωση των αστυνομικών και δικαστικών εξελίξεων των τελευταίων ημερών γύρω από το ζήτημα αυτό φανερώνει μία προφανή αμηχανία. Διότι ο πολιτικός χαρακτηρισμός πράξεων και κοινωνικών πρακτικών ως «άνομων» δεν είναι βέβαιο ότι θα βρει και έναν αντίστοιχο ποινικό χαρακτηρισμό των πράξεων αυτών ως αδικημάτων. Το ποινικό δίκαιο, επειδή ακριβώς είναι το δίκαιο της καταστολής, είναι αποσπασματικό: από το σύνολο και την πολλαπλότητα των κοινωνικών και ατομικών συμπεριφορών επιλέγει να τιμωρήσει μόνο κάποιες από αυτές, τις οποίες εκ των προτέρων ορίζει ρητά και περιγράφει –ή πάντως οφείλει να περιγράφει– με σαφήνεια. Από τις πράξεις δε τις οποίες ο ποινικός νομοθέτης επιλέγει να τιμωρήσει, κάποιες τις διώκει αυτεπαγγέλτως και κάποιες τις διώκει, κατ’ εξαίρεση, μόνο κατ’ έγκληση, δηλαδή μόνο εάν και εφόσον ο παθών το επιθυμεί.
Οι διακηρύξεις των εκάστοτε κυβερνώντων περί «μηδενικής ανοχής στην ανομία» έχουν, διαχρονικά και χωρίς εξαίρεση, ένα σύστοιχο: τη διαστολή της έννοιας της ανομίας. Έτσι, έκνομο, άνομο ή παράνομο χαρακτηρίζεται οτιδήποτε παρεκκλίνει, διαφοροποιείται ή αντιτίθεται στην εξουσία, ασχέτως του εάν χαρακτηρίζεται ως τέτοιο –δηλαδή παράνομο– από το ποινικό δίκαιο. Αυτή η διαστολή της έννοιας της ανομίας συμβαίνει κατεξοχήν με το παράδειγμα των καταλήψεων σήμερα: οι ιστορικές αυτές κοινωνικές πρακτικές, ζωντανές μέχρι και σήμερα σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, αίφνης ανανοηματοδοτήθηκαν και επαναπροσδιορίστηκαν ως «ανομία». Και, πηγαίνοντας ένα κρίσιμο βήμα πιο πέρα, στην κρατική ιεράρχηση για την πάταξη της ανομίας οι καταλήψεις έρχονται πρώτες.Όμως τα πράγματα δεν είναι απλά. Η προσεκτική ανάγνωση των αστυνομικών και δικαστικών εξελίξεων των τελευταίων ημερών γύρω από το ζήτημα αυτό φανερώνει μία προφανή αμηχανία. Διότι ο πολιτικός χαρακτηρισμός πράξεων και κοινωνικών πρακτικών ως «άνομων» δεν είναι βέβαιο ότι θα βρει και έναν αντίστοιχο ποινικό χαρακτηρισμό των πράξεων αυτών ως αδικημάτων. Το ποινικό δίκαιο, επειδή ακριβώς είναι το δίκαιο της καταστολής, είναι αποσπασματικό: από το σύνολο και την πολλαπλότητα των κοινωνικών και ατομικών συμπεριφορών επιλέγει να τιμωρήσει μόνο κάποιες από αυτές, τις οποίες εκ των προτέρων ορίζει ρητά και περιγράφει –ή πάντως οφείλει να περιγράφει– με σαφήνεια. Από τις πράξεις δε τις οποίες ο ποινικός νομοθέτης επιλέγει να τιμωρήσει, κάποιες τις διώκει αυτεπαγγέλτως και κάποιες τις διώκει, κατ’ εξαίρεση, μόνο κατ’ έγκληση, δηλαδή μόνο εάν και εφόσον ο παθών το επιθυμεί.
Μία από αυτές τις πράξεις –και η νομικά ενδιαφέρουσα στην προκειμένη περίπτωση– είναι και η διατάραξη οικιακής ειρήνης (άρθρο 334 του Ποινικού Κώδικα), η οποία προβλέπει ότι «όποιος εισέρχεται παράνομα ή παραμένει παρά τη θέληση του δικαιούχου στην κατοικία άλλου [...] τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή [...]. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του δικαιούχου». Η επιλογή του νομοθέτη να μην εντάξει στον κανόνα της αυτεπάγγελτη δίωξης το αδίκημα αυτό σημαίνει ότι έκρινε –και ορθώς– ότι η πράξη αυτή δεν αφορά τη δημόσια τάξη, αλλά ένα προσωπικό έννομο αγαθό που σχετίζεται με την κατοικία και την ιδιωτικότητα. Εστιάζοντας λοιπόν στο ζήτημα των καταλήψεων, εύλογα θα μπορούσε να πει κανείς ότι το μόνο αδίκημα που ενδεχομένως να στοιχειοθετείται είναι αυτό της διατάραξης οικιακής ειρήνης, υπό τον όρο φυσικά ότι οι δικαιούχοι επιθυμούν τη δίωξη των καταληψιών. Επισημαίνω δε ότι είναι αμφίβολο αν στοιχειοθετείται, καθώς τίθενται μια σειρά ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με την έννοια τόσο της διατάραξης όσο και της κατοικίας ενός επί μακρόν ακατοίκητου και εγκαταλειμμένου κτίσματος, αλλά αυτά υπερβαίνουν το παρόν άρθρο. Είναι επίσης εύλογο ότι η οποιαδήποτε διαδικασία εκκένωσης ενός κτηρίου δεν μπορεί να προηγείται της εκδήλωσης επιθυμίας του δικαιούχου, ούτε φυσικά να κινείται ανεξάρτητα ή αντίθετα προς αυτόν. Είναι συνεπώς πρωτοφανές να κινητοποιείται ένας ολόκληρος μηχανισμός για να προβεί σε μια πράξη η οποία δεν του ζητήθηκε ποτέ και η οποία μπορεί να επιτελεστεί μόνο αν του ζητηθεί!
Το παράδειγμα της εκκένωσης της κατάληψης της Λέλας Καραγιάννη είναι απολύτως ενδεικτικό: ο δικαιούχος δεν εκδηλώνει καμία επιθυμία να του εκκενώσουν το κτίριο. Το κτίριο εκκενώνεται χωρίς τη βούλησή του. Στη συνέχεια, αφού ο δικαιούχος ούτε αρχικά ούτε και τελικά δεν επιθυμεί την εκκένωση, οι αστυνομικές δυνάμεις αποσύρονται. Η κατάσταση επανέρχεται όπως ήταν. Ο μόνος φορέας ανομίας στην περίπτωση αυτή είναι το ίδιο το κράτος, το οποίο απρόσκλητο παρεμβαίνει να επιλύσει ανύπαρκτες διαφορές, διαταράσσοντας ασκόπως τις κοινωνικές ισορροπίες. Άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαίο που η αστυνομία δεν εξέδωσε κανένα δελτίο Τύπου σχετικά με το φιάσκο της εκκένωσης της Λ. Καραγιάννη.
Στην περίπτωση των 92 της Βίλα Αμαλίας, η αστυνομία χρειάστηκε 15 ώρες προκειμένου να βρει κάποιο αδίκημα μετά τη δήλωση του δημάρχου Αθηναίων ότι «δεν τον ενδιαφέρει το αστυνομικό σκέλος της ιστορίας», κοινώς ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη των 92. Η τελική επιλογή του αδικήματος της διατάραξης κοινής ειρήνης με την επιβαρυντική περίσταση των καλυμμένων χαρακτηριστικών και η παραπομπή 92 ατόμων για κακούργημα είναι όχι απλώς νομικά εσφαλμένη αλλά ιδιαζόντως ανησυχητική. Η μετονομασία κοινωνικών πρακτικών σε ανομία και η περαιτέρω αναβάθμιση μη αξιόποινων καταρχήν πράξεων σε κακουργήματα συνιστά ένα εντυπωσιακό αυταρχικό άλμα.
Θα πρέπει ακόμα να επισημάνουμε και το εξής: η πολιτική και ιδεολογική διακήρυξη ενός πολιτικού χώρου ότι δεν ανέχεται στην «ανομία» να γίνονται διακρίσεις, διαβαθμίσεις και εξατομικεύσεις και η συνακόλουθη πολτοποίηση εννοιών και καταστάσεων δεν επιτρέπεται να διαχέεται και στη δικαστική, και ιδιαίτερα στην ποινική κρίση. Η μη εξατομίκευση και απόδοση συγκεκριμένων πράξεων σε συγκεκριμένα πρόσωπα, η οποία άμεσα να προκύπτει από στοιχεία, δεν είναι δυνατόν να οδηγεί σε καταδικαστικές κρίσεις. Διότι διαφορετικά, περνάμε από το ποινικό δίκαιο της πράξης σε αυτό της διάχυτης υποψίας και άρα η δικανική κρίση δεν θα χρειάζεται τίποτα παραπάνω από την απλή αναπαραγωγή απλουστευτικών –συχνότατα αντιφατικών– σχημάτων και την εφαρμογή ιλαρών ντεντεκτιβίστικων πρακτικών.
Η ισοπέδωση μιας σειράς κοινωνικών συμπεριφορών και η φαντασιακή συλλήβδην αναγωγή τους σε μια αφηρημένη σφαίρα βίας και παρανομίας είναι όχι απλώς επικίνδυνη αλλά και βαθιά ολοκληρωτική. Ας εξετάσουμε το κυρίαρχο λεκτικό σχήμα των ημερών: Όποιος δεν καταδικάζει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, δεν είναι με μας αλλά εναντίον μας. Σε αυτό το σχήμα, οι λέξεις δεν έχουν την τρέχουσα, καθημερινή τους σημασία. Η «βία» της ρήσης αυτής είναι μια βία διασταλτική, που καταλαμβάνει, όπως φαίνεται, και τη μη βία. Ταυτόχρονα, το «όπου» είναι συσταλτικό και στην πράξη μάλλον εξαιρεί κάποιους.
Θα ήταν συνεπώς νομικά ορθότερο και πολιτικά σοφότερο αυτή η ιστορία εναντίον των καταλήψεων να σταματήσει εδώ και απλώς να παραδεχτεί κανείς ότι κάποιες φορές το πολιτικά εχθρικό και το «άλλο» δεν μπορεί να ταυτιστεί και με το ποινικά κολάσιμο.
Η Κλειώ Παπαντολέων είναι δικηγόρος, γενική γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου