Της Κρυσταλίας Πατούλη
καλά από τις τούφες που είχαν αλλάξει θέση με την ανώμαλη απογείωση, καθώς τα χέρια μου και εκείνα χτυπημένα, έψαχνα σχεδόν να τα βρώ, εκείνη την ίδια στιγμή μαζεύτηκε όλος ο κόσμος από πάνω μου δημιουργώντας μια ασφυκτική σφηκοφωλιά που βούιζε δυνατά και απαιτητικά μέσα στα αυτιά μου: «Τί έγινε; Τί έγινε; Τί έγινε;».
Δεν ξέρω ποιες δυνάμεις είχαν συνθέσει αυτό το λεφούσι, αλλά κανείς τους δεν έλεγε κάτι άλλο, και δεν έκανε και τίποτε άλλο, παρά μόνο γύρευε, από εμένα, την ίδια στιγμή που πάλευα για να συνέλθω από το σοκ και να ανασυνθέσω τα κομμάτια μου, να πω εκείνο(που ούτε εγώ η ίδια δεν είχα καταλάβει καλά καλά μέχρι εκείνη τη στιγμή).
Την επόμενη μέρα, αρχικά σκέφτηκα, ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έβλεπαν εμένα μπροστά τους. Έβλεπαν μια οθόνη που τους εικόνιζε απλά ένα γεγονός, και αυτό που τους προκαλούσε ήταν μόνο να μάθουν τί έγινε. Ήταν σίγουρα πεπεισμένοι ότι τίποτα δεν μπορούσαν να κάνουν γι’ αυτό. Το μόνο που μπορούσαν ήταν να μάθουν…
Όμως ούτε κι αυτό νομίζω δεν ήθελαν πραγματικά κι ας το ζητούσαν διακαώς. Η ζωντανή… αναμετάδοση της είδησης που ελάμβανε χώρα εκεί μπροστά τους, ίσως τους είχε φοβίσει, τους είχε σοκάρει, ίσως τους είχε ξυπνήσει όλη μαζί τη δειλία που διέθεταν, και σε συνδυασμό με την ασθένεια της ενεργής τηλεθέασης που έπασχαν κατά κόρον, τους έκανε ανήμπορους να κάνουν κάτι γι’ αυτό που έβλεπαν. Ίσως να ήταν και το άλλο το ανήκουστο… ότι πήγα και έπεσα, η αγενής, μπροστά στα μούτρα τους!
Η τηλεόραση έκανε καλά τη δουλειά της μέσα σε μόλις σχεδόν 30 χρόνια. Όλοι έγιναν κυρίως τηλεθεατές. Ενεργοί τηλεθεατές. Ψάχνουν δηλαδή –στην καλύτερη περίπτωση- να ενημερωθούν, να ξέρουν, να γνωρίζουν, εκείνα που θα τους αναμασήσει μια ομιλούσα οθόνη, την οποία βαυκαλίζονται ότι την ελέγχουν επειδή κρατάνε το κοντρόλ της… στο χέρι τους.
Υπάρχουν κάποιοι λίγοι, που τους κυνηγάνε και τους συλλαμβάνουν για καταλήψεις, κάποιοι που κάνουν συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις, εθελοντισμό, αλληλέγγυα οικονομία, αντίσταση, αυθεντική τέχνη, που βγαίνουν στο δρόμο, που δημιουργούν κινήματα, που παίρνουν θέση με τη φωνή τους.
Είναι κάποιοι λίγοι, πλέον, που δημιουργούν ειδήσεις. Δεν τις αναζητούν. Αντιθέτως. Θέλουν να σταματήσουν να ακούν τις ίδιες ή και χειρότερες. Δεν ρωτάνε πια «Τί έγινε;» γιατί ξέρουν… τι γίνεται εδώ και χρόνια. Μα ρωτάνε τον εαυτό τους: «Τι να κάνω, εγώ, γι’ αυτό που γίνεται;».
Είναι αυτοί που καταλαβαίνουν, ότι η μεγαλύτερη αρρώστια του σύγχρονου ανθρώπου -η οποία με την παθητικότητα (πείτε το και αδιαφορία) που δημιουργεί, εκκολάπτεται, παράγεται και πολλαπλασιάζεται ο φασισμός, όσο και η εξαθλίωση που επιβάλλουν με την βοήθειά του, όπως και η κατάλυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: από τη δουλειά, την υγεία, την ασφάλεια, μέχρι την αξιοπρέπεια και τη δικαιοσύνη-, η μεγαλύτερη αρρώστεια, είναι αυτή:
Το να ρωτάς, μόνο, «Τι έγινε;». Και πολλές φορές, μάλιστα, κρυφά, και σιγανά… να μην ακούσουν άλλοι.
Εκεί βασίζονται για να αρπάξουν τις ζωές μας, στην απουσία μας από τις ίδιες τις ζωές μας, της συμμετοχής σε αυτό που συμβαίνει, γύρω μας και μέσα μας.
afigisizois.wordpress.com
Πριν τρία περίπου χρόνια, έπεσα και τσακίστηκα στο διάλειμμα μιας εκδήλωσης, με την τεράστια τσάντα στον ώμο, το ποτήρι κρασί στο ένα χέρι και ένα μπισκότο στο άλλο. Από ένα περίεργο σκαλί βρέθηκα στο κενό και προσγειώθηκα ανώμαλα πάνω στο μπετόν. Ήταν καλοκαίρι, και το μέγεθος του χτυπήματος το είδα στους διάσπαρτους μώλωπες, την επόμενη μέρα πια. Το ατύχημα όμως, αυτό, μου προκάλεσε το μικρότερο χτύπημα…Το μεγαλύτερο ήταν άλλο.Καθώς ήμουν πεσμένη και ζαλισμένη από την πτώση και τον πόνο του γκάπ, καθώς πονούσα, και δεν ήξερα ούτε και εγώ πόσο είχα χτυπήσει, καθώς επίσης ήμουν αναμαλλιασμένη και δεν έβλεπα
καλά από τις τούφες που είχαν αλλάξει θέση με την ανώμαλη απογείωση, καθώς τα χέρια μου και εκείνα χτυπημένα, έψαχνα σχεδόν να τα βρώ, εκείνη την ίδια στιγμή μαζεύτηκε όλος ο κόσμος από πάνω μου δημιουργώντας μια ασφυκτική σφηκοφωλιά που βούιζε δυνατά και απαιτητικά μέσα στα αυτιά μου: «Τί έγινε; Τί έγινε; Τί έγινε;».
Δεν ξέρω ποιες δυνάμεις είχαν συνθέσει αυτό το λεφούσι, αλλά κανείς τους δεν έλεγε κάτι άλλο, και δεν έκανε και τίποτε άλλο, παρά μόνο γύρευε, από εμένα, την ίδια στιγμή που πάλευα για να συνέλθω από το σοκ και να ανασυνθέσω τα κομμάτια μου, να πω εκείνο(που ούτε εγώ η ίδια δεν είχα καταλάβει καλά καλά μέχρι εκείνη τη στιγμή).
Την επόμενη μέρα, αρχικά σκέφτηκα, ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έβλεπαν εμένα μπροστά τους. Έβλεπαν μια οθόνη που τους εικόνιζε απλά ένα γεγονός, και αυτό που τους προκαλούσε ήταν μόνο να μάθουν τί έγινε. Ήταν σίγουρα πεπεισμένοι ότι τίποτα δεν μπορούσαν να κάνουν γι’ αυτό. Το μόνο που μπορούσαν ήταν να μάθουν…
Όμως ούτε κι αυτό νομίζω δεν ήθελαν πραγματικά κι ας το ζητούσαν διακαώς. Η ζωντανή… αναμετάδοση της είδησης που ελάμβανε χώρα εκεί μπροστά τους, ίσως τους είχε φοβίσει, τους είχε σοκάρει, ίσως τους είχε ξυπνήσει όλη μαζί τη δειλία που διέθεταν, και σε συνδυασμό με την ασθένεια της ενεργής τηλεθέασης που έπασχαν κατά κόρον, τους έκανε ανήμπορους να κάνουν κάτι γι’ αυτό που έβλεπαν. Ίσως να ήταν και το άλλο το ανήκουστο… ότι πήγα και έπεσα, η αγενής, μπροστά στα μούτρα τους!
Η τηλεόραση έκανε καλά τη δουλειά της μέσα σε μόλις σχεδόν 30 χρόνια. Όλοι έγιναν κυρίως τηλεθεατές. Ενεργοί τηλεθεατές. Ψάχνουν δηλαδή –στην καλύτερη περίπτωση- να ενημερωθούν, να ξέρουν, να γνωρίζουν, εκείνα που θα τους αναμασήσει μια ομιλούσα οθόνη, την οποία βαυκαλίζονται ότι την ελέγχουν επειδή κρατάνε το κοντρόλ της… στο χέρι τους.
Καμία επίδραση στην κοινωνία, καμία συμμετοχή, καμία ουσιαστική διάδραση με τη ζωή γύρω τους. Καμία αίσθηση του πολίτη ως κοινωνικού όντος. Καμία καθορισμένη ευθύνη.Σκέφτετε κάποιος σήμερα, να δημιουργήσει μία είδηση και όχι να την ανακαλύψει, να την ανακοινώσει, ή στην χειρότερη να την αναπαράγει; Σκέφτετε να ζήσει μια ζωή, τέτοια, ώστε οι άλλοι να ενδιαφερθούν γι αυτήν, όχι για να τη… μάθουν, αλλά για να συμμετέχουν σε αυτήν, επειδή τους… λέει κάτι;
Υπάρχουν κάποιοι λίγοι, που τους κυνηγάνε και τους συλλαμβάνουν για καταλήψεις, κάποιοι που κάνουν συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις, εθελοντισμό, αλληλέγγυα οικονομία, αντίσταση, αυθεντική τέχνη, που βγαίνουν στο δρόμο, που δημιουργούν κινήματα, που παίρνουν θέση με τη φωνή τους.
Είναι κάποιοι λίγοι, πλέον, που δημιουργούν ειδήσεις. Δεν τις αναζητούν. Αντιθέτως. Θέλουν να σταματήσουν να ακούν τις ίδιες ή και χειρότερες. Δεν ρωτάνε πια «Τί έγινε;» γιατί ξέρουν… τι γίνεται εδώ και χρόνια. Μα ρωτάνε τον εαυτό τους: «Τι να κάνω, εγώ, γι’ αυτό που γίνεται;».
Είναι αυτοί που καταλαβαίνουν, ότι η μεγαλύτερη αρρώστια του σύγχρονου ανθρώπου -η οποία με την παθητικότητα (πείτε το και αδιαφορία) που δημιουργεί, εκκολάπτεται, παράγεται και πολλαπλασιάζεται ο φασισμός, όσο και η εξαθλίωση που επιβάλλουν με την βοήθειά του, όπως και η κατάλυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: από τη δουλειά, την υγεία, την ασφάλεια, μέχρι την αξιοπρέπεια και τη δικαιοσύνη-, η μεγαλύτερη αρρώστεια, είναι αυτή:
Το να ρωτάς, μόνο, «Τι έγινε;». Και πολλές φορές, μάλιστα, κρυφά, και σιγανά… να μην ακούσουν άλλοι.
Εκεί βασίζονται για να αρπάξουν τις ζωές μας, στην απουσία μας από τις ίδιες τις ζωές μας, της συμμετοχής σε αυτό που συμβαίνει, γύρω μας και μέσα μας.
Όταν θα σταματήσουν οι άνθρωποι να αναρωτιούνται, μόνο, «τι έγινε;»(επαναλαμβανόμενα, τραυματικά, σαν να είναι για πάντα, σαν να μην μπορούν να το διαχειριστούν), ή στην καλύτερη περίπτωση θα σταματήσουν να αναρωτιούνται «γιατί έγινε;» ή «πώς έγινε;» με τον ίδιο τρόπο, τότε μπορεί να αλλάξει κάτι σε αυτόν τον τόπο που καταστρέφεται από εκείνους που δεν ρωτάνε συνεχώς αλλά μόνο πράττουνε εναντίον του…Μπορούμε να επέμβουμε στις ειδήσεις. Μπορούμε να παρέμβουμε. Να τις αλλάξουμε. Μπορούμε να αλλάξουμε και όλο τον κόσμο αν έχουμε θέληση, όπως και τον εαυτό μας. Ρωτήστε έναν απεξαρτημένο από ναρκωτικά να σας το επιβεβαιώσει, από πρώτο χέρι. Άλλωστε και η ασθένεια της «ενεργής τηλεθέασης» ναρκωτικό είναι, και τελικά, απ’ ότι φαίνεται, σκοτώνει!
afigisizois.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου