Του Χρήστου Καραγιαννίδη
Oι οροθετικοί/ες στην Ελλάδα υπήρξαν θύματα των διαχρονικών ανεπαρκειών του κοινωνικού κράτους αλλά και του διαρκώς ανατροφοδοτούμενου κοινωνικού ρατσισμού. Η άγνοια και ο κοινωνικός συντηρητισμός που αναπαράγουν τις κοινωνικές προκαταλήψεις γύρω από το HIV συνέβαλαν καταλυτικά στην απώθηση των ανθρώπων που πάσχουν από τη συγκεκριμένη νόσο σε ένα υγειονομικό και κοινωνικό περιθώριο.
Σήμερα, μέσα στις συνθήκες κοινωνικές διάλυσης που διαμόρφωσαν τα μνημόνια και η ακραία λιτότητα οι οροθετικοί/ες βιώνουν με το πιο οδυνηρό τρόπο τις συνέπειες αυτής της πολιτικής. Το αυταρχικό νεοφιλελεύθερο κράτος της εποχής των μνημονίων παραιτήθηκε πλήρως από την ευθύνη της οργάνωσης της κοινωνικής πολιτικής κρατώντας το μονοπώλιο στην άσκηση της νόμιμης βίας και της καταστολής.
Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο που διαμορφώνεται, η οριστική κατάργηση των πολιτικών για την πρόνοια φέρνει εκατοντάδες συμπολίτες μας σε απόγνωση. Οι οροθετικοί/ες στερούνται του τόσο αναγκαίου προνοιακού τους επιδόματος με αποτέλεσμα να μη μπορούν να εξασφαλίσουν ούτε τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για μία ποιοτική ζωή. Το γεγονός αυτό δημιουργεί δισεπίλυτα προβλήματα, καθώς αρκετοί/ες δεν έχουν σταθερή εργασία ούτε κάποιο άλλο υποστηρικτικό πλαίσιο. Μάλιστα, η ιστορικά πρωτοφανής αύξηση των ποσοστών της ανεργίας, όσο και οι πολύ άσχημες συνθήκες εργασίας που αυτή τη στιγμή κυριαρχούν, κάνουν τις συνθήκες τις ζωής των οροθετικών ακόμη πιο επισφαλείς και πιο αβέβαιες.
Εν προκειμένω σημειώνεται ότι η άρνηση χορήγησης του επιδόματος νομιμοποιείται μέσω μίας αυθαίρετης και καταχρηστικής ερμηνείας της νομοθεσίας (αρ.46, Ν. 4025/2011) σύμφωνα με την οποία η χορήγηση του επιδόματος προϋποθέτει, αφενός την υποβολή σε μία χρονοβόρα και γραφειοκρατική διαδικασία των ΚΕΠΑ έτσι ώστε να δοθεί πιστοποίηση αναπηρίας, αφετέρου οι διευθύνσεις πρόνοιας απαιτούν να αναγράφεται το ποσοστό 67% στην πιστοποίηση που εκχωρούν τα ΚΕΠΑ κατ αναλογία με άλλα επιδόματα που είναι συνδεδεμένα με ποσοστά αναπηρίας. Εξαιτίας αυτής της απαίτησης από πλευράς διευθύνσεων Πρόνοιας απορρίπτεται το αίτημα εκατοντάδων δικαιούχων καθώς κατά κανόνα λαμβάνουν από τα ΚΕΠΑ ποσοστό χαμηλότερο του 67%.
Για να πάρουν λοιπόν πίσω οι οροθετικοί/κες αυτά που νόμιμα δικαιούνται και που τους έχουν αφαιρεθεί με τεχνητές προφάσεις και νομικοφανή επιχειρήματα οδηγούνται συχνά σε απελπισμένες και ακραίες λύσεις. Συχνά, αναγκάζονται να διακόπτουν τη θεραπεία τους, με στόχο την επιδείνωση της υγείας τους και κατά συνέπεια την ενδεχόμενη αύξηση του ποσοστού αναπηρίας τους, έτσι ώστε να έχουν πιθανότητες να συνεχίσουν να λαμβάνουν το επίδομα. Βέβαια, ακόμη κι αν το «επιτύχουν» αυτό, έχουν προκαλέσει ανεπανόρθωτες ζημιές στην υγεία τους και τις περισσότερες φορές χρειάζονται νέα θεραπεία και επιπλέον φάρμακα.
Όπως λένε και οι ίδιοι/ες η μνημονιακή πολιτική στο χώρο της υγείας και των επιδομάτων «τους έχει γυρίσει πίσω στη δεκαετία του ογδόντα», όταν ακόμη προσπαθούσαν να πείσουν την κοινωνία και τους εκπροσώπους των θεσμών ότι δεν είναι υπόλογοι/ες για την ασθένεια τους. Σήμερα, η στέρηση του επιδόματος καθώς και η έλλειψη ενός κοινωνικού πλαισίου υποστήριξης θεσμοποιεί το άνισο καθεστώς μεταχείρισης αυτής της κατηγορίας των συμπολιτών/ισσών μας επαπειλώντας δραματικές συνέπειες για τη ζωή των περισσοτέρων εξ αυτών.
Μέσα σ αυτές τις συνθήκες, οι οροθετικοί-ες απαιτούν την άρση του άδικης νομοθεσίας που συνδέει την χορήγηση επιδόματος με τα ποσοστά αναπηρίας και την σύσταση νέου κανονιστικού πλαισίου που να ρυθμίζει τα δίκαια αιτήματα τους. Από την πλευρά μας, παραμένουμε στο πλευρό τους, αλληλέγγυοι/ες στους αγώνες τους για την άρση των αδικιών, καταλαβαίνουμε ωστόσο ότι δεν υπάρχουν περιθώρια μετριοπαθούς διαχείρισης των αρνητικών συνεπειών από την ασκούμενη πολιτική.
Η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού στο χώρο της υγείας μπορεί να ανασχεθεί μόνο με την υιοθέτηση μίας επιθετικής πολιτικής ρήξης. Η ανατροπή της αντικοινωνικής πολιτικής που πλήττει το δημόσιο όφελος και καταπατά το δικαίωμα της ισότιμης πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας είναι πλέον μονόδρομος.
Oι οροθετικοί/ες στην Ελλάδα υπήρξαν θύματα των διαχρονικών ανεπαρκειών του κοινωνικού κράτους αλλά και του διαρκώς ανατροφοδοτούμενου κοινωνικού ρατσισμού. Η άγνοια και ο κοινωνικός συντηρητισμός που αναπαράγουν τις κοινωνικές προκαταλήψεις γύρω από το HIV συνέβαλαν καταλυτικά στην απώθηση των ανθρώπων που πάσχουν από τη συγκεκριμένη νόσο σε ένα υγειονομικό και κοινωνικό περιθώριο.
Σήμερα, μέσα στις συνθήκες κοινωνικές διάλυσης που διαμόρφωσαν τα μνημόνια και η ακραία λιτότητα οι οροθετικοί/ες βιώνουν με το πιο οδυνηρό τρόπο τις συνέπειες αυτής της πολιτικής. Το αυταρχικό νεοφιλελεύθερο κράτος της εποχής των μνημονίων παραιτήθηκε πλήρως από την ευθύνη της οργάνωσης της κοινωνικής πολιτικής κρατώντας το μονοπώλιο στην άσκηση της νόμιμης βίας και της καταστολής.
Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο που διαμορφώνεται, η οριστική κατάργηση των πολιτικών για την πρόνοια φέρνει εκατοντάδες συμπολίτες μας σε απόγνωση. Οι οροθετικοί/ες στερούνται του τόσο αναγκαίου προνοιακού τους επιδόματος με αποτέλεσμα να μη μπορούν να εξασφαλίσουν ούτε τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για μία ποιοτική ζωή. Το γεγονός αυτό δημιουργεί δισεπίλυτα προβλήματα, καθώς αρκετοί/ες δεν έχουν σταθερή εργασία ούτε κάποιο άλλο υποστηρικτικό πλαίσιο. Μάλιστα, η ιστορικά πρωτοφανής αύξηση των ποσοστών της ανεργίας, όσο και οι πολύ άσχημες συνθήκες εργασίας που αυτή τη στιγμή κυριαρχούν, κάνουν τις συνθήκες τις ζωής των οροθετικών ακόμη πιο επισφαλείς και πιο αβέβαιες.
Εν προκειμένω σημειώνεται ότι η άρνηση χορήγησης του επιδόματος νομιμοποιείται μέσω μίας αυθαίρετης και καταχρηστικής ερμηνείας της νομοθεσίας (αρ.46, Ν. 4025/2011) σύμφωνα με την οποία η χορήγηση του επιδόματος προϋποθέτει, αφενός την υποβολή σε μία χρονοβόρα και γραφειοκρατική διαδικασία των ΚΕΠΑ έτσι ώστε να δοθεί πιστοποίηση αναπηρίας, αφετέρου οι διευθύνσεις πρόνοιας απαιτούν να αναγράφεται το ποσοστό 67% στην πιστοποίηση που εκχωρούν τα ΚΕΠΑ κατ αναλογία με άλλα επιδόματα που είναι συνδεδεμένα με ποσοστά αναπηρίας. Εξαιτίας αυτής της απαίτησης από πλευράς διευθύνσεων Πρόνοιας απορρίπτεται το αίτημα εκατοντάδων δικαιούχων καθώς κατά κανόνα λαμβάνουν από τα ΚΕΠΑ ποσοστό χαμηλότερο του 67%.
Για να πάρουν λοιπόν πίσω οι οροθετικοί/κες αυτά που νόμιμα δικαιούνται και που τους έχουν αφαιρεθεί με τεχνητές προφάσεις και νομικοφανή επιχειρήματα οδηγούνται συχνά σε απελπισμένες και ακραίες λύσεις. Συχνά, αναγκάζονται να διακόπτουν τη θεραπεία τους, με στόχο την επιδείνωση της υγείας τους και κατά συνέπεια την ενδεχόμενη αύξηση του ποσοστού αναπηρίας τους, έτσι ώστε να έχουν πιθανότητες να συνεχίσουν να λαμβάνουν το επίδομα. Βέβαια, ακόμη κι αν το «επιτύχουν» αυτό, έχουν προκαλέσει ανεπανόρθωτες ζημιές στην υγεία τους και τις περισσότερες φορές χρειάζονται νέα θεραπεία και επιπλέον φάρμακα.
Όπως λένε και οι ίδιοι/ες η μνημονιακή πολιτική στο χώρο της υγείας και των επιδομάτων «τους έχει γυρίσει πίσω στη δεκαετία του ογδόντα», όταν ακόμη προσπαθούσαν να πείσουν την κοινωνία και τους εκπροσώπους των θεσμών ότι δεν είναι υπόλογοι/ες για την ασθένεια τους. Σήμερα, η στέρηση του επιδόματος καθώς και η έλλειψη ενός κοινωνικού πλαισίου υποστήριξης θεσμοποιεί το άνισο καθεστώς μεταχείρισης αυτής της κατηγορίας των συμπολιτών/ισσών μας επαπειλώντας δραματικές συνέπειες για τη ζωή των περισσοτέρων εξ αυτών.
Μέσα σ αυτές τις συνθήκες, οι οροθετικοί-ες απαιτούν την άρση του άδικης νομοθεσίας που συνδέει την χορήγηση επιδόματος με τα ποσοστά αναπηρίας και την σύσταση νέου κανονιστικού πλαισίου που να ρυθμίζει τα δίκαια αιτήματα τους. Από την πλευρά μας, παραμένουμε στο πλευρό τους, αλληλέγγυοι/ες στους αγώνες τους για την άρση των αδικιών, καταλαβαίνουμε ωστόσο ότι δεν υπάρχουν περιθώρια μετριοπαθούς διαχείρισης των αρνητικών συνεπειών από την ασκούμενη πολιτική.
Η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού στο χώρο της υγείας μπορεί να ανασχεθεί μόνο με την υιοθέτηση μίας επιθετικής πολιτικής ρήξης. Η ανατροπή της αντικοινωνικής πολιτικής που πλήττει το δημόσιο όφελος και καταπατά το δικαίωμα της ισότιμης πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας είναι πλέον μονόδρομος.
rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου