Της Δέσποινας Σπανού
Βιώνουμε τις συνέπειες της πιο άγριας καπιταλιστικής κρίσης, με καταστροφικές συνέπειες τόσο για την ελληνική κοινωνία όσο και για την οικονομία της χώρας.
Η συνεχής λήψη μέτρων στο όνομα των δεσμεύσεων των Μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων έχει ως αποτέλεσμα μια πραγματική λεηλασία εισοδημάτων, ασφαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων, κοινωνικών παροχών.
Θύματα της πολιτικής αυτής είναι οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι αγρότες και οι μικροεπαγγελματίες, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, η οποία είδε ξαφνικά το εισόδημά της να συρρικνώνεται και τη ζωή της να διαλύεται.
Οι μισθοί στο Δημόσιο έχουν μειωθεί από 30% μέχρι 70%, ο κατώτερος μισθός στον ιδιωτικό τομέα διαμορφώνεται πλέον στα 511 ευρώ, οι κλαδικές συμβάσεις καταργούνται, οι συνολικές μειώσεις θα φτάσουν ακόμα και το 45% και έπεται συνέχεια.
Μεγάλο θύμα όμως είναι και το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο υποβαθμίζεται και απαξιώνεται με στόχο την εκχώρηση των αρμοδιοτήτων του στον ιδιωτικό τομέα και συγκεκριμένα σε «ημέτερους» οικονομικούς παράγοντες, την κατάργηση των κοινωνικών υπηρεσιών και την υποχρέωση των πολιτών να πληρώνουν για υπηρεσίες για τις οποίες φορολογούνται.
Εκμεταλλεύονται τα όποια προβλήματα της δημόσιας διοίκησης, προβάλλουν ψευδή στοιχεία, αποκρύπτουν ότι κύρια υπεύθυνοι είναι τα κυβερνητικά κόμματα, που χρησιμοποίησαν το Δημόσιο ως λάφυρο του εκάστοτε νικητή των εκλογών και τώρα επιχειρούν την πλήρη διάλυσή του.
Η βασική τους μεθόδευση είναι γνωστή:
Καλλιεργείται ο μύθος για «τεράστιο» αριθμό δημοσίων υπαλλήλων, ο οποίος υποτίθεται ότι απομυζά τα έσοδα του κράτους, είναι αναποτελεσματικός και άρα πρέπει να μειωθεί με οποιαδήποτε τρόπο, ακόμα και με απολύσεις.
Αυτό όμως είναι απολύτως ψευδές, διότι από τα στοιχεία της Eurostat του ΟΟΣΑ αλλά και της απογραφής που η ίδια η κυβέρνηση έκανε το 2010, οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα, ως ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, είναι από τους λιγότερους στην Ευρώπη και από τους χαμηλότερα αμειβόμενους.
Βομβαρδίζονται οι Έλληνες πολίτες για τα φαινόμενα διαφθοράς, τα οποία είναι υπαρκτά και απολύτως καταδικαστέα, παρουσιάζονται όμως όχι για να επιλυθεί το πρόβλημα, αλλά για να απαξιωθεί εντελώς το Δημόσιο και συγκεκριμένα:
Επιρρίπτονται ευθύνες μόνο στους υπαλλήλους και αποκρύπτεται η ευθύνη των κυβερνώντων, οι οποίοι παρουσιάζονται ως αμέτοχοι ή, το περισσότερο, ως αφελείς, ενώ η αλήθεια είναι ότι ίδιοι εκμεταλλεύονται τη δημόσια διοίκηση, προάγουν και τοποθετούν τους υπαλλήλους με μοναδικό στόχο την εξυπηρέτηση των «ημετέρων», των οικονομικών παραγόντων-φίλων τους και των μικροκομματικών σκοπιμοτήτων τους.
Χρησιμοποιούνται φαινόμενα διαφθοράς, τα οποία είναι αποτέλεσμα κυρίως των μεθοδεύσεων πολιτικών παραγόντων (υπουργών, γενικών γραμματέων, δημάρχων κ.ά.) για να αποδείξουν π.χ. ότι το ασφαλιστικό σύστημα κατέρρευσε αποκλειστικά εξαιτίας αυτών των φαινομένων (βλ. “μαϊμού” συντάξεις) και όχι εξαιτίας των πολιτικών της καταλήστευσης των αποθεματικών, της εισφοροδιαφυγής, της «μαύρης» εργασίας, του «κουρέματος» των ομολόγων των Ταμείων, της ανεργίας και της μείωσης των μισθών, οπότε η λήψη σκληρών μέτρων είναι «αναγκαία».
Καλλιεργούν την ενοχοποίηση όλης της κοινωνίας («μαζί τα φάγαμε») και επομένως την εντύπωση ότι η υλοποίηση των μέτρων του Μνημονίου αποτελεί «μονόδρομο», τον οποίο οφείλουμε να αποδεχθούμε, διότι είμαστε κι εμείς υπεύθυνοι.
Προετοιμάζουν το έδαφος για μεγαλύτερη αυθαιρεσία, διότι στο όνομα της διαφθοράς των υπαλλήλων προωθούν την τροποποίηση της νομοθεσίας για να χορηγούν επιδοτήσεις (τάχα για την ανάπτυξη) εκατομμυρίων σε «φίλους» χωρίς καμία προϋπόθεση. Η περίπτωση του υπουργείου Ανάπτυξης (βλ. πρόσφατο κρούσμα διαφθοράς) έχει και τέτοια διάσταση.
Διαμορφώνουν συνείδηση στην κοινωνία ότι εξαιτίας των διεφθαρμένων εργαζόμενων πρέπει να δοθούν τα πάντα στους ιδιώτες ταυτίζοντας τις ιδιωτικές εταιρείες με τον εκσυγχρονισμό, τη διαφάνεια και την εντιμότητα. Προφανώς, φαινόμενα τύπου Siemens (για τα οποία ουδείς τιμωρήθηκε) είναι απλώς λεπτομέρειες.
Η προπαγάνδα λοιπόν που καλλιεργείται με τη βοήθεια των ΜΜΕ, που έχει στόχο μόνο τους εργαζόμενους και ειδικότερα τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ αποκρύπτει την ευθύνη των ίδιων των κυβερνώντων, οι οποίοι μάλιστα εμφανίζονται και ως τιμητές, κουνώντας κυριολεκτικά το δάχτυλο στην κοινωνία, για προβλήματα για τα οποία έχουν την κύρια ευθύνη, είναι εντελώς απαράδεκτη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι δηλώσεις Τόμσεν για κατάργηση της μονιμότητας, οι δηλώσεις Ρέππα, (παρά την προσπάθειά του για άμβλυνση των εντυπώσεων εξαιτίας των επικείμενων εκλογών), αλλά και τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα. Τέτοια είναι η προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα (ν. 4024/2011) «για να σπάσει το ταμπού της μονιμότητας» όπως είπε ο κ. Ρέππας, η κατάργηση των οργανισμών Εργατικής Κατοικίας και Εργατικής Εστίας (υπηρεσίες με τεράστια κοινωνική σημασία και χωρίς επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού), η εκχώρηση βασικών υπηρεσιών (π.χ. «βοήθεια στο σπίτι») σε ιδιωτικές εταιρείες, η «αξιολόγηση».
Ιδιαίτερα το προωθούμενο διάταγμα για την «αξιολόγηση» έχει μοναδικό στόχο την απόλυση 15.000 υπαλλήλων μέχρι το τέλος του 2012, για να φτάσουν τις 150.000 «αποχωρήσεις» πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το 2015, ίσως και 180.000 αν υπολογίσουμε τους ένστολους, των οποίων ο αριθμός δεν θα μειωθεί, αλλά πιθανώς θα αυξηθεί.
Η «αξιολόγηση» συνεπώς αποτελεί το άλλοθι για τις απολύσεις για να δημιουργηθεί η εντύπωση στον ελληνικό λαό ότι οι απολύσεις είναι αναγκαίες λόγω ανικανότητας του προσωπικού. Οι απολύσεις στο Δημόσιο -εκτός τού ότι είναι πλήρως αντισυνταγματική η διαδικασία - δηλώνουν και την πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και στο Δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή, κάθε εργαζόμενος μπορεί να απολυθεί κατά παράβαση οποιασδήποτε συνταγματικής επιταγής, νομοθεσίας, χωρίς κανένα μέτρο προστασίας.
Ο στόχος, λοιπόν, δεν είναι η αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος, αλλά κυρίως η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και η εκχώρηση όλων των κοινωνικών υποδομών σε ιδιώτες, οι οποίοι θα αυξάνουν τα κέρδη τους σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Οι συνθήκες εργασιακού Μεσαίωνα, που βιώνουμε, αφορούν όλους τους Έλληνες πολίτες, με τραγικές συνέπειες και για το παρόν και για το μέλλον αυτού του τόπου. Ιδιαίτερα για το Δημόσιο γυρίζουμε κυριολεκτικά 100 χρόνια πίσω, όπου το 1911 με αγώνες των εργαζομένων κατακτήθηκε η μονιμότητα.
Στο διάστημα που πέρασε, η δημόσια διοίκηση εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται από τα κυβερνητικά κόμματα σαν φέουδο, σήμερα όμως, με άλλοθι τα δημοσιονομικά ελλείμματα, με ψέματα και μαύρη προπαγάνδα, διαλύεται και ξεπουλιέται εντελώς. Αν υλοποιηθούν οι μνημονιακές επιταγές και δεσμεύσεις, σε λίγα χρόνια δεν θα έχουμε ούτε υγεία ούτε παιδεία ούτε πρόνοια. Θα υπάρχει μόνο ένα ολιγομελές επιτελικό κράτος, που θα λειτουργεί υπέρ των οικονομικών παραγόντων, εφόσον οι βασικές αρμοδιότητες θα έχουν εκχωρηθεί σε αυτούς.
Τι θα κάνει ο ελληνικός λαός;
Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, αυτών που είτε ήδη αμείβονται είτε θα αμείβονται με 300-400 ή το πολύ με 500 ευρώ θα πρέπει να πληρώνουν για να έχουν νοσοκομεία, σχολεία, ασφάλιση, φροντίδα.
Εάν δεν το κάνουν; Απλώς θα περιθωριοποιούνται ή θα πεθαίνουν. Προδιαγράφεται δηλαδή ένα μέλλον απολύτως εφιαλτικό για μας και τις επόμενες γενιές.
Στο χέρι μας είναι να μην τους το επιτρέψουμε.
kinimalaou
Βιώνουμε τις συνέπειες της πιο άγριας καπιταλιστικής κρίσης, με καταστροφικές συνέπειες τόσο για την ελληνική κοινωνία όσο και για την οικονομία της χώρας.
Η συνεχής λήψη μέτρων στο όνομα των δεσμεύσεων των Μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων έχει ως αποτέλεσμα μια πραγματική λεηλασία εισοδημάτων, ασφαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων, κοινωνικών παροχών.
Θύματα της πολιτικής αυτής είναι οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι αγρότες και οι μικροεπαγγελματίες, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, η οποία είδε ξαφνικά το εισόδημά της να συρρικνώνεται και τη ζωή της να διαλύεται.
Οι μισθοί στο Δημόσιο έχουν μειωθεί από 30% μέχρι 70%, ο κατώτερος μισθός στον ιδιωτικό τομέα διαμορφώνεται πλέον στα 511 ευρώ, οι κλαδικές συμβάσεις καταργούνται, οι συνολικές μειώσεις θα φτάσουν ακόμα και το 45% και έπεται συνέχεια.
Μεγάλο θύμα όμως είναι και το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο υποβαθμίζεται και απαξιώνεται με στόχο την εκχώρηση των αρμοδιοτήτων του στον ιδιωτικό τομέα και συγκεκριμένα σε «ημέτερους» οικονομικούς παράγοντες, την κατάργηση των κοινωνικών υπηρεσιών και την υποχρέωση των πολιτών να πληρώνουν για υπηρεσίες για τις οποίες φορολογούνται.
Εκμεταλλεύονται τα όποια προβλήματα της δημόσιας διοίκησης, προβάλλουν ψευδή στοιχεία, αποκρύπτουν ότι κύρια υπεύθυνοι είναι τα κυβερνητικά κόμματα, που χρησιμοποίησαν το Δημόσιο ως λάφυρο του εκάστοτε νικητή των εκλογών και τώρα επιχειρούν την πλήρη διάλυσή του.
Η βασική τους μεθόδευση είναι γνωστή:
Καλλιεργείται ο μύθος για «τεράστιο» αριθμό δημοσίων υπαλλήλων, ο οποίος υποτίθεται ότι απομυζά τα έσοδα του κράτους, είναι αναποτελεσματικός και άρα πρέπει να μειωθεί με οποιαδήποτε τρόπο, ακόμα και με απολύσεις.
Αυτό όμως είναι απολύτως ψευδές, διότι από τα στοιχεία της Eurostat του ΟΟΣΑ αλλά και της απογραφής που η ίδια η κυβέρνηση έκανε το 2010, οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα, ως ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, είναι από τους λιγότερους στην Ευρώπη και από τους χαμηλότερα αμειβόμενους.
Βομβαρδίζονται οι Έλληνες πολίτες για τα φαινόμενα διαφθοράς, τα οποία είναι υπαρκτά και απολύτως καταδικαστέα, παρουσιάζονται όμως όχι για να επιλυθεί το πρόβλημα, αλλά για να απαξιωθεί εντελώς το Δημόσιο και συγκεκριμένα:
Επιρρίπτονται ευθύνες μόνο στους υπαλλήλους και αποκρύπτεται η ευθύνη των κυβερνώντων, οι οποίοι παρουσιάζονται ως αμέτοχοι ή, το περισσότερο, ως αφελείς, ενώ η αλήθεια είναι ότι ίδιοι εκμεταλλεύονται τη δημόσια διοίκηση, προάγουν και τοποθετούν τους υπαλλήλους με μοναδικό στόχο την εξυπηρέτηση των «ημετέρων», των οικονομικών παραγόντων-φίλων τους και των μικροκομματικών σκοπιμοτήτων τους.
Χρησιμοποιούνται φαινόμενα διαφθοράς, τα οποία είναι αποτέλεσμα κυρίως των μεθοδεύσεων πολιτικών παραγόντων (υπουργών, γενικών γραμματέων, δημάρχων κ.ά.) για να αποδείξουν π.χ. ότι το ασφαλιστικό σύστημα κατέρρευσε αποκλειστικά εξαιτίας αυτών των φαινομένων (βλ. “μαϊμού” συντάξεις) και όχι εξαιτίας των πολιτικών της καταλήστευσης των αποθεματικών, της εισφοροδιαφυγής, της «μαύρης» εργασίας, του «κουρέματος» των ομολόγων των Ταμείων, της ανεργίας και της μείωσης των μισθών, οπότε η λήψη σκληρών μέτρων είναι «αναγκαία».
Καλλιεργούν την ενοχοποίηση όλης της κοινωνίας («μαζί τα φάγαμε») και επομένως την εντύπωση ότι η υλοποίηση των μέτρων του Μνημονίου αποτελεί «μονόδρομο», τον οποίο οφείλουμε να αποδεχθούμε, διότι είμαστε κι εμείς υπεύθυνοι.
Προετοιμάζουν το έδαφος για μεγαλύτερη αυθαιρεσία, διότι στο όνομα της διαφθοράς των υπαλλήλων προωθούν την τροποποίηση της νομοθεσίας για να χορηγούν επιδοτήσεις (τάχα για την ανάπτυξη) εκατομμυρίων σε «φίλους» χωρίς καμία προϋπόθεση. Η περίπτωση του υπουργείου Ανάπτυξης (βλ. πρόσφατο κρούσμα διαφθοράς) έχει και τέτοια διάσταση.
Διαμορφώνουν συνείδηση στην κοινωνία ότι εξαιτίας των διεφθαρμένων εργαζόμενων πρέπει να δοθούν τα πάντα στους ιδιώτες ταυτίζοντας τις ιδιωτικές εταιρείες με τον εκσυγχρονισμό, τη διαφάνεια και την εντιμότητα. Προφανώς, φαινόμενα τύπου Siemens (για τα οποία ουδείς τιμωρήθηκε) είναι απλώς λεπτομέρειες.
Η προπαγάνδα λοιπόν που καλλιεργείται με τη βοήθεια των ΜΜΕ, που έχει στόχο μόνο τους εργαζόμενους και ειδικότερα τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ αποκρύπτει την ευθύνη των ίδιων των κυβερνώντων, οι οποίοι μάλιστα εμφανίζονται και ως τιμητές, κουνώντας κυριολεκτικά το δάχτυλο στην κοινωνία, για προβλήματα για τα οποία έχουν την κύρια ευθύνη, είναι εντελώς απαράδεκτη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι δηλώσεις Τόμσεν για κατάργηση της μονιμότητας, οι δηλώσεις Ρέππα, (παρά την προσπάθειά του για άμβλυνση των εντυπώσεων εξαιτίας των επικείμενων εκλογών), αλλά και τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα. Τέτοια είναι η προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα (ν. 4024/2011) «για να σπάσει το ταμπού της μονιμότητας» όπως είπε ο κ. Ρέππας, η κατάργηση των οργανισμών Εργατικής Κατοικίας και Εργατικής Εστίας (υπηρεσίες με τεράστια κοινωνική σημασία και χωρίς επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού), η εκχώρηση βασικών υπηρεσιών (π.χ. «βοήθεια στο σπίτι») σε ιδιωτικές εταιρείες, η «αξιολόγηση».
Ιδιαίτερα το προωθούμενο διάταγμα για την «αξιολόγηση» έχει μοναδικό στόχο την απόλυση 15.000 υπαλλήλων μέχρι το τέλος του 2012, για να φτάσουν τις 150.000 «αποχωρήσεις» πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το 2015, ίσως και 180.000 αν υπολογίσουμε τους ένστολους, των οποίων ο αριθμός δεν θα μειωθεί, αλλά πιθανώς θα αυξηθεί.
Η «αξιολόγηση» συνεπώς αποτελεί το άλλοθι για τις απολύσεις για να δημιουργηθεί η εντύπωση στον ελληνικό λαό ότι οι απολύσεις είναι αναγκαίες λόγω ανικανότητας του προσωπικού. Οι απολύσεις στο Δημόσιο -εκτός τού ότι είναι πλήρως αντισυνταγματική η διαδικασία - δηλώνουν και την πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και στο Δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή, κάθε εργαζόμενος μπορεί να απολυθεί κατά παράβαση οποιασδήποτε συνταγματικής επιταγής, νομοθεσίας, χωρίς κανένα μέτρο προστασίας.
Ο στόχος, λοιπόν, δεν είναι η αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος, αλλά κυρίως η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και η εκχώρηση όλων των κοινωνικών υποδομών σε ιδιώτες, οι οποίοι θα αυξάνουν τα κέρδη τους σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Οι συνθήκες εργασιακού Μεσαίωνα, που βιώνουμε, αφορούν όλους τους Έλληνες πολίτες, με τραγικές συνέπειες και για το παρόν και για το μέλλον αυτού του τόπου. Ιδιαίτερα για το Δημόσιο γυρίζουμε κυριολεκτικά 100 χρόνια πίσω, όπου το 1911 με αγώνες των εργαζομένων κατακτήθηκε η μονιμότητα.
Στο διάστημα που πέρασε, η δημόσια διοίκηση εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται από τα κυβερνητικά κόμματα σαν φέουδο, σήμερα όμως, με άλλοθι τα δημοσιονομικά ελλείμματα, με ψέματα και μαύρη προπαγάνδα, διαλύεται και ξεπουλιέται εντελώς. Αν υλοποιηθούν οι μνημονιακές επιταγές και δεσμεύσεις, σε λίγα χρόνια δεν θα έχουμε ούτε υγεία ούτε παιδεία ούτε πρόνοια. Θα υπάρχει μόνο ένα ολιγομελές επιτελικό κράτος, που θα λειτουργεί υπέρ των οικονομικών παραγόντων, εφόσον οι βασικές αρμοδιότητες θα έχουν εκχωρηθεί σε αυτούς.
Τι θα κάνει ο ελληνικός λαός;
Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, αυτών που είτε ήδη αμείβονται είτε θα αμείβονται με 300-400 ή το πολύ με 500 ευρώ θα πρέπει να πληρώνουν για να έχουν νοσοκομεία, σχολεία, ασφάλιση, φροντίδα.
Εάν δεν το κάνουν; Απλώς θα περιθωριοποιούνται ή θα πεθαίνουν. Προδιαγράφεται δηλαδή ένα μέλλον απολύτως εφιαλτικό για μας και τις επόμενες γενιές.
Στο χέρι μας είναι να μην τους το επιτρέψουμε.
kinimalaou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου