Τις προτελευταίες δεκαετίες η λέξη δημοκρατία είχε φθαρεί. Βασικός λόγος, η προσχηματική χρήση της, προκείμενου να δικαιολογούνται εξωτερικές επεμβάσεις σε ανεξάρτητες χώρες, καθώς και εσωτερικές διαχειρίσεις κίνδυνων που απορρέουν από κοινωνικές διαμαρτυρίες. Το (δήθεν) αδιανόητο, υπό καθεστώς δημοκρατίας, της πολιτικής ανυπακοής και, αντίθετα, η προώθηση οποιουδήποτε ανελεύθερου μέτρου, εφόσον αυτό έχει αποφασιστεί τυπικοδημοκρατικά, αποτελούν προϊόντα αυτής της διαστρέβλωσης. Στην παραφθορά της λέξης «δημοκρατία» συνέβαλαν επίσης οι εικονικότητες των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, η παραδοσιακή αντίληψη για τις ολιγομελείς επαναστατικές πρωτοπορίες, καθώς και
η θεώρηση των μειονοτήτων και των αποκλινόντων ως προνομιακών φορέων ριζοσπαστικής αλλαγής.
Όλα αυτά όμως τελειώνουν σήμερα.
Οι εξωτερικές επεμβάσεις και οι εσωτερικές διαχειρίσεις δεν χρειάζονται πλέον προσχήματα, αρκεί η καθεστωτική ρητορεία στα ΜΜΕ. Οι κυβερνήσεις δεν αυτοχαρακτηρίζονται σοσιαλδημοκρατικές και οι μειονότητες δεν αποτελούν αντίπαλο, αλλά μέρος των χειμαζόμενων πλειοψηφιών. Τότε, όμως, ποιος βρίσκεται από την άλλη πλευρά της δημοκρατίας; Ο καπιταλισμός ως σχέση-υποκείμενο; Η ολιγαρχία, μια συγκυριακή ελίτ, η άλλο τι;
Στο μεγάλο ερώτημα αν οι καπιταλιστικές σχέσεις συνιστούν υποκείμενο ή εργαλείο μιας ολιγαρχίας δεν χωρεί υπεριστορική (εκτός χρόνου και γεωγραφίας) απάντηση. Άλλοτε και αλλού οι ρόλοι αντιστρέφονται. Με τηλεγραφική συντομία και με ιδέες ευρείας αποδοχής ακολουθούν τα παρακάτω:
Λογικά, οι αντίπαλοι των πολλών δεν μπορεί παρά να είναι κάποιοι «λίγοι». Αφού πια οι μειονότητες των κατατρεγμένων μοιράζονται κοινά συμφέροντα με πλειονότητες νεόπτωχων και στριμωγμένων αστών, στον άλλο πόλο της συγκρουσιακής σχέσης βρίσκονται οι στενοί κύκλοι των κυρίαρχων.
Πραγματικά, χωρίς στέγη, παιδεία, περίθαλψη και πληροφόρηση η ψήφος γίνεται στην ουσία αδύνατη. Χωρίς έδαφος, δηλαδή κατά τη νεωτερικότητα χωρίς εθνική κυριαρχία, το πολίτευμα του κοινού τόπου (δημοκρατία) δεν είναι εφαρμόσιμο. Ο άρρωστος είναι ανήμπορος να πάει στην κάλπη, ο αμαθής πολεμά σκιάχτρα. Η εθνική νομοθεσία γίνεται δέσμια διεθνών και μάλιστα ιδιωτικών συμφερόντων, η κυβέρνηση εκτελεί, η δικαιοσύνη μεμονωμένα αντιστέκεται και συχνά συμμορφώνεται (δόγμα Α. Διαμαντοπούλου: «ο νόμος είναι νόμος», ό,τι κι αν γράφει το Σύνταγμα, ό,τι κι αν υπαγορεύει ο στοιχειώδης ανθρωπισμός;). Όσο για τον νεοφιλελευθερισμό, σύγχρονη εκδοχή του καπιταλισμού, κάποτε κι αυτός ακόμη γίνεται πρόσχημα αντί εξήγησης.
Είναι αρκετές οι επίκαιρες ενδείξεις για τα παραπάνω. Στη σφαίρα της οικονομίας, για παράδειγμα, οι οίκοι αξιολόγησης περισσότερο καθοδηγούν παρά αποτυπώνουν την ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό. Χάρη στους μηχανισμούς τους, ελάχιστα άτομα φαίνονται να χειρίζονται τις τύχες δισεκατομμυρίων άλλων.
Σαφές είναι ιδίως το παράδειγμα των «μεταρρυθμίσεων» στην ανώτατη εκπαίδευση. Το πανεπιστήμιο της Νέας Τάξης δεν έχει ως κύριο χαρακτηριστικό, αλλά μόνο ως πρόφαση και ως παράπλευρη ωφέλειά του, τις χαμηλές δαπάνες λειτουργίας. Εν μέσω βέβαια οικονομικής κρίσης, το συγκεκριμένο μεταρρυθμιστικό πρόσχημα πείθει αρκετούς, αποσιωπώντας το υψηλό κόστος της προβλεπόμενης δημιουργίας νέων ξεχωριστών σχολών (μεταπτυχιακών, διά βίου) που προϋποθέτουν ασφαλώς νέες υποδομές, γραμματείες κλπ., τις δαπάνες για προσκλήσεις ξένων εκλεκτόρων, για μεταφράσεις των έργων των κρινόμενων και αλλά πολυτελή. Η νέου τύπου πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ωστόσο, είναι προεχόντως ολιγαρχική, προσφερόμενη από λιγότερους προς λιγότερους. Από λιγότερους, αφού στη θέση της συμμετοχικής διαμόρφωσης της ακαδημαϊκής πολιτικής (όχι από τη Σύγκλητο με τους πολλούς εκπρόσωπους όλων των επιστημονικών πεδίων) αναδύονται ολιγομελή Συμβούλια. Η επιστημονική αυθεντία καταξιώνεται με την ορθολογική για κάποιους κλάδους μέτρηση παραπομπών μέσω δημοσιεύσεων σε περιοδικά. Έτσι όμως συγκριτικά λίγοι αξιολογητές μπορούν να ρυθμίζουν την παγκόσμια ροή γνώσης, απορρίπτοντας το οικονομικά ασύμφορο, το αντίπαλο προς τις κυρίαρχες θέσεις, το γραμμένο σε άλλη από την αγγλική γλώσσα κλπ.
Η εκπαίδευση, εξάλλου, παρέχεται προς λιγότερους, αφού για τους πολλούς προϋποθέτει δυσβάστακτες δαπάνες διατροφής, στέγασης, περίθαλψης πληροφοριακής υποδομής και προσεχώς διδάκτρων. Ο εύηχος θεσμός της αριστείας διασφαλίζει ότι πλέον οι ευκαιρίες και οι υποδομές της εκπαίδευσης, αντί να προσφέρονται σε όλους τους φοιτητές, θα προσφέρονται σε ελάχιστους διακρινόμενους. Η καθίζηση της δημόσιας χρηματοδότησης της έρευνας περιορίζει εντωμεταξύ την κοινωνική διασπορά της νέας γνώσης και άλλα πολλά, αμέτρητα προβλήματα.
Όσοι λοιπόν πιστεύουν ότι οι οικονομικοί εξαναγκασμοί των Μνημονίων αφαιρούν το πολιτικό νόημα από τις προσεχείς εκλογές σφάλλουν. Ισχύει το αντίθετο: Παράλληλα με τις δομές της αγοράς αποσαφηνίζονται κάποιες νέες συνθήκες ολιγαρχίας, ενώ από την άλλη η ουσιαστική δημοκρατία έχει επανεμφανιστεί ως κοινωνικό αίτημα των πλειοψηφιών. Κόμματα ψευδεπίγραφα, πρόσωπα ηγετών σοβαρoφανή, προτάσεις θολές η απομονωτικές, δεν εκφράζουν πια τους πολλούς. Ένας άνεμος δημοκρατίας και κοινωνικής αλληλεγγύης που πνέει από κάπου δεν μπορεί να χάνεται στο πουθενά.
Τις προτελευταίες δεκαετίες η λέξη δημοκρατία είχε φθαρεί. Βασικός λόγος, η προσχηματική χρήση της, προκείμενου να δικαιολογούνται εξωτερικές επεμβάσεις σε ανεξάρτητες χώρες, καθώς και εσωτερικές διαχειρίσεις κίνδυνων που απορρέουν από κοινωνικές διαμαρτυρίες. Το (δήθεν) αδιανόητο, υπό καθεστώς δημοκρατίας, της πολιτικής ανυπακοής και, αντίθετα, η προώθηση οποιουδήποτε ανελεύθερου μέτρου, εφόσον αυτό έχει αποφασιστεί τυπικοδημοκρατικά, αποτελούν προϊόντα αυτής της διαστρέβλωσης. Στην παραφθορά της λέξης «δημοκρατία» συνέβαλαν επίσης οι εικονικότητες των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, η παραδοσιακή αντίληψη για τις ολιγομελείς επαναστατικές πρωτοπορίες, καθώς και η θεώρηση των μειονοτήτων και των αποκλινόντων ως προνομιακών φορέων ριζοσπαστικής αλλαγής.
Όλα αυτά όμως τελειώνουν σήμερα.
Οι εξωτερικές επεμβάσεις και οι εσωτερικές διαχειρίσεις δεν χρειάζονται πλέον προσχήματα, αρκεί η καθεστωτική ρητορεία στα ΜΜΕ. Οι κυβερνήσεις δεν αυτοχαρακτηρίζονται σοσιαλδημοκρατικές και οι μειονότητες δεν αποτελούν αντίπαλο, αλλά μέρος των χειμαζόμενων πλειοψηφιών. Τότε, όμως, ποιος βρίσκεται από την άλλη πλευρά της δημοκρατίας; Ο καπιταλισμός ως σχέση-υποκείμενο; Η ολιγαρχία, μια συγκυριακή ελίτ, η άλλο τι;
Στο μεγάλο ερώτημα αν οι καπιταλιστικές σχέσεις συνιστούν υποκείμενο ή εργαλείο μιας ολιγαρχίας δεν χωρεί υπεριστορική (εκτός χρόνου και γεωγραφίας) απάντηση. Άλλοτε και αλλού οι ρόλοι αντιστρέφονται. Με τηλεγραφική συντομία και με ιδέες ευρείας αποδοχής ακολουθούν τα παρακάτω:
Λογικά, οι αντίπαλοι των πολλών δεν μπορεί παρά να είναι κάποιοι «λίγοι». Αφού πια οι μειονότητες των κατατρεγμένων μοιράζονται κοινά συμφέροντα με πλειονότητες νεόπτωχων και στριμωγμένων αστών, στον άλλο πόλο της συγκρουσιακής σχέσης βρίσκονται οι στενοί κύκλοι των κυρίαρχων.
Πραγματικά, χωρίς στέγη, παιδεία, περίθαλψη και πληροφόρηση η ψήφος γίνεται στην ουσία αδύνατη. Χωρίς έδαφος, δηλαδή κατά τη νεωτερικότητα χωρίς εθνική κυριαρχία, το πολίτευμα του κοινού τόπου (δημοκρατία) δεν είναι εφαρμόσιμο. Ο άρρωστος είναι ανήμπορος να πάει στην κάλπη, ο αμαθής πολεμά σκιάχτρα. Η εθνική νομοθεσία γίνεται δέσμια διεθνών και μάλιστα ιδιωτικών συμφερόντων, η κυβέρνηση εκτελεί, η δικαιοσύνη μεμονωμένα αντιστέκεται και συχνά συμμορφώνεται (δόγμα Α. Διαμαντοπούλου: «ο νόμος είναι νόμος», ό,τι κι αν γράφει το Σύνταγμα, ό,τι κι αν υπαγορεύει ο στοιχειώδης ανθρωπισμός;). Όσο για τον νεοφιλελευθερισμό, σύγχρονη εκδοχή του καπιταλισμού, κάποτε κι αυτός ακόμη γίνεται πρόσχημα αντί εξήγησης.
Είναι αρκετές οι επίκαιρες ενδείξεις για τα παραπάνω. Στη σφαίρα της οικονομίας, για παράδειγμα, οι οίκοι αξιολόγησης περισσότερο καθοδηγούν παρά αποτυπώνουν την ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό. Χάρη στους μηχανισμούς τους, ελάχιστα άτομα φαίνονται να χειρίζονται τις τύχες δισεκατομμυρίων άλλων.
Σαφές είναι ιδίως το παράδειγμα των «μεταρρυθμίσεων» στην ανώτατη εκπαίδευση. Το πανεπιστήμιο της Νέας Τάξης δεν έχει ως κύριο χαρακτηριστικό, αλλά μόνο ως πρόφαση και ως παράπλευρη ωφέλειά του, τις χαμηλές δαπάνες λειτουργίας. Εν μέσω βέβαια οικονομικής κρίσης, το συγκεκριμένο μεταρρυθμιστικό πρόσχημα πείθει αρκετούς, αποσιωπώντας το υψηλό κόστος της προβλεπόμενης δημιουργίας νέων ξεχωριστών σχολών (μεταπτυχιακών, διά βίου) που προϋποθέτουν ασφαλώς νέες υποδομές, γραμματείες κλπ., τις δαπάνες για προσκλήσεις ξένων εκλεκτόρων, για μεταφράσεις των έργων των κρινόμενων και αλλά πολυτελή. Η νέου τύπου πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ωστόσο, είναι προεχόντως ολιγαρχική, προσφερόμενη από λιγότερους προς λιγότερους. Από λιγότερους, αφού στη θέση της συμμετοχικής διαμόρφωσης της ακαδημαϊκής πολιτικής (όχι από τη Σύγκλητο με τους πολλούς εκπρόσωπους όλων των επιστημονικών πεδίων) αναδύονται ολιγομελή Συμβούλια. Η επιστημονική αυθεντία καταξιώνεται με την ορθολογική για κάποιους κλάδους μέτρηση παραπομπών μέσω δημοσιεύσεων σε περιοδικά. Έτσι όμως συγκριτικά λίγοι αξιολογητές μπορούν να ρυθμίζουν την παγκόσμια ροή γνώσης, απορρίπτοντας το οικονομικά ασύμφορο, το αντίπαλο προς τις κυρίαρχες θέσεις, το γραμμένο σε άλλη από την αγγλική γλώσσα κλπ.
Η εκπαίδευση, εξάλλου, παρέχεται προς λιγότερους, αφού για τους πολλούς προϋποθέτει δυσβάστακτες δαπάνες διατροφής, στέγασης, περίθαλψης πληροφοριακής υποδομής και προσεχώς διδάκτρων. Ο εύηχος θεσμός της αριστείας διασφαλίζει ότι πλέον οι ευκαιρίες και οι υποδομές της εκπαίδευσης, αντί να προσφέρονται σε όλους τους φοιτητές, θα προσφέρονται σε ελάχιστους διακρινόμενους. Η καθίζηση της δημόσιας χρηματοδότησης της έρευνας περιορίζει εντωμεταξύ την κοινωνική διασπορά της νέας γνώσης και άλλα πολλά, αμέτρητα προβλήματα.
Όσοι λοιπόν πιστεύουν ότι οι οικονομικοί εξαναγκασμοί των Μνημονίων αφαιρούν το πολιτικό νόημα από τις προσεχείς εκλογές σφάλλουν. Ισχύει το αντίθετο: Παράλληλα με τις δομές της αγοράς αποσαφηνίζονται κάποιες νέες συνθήκες ολιγαρχίας, ενώ από την άλλη η ουσιαστική δημοκρατία έχει επανεμφανιστεί ως κοινωνικό αίτημα των πλειοψηφιών. Κόμματα ψευδεπίγραφα, πρόσωπα ηγετών σοβαρoφανή, προτάσεις θολές η απομονωτικές, δεν εκφράζουν πια τους πολλούς. Ένας άνεμος δημοκρατίας και κοινωνικής αλληλεγγύης που πνέει από κάπου δεν μπορεί να χάνεται στο πουθενά.
Τις προτελευταίες δεκαετίες η λέξη δημοκρατία είχε φθαρεί. Βασικός λόγος, η προσχηματική χρήση της, προκείμενου να δικαιολογούνται εξωτερικές επεμβάσεις σε ανεξάρτητες χώρες, καθώς και εσωτερικές διαχειρίσεις κίνδυνων που απορρέουν από κοινωνικές διαμαρτυρίες. Το (δήθεν) αδιανόητο, υπό καθεστώς δημοκρατίας, της πολιτικής ανυπακοής και, αντίθετα, η προώθηση οποιουδήποτε ανελεύθερου μέτρου, εφόσον αυτό έχει αποφασιστεί τυπικοδημοκρατικά, αποτελούν προϊόντα αυτής της διαστρέβλωσης. Στην παραφθορά της λέξης «δημοκρατία» συνέβαλαν επίσης οι εικονικότητες των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, η παραδοσιακή αντίληψη για τις ολιγομελείς επαναστατικές πρωτοπορίες, καθώς και η θεώρηση των μειονοτήτων και των αποκλινόντων ως προνομιακών φορέων ριζοσπαστικής αλλαγής.
Όλα αυτά όμως τελειώνουν σήμερα.
Οι εξωτερικές επεμβάσεις και οι εσωτερικές διαχειρίσεις δεν χρειάζονται πλέον προσχήματα, αρκεί η καθεστωτική ρητορεία στα ΜΜΕ. Οι κυβερνήσεις δεν αυτοχαρακτηρίζονται σοσιαλδημοκρατικές και οι μειονότητες δεν αποτελούν αντίπαλο, αλλά μέρος των χειμαζόμενων πλειοψηφιών. Τότε, όμως, ποιος βρίσκεται από την άλλη πλευρά της δημοκρατίας; Ο καπιταλισμός ως σχέση-υποκείμενο; Η ολιγαρχία, μια συγκυριακή ελίτ, η άλλο τι;
Στο μεγάλο ερώτημα αν οι καπιταλιστικές σχέσεις συνιστούν υποκείμενο ή εργαλείο μιας ολιγαρχίας δεν χωρεί υπεριστορική (εκτός χρόνου και γεωγραφίας) απάντηση. Άλλοτε και αλλού οι ρόλοι αντιστρέφονται. Με τηλεγραφική συντομία και με ιδέες ευρείας αποδοχής ακολουθούν τα παρακάτω:
Λογικά, οι αντίπαλοι των πολλών δεν μπορεί παρά να είναι κάποιοι «λίγοι». Αφού πια οι μειονότητες των κατατρεγμένων μοιράζονται κοινά συμφέροντα με πλειονότητες νεόπτωχων και στριμωγμένων αστών, στον άλλο πόλο της συγκρουσιακής σχέσης βρίσκονται οι στενοί κύκλοι των κυρίαρχων.
Πραγματικά, χωρίς στέγη, παιδεία, περίθαλψη και πληροφόρηση η ψήφος γίνεται στην ουσία αδύνατη. Χωρίς έδαφος, δηλαδή κατά τη νεωτερικότητα χωρίς εθνική κυριαρχία, το πολίτευμα του κοινού τόπου (δημοκρατία) δεν είναι εφαρμόσιμο. Ο άρρωστος είναι ανήμπορος να πάει στην κάλπη, ο αμαθής πολεμά σκιάχτρα. Η εθνική νομοθεσία γίνεται δέσμια διεθνών και μάλιστα ιδιωτικών συμφερόντων, η κυβέρνηση εκτελεί, η δικαιοσύνη μεμονωμένα αντιστέκεται και συχνά συμμορφώνεται (δόγμα Α. Διαμαντοπούλου: «ο νόμος είναι νόμος», ό,τι κι αν γράφει το Σύνταγμα, ό,τι κι αν υπαγορεύει ο στοιχειώδης ανθρωπισμός;). Όσο για τον νεοφιλελευθερισμό, σύγχρονη εκδοχή του καπιταλισμού, κάποτε κι αυτός ακόμη γίνεται πρόσχημα αντί εξήγησης.
Είναι αρκετές οι επίκαιρες ενδείξεις για τα παραπάνω. Στη σφαίρα της οικονομίας, για παράδειγμα, οι οίκοι αξιολόγησης περισσότερο καθοδηγούν παρά αποτυπώνουν την ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό. Χάρη στους μηχανισμούς τους, ελάχιστα άτομα φαίνονται να χειρίζονται τις τύχες δισεκατομμυρίων άλλων.
Σαφές είναι ιδίως το παράδειγμα των «μεταρρυθμίσεων» στην ανώτατη εκπαίδευση. Το πανεπιστήμιο της Νέας Τάξης δεν έχει ως κύριο χαρακτηριστικό, αλλά μόνο ως πρόφαση και ως παράπλευρη ωφέλειά του, τις χαμηλές δαπάνες λειτουργίας. Εν μέσω βέβαια οικονομικής κρίσης, το συγκεκριμένο μεταρρυθμιστικό πρόσχημα πείθει αρκετούς, αποσιωπώντας το υψηλό κόστος της προβλεπόμενης δημιουργίας νέων ξεχωριστών σχολών (μεταπτυχιακών, διά βίου) που προϋποθέτουν ασφαλώς νέες υποδομές, γραμματείες κλπ., τις δαπάνες για προσκλήσεις ξένων εκλεκτόρων, για μεταφράσεις των έργων των κρινόμενων και αλλά πολυτελή. Η νέου τύπου πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ωστόσο, είναι προεχόντως ολιγαρχική, προσφερόμενη από λιγότερους προς λιγότερους. Από λιγότερους, αφού στη θέση της συμμετοχικής διαμόρφωσης της ακαδημαϊκής πολιτικής (όχι από τη Σύγκλητο με τους πολλούς εκπρόσωπους όλων των επιστημονικών πεδίων) αναδύονται ολιγομελή Συμβούλια. Η επιστημονική αυθεντία καταξιώνεται με την ορθολογική για κάποιους κλάδους μέτρηση παραπομπών μέσω δημοσιεύσεων σε περιοδικά. Έτσι όμως συγκριτικά λίγοι αξιολογητές μπορούν να ρυθμίζουν την παγκόσμια ροή γνώσης, απορρίπτοντας το οικονομικά ασύμφορο, το αντίπαλο προς τις κυρίαρχες θέσεις, το γραμμένο σε άλλη από την αγγλική γλώσσα κλπ.
Η εκπαίδευση, εξάλλου, παρέχεται προς λιγότερους, αφού για τους πολλούς προϋποθέτει δυσβάστακτες δαπάνες διατροφής, στέγασης, περίθαλψης πληροφοριακής υποδομής και προσεχώς διδάκτρων. Ο εύηχος θεσμός της αριστείας διασφαλίζει ότι πλέον οι ευκαιρίες και οι υποδομές της εκπαίδευσης, αντί να προσφέρονται σε όλους τους φοιτητές, θα προσφέρονται σε ελάχιστους διακρινόμενους. Η καθίζηση της δημόσιας χρηματοδότησης της έρευνας περιορίζει εντωμεταξύ την κοινωνική διασπορά της νέας γνώσης και άλλα πολλά, αμέτρητα προβλήματα.
Όσοι λοιπόν πιστεύουν ότι οι οικονομικοί εξαναγκασμοί των Μνημονίων αφαιρούν το πολιτικό νόημα από τις προσεχείς εκλογές σφάλλουν. Ισχύει το αντίθετο: Παράλληλα με τις δομές της αγοράς αποσαφηνίζονται κάποιες νέες συνθήκες ολιγαρχίας, ενώ από την άλλη η ουσιαστική δημοκρατία έχει επανεμφανιστεί ως κοινωνικό αίτημα των πλειοψηφιών. Κόμματα ψευδεπίγραφα, πρόσωπα ηγετών σοβαρoφανή, προτάσεις θολές η απομονωτικές, δεν εκφράζουν πια τους πολλούς. Ένας άνεμος δημοκρατίας και κοινωνικής αλληλεγγύης που πνέει από κάπου δεν μπορεί να χάνεται στο πουθενά.
enthemata.wordpress.com
η θεώρηση των μειονοτήτων και των αποκλινόντων ως προνομιακών φορέων ριζοσπαστικής αλλαγής.
Όλα αυτά όμως τελειώνουν σήμερα.
Οι εξωτερικές επεμβάσεις και οι εσωτερικές διαχειρίσεις δεν χρειάζονται πλέον προσχήματα, αρκεί η καθεστωτική ρητορεία στα ΜΜΕ. Οι κυβερνήσεις δεν αυτοχαρακτηρίζονται σοσιαλδημοκρατικές και οι μειονότητες δεν αποτελούν αντίπαλο, αλλά μέρος των χειμαζόμενων πλειοψηφιών. Τότε, όμως, ποιος βρίσκεται από την άλλη πλευρά της δημοκρατίας; Ο καπιταλισμός ως σχέση-υποκείμενο; Η ολιγαρχία, μια συγκυριακή ελίτ, η άλλο τι;
Στο μεγάλο ερώτημα αν οι καπιταλιστικές σχέσεις συνιστούν υποκείμενο ή εργαλείο μιας ολιγαρχίας δεν χωρεί υπεριστορική (εκτός χρόνου και γεωγραφίας) απάντηση. Άλλοτε και αλλού οι ρόλοι αντιστρέφονται. Με τηλεγραφική συντομία και με ιδέες ευρείας αποδοχής ακολουθούν τα παρακάτω:
Λογικά, οι αντίπαλοι των πολλών δεν μπορεί παρά να είναι κάποιοι «λίγοι». Αφού πια οι μειονότητες των κατατρεγμένων μοιράζονται κοινά συμφέροντα με πλειονότητες νεόπτωχων και στριμωγμένων αστών, στον άλλο πόλο της συγκρουσιακής σχέσης βρίσκονται οι στενοί κύκλοι των κυρίαρχων.
Πραγματικά, χωρίς στέγη, παιδεία, περίθαλψη και πληροφόρηση η ψήφος γίνεται στην ουσία αδύνατη. Χωρίς έδαφος, δηλαδή κατά τη νεωτερικότητα χωρίς εθνική κυριαρχία, το πολίτευμα του κοινού τόπου (δημοκρατία) δεν είναι εφαρμόσιμο. Ο άρρωστος είναι ανήμπορος να πάει στην κάλπη, ο αμαθής πολεμά σκιάχτρα. Η εθνική νομοθεσία γίνεται δέσμια διεθνών και μάλιστα ιδιωτικών συμφερόντων, η κυβέρνηση εκτελεί, η δικαιοσύνη μεμονωμένα αντιστέκεται και συχνά συμμορφώνεται (δόγμα Α. Διαμαντοπούλου: «ο νόμος είναι νόμος», ό,τι κι αν γράφει το Σύνταγμα, ό,τι κι αν υπαγορεύει ο στοιχειώδης ανθρωπισμός;). Όσο για τον νεοφιλελευθερισμό, σύγχρονη εκδοχή του καπιταλισμού, κάποτε κι αυτός ακόμη γίνεται πρόσχημα αντί εξήγησης.
Είναι αρκετές οι επίκαιρες ενδείξεις για τα παραπάνω. Στη σφαίρα της οικονομίας, για παράδειγμα, οι οίκοι αξιολόγησης περισσότερο καθοδηγούν παρά αποτυπώνουν την ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό. Χάρη στους μηχανισμούς τους, ελάχιστα άτομα φαίνονται να χειρίζονται τις τύχες δισεκατομμυρίων άλλων.
Σαφές είναι ιδίως το παράδειγμα των «μεταρρυθμίσεων» στην ανώτατη εκπαίδευση. Το πανεπιστήμιο της Νέας Τάξης δεν έχει ως κύριο χαρακτηριστικό, αλλά μόνο ως πρόφαση και ως παράπλευρη ωφέλειά του, τις χαμηλές δαπάνες λειτουργίας. Εν μέσω βέβαια οικονομικής κρίσης, το συγκεκριμένο μεταρρυθμιστικό πρόσχημα πείθει αρκετούς, αποσιωπώντας το υψηλό κόστος της προβλεπόμενης δημιουργίας νέων ξεχωριστών σχολών (μεταπτυχιακών, διά βίου) που προϋποθέτουν ασφαλώς νέες υποδομές, γραμματείες κλπ., τις δαπάνες για προσκλήσεις ξένων εκλεκτόρων, για μεταφράσεις των έργων των κρινόμενων και αλλά πολυτελή. Η νέου τύπου πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ωστόσο, είναι προεχόντως ολιγαρχική, προσφερόμενη από λιγότερους προς λιγότερους. Από λιγότερους, αφού στη θέση της συμμετοχικής διαμόρφωσης της ακαδημαϊκής πολιτικής (όχι από τη Σύγκλητο με τους πολλούς εκπρόσωπους όλων των επιστημονικών πεδίων) αναδύονται ολιγομελή Συμβούλια. Η επιστημονική αυθεντία καταξιώνεται με την ορθολογική για κάποιους κλάδους μέτρηση παραπομπών μέσω δημοσιεύσεων σε περιοδικά. Έτσι όμως συγκριτικά λίγοι αξιολογητές μπορούν να ρυθμίζουν την παγκόσμια ροή γνώσης, απορρίπτοντας το οικονομικά ασύμφορο, το αντίπαλο προς τις κυρίαρχες θέσεις, το γραμμένο σε άλλη από την αγγλική γλώσσα κλπ.
Η εκπαίδευση, εξάλλου, παρέχεται προς λιγότερους, αφού για τους πολλούς προϋποθέτει δυσβάστακτες δαπάνες διατροφής, στέγασης, περίθαλψης πληροφοριακής υποδομής και προσεχώς διδάκτρων. Ο εύηχος θεσμός της αριστείας διασφαλίζει ότι πλέον οι ευκαιρίες και οι υποδομές της εκπαίδευσης, αντί να προσφέρονται σε όλους τους φοιτητές, θα προσφέρονται σε ελάχιστους διακρινόμενους. Η καθίζηση της δημόσιας χρηματοδότησης της έρευνας περιορίζει εντωμεταξύ την κοινωνική διασπορά της νέας γνώσης και άλλα πολλά, αμέτρητα προβλήματα.
Όσοι λοιπόν πιστεύουν ότι οι οικονομικοί εξαναγκασμοί των Μνημονίων αφαιρούν το πολιτικό νόημα από τις προσεχείς εκλογές σφάλλουν. Ισχύει το αντίθετο: Παράλληλα με τις δομές της αγοράς αποσαφηνίζονται κάποιες νέες συνθήκες ολιγαρχίας, ενώ από την άλλη η ουσιαστική δημοκρατία έχει επανεμφανιστεί ως κοινωνικό αίτημα των πλειοψηφιών. Κόμματα ψευδεπίγραφα, πρόσωπα ηγετών σοβαρoφανή, προτάσεις θολές η απομονωτικές, δεν εκφράζουν πια τους πολλούς. Ένας άνεμος δημοκρατίας και κοινωνικής αλληλεγγύης που πνέει από κάπου δεν μπορεί να χάνεται στο πουθενά.
Τις προτελευταίες δεκαετίες η λέξη δημοκρατία είχε φθαρεί. Βασικός λόγος, η προσχηματική χρήση της, προκείμενου να δικαιολογούνται εξωτερικές επεμβάσεις σε ανεξάρτητες χώρες, καθώς και εσωτερικές διαχειρίσεις κίνδυνων που απορρέουν από κοινωνικές διαμαρτυρίες. Το (δήθεν) αδιανόητο, υπό καθεστώς δημοκρατίας, της πολιτικής ανυπακοής και, αντίθετα, η προώθηση οποιουδήποτε ανελεύθερου μέτρου, εφόσον αυτό έχει αποφασιστεί τυπικοδημοκρατικά, αποτελούν προϊόντα αυτής της διαστρέβλωσης. Στην παραφθορά της λέξης «δημοκρατία» συνέβαλαν επίσης οι εικονικότητες των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, η παραδοσιακή αντίληψη για τις ολιγομελείς επαναστατικές πρωτοπορίες, καθώς και η θεώρηση των μειονοτήτων και των αποκλινόντων ως προνομιακών φορέων ριζοσπαστικής αλλαγής.
Όλα αυτά όμως τελειώνουν σήμερα.
Οι εξωτερικές επεμβάσεις και οι εσωτερικές διαχειρίσεις δεν χρειάζονται πλέον προσχήματα, αρκεί η καθεστωτική ρητορεία στα ΜΜΕ. Οι κυβερνήσεις δεν αυτοχαρακτηρίζονται σοσιαλδημοκρατικές και οι μειονότητες δεν αποτελούν αντίπαλο, αλλά μέρος των χειμαζόμενων πλειοψηφιών. Τότε, όμως, ποιος βρίσκεται από την άλλη πλευρά της δημοκρατίας; Ο καπιταλισμός ως σχέση-υποκείμενο; Η ολιγαρχία, μια συγκυριακή ελίτ, η άλλο τι;
Στο μεγάλο ερώτημα αν οι καπιταλιστικές σχέσεις συνιστούν υποκείμενο ή εργαλείο μιας ολιγαρχίας δεν χωρεί υπεριστορική (εκτός χρόνου και γεωγραφίας) απάντηση. Άλλοτε και αλλού οι ρόλοι αντιστρέφονται. Με τηλεγραφική συντομία και με ιδέες ευρείας αποδοχής ακολουθούν τα παρακάτω:
Λογικά, οι αντίπαλοι των πολλών δεν μπορεί παρά να είναι κάποιοι «λίγοι». Αφού πια οι μειονότητες των κατατρεγμένων μοιράζονται κοινά συμφέροντα με πλειονότητες νεόπτωχων και στριμωγμένων αστών, στον άλλο πόλο της συγκρουσιακής σχέσης βρίσκονται οι στενοί κύκλοι των κυρίαρχων.
Πραγματικά, χωρίς στέγη, παιδεία, περίθαλψη και πληροφόρηση η ψήφος γίνεται στην ουσία αδύνατη. Χωρίς έδαφος, δηλαδή κατά τη νεωτερικότητα χωρίς εθνική κυριαρχία, το πολίτευμα του κοινού τόπου (δημοκρατία) δεν είναι εφαρμόσιμο. Ο άρρωστος είναι ανήμπορος να πάει στην κάλπη, ο αμαθής πολεμά σκιάχτρα. Η εθνική νομοθεσία γίνεται δέσμια διεθνών και μάλιστα ιδιωτικών συμφερόντων, η κυβέρνηση εκτελεί, η δικαιοσύνη μεμονωμένα αντιστέκεται και συχνά συμμορφώνεται (δόγμα Α. Διαμαντοπούλου: «ο νόμος είναι νόμος», ό,τι κι αν γράφει το Σύνταγμα, ό,τι κι αν υπαγορεύει ο στοιχειώδης ανθρωπισμός;). Όσο για τον νεοφιλελευθερισμό, σύγχρονη εκδοχή του καπιταλισμού, κάποτε κι αυτός ακόμη γίνεται πρόσχημα αντί εξήγησης.
Είναι αρκετές οι επίκαιρες ενδείξεις για τα παραπάνω. Στη σφαίρα της οικονομίας, για παράδειγμα, οι οίκοι αξιολόγησης περισσότερο καθοδηγούν παρά αποτυπώνουν την ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό. Χάρη στους μηχανισμούς τους, ελάχιστα άτομα φαίνονται να χειρίζονται τις τύχες δισεκατομμυρίων άλλων.
Σαφές είναι ιδίως το παράδειγμα των «μεταρρυθμίσεων» στην ανώτατη εκπαίδευση. Το πανεπιστήμιο της Νέας Τάξης δεν έχει ως κύριο χαρακτηριστικό, αλλά μόνο ως πρόφαση και ως παράπλευρη ωφέλειά του, τις χαμηλές δαπάνες λειτουργίας. Εν μέσω βέβαια οικονομικής κρίσης, το συγκεκριμένο μεταρρυθμιστικό πρόσχημα πείθει αρκετούς, αποσιωπώντας το υψηλό κόστος της προβλεπόμενης δημιουργίας νέων ξεχωριστών σχολών (μεταπτυχιακών, διά βίου) που προϋποθέτουν ασφαλώς νέες υποδομές, γραμματείες κλπ., τις δαπάνες για προσκλήσεις ξένων εκλεκτόρων, για μεταφράσεις των έργων των κρινόμενων και αλλά πολυτελή. Η νέου τύπου πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ωστόσο, είναι προεχόντως ολιγαρχική, προσφερόμενη από λιγότερους προς λιγότερους. Από λιγότερους, αφού στη θέση της συμμετοχικής διαμόρφωσης της ακαδημαϊκής πολιτικής (όχι από τη Σύγκλητο με τους πολλούς εκπρόσωπους όλων των επιστημονικών πεδίων) αναδύονται ολιγομελή Συμβούλια. Η επιστημονική αυθεντία καταξιώνεται με την ορθολογική για κάποιους κλάδους μέτρηση παραπομπών μέσω δημοσιεύσεων σε περιοδικά. Έτσι όμως συγκριτικά λίγοι αξιολογητές μπορούν να ρυθμίζουν την παγκόσμια ροή γνώσης, απορρίπτοντας το οικονομικά ασύμφορο, το αντίπαλο προς τις κυρίαρχες θέσεις, το γραμμένο σε άλλη από την αγγλική γλώσσα κλπ.
Η εκπαίδευση, εξάλλου, παρέχεται προς λιγότερους, αφού για τους πολλούς προϋποθέτει δυσβάστακτες δαπάνες διατροφής, στέγασης, περίθαλψης πληροφοριακής υποδομής και προσεχώς διδάκτρων. Ο εύηχος θεσμός της αριστείας διασφαλίζει ότι πλέον οι ευκαιρίες και οι υποδομές της εκπαίδευσης, αντί να προσφέρονται σε όλους τους φοιτητές, θα προσφέρονται σε ελάχιστους διακρινόμενους. Η καθίζηση της δημόσιας χρηματοδότησης της έρευνας περιορίζει εντωμεταξύ την κοινωνική διασπορά της νέας γνώσης και άλλα πολλά, αμέτρητα προβλήματα.
Όσοι λοιπόν πιστεύουν ότι οι οικονομικοί εξαναγκασμοί των Μνημονίων αφαιρούν το πολιτικό νόημα από τις προσεχείς εκλογές σφάλλουν. Ισχύει το αντίθετο: Παράλληλα με τις δομές της αγοράς αποσαφηνίζονται κάποιες νέες συνθήκες ολιγαρχίας, ενώ από την άλλη η ουσιαστική δημοκρατία έχει επανεμφανιστεί ως κοινωνικό αίτημα των πλειοψηφιών. Κόμματα ψευδεπίγραφα, πρόσωπα ηγετών σοβαρoφανή, προτάσεις θολές η απομονωτικές, δεν εκφράζουν πια τους πολλούς. Ένας άνεμος δημοκρατίας και κοινωνικής αλληλεγγύης που πνέει από κάπου δεν μπορεί να χάνεται στο πουθενά.
Τις προτελευταίες δεκαετίες η λέξη δημοκρατία είχε φθαρεί. Βασικός λόγος, η προσχηματική χρήση της, προκείμενου να δικαιολογούνται εξωτερικές επεμβάσεις σε ανεξάρτητες χώρες, καθώς και εσωτερικές διαχειρίσεις κίνδυνων που απορρέουν από κοινωνικές διαμαρτυρίες. Το (δήθεν) αδιανόητο, υπό καθεστώς δημοκρατίας, της πολιτικής ανυπακοής και, αντίθετα, η προώθηση οποιουδήποτε ανελεύθερου μέτρου, εφόσον αυτό έχει αποφασιστεί τυπικοδημοκρατικά, αποτελούν προϊόντα αυτής της διαστρέβλωσης. Στην παραφθορά της λέξης «δημοκρατία» συνέβαλαν επίσης οι εικονικότητες των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, η παραδοσιακή αντίληψη για τις ολιγομελείς επαναστατικές πρωτοπορίες, καθώς και η θεώρηση των μειονοτήτων και των αποκλινόντων ως προνομιακών φορέων ριζοσπαστικής αλλαγής.
Όλα αυτά όμως τελειώνουν σήμερα.
Οι εξωτερικές επεμβάσεις και οι εσωτερικές διαχειρίσεις δεν χρειάζονται πλέον προσχήματα, αρκεί η καθεστωτική ρητορεία στα ΜΜΕ. Οι κυβερνήσεις δεν αυτοχαρακτηρίζονται σοσιαλδημοκρατικές και οι μειονότητες δεν αποτελούν αντίπαλο, αλλά μέρος των χειμαζόμενων πλειοψηφιών. Τότε, όμως, ποιος βρίσκεται από την άλλη πλευρά της δημοκρατίας; Ο καπιταλισμός ως σχέση-υποκείμενο; Η ολιγαρχία, μια συγκυριακή ελίτ, η άλλο τι;
Στο μεγάλο ερώτημα αν οι καπιταλιστικές σχέσεις συνιστούν υποκείμενο ή εργαλείο μιας ολιγαρχίας δεν χωρεί υπεριστορική (εκτός χρόνου και γεωγραφίας) απάντηση. Άλλοτε και αλλού οι ρόλοι αντιστρέφονται. Με τηλεγραφική συντομία και με ιδέες ευρείας αποδοχής ακολουθούν τα παρακάτω:
Λογικά, οι αντίπαλοι των πολλών δεν μπορεί παρά να είναι κάποιοι «λίγοι». Αφού πια οι μειονότητες των κατατρεγμένων μοιράζονται κοινά συμφέροντα με πλειονότητες νεόπτωχων και στριμωγμένων αστών, στον άλλο πόλο της συγκρουσιακής σχέσης βρίσκονται οι στενοί κύκλοι των κυρίαρχων.
Πραγματικά, χωρίς στέγη, παιδεία, περίθαλψη και πληροφόρηση η ψήφος γίνεται στην ουσία αδύνατη. Χωρίς έδαφος, δηλαδή κατά τη νεωτερικότητα χωρίς εθνική κυριαρχία, το πολίτευμα του κοινού τόπου (δημοκρατία) δεν είναι εφαρμόσιμο. Ο άρρωστος είναι ανήμπορος να πάει στην κάλπη, ο αμαθής πολεμά σκιάχτρα. Η εθνική νομοθεσία γίνεται δέσμια διεθνών και μάλιστα ιδιωτικών συμφερόντων, η κυβέρνηση εκτελεί, η δικαιοσύνη μεμονωμένα αντιστέκεται και συχνά συμμορφώνεται (δόγμα Α. Διαμαντοπούλου: «ο νόμος είναι νόμος», ό,τι κι αν γράφει το Σύνταγμα, ό,τι κι αν υπαγορεύει ο στοιχειώδης ανθρωπισμός;). Όσο για τον νεοφιλελευθερισμό, σύγχρονη εκδοχή του καπιταλισμού, κάποτε κι αυτός ακόμη γίνεται πρόσχημα αντί εξήγησης.
Είναι αρκετές οι επίκαιρες ενδείξεις για τα παραπάνω. Στη σφαίρα της οικονομίας, για παράδειγμα, οι οίκοι αξιολόγησης περισσότερο καθοδηγούν παρά αποτυπώνουν την ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό. Χάρη στους μηχανισμούς τους, ελάχιστα άτομα φαίνονται να χειρίζονται τις τύχες δισεκατομμυρίων άλλων.
Σαφές είναι ιδίως το παράδειγμα των «μεταρρυθμίσεων» στην ανώτατη εκπαίδευση. Το πανεπιστήμιο της Νέας Τάξης δεν έχει ως κύριο χαρακτηριστικό, αλλά μόνο ως πρόφαση και ως παράπλευρη ωφέλειά του, τις χαμηλές δαπάνες λειτουργίας. Εν μέσω βέβαια οικονομικής κρίσης, το συγκεκριμένο μεταρρυθμιστικό πρόσχημα πείθει αρκετούς, αποσιωπώντας το υψηλό κόστος της προβλεπόμενης δημιουργίας νέων ξεχωριστών σχολών (μεταπτυχιακών, διά βίου) που προϋποθέτουν ασφαλώς νέες υποδομές, γραμματείες κλπ., τις δαπάνες για προσκλήσεις ξένων εκλεκτόρων, για μεταφράσεις των έργων των κρινόμενων και αλλά πολυτελή. Η νέου τύπου πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ωστόσο, είναι προεχόντως ολιγαρχική, προσφερόμενη από λιγότερους προς λιγότερους. Από λιγότερους, αφού στη θέση της συμμετοχικής διαμόρφωσης της ακαδημαϊκής πολιτικής (όχι από τη Σύγκλητο με τους πολλούς εκπρόσωπους όλων των επιστημονικών πεδίων) αναδύονται ολιγομελή Συμβούλια. Η επιστημονική αυθεντία καταξιώνεται με την ορθολογική για κάποιους κλάδους μέτρηση παραπομπών μέσω δημοσιεύσεων σε περιοδικά. Έτσι όμως συγκριτικά λίγοι αξιολογητές μπορούν να ρυθμίζουν την παγκόσμια ροή γνώσης, απορρίπτοντας το οικονομικά ασύμφορο, το αντίπαλο προς τις κυρίαρχες θέσεις, το γραμμένο σε άλλη από την αγγλική γλώσσα κλπ.
Η εκπαίδευση, εξάλλου, παρέχεται προς λιγότερους, αφού για τους πολλούς προϋποθέτει δυσβάστακτες δαπάνες διατροφής, στέγασης, περίθαλψης πληροφοριακής υποδομής και προσεχώς διδάκτρων. Ο εύηχος θεσμός της αριστείας διασφαλίζει ότι πλέον οι ευκαιρίες και οι υποδομές της εκπαίδευσης, αντί να προσφέρονται σε όλους τους φοιτητές, θα προσφέρονται σε ελάχιστους διακρινόμενους. Η καθίζηση της δημόσιας χρηματοδότησης της έρευνας περιορίζει εντωμεταξύ την κοινωνική διασπορά της νέας γνώσης και άλλα πολλά, αμέτρητα προβλήματα.
Όσοι λοιπόν πιστεύουν ότι οι οικονομικοί εξαναγκασμοί των Μνημονίων αφαιρούν το πολιτικό νόημα από τις προσεχείς εκλογές σφάλλουν. Ισχύει το αντίθετο: Παράλληλα με τις δομές της αγοράς αποσαφηνίζονται κάποιες νέες συνθήκες ολιγαρχίας, ενώ από την άλλη η ουσιαστική δημοκρατία έχει επανεμφανιστεί ως κοινωνικό αίτημα των πλειοψηφιών. Κόμματα ψευδεπίγραφα, πρόσωπα ηγετών σοβαρoφανή, προτάσεις θολές η απομονωτικές, δεν εκφράζουν πια τους πολλούς. Ένας άνεμος δημοκρατίας και κοινωνικής αλληλεγγύης που πνέει από κάπου δεν μπορεί να χάνεται στο πουθενά.
enthemata.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου