Ο Μάνος, η ΑΓΕΤ και η 17Ν. Το πολιτικό σκηνικό βρικολακιάζει καθώς η κυβέρνηση επαναφέρει φθαρμένα στελέχη του Μητσοτάκη για το ξεπούλημα της χώρας.
Το να έχεις μια εταιρεία που κατασκευάζει πισίνες και να απαιτείς από το προσωπικό σου να σε αποκαλεί «καπετάνιο» ίσως να λέει πολλά για την προσωπικότητά ενός ανθρώπου. Στην περίπτωση όμως του Στέλιου Σταυρίδη, του επιχειρηματία που τοποθετήθηκε από την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου – Κουβέλη να ξεπουλήσει την περιουσία του δημοσίου ως επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ λέει πολλά και για τις σχέσεις του πρωθυπουργού με το σκοτεινό, νεοφιλελεύθερο παρελθόν της κυβέρνησης Μητσοτάκη – Μάνου. Ένα επικίνδυνο κράμα που συνδυάζει τον νεοελληνικό θατσερισμό του Μάνου, το μακρύ χέρι του Μητσοτάκη και το ακροδεξιό προφίλ του Αντώνη Σαμαρά.
Ήταν αναμφίβολα μια «μπάσταρδη» εποχή όταν ο Μητσοτάκης αποφάσισε να τοποθετήσει τον Σταυρίδη στη θέση του διευθύνοντα συμβούλου της ΑΓΕΤ Ηρακλής – της κραταιάς τσιμεντοβιομηχανίας που ξεπουλήθηκε στον ιταλικό όμιλο Καλτσεστρούτσι. Ήταν η εποχή που ο Γιάννης Αλαφούζος και σύσσωμος ο ΣΚΑΙ κατέβαιναν στις πορείες των απεργών οδηγών της ΕΑΣ φωνάζοντας συνθήματα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών. Ήταν η εποχή που η Μαρία Δαμανάκη έδινε τον δικό της «ανένδοτο» στη βουλή κατά των αποκρατικοποιήσεων. Ήταν όμως και η εποχή που ο Στεφανος Μάνος δοκίμαζε τα όρια της ανθρώπινης λογικής υποστηρίζοντας ότι είναι φτηνότερο να ταξιδέψεις από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη με ταξί παρά με τρένο και πως πρέπει να ξεπουλήσουμε τις κερδοφόρες κρατικές επιχειρήσεις γιατί αν έμεναν υπό δημόσιο έλεγχο θα έπαυαν… να είναι κερδοφόρες.
Αυτή ακριβώς την λογική του παραλόγου, την οποία λίγα χρόνια αργότερα θα υιοθετούσε και το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να εμφυσήσει στην κυβέρνησή του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Και ο Σταυρίδης, ένας επιχειρηματίας που μπαινόβγαινε σε σημαντικά πόστα δημοσίων επιχειρήσεων, αποτελούσε χαρακτηριστικό δείγμα του είδους kratikodietus – neofileleftherus που ευδοκιμεί έκτοτε στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Πως φτάσαμε όμως από εκείνη την εποχή, που ο Μητσοτάκης απειλούνταν να οδηγηθεί σε ειδικό δικαστήριο για τη σκανδαλώδη εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, να βλέπουμε τον Σαμαρά να τοποθετεί ανθρώπους του μητσοτακικού περιβάλλοντος σε θέσεις κλειδιά
της ελληνικής οικονομίας;
«Κομμουνιστοφάγος» από τους λίγους, ο Σταυρίδης αρέσκεται σήμερα να «μαγεύει» τους δημοσιογράφους του επιχειρηματικού ρεπορτάζ με ατάκες που θυμίζουν πρωτοετή φοιτητή στη σχολή LSE του Λονδίνου: «Ελα εδώ, ρε μάγκα, θα πω στον επενδυτή, έχεις τα χρήματα; Ε, τότε, αγόρασε εδώ στην Ελλάδα και δημιούργησε θέσεις εργασίας, δώσε δουλειές στον κόσμο, σεβάσου το περιβάλλον και άρχισε να αναπτύσσεσαι στην Ελλάδα».
Το ερώτημα όμως παραμένει. Γιατί ο Σαμαράς επαναφέρει στο προσκήνιο τα φαντάσματα του Μητσοτάκη και του Στέφανου Μάνου τη στιγμή που θα μπορούσε να πάρει τη γλυκιά του εκδίκηση από δυο οικογένειες που βασάνισαν την πολιτική και οικονομική σκηνή του τόπου για περισσότερο από μισό αιώνα; Είναι χαρακτηριστικό ότι εκτός από τον Σταυρίδη ο Σαμαράς με προσωπική του απόφαση τοποθέτησε τον ανιψιό του Μητσοτάκη Κυριάκο βριβιδάκη ως συντονιστή της πολιτικής για την ολοκληρωμένη Διαχείριση των Απορριμμάτων. Του προσφέρει δηλαδή τη διαχείριση μιας πίτας τουλάχιστον τριών δισεκατομμυρίων ευρώ, η οποία θα πρέπει να μοιραστεί στους μεγαλύτερους εργολάβους, εφοπλιστές και καναλάρχες που διεκδικούν τα χρυσά συμβόλαια των σκουπιδιών.
H απάντηση ότι λιγοστεύει το στελεχιακό δυναμικό που θα μπορούσε να υπογράψει συμφωνίες εκποίησης με χαρακτηριστικά απιστίας σε βάρος του δημοσίου, είναι λογική αλλά όχι επαρκής. Δεν δικαιολογεί λόγου χάρη διάφορες σκηνές αβροφροσύνης ανάμεσα στην οικογένεια Μητσοτάκη και το περιβάλλον Σαμαρά, που καταγράφονται το τελευταίο διάστημα. Φράσεις όπως «πρέπει να στηρίξουμε την κυβέρνηση» που ακούστηκαν από το στόμα του πρώην πρωθυπουργού στην παρουσίαση του βιβλίου του. Το βέβαιο είναι ότι αν ο Σαμαράς έχει φτάσει σε τέτοια σημεία απόγνωσης ώστε να χρειάζεται την βοήθεια από το περιβάλλον του μεγαλύτερου πολιτικού του αντιπάλου τα πράματα είναι πολύ άσχημα. Μια κυβέρνηση με ανθρώπους από το βρώμικο ’89 και πάλι στην εξουσία είναι μια κυβέρνηση Βρικολάκων.
Το να έχεις μια εταιρεία που κατασκευάζει πισίνες και να απαιτείς από το προσωπικό σου να σε αποκαλεί «καπετάνιο» ίσως να λέει πολλά για την προσωπικότητά ενός ανθρώπου. Στην περίπτωση όμως του Στέλιου Σταυρίδη, του επιχειρηματία που τοποθετήθηκε από την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου – Κουβέλη να ξεπουλήσει την περιουσία του δημοσίου ως επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ λέει πολλά και για τις σχέσεις του πρωθυπουργού με το σκοτεινό, νεοφιλελεύθερο παρελθόν της κυβέρνησης Μητσοτάκη – Μάνου. Ένα επικίνδυνο κράμα που συνδυάζει τον νεοελληνικό θατσερισμό του Μάνου, το μακρύ χέρι του Μητσοτάκη και το ακροδεξιό προφίλ του Αντώνη Σαμαρά.
Ήταν αναμφίβολα μια «μπάσταρδη» εποχή όταν ο Μητσοτάκης αποφάσισε να τοποθετήσει τον Σταυρίδη στη θέση του διευθύνοντα συμβούλου της ΑΓΕΤ Ηρακλής – της κραταιάς τσιμεντοβιομηχανίας που ξεπουλήθηκε στον ιταλικό όμιλο Καλτσεστρούτσι. Ήταν η εποχή που ο Γιάννης Αλαφούζος και σύσσωμος ο ΣΚΑΙ κατέβαιναν στις πορείες των απεργών οδηγών της ΕΑΣ φωνάζοντας συνθήματα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών. Ήταν η εποχή που η Μαρία Δαμανάκη έδινε τον δικό της «ανένδοτο» στη βουλή κατά των αποκρατικοποιήσεων. Ήταν όμως και η εποχή που ο Στεφανος Μάνος δοκίμαζε τα όρια της ανθρώπινης λογικής υποστηρίζοντας ότι είναι φτηνότερο να ταξιδέψεις από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη με ταξί παρά με τρένο και πως πρέπει να ξεπουλήσουμε τις κερδοφόρες κρατικές επιχειρήσεις γιατί αν έμεναν υπό δημόσιο έλεγχο θα έπαυαν… να είναι κερδοφόρες.
Αυτή ακριβώς την λογική του παραλόγου, την οποία λίγα χρόνια αργότερα θα υιοθετούσε και το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να εμφυσήσει στην κυβέρνησή του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Και ο Σταυρίδης, ένας επιχειρηματίας που μπαινόβγαινε σε σημαντικά πόστα δημοσίων επιχειρήσεων, αποτελούσε χαρακτηριστικό δείγμα του είδους kratikodietus – neofileleftherus που ευδοκιμεί έκτοτε στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Πως φτάσαμε όμως από εκείνη την εποχή, που ο Μητσοτάκης απειλούνταν να οδηγηθεί σε ειδικό δικαστήριο για τη σκανδαλώδη εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, να βλέπουμε τον Σαμαρά να τοποθετεί ανθρώπους του μητσοτακικού περιβάλλοντος σε θέσεις κλειδιά
της ελληνικής οικονομίας;
Η «κόζα νόστρα» των ιδιωτικοποιήσεων
Η πώληση στους Ιταλούς της ΑΓΕΤ Ηρακλής, που αποτελούσε έναν από τους πιο υγιής πυλώνες της ελληνικής βιομηχανίας, αποτέλεσε σημείο καμπής για την ιστορία των ελληνικών ιδιωτικοποιήσεων αλλά και των σκανδάλων διαφθοράς που τις συνοδεύουν. Για την ακρίβεια η ΑΓΕΤ, όπως θα συμβεί αργότερα και με την μερική μετοχοποίηση της ΔΕΗ είναι ένα από τα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι οι αποκρατικοποιήσεις όχι μόνο δεν συνεισέφεραν στον δημόσιο κορβανά αλλά συνέβαλαν σημαντικά στη γιγάντωση του δημοσίου χρέους.
Ο Μητσοτάκης εξηγούσε τότε με υπερηφάνεια στο κοινοβούλιο ότι χαράμισε ένα δις δραχμές στους καρχαρίες της Μόργκαν Στάνλεϊ για να επιβλέπουν το ξεπούλημα. Και αυτοί παρέλειψαν για κάποιο λόγο να ενημερώσουν την Ελλάδα ότι ο όμιλος Φερούτσι, στον οποίο θα κατέληγε η ΑΓΕΤ μέσω της ιταλικής τσιμεντοβιομηχανίας Καλτσεστρούτσι, βρισκόταν από χρόνια στα πρόθυρα πτώχευσης.
Όπως αποκαλύφθηκε μερικά χρόνια αργότερα ο λεγόμενος «τσιμεντάνθρωπος» της Καλτσεστρούτσι, Λορέντσο Παντσαβόλτα, συνεργαζόταν στενά με την μαφία της Σικελίας ενώ η εταιρεία του λάδωνε πολιτικούς για να προσφέρουν δημόσια έργα στην εταιρεία του. «Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι: Λάδωνε και στην Αθήνα;» αναρωτιόταν το Βήμα με πηχυαίο τίτλο του το 1997, χωρίς προφανώς να φαντάζεται ότι οι πρωταγωνιστές του ξεπουλήματος της ΑΓΕΤ θα επέστρεφαν στην εξουσία για να συνεχίσουν το θεάρεστο έργο τους.
Η Ιταλία πάντως σε αντίθεση με την Ελλάδα κατάφερε να ξεφορτωθεί τους πρωταγωνιστές εκείνων των σκανδάλων και μάλιστα με τρόπους που μοιάζουν βγαλμένοι από αστυνομικό μυθιστόρημα του Τζον λε Καρέ: Ο Παντσαβόλτα πέρασε χρόνια περιφερόμενος σε εισαγγελικά γραφεία από την Μπολόνια ως το Παλέρμο ενώ ο Ραούλ Γκαρντίνι, ο άνθρωπος που διαχειρίστηκε την εξαγορά της ΑΓΕΤ, προτίμησε (σύμφωνα τουλάχιστον με την επίσημη εκδοχή) να αυτοκτονήσει παρά να πέσει στα χέρια των διωκτικών αρχών.
Όσο για τον πολιτικό «προϊστάμενο» της υπόθεσης, τον διαβόητο σοσιαλιστή πρωθυπουργό της πεντακομματικής κυβέρνησης της Ιταλίας Μπετίνο Κράξι, προτίμησε τον μοναχικό δρόμο της αυτοεξορίας στη Βόρεια Αφρική.
Στην Ελλάδα η υπόθεση έφτασε να απασχολήσει μέχρι και τη 17Ν που, σχεδίαζε για μήνες να εκτελέσει για αυτό το λόγο τον τότε Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Βρανόπουλο, τον οποίο χαρακτήριζε «νούμερο δυο υπεύθυνο» μετά τον Μητσοτάκη και πριν τον Στέφανο Μάνο. Στην προκήρυξή της μάλιστα η οργάνωση, επικαλούμενη κατάθεση στελέχους της Καλτσεστρούτσι στην ιταλική δικαιοσύνη, υποστήριζε ότι ο ιταλικός κολοσσός μοίρασε 3 δις δραχμές ως μίζες σε Έλληνες πολιτικούς για να πετύχει την εξαγορά της ΑΓΕΤ – Ηρακλής σε εξευτελιστική τιμή.
Για την ιστορία να θυμίσουμε ότι ρόλο μεσολαβητή για την ελληνική πλευρά είχε λάβει τότε ο επιχειρηματίας Νίκος Γεωργιάδης. Όσο για τον Σταυρίδη, ο οποίος ήλπιζε να ανταμειφθεί για τις υπηρεσίες του, είδε με ταπεινωτικό τρόπο το δρόμο της εξόδου από τον ίδιο τον Παντσαβόλτα. Και έτσι από διευθύνοντας σύμβουλος της ΑΓΕΤ κατέληξε κατασκευαστής πισινών και αργότερα πολιτικό στέλεχος σε όλες τις αποτυχημένες πολιτικές πρωτοβουλίες του Στέφανου Μάνου.
Η πώληση στους Ιταλούς της ΑΓΕΤ Ηρακλής, που αποτελούσε έναν από τους πιο υγιής πυλώνες της ελληνικής βιομηχανίας, αποτέλεσε σημείο καμπής για την ιστορία των ελληνικών ιδιωτικοποιήσεων αλλά και των σκανδάλων διαφθοράς που τις συνοδεύουν. Για την ακρίβεια η ΑΓΕΤ, όπως θα συμβεί αργότερα και με την μερική μετοχοποίηση της ΔΕΗ είναι ένα από τα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι οι αποκρατικοποιήσεις όχι μόνο δεν συνεισέφεραν στον δημόσιο κορβανά αλλά συνέβαλαν σημαντικά στη γιγάντωση του δημοσίου χρέους.
Ο Μητσοτάκης εξηγούσε τότε με υπερηφάνεια στο κοινοβούλιο ότι χαράμισε ένα δις δραχμές στους καρχαρίες της Μόργκαν Στάνλεϊ για να επιβλέπουν το ξεπούλημα. Και αυτοί παρέλειψαν για κάποιο λόγο να ενημερώσουν την Ελλάδα ότι ο όμιλος Φερούτσι, στον οποίο θα κατέληγε η ΑΓΕΤ μέσω της ιταλικής τσιμεντοβιομηχανίας Καλτσεστρούτσι, βρισκόταν από χρόνια στα πρόθυρα πτώχευσης.
Όπως αποκαλύφθηκε μερικά χρόνια αργότερα ο λεγόμενος «τσιμεντάνθρωπος» της Καλτσεστρούτσι, Λορέντσο Παντσαβόλτα, συνεργαζόταν στενά με την μαφία της Σικελίας ενώ η εταιρεία του λάδωνε πολιτικούς για να προσφέρουν δημόσια έργα στην εταιρεία του. «Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι: Λάδωνε και στην Αθήνα;» αναρωτιόταν το Βήμα με πηχυαίο τίτλο του το 1997, χωρίς προφανώς να φαντάζεται ότι οι πρωταγωνιστές του ξεπουλήματος της ΑΓΕΤ θα επέστρεφαν στην εξουσία για να συνεχίσουν το θεάρεστο έργο τους.
Η Ιταλία πάντως σε αντίθεση με την Ελλάδα κατάφερε να ξεφορτωθεί τους πρωταγωνιστές εκείνων των σκανδάλων και μάλιστα με τρόπους που μοιάζουν βγαλμένοι από αστυνομικό μυθιστόρημα του Τζον λε Καρέ: Ο Παντσαβόλτα πέρασε χρόνια περιφερόμενος σε εισαγγελικά γραφεία από την Μπολόνια ως το Παλέρμο ενώ ο Ραούλ Γκαρντίνι, ο άνθρωπος που διαχειρίστηκε την εξαγορά της ΑΓΕΤ, προτίμησε (σύμφωνα τουλάχιστον με την επίσημη εκδοχή) να αυτοκτονήσει παρά να πέσει στα χέρια των διωκτικών αρχών.
Όσο για τον πολιτικό «προϊστάμενο» της υπόθεσης, τον διαβόητο σοσιαλιστή πρωθυπουργό της πεντακομματικής κυβέρνησης της Ιταλίας Μπετίνο Κράξι, προτίμησε τον μοναχικό δρόμο της αυτοεξορίας στη Βόρεια Αφρική.
Στην Ελλάδα η υπόθεση έφτασε να απασχολήσει μέχρι και τη 17Ν που, σχεδίαζε για μήνες να εκτελέσει για αυτό το λόγο τον τότε Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Βρανόπουλο, τον οποίο χαρακτήριζε «νούμερο δυο υπεύθυνο» μετά τον Μητσοτάκη και πριν τον Στέφανο Μάνο. Στην προκήρυξή της μάλιστα η οργάνωση, επικαλούμενη κατάθεση στελέχους της Καλτσεστρούτσι στην ιταλική δικαιοσύνη, υποστήριζε ότι ο ιταλικός κολοσσός μοίρασε 3 δις δραχμές ως μίζες σε Έλληνες πολιτικούς για να πετύχει την εξαγορά της ΑΓΕΤ – Ηρακλής σε εξευτελιστική τιμή.
Για την ιστορία να θυμίσουμε ότι ρόλο μεσολαβητή για την ελληνική πλευρά είχε λάβει τότε ο επιχειρηματίας Νίκος Γεωργιάδης. Όσο για τον Σταυρίδη, ο οποίος ήλπιζε να ανταμειφθεί για τις υπηρεσίες του, είδε με ταπεινωτικό τρόπο το δρόμο της εξόδου από τον ίδιο τον Παντσαβόλτα. Και έτσι από διευθύνοντας σύμβουλος της ΑΓΕΤ κατέληξε κατασκευαστής πισινών και αργότερα πολιτικό στέλεχος σε όλες τις αποτυχημένες πολιτικές πρωτοβουλίες του Στέφανου Μάνου.
Το ερώτημα όμως παραμένει. Γιατί ο Σαμαράς επαναφέρει στο προσκήνιο τα φαντάσματα του Μητσοτάκη και του Στέφανου Μάνου τη στιγμή που θα μπορούσε να πάρει τη γλυκιά του εκδίκηση από δυο οικογένειες που βασάνισαν την πολιτική και οικονομική σκηνή του τόπου για περισσότερο από μισό αιώνα; Είναι χαρακτηριστικό ότι εκτός από τον Σταυρίδη ο Σαμαράς με προσωπική του απόφαση τοποθέτησε τον ανιψιό του Μητσοτάκη Κυριάκο βριβιδάκη ως συντονιστή της πολιτικής για την ολοκληρωμένη Διαχείριση των Απορριμμάτων. Του προσφέρει δηλαδή τη διαχείριση μιας πίτας τουλάχιστον τριών δισεκατομμυρίων ευρώ, η οποία θα πρέπει να μοιραστεί στους μεγαλύτερους εργολάβους, εφοπλιστές και καναλάρχες που διεκδικούν τα χρυσά συμβόλαια των σκουπιδιών.
H απάντηση ότι λιγοστεύει το στελεχιακό δυναμικό που θα μπορούσε να υπογράψει συμφωνίες εκποίησης με χαρακτηριστικά απιστίας σε βάρος του δημοσίου, είναι λογική αλλά όχι επαρκής. Δεν δικαιολογεί λόγου χάρη διάφορες σκηνές αβροφροσύνης ανάμεσα στην οικογένεια Μητσοτάκη και το περιβάλλον Σαμαρά, που καταγράφονται το τελευταίο διάστημα. Φράσεις όπως «πρέπει να στηρίξουμε την κυβέρνηση» που ακούστηκαν από το στόμα του πρώην πρωθυπουργού στην παρουσίαση του βιβλίου του. Το βέβαιο είναι ότι αν ο Σαμαράς έχει φτάσει σε τέτοια σημεία απόγνωσης ώστε να χρειάζεται την βοήθεια από το περιβάλλον του μεγαλύτερου πολιτικού του αντιπάλου τα πράματα είναι πολύ άσχημα. Μια κυβέρνηση με ανθρώπους από το βρώμικο ’89 και πάλι στην εξουσία είναι μια κυβέρνηση Βρικολάκων.
Unfollow Απρίλιος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου