Της Άννας Χατζησοφιά
Ο θείος μου ο Μίμης αγαπούσε να ξεφυλλίζει το φωτογραφικό άλμπουμ των αναμνήσεων του και αγαπούσα και εγώ σαν παιδί να βλέπω τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες των άλλων εποχών.
Ο θείος Μίμης σαν έφηβος με μαγιό -ο θεός να το κάνει- με άλλους λουόμενους συνομήλικους του, σε τότε παραλία του Θερμαϊκού και νυν θαμμένη κάτω από πολυκατοικίες.
Ο θείος Μίμης με την στρατιωτική στολή να ποζάρει πριν την αποστολή στο Αλβανικό μέτωπο, ο θείος Μίμης στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη μπροστά από τον Λευκό Πύργο, ανάπηρος πολέμου πια, σκιά του εαυτού του απ την αδυναμία, που δεν προοιώνιζε σε τίποτα τον αρχοντάνθρωπο των επόμενων χρόνων.
Ανάμεσα στις άλλες υπήρχε και μία ομαδική φωτογραφία που μου προξενούσε την περιέργεια. Ο θείος Μίμης με το ανάπηρο πόδι προτεταμένο, ανάμεσα σε άντρες χωρίς χέρια, με ένα πόδι και πατερίτσες, χωρίς καθόλου πόδια από τους μηρούς και κάτω, μονόφθαλμους, με ορούς, κι ανάμεσα τους δυο τρεις νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού.
Το παράξενο σ΄ αυτή την φωτογραφία, πέρα από την σύναξη των αναπήρων, ήταν ότι όλοι χαμογελούσαν. Χαμογελούσαν ευτυχισμένα σαν απέναντι και δίπλα στο φακό κάποιος να έφερνε μια τεράστια τούρτα με αναμμένα κεριά που έγραφε με σοκολάτα, να ζήσετε όλοι και χρόνια πολλά, μεγάλοι να γίνετε με άσπρα μαλλιά. Πράγμα που δεν θα συνέβαινε φυσικά και το ξέραν, γιατί όλους αργά ή γρήγορα κάποιος θρόμβος από την κακή κυκλοφορία λόγω κομμένων μελών θα τους σκότωνε.
Η σωστή έκφραση θα ήταν μελλοθάνατοι πολέμου. Γιατί λοιπόν αυτοί οι μελλοθάνατοι πολέμου χαμογελούσαν από ευτυχία; Τι γιόρταζαν; Που βρίσκονταν; Μήπως κάποιος όμοιος τους παντρεύονταν, αλλά οι νοσοκόμες τι ήθελαν εκεί; Από πια χαρούμενη σύναξη ήταν αυτή η ασπρόμαυρη αποτύπωση ευτυχίας;
Η απάντηση δεν μου ήταν κατανοητή. Έπρεπε να μεγαλώσω αρκετά για να καταλάβω τι θα πει απεργία πείνας.
Η φωτογραφία ήταν από θάλαμο νοσοκομείου, παραμονές Χριστουγέννων του σκληρού Χειμώνα του ΄41, της πρώτης μαζικής απεργίας πείνας στην κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπης, των αναπήρων πολέμου στην Ελλάδα.
Τα αιτήματά τους επιφανειακά ήταν συσσίτια, τσιγάρα, ιματισμός και ιατρική περίθαλψη, αλλά στην ουσία η απεργία ήταν πολιτική. Μαζί με την απεργία των φοιτητών του πολυτεχνείου, ήταν από τις πρώτες πράξεις αντίστασης του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού.
Απεργία πείνας σημαίνει άρνηση λήψης τροφής μέχρι θανάτου ή μέχρις ικανοποίησης των αιτημάτων του ή των απεργών. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν φωτογραφίζονταν αποφασισμένοι να πεθάνουν.
Σαφώς ο θάνατος δεν μπορούσε να τους τρομάξει. Είχαν επιβιώσει από το μέτωπο, πάλεψαν και νίκησαν πολλές φορές τον χάροντα στα μαρμαρένια αλώνια και το να είναι αποφασισμένοι και αυστηροί μου ήταν κατανοητό, αλλά αυτό το πάρτι θανάτου που προξενούσε χαρά, ξεπερνούσε την δυνατότητα αντίληψης μου.
Την ίδια απορία ένιωσα προχθές με το βίντεο από το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας όπου νοσηλεύεται υπόδικος εν αναμονής δίκης τριάντα μήνες τώρα, απεργός πείνας από τις 4 Ιουνίου, ο Κώστας Σακκάς.
Το πλάνο σφιχτό στα καγκελόφραχτο παράθυρο του νοσοκομείου. Φωνές συγκεχυμένες off, των συγκεντρωμένων αλληλέγγυων. Το πλάνο επιμένει, εκεί, καρφωμένο στο παράθυρο και ξαφνικά μια σκιά πίσω από το τζάμι. Οι φωνές σταματούν, αν και δεν φαίνονται, ξέρεις ότι κρατούν την ανάσα τους, το ακούς στην έλλειψη ήχου. Και τότε η φιγούρα χτυπάει το τζάμι. Με ποια δύναμη μετά από δυόμιση μήνες απεργία; Με τι ψυχικό σθένος; Τι κινητοποιεί έναν μελλοθάνατο καταδικασμένο σε εκτέλεση από πείνα χωρίς δίκη;
Μα ότι προξενούσε την ευθυμία και το χαμόγελο στο πρόσωπο των μελλοθάνατων αναπήρων πολέμου. Το δίκαιο και η πίστη σ΄ αυτό. Το δίκαιο που είχαν με το μέρος τους, και η πίστη ότι θα νικήσουν είτε ζήσουν είτε πεθάνουν.
Η ίδια πίστη που έκανε τον Κώστα Σακκά να φωνάξει «Μέχρι την νίκη, μέχρι το τέλος. Δύναμη ρεεεε!». Το Κώστα Σακκά που μέσα σ αυτές τις ημέρες της απεργία έχασε 13 κιλά και που κινδυνεύει από ανακοπή καρδιάς ανά πάσα στιγμή και που η είδηση ότι έχασε την μάχη δεν θα προκαλέσει την συγκίνηση καμιάς ακριβοπληρωμένης παρουσιάστριας, εκτός και αν κάποια τρίχα ψεύτικης βλεφαρίδας εισχωρήσει στον οφθαλμό της.
Δεν ξέρω αν είναι αθώος ή ένοχος για τα αδικήματα που τον κατηγορούν. Χωρίς να θέλω να υποκαταστήσω την δικαιοσύνη, που όμως αργεί τρομερά, πολύ τόσο που παύει να είναι δικαιοσύνη, το σθένος του με έχει πείσει ότι είναι αθώος.
Αλλά και ένοχος του κατηγορητηρίου να είναι (και λέω του κατηγορητηρίου γιατί δεν συνεπάγεται ότι θεωρώ ντε φάκτο κολάσιμο ό,τι η άρχουσα τάξη θεωρεί ντε φάκτο κολάσιμο) έχει πληρώσει και με το παραπάνω.
Ο θείος Μίμης και οι υπόλοιποι γλεντοκόποι της απεργία πείνας, επέζησαν γιατί οι Ναζί τους σεβάστηκαν. Αργότερα βέβαια, δύο χρόνια μετά όταν η ήττα τους είχε προδιαγραφεί στο Στάλινγκραντ, στις 30 Νοεμβρίου του 1943, οι Ταγματαλήτες εισέβαλλαν στα νοσοκομεία, συνέλαβαν τους ανάπηρους πολέμου και τους παρέδωσαν στους Γερμανούς.
Ο θείος Μίμης την γλύτωσε. Είχε βγει αντάρτης στο βουνό.
Σήμερα καταλαβαίνω γιατί χαμογελούσαν οι ανάπηροι στην φωτογραφία. Γιατί είχαν δύναμη ρεε!
Ο θείος μου ο Μίμης αγαπούσε να ξεφυλλίζει το φωτογραφικό άλμπουμ των αναμνήσεων του και αγαπούσα και εγώ σαν παιδί να βλέπω τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες των άλλων εποχών.
Ο θείος Μίμης σαν έφηβος με μαγιό -ο θεός να το κάνει- με άλλους λουόμενους συνομήλικους του, σε τότε παραλία του Θερμαϊκού και νυν θαμμένη κάτω από πολυκατοικίες.
Ο θείος Μίμης με την στρατιωτική στολή να ποζάρει πριν την αποστολή στο Αλβανικό μέτωπο, ο θείος Μίμης στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη μπροστά από τον Λευκό Πύργο, ανάπηρος πολέμου πια, σκιά του εαυτού του απ την αδυναμία, που δεν προοιώνιζε σε τίποτα τον αρχοντάνθρωπο των επόμενων χρόνων.
Ανάμεσα στις άλλες υπήρχε και μία ομαδική φωτογραφία που μου προξενούσε την περιέργεια. Ο θείος Μίμης με το ανάπηρο πόδι προτεταμένο, ανάμεσα σε άντρες χωρίς χέρια, με ένα πόδι και πατερίτσες, χωρίς καθόλου πόδια από τους μηρούς και κάτω, μονόφθαλμους, με ορούς, κι ανάμεσα τους δυο τρεις νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού.
Το παράξενο σ΄ αυτή την φωτογραφία, πέρα από την σύναξη των αναπήρων, ήταν ότι όλοι χαμογελούσαν. Χαμογελούσαν ευτυχισμένα σαν απέναντι και δίπλα στο φακό κάποιος να έφερνε μια τεράστια τούρτα με αναμμένα κεριά που έγραφε με σοκολάτα, να ζήσετε όλοι και χρόνια πολλά, μεγάλοι να γίνετε με άσπρα μαλλιά. Πράγμα που δεν θα συνέβαινε φυσικά και το ξέραν, γιατί όλους αργά ή γρήγορα κάποιος θρόμβος από την κακή κυκλοφορία λόγω κομμένων μελών θα τους σκότωνε.
Η σωστή έκφραση θα ήταν μελλοθάνατοι πολέμου. Γιατί λοιπόν αυτοί οι μελλοθάνατοι πολέμου χαμογελούσαν από ευτυχία; Τι γιόρταζαν; Που βρίσκονταν; Μήπως κάποιος όμοιος τους παντρεύονταν, αλλά οι νοσοκόμες τι ήθελαν εκεί; Από πια χαρούμενη σύναξη ήταν αυτή η ασπρόμαυρη αποτύπωση ευτυχίας;
Η απάντηση δεν μου ήταν κατανοητή. Έπρεπε να μεγαλώσω αρκετά για να καταλάβω τι θα πει απεργία πείνας.
Η φωτογραφία ήταν από θάλαμο νοσοκομείου, παραμονές Χριστουγέννων του σκληρού Χειμώνα του ΄41, της πρώτης μαζικής απεργίας πείνας στην κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπης, των αναπήρων πολέμου στην Ελλάδα.
Τα αιτήματά τους επιφανειακά ήταν συσσίτια, τσιγάρα, ιματισμός και ιατρική περίθαλψη, αλλά στην ουσία η απεργία ήταν πολιτική. Μαζί με την απεργία των φοιτητών του πολυτεχνείου, ήταν από τις πρώτες πράξεις αντίστασης του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού.
Απεργία πείνας σημαίνει άρνηση λήψης τροφής μέχρι θανάτου ή μέχρις ικανοποίησης των αιτημάτων του ή των απεργών. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν φωτογραφίζονταν αποφασισμένοι να πεθάνουν.
Σαφώς ο θάνατος δεν μπορούσε να τους τρομάξει. Είχαν επιβιώσει από το μέτωπο, πάλεψαν και νίκησαν πολλές φορές τον χάροντα στα μαρμαρένια αλώνια και το να είναι αποφασισμένοι και αυστηροί μου ήταν κατανοητό, αλλά αυτό το πάρτι θανάτου που προξενούσε χαρά, ξεπερνούσε την δυνατότητα αντίληψης μου.
Την ίδια απορία ένιωσα προχθές με το βίντεο από το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας όπου νοσηλεύεται υπόδικος εν αναμονής δίκης τριάντα μήνες τώρα, απεργός πείνας από τις 4 Ιουνίου, ο Κώστας Σακκάς.
Το πλάνο σφιχτό στα καγκελόφραχτο παράθυρο του νοσοκομείου. Φωνές συγκεχυμένες off, των συγκεντρωμένων αλληλέγγυων. Το πλάνο επιμένει, εκεί, καρφωμένο στο παράθυρο και ξαφνικά μια σκιά πίσω από το τζάμι. Οι φωνές σταματούν, αν και δεν φαίνονται, ξέρεις ότι κρατούν την ανάσα τους, το ακούς στην έλλειψη ήχου. Και τότε η φιγούρα χτυπάει το τζάμι. Με ποια δύναμη μετά από δυόμιση μήνες απεργία; Με τι ψυχικό σθένος; Τι κινητοποιεί έναν μελλοθάνατο καταδικασμένο σε εκτέλεση από πείνα χωρίς δίκη;
Μα ότι προξενούσε την ευθυμία και το χαμόγελο στο πρόσωπο των μελλοθάνατων αναπήρων πολέμου. Το δίκαιο και η πίστη σ΄ αυτό. Το δίκαιο που είχαν με το μέρος τους, και η πίστη ότι θα νικήσουν είτε ζήσουν είτε πεθάνουν.
Η ίδια πίστη που έκανε τον Κώστα Σακκά να φωνάξει «Μέχρι την νίκη, μέχρι το τέλος. Δύναμη ρεεεε!». Το Κώστα Σακκά που μέσα σ αυτές τις ημέρες της απεργία έχασε 13 κιλά και που κινδυνεύει από ανακοπή καρδιάς ανά πάσα στιγμή και που η είδηση ότι έχασε την μάχη δεν θα προκαλέσει την συγκίνηση καμιάς ακριβοπληρωμένης παρουσιάστριας, εκτός και αν κάποια τρίχα ψεύτικης βλεφαρίδας εισχωρήσει στον οφθαλμό της.
Δεν ξέρω αν είναι αθώος ή ένοχος για τα αδικήματα που τον κατηγορούν. Χωρίς να θέλω να υποκαταστήσω την δικαιοσύνη, που όμως αργεί τρομερά, πολύ τόσο που παύει να είναι δικαιοσύνη, το σθένος του με έχει πείσει ότι είναι αθώος.
Αλλά και ένοχος του κατηγορητηρίου να είναι (και λέω του κατηγορητηρίου γιατί δεν συνεπάγεται ότι θεωρώ ντε φάκτο κολάσιμο ό,τι η άρχουσα τάξη θεωρεί ντε φάκτο κολάσιμο) έχει πληρώσει και με το παραπάνω.
Ο θείος Μίμης και οι υπόλοιποι γλεντοκόποι της απεργία πείνας, επέζησαν γιατί οι Ναζί τους σεβάστηκαν. Αργότερα βέβαια, δύο χρόνια μετά όταν η ήττα τους είχε προδιαγραφεί στο Στάλινγκραντ, στις 30 Νοεμβρίου του 1943, οι Ταγματαλήτες εισέβαλλαν στα νοσοκομεία, συνέλαβαν τους ανάπηρους πολέμου και τους παρέδωσαν στους Γερμανούς.
Ο θείος Μίμης την γλύτωσε. Είχε βγει αντάρτης στο βουνό.
Σήμερα καταλαβαίνω γιατί χαμογελούσαν οι ανάπηροι στην φωτογραφία. Γιατί είχαν δύναμη ρεε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου