Η διάταξη Λοβέρδου και οι ένθερμοι θιασώτες της
του Δημήτρη Παπανικολάου
του Δημήτρη Παπανικολάου
Ο πονηρός
πολιτευτής μπορεί, για όσα πολύ τιτιβίζει, πολλά να μη γνωρίζει· όμως,
από τη δύναμη των εύκολων συμβολισμών όλο και κάτι ξέρει. Το αξίωμα
επιβεβαιώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα όταν ο νέος υπουργός Υγείας
Άδωνις Γεωργιάδης, σε μια από τις πρώτες αποφάσεις που υπέγραψε στη νέα
του θέση, επανέφερε σε ισχύ την υπουργική απόφαση «για τον περιορισμό
της διάδοσης Λοιμωδών Νοσημάτων», γνωστή πλέον και ως «διάταξη
Λοβέρδου».
Πρόκειται
για τη διαβόητη διάταξη στη βάση της οποίας διαπομπεύθηκαν τόσες
συμπολίτισσές μας πριν από έναν χρόνο, αυτές οι γυναίκες που
καταβροχθίσθηκαν από τα media ως «ιερόδουλες φορείς του AIDS»,
ταλαιπωρήθηκαν στις φυλακές και σύρθηκαν στα δικαστήρια, αν και εντέλει
αθωώνονται, η μια μετά την άλλη — κάτι που δεν καλύφθηκε από τα τόσο
πρόθυμα κανάλια.
Δεν νομίζω
ότι υπάρχει άνθρωπος στην Ελλάδα που να πίστεψε ποτέ ότι η συγκεκριμένη
προεκλογική υπουργική απόφαση, όπως και η τωρινή επαναφορά της, έχουν
στόχο τη δημόσια υγεία. Ακόμα κι όσοι επιμένουν ότι η λέξη «δημόσιο» και
«υγεία» μπορούν ακόμα να συμβαδίζουν σ’ αυτήν τη χώρα. Ακόμα κι
εκείνοι, οι λίγοι καλόπιστοι, δεν μπορεί, θα το βλέπουν το προφανές: η
διάταξη Λοβέρδου είναι, και πάλι, εδώ, όχι με σκοπό την προστασία αλλά
για τον έλεγχο. Δεν υπηρετεί την υγεία, αλλά την εργαλειοποίηση και την
εκμετάλευση της νόσου. Δεν έρχεται ως κίνηση ανθρωπισμού, αλλά ως κίνηση
ολοκληρωτικής βιοεξουσίας. Στόχος της δεν είναι η εξασφάλιση της ζωής,
αλλά η μεγιστοποιητική διαχείριση του θανάτου.
Πιο ειδικοί
από εμένα, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έχουν καταγγείλει το πόσο
λανθασμένη, επικίνδυνη και ύποπτη, πολιτικά, κοινωνικά και επιστημονικά,
είναι αυτή η απόφαση που διατάσσει τον υποχρεωτικό υγειονομικό έλεγχο
μεταναστών, «εκδιδόμενων» και εξαρτημένων. Στην καλύτερη περίπτωση,
είναι ανακόλουθη και μη εφαρμόσιμη (μιλάει για περίθαλψη και θεραπεία
«σε κατάλληλους χώρους», υπόσχεται, με υποκριτικό άγχος, σεβασμό
ανθρώπινων δικαιωμάτων [!πώς;], περιλαμβάνει και την ανατριχιαστική
φράση «εκπονούνται ολοκληρωμένα προγράμματα που αφορούν τους πληθυσμούς
μεταναστών»).
Στη
χειρότερη περίπτωση, ειδικά έτσι όπως χρησιμοποιήθηκε πριν από έναν
χρόνο, η διάταξη επιβάλλει στην πράξη άρση βασικών δικαιωμάτων ασθενών,
καταπατά κάθε έννοια ιατρικού απορρήτου και ιατρικής ηθικής,
χρησιμοποιεί τους γιατρούς ως μηχανή καταστολής εξαναγκάζοντάς τους να
λειτουργούν ως επίορκοι, μεγιστοποιεί και διαφημίζει την εικόνα του
ελέγχου, ενώ ουσιαστικά δημιουργεί συνθήκες άρνησης ουσιαστικής
περίθαλψης –καθώς χρησιμοποιείται κυρίως εναντίον ανθρώπων που μετά τη
σύλληψη τους μπορούν να απελαθούν. Η διάταξη ιδρύει καθεστώς
ποινικοποίησης της ασθένειας, και διπλής και τριπλής καταδίκης των ήδη
ασθενέστερων και καταδικασμένων συμπολιτών μας.
Εδώ
κάποιοι ίσως θυμηθούν ότι μια αντίστοιχη διάταξη είχε φέρει η Χούντα,
και ένα αντίστοιχο νομοσχέδιο «περί αφροδισίων» ήθελε να ψηφίσει η
κυβέρνηση Καραμανλή το 1976-77, προκαλώντας διεθνή κατακραυγή (και, ως
αντίσταση, κινήματα όπως το ΑΚΟΕ). Ίσως οι αντίστοιχες σημερινές
αντιδράσεις να οδηγήσουν σε μια ακόμα απόσυρση της ανεκδιήγητης διάταξης
Λοβέρδου. Ό,τι και να συμβεί όμως, η λογική της δεν πρόκειται να
αποσυρθεί· θα συνεχίσει να επανέρχεται σε κάθε ευκαιρία.
Γιατί
το διακύβευμα, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, είναι η δημιουργία «ηθικού
πανικού» και κλίματος φοβίας, και η επέκταση, και δι’ αυτών, ενός
απόλυτου πολιτικοκοινωνικού ελέγχου. Από την αρχή της Κρίσης, το βασικό
πολιτικό αφήγημα είναι ότι «το σπίτι μας κινδυνεύει» — υπονοείται:
συστραφείτε σε όσο πιο συντηρητικές απόψεις για το «σπίτι» και ανεχθείτε
τα πάντα για την εξασφάλισή του. Σιγά σιγά, λοιπόν, το αφήγημα
μετακυλίεται σε: «Κλειστείτε μέσα κι εμείς θα φροντίσουμε για όλα τ’ άλλα, που κυκλοφορούν εκεί έξω».
Όσο
εξελίσσεται αυτή η βιοφυλακή, τόσο περισσότερο η λέξη έλεγχος θα έρχεται
όλο και πιο κοντά με τη λέξη σώμα, και όλο και πιο κοντά σε όλων το σώμα. Όλο, δηλαδή, κάποιο ασκέρι θα σου κλείνει το δρόμο, εκεί έξω,
και θα σου λέει δείξε αν είσαι από μας ή απ’ τους άλλους, με το σώμα
σου, παρουσιάσου — από αίμα μέχρι δέρμα. Μπορεί να λέγεται Χρυσή Αυγή,
μπορεί σώματα Ασφαλείας, μπορεί και ασφάλεια του Υπουργείου Υγείας. Κι
έτσι ακριβώς θα φυσικοποιείται αυτή η συνεχής εξαίρεση, που θέλει τα
βασικά δικαιώματα όλο και να αίρονται για κάποιους, ενώ για τους
«δικούς» κάπως θα διατηρούνται (αν και προσωρινά· αν και κολοβωμένα). Θα
φυσικοποιείται μια εξουσία που όσο σε κάποιους οργανώνει τη ζωή, σ’
άλλους προγράφει θάνατο — κι όπως προγράφει τον θάνατο, την ίδια στιγμή
τσεκάρει, επιβεβαιώνει, διαπομπεύει, και μ’ αυτά, τα φτηνά εργαλεία,
εκβιάζει την υποταγή.
Γιατί,
ας το δούμε ξεκάθαρα, η πολιτική στην Ελλάδα της δεύτερης περιόδου της
Κρίσης αλλάζει. Δεν είναι πια μόνο ακραία βιοπολιτική («σας
νοικοκυρεύουμε»), έχει μεταμορφωθεί και σε συντονισμένη θανατοπολιτική
(«σας καθαρίζουμε και τα γύρω γύρω πτώματα»). Τη διακονούν
θανατοπολιτικοί. Τις κυβερνητικές πράξεις τις υπογράφουν θανατοϋπουργοί,
μεταξύ των οποίων και εκείνοι που είναι, υποτίθεται, στα υπουργεία της
ζωής. Στο κλίμα αυτό, το καλό χαρτί το έχει όποιος παίζει ευκαμπτότερα
τον ρόλο του τζόκερ: απέξω μάσκα γελωτοποιού, μέσα δοσίλογος θανάτου.
Ο Δημήτρης Παπανικολάου διδάσκει νεοελληνική φιλολογία, θεωρία της λογοτεχνίας και σπουδές φύλου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου