Με την ευκαιρία του πρωτοποριακού
εγχειρήματος αυτοδιαχείρισης, που ξεκίνησαν οι εργάτες της ΒΙΟΜΕ στη
Θεσσαλονίκη, εγχειρήματος με ιδιαίτερη σημασία στην Ελλάδα της κρίσης,
δημοσιεύουμε ένα παλιότερο άρθρο του Σερζ Χαλιμί για το εργοστάσιο της
Lip, στην Μπεζανσόν της Γαλλίας, το 1973-1974. Στο άρθρο (που γράφτηκε
με την ευκαιρία του ντοκιμαντέρ «Oι εργάτες της Lip: η φαντασία στην
εξουσία» του Κριστιάν Ρουώ) και δημοσιεύτηκε στη Monde Diplomatique τον
Μάρτιο του 2007 αποτελεί ένα συνοπτικό χρονικό ενός από τα πιο διάσημα
αυτοδιαχειριστικά πειράματα, στην Ευρώπη, στον απόηχο του γαλλικού Μάη.
Αρχικά, τον Απρίλη του 1973, όταν η Lip ανακοίνωσε σε περίπου 1.300 εργαζόμενους ότι θα γίνουν απολύσεις στο εργοστάσιο ωρολογοποιίας, ο συνδικαλιστής εργάτης Σαρλ Πιαζέ δείχνει αντίθετος στην ιδέα της απεργίας. Προτιμά οι συνάδελφοί του να επιβραδύνουν τον ρυθμό των μηχανών και των χεριών τους· ωστόσο, «είχαν ενσωματώσει τόσο πολύ τον ρυθμό της διαδικασίας παραγωγής που ήταν αδύνατο να τον επιβραδύνουν». Αντί γι’ αυτό λοιπόν, σταματούν να εργάζονται δέκα λεπτά ανά ώρα. Έτσι ξεκίνησε η μακρά περιπέτεια των εργατών της Lip που, όπως
συμβαίνει πολύ συχνά στην ιστορία των εργατικών κινημάτων, ξεκίνησαν από πολύ «λογικά» αιτήματα (να μη χάσουν τη δουλειά τους σε μια εποχή όπου η ανεργία κινούνταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα) και στην πορεία ανακαλύπτουν ότι (σχεδόν) τα πάντα είναι δυνατά. Άλλωστε, τον Μάη του ’68, οι φοιτητές της Καλών Τεχνών τύπωσαν αφίσες με το σύνθημα: «Το αφεντικό σου σ’ έχει ανάγκη, εσύ όμως όχι!». Ακριβώς, ο Μάης του ’68, είναι μόλις χθες για τον Απρίλη του ’73. Η Lip, είναι ένα νέο ξεκίνημα της ίδιας ιστορίας, αλλά στην κατεύθυνση της εργατικής αυτοδιαχείρισης.
«480 προς απόλυση: η φράση αυτή σόκαρε.
Δεν βρισκόμασταν στην εποχή που διώχναν τους ανθρώπους σα ζώα». Τα
διευθυντικά στελέχη της επιχείρησης κρατήθηκαν όμηροι: «Να τους
ανταλλάξουμε με ακριβέστερη πληροφόρηση» σχετικά με τις δυσκολίες της
επιχείρησης. Στο καρτιέ του Παλάντ, στη Μπεζανσόν, τα οχήματα των
Ειδικών Δυνάμεων περικύκλωσαν το εργοστάσιο. Ακολούθησε η επίθεση, οι
παραβιασμένες πόρτες: «Αυτό μας σόκαρε, εμείς ήμασταν τόσο προσεκτικοί
κατά τη διάρκεια προηγούμενων απεργιών να μην γρατζουνιστεί ούτε ένας
τοίχος!». Τα διευθυντικά στελέχη απελευθερώθηκαν. Τότε, ανάμεσα στους
εργάτες ,«βρέθηκε κάποιος που είπε: Κι αν παίρναμε τα ρολόγια;».
Σύμφωνοι, αλλά τι να τα κάναμε; Και μήπως αυτό είναι κλοπή; Αμαρτία; (οι
χριστιανικές παραδόσεις είναι βαθιά ριζωμένες και έχουν διαποτίσει την
περιοχή). Ένας δομηνικανός ιερέας και εργάτης, μάλλον μαοϊκός, έδωσε
προκαταβολικά άφεση αμαρτιών στους «ενορίτες του Παλάντ». Αυτοκίνητα
φορτώθηκαν με ρολόγια, τα πήραν για να τα «διασφαλίσουν». Αλλά οι
εργάτες φρόντισαν επίσης να πάρουν μαζί τους τα σχέδια και τις
προδιαγραφές της παραγωγής, ώστε να μην πέσουν στα χέρια των
ανταγωνιστών της επιχείρησης. Αυτοί οι νέου είδους συνδικαλιστές, παρά
τα μακριά τους μαλλιά και το θάρρος τους, επιθυμούν σφόδρα την άφεση
αμαρτιών από έναν ιερωμένο, ενώ παράλληλα συμμερίζονται και οι ίδιοι το
πνεύμα της επιχείρησης…
Τι να τα κάνει κανείς όλα αυτά τα
ρολόγια; Αποφασίζουν να τα πουλήσουν και να ξαναβάλουν μπροστά το
εργοστάσιο για να παραχθούν κι άλλα, αυτή τη φορά χωρίς αφεντικό («Εσύ
όχι, δεν τον έχεις ανάγκη», όπως έλεγε η αφίσα του Μάη). Η πώληση έχει
τεράστια επιτυχία. Μέσα σε έξι εβδομάδες, έφτασαν το 50% του τζίρου μιας
κανονικής χρονιάς. Υπήρχαν άλλες κρυψώνες για τα ρολόγια, άλλες για τα
χρήματα. Παράνομες μεταφορτώσεις και συναλλαγές στους δρόμους,
μεταμφιέσεις για καμουφλάζ»: η τρέλα των νέων εργατών συναντά τη σοφία
των αρχαιότερων. «Όσο πιο δυνατά φυσήξει ο άνεμος, τόσο καλύτερα θα
πάει», εκτιμά ο Σαρλ Πιαζέ, υποδειγματικός αντιπρόσωπος μιας τότε πολύ
μαχητικής και γεμάτης φαντασία τότε CFDT.* «Η στιγμή της μεγαλύτερης
έξαρσης», θυμάται ένας εργάτης, «ήταν η στιγμή της πληρωμής μας.
Καταφέραμε ν’ αγγίξουμε το ότι “ήταν εφικτό”».
Μετά οι εργάτες άνοιξαν τις πόρτες του
εργοστασίου σε όλους, συμπεριλαμβανομένων και των δημοσιογράφων. Εκείνη
την εποχή εκτιμούσαν πως η συνδρομή του κόσμου θα βοηθούσε στο να
ξεπεραστούν οι δυσκολίες. Κάποιοι από τους επισκέπτες συμμετέχουν σε
γενικές συνελεύσεις, μένουν εκεί για μία ή περισσότερες εβδομάδες,
αρχίσουν να καταφθάνουν και φοιτητές με κιθάρες και άλλα όργανα.
«Το ζήτημα των γυναικών υπήρξε η
επανάσταση μέσα στην επανάσταση». Για να μπορέσει να είναι υπόδειγμα
συνδικαλιστή αγωνιστή, ο ίδιος ο Πιαζέ αφήνει, όπως και πολλοί άλλοι, τη
φροντίδα των έξι παιδιών του στη σύζυγό του. Το παραδέχεται και μόνος
του: «Είναι αλήθεια ότι δεν τα κατάφερα καλά». Η ανατροφή των παιδιών,
αυτό το ζήτημα που βαραίνει πάνω στον χρόνο των συνδικαλιστών αγωνιστών,
θα εγκαταλείψει με τη σειρά του τον τομέα της ιδιωτικής σφαίρας για να
τεθεί συλλογικά. «Ίση αμοιβή, για ίση εργασία;» Δεν είναι τόσο εύκολο:
Πρέπει να παίρνουν την ίδια αμοιβή τα ζευγάρια, εκείνοι που έχουν και
οικογενειακές υποχρεώσεις; Ο Δομινικανός διάκειται ευνοϊκά στην ισότητα
των μισθών. Αλλά δεν έχει παιδιά… «Κράτα τις δυνάμεις σου», του
αντιτείνουν «θα χρειαστούν για την επόμενη φορά, αλλά για την ώρα δεν
έχει ωριμάσει το θέμα».
«Η επιτυχία», συνοψίζει ο Πιαζέ, ο
οποίος δεν ενέδωσε ποτέ στις σειρήνες της εξουσίας «έγκειται στο να μην
έχεις πια ανάγκη τους επικεφαλής. Οι φωνές τους δεν μετράνε περισσότερο
από του οιουδήποτε». Ένας άλλος αγωνιστής παραδέχεται: «Ονειρευόμουν
την απελευθέρωση των λαών. Και πίστευα πως μπορούμε να απελευθερώσουμε
ένα εργοστάσιο όπως απελευθερώνουμε έναν λαό».
Όμως η Μπεζανσόν δεν είναι όλη η Γαλλία. Η
εξουσία καταφέρνει να εκκενώσει το εργοστάσιο, προτείνοντας ένα νέο
σχέδιο με μόνο 159 καταρχήν απολύσεις. Η πλειοψηφία των εργατών
αρνείται. Ο πρωθυπουργός Πιέρ Μεσμέρ συνοψίζει έξαλλος: «Η Lip
τελείωσε». Απατάται. Την επιχείρηση αναλαμβάνει ένα «αριστερό αφεντικό»,
ο Κλωντ Νοϋσβάντερ. Ένα χρόνο και κάτι αργότερα, τον Δεκέμβρη του 1974,
η διαμάχη μοιάζει να έχει τελειώσει: από τη μια, η αυτοδιαχείριση έχει
νικήσει, και, από την άλλη, όλοι οι εργαζόμενοι έχουν ξαναπροσληφθεί.
Αλλά τον Μάιο του 1974 εκλέγεται Πρόεδρος
της Γαλλίας ο Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν. Γι’ αυτόν και τον πρωθυπουργό
του, τον Ζακ Σιράκ, το δεύτερο σημείο είναι κυρίως εκείνο που δημιουργεί
πρόβλημα, αυτό το μπρα-ντε-φερ των συνδικάτων ενάντια στην ανεργία, σε
μια συγκυρία στην οποία τα σχέδια απολύσεων προσωπικού πολλαπλασιάζονται
σ’ όλη σχεδόν τη Γαλλία. Ο Ζαν Σαρμπονέλ, υπουργός Βιομηχανίας το
1973, εξομολογείται πως ο Ζισκάρ ντ’ Εσταίν βασικά εκτιμούσε πως «πρέπει
να τιμωρηθούν [οι εργαζόμενοι της Lip]. Να γίνουν και να παραμείνουν
άνεργοι. Αλλιώς, θα μολύνουν όλο το κοινωνικό σώμα». Κατά τον Σαρμπονέλ,
η εργοδοσία και η κυβέρνηση Σιράκ, εκ προθέσεως «δολοφόνησαν την Lip».
Πώς; Η Ρενώ, που είχε ήδη εθνικοποιηθεί,
ακύρωσε από τη μια μέρα στην άλλη τις παραγγελίες της σε ρολόγια, ο
νέος υπουργός Βιομηχανίας περιέκοψε μια υπεσχημένη επιδότηση, η εισροή
κεφαλαίων σταμάτησε με μια κίνηση. Ο Νοϋσβάντερ, υποχρεώθηκε σε
παραίτηση. Ο ίδιος θα καταλήξει αργότερα στο συμπέρασμα ότι μέχρι τη
Lip, έχουμε τον πατερναλιστικό καπιταλισμό όπου κυριαρχεί η επιχείρηση.
Αμέσως μετά την Lip, την κυρίαρχη θέση της επιχείρησης, παίρνει ο
χρηματοπιστωτικός τομέας. Ακόμα και σήμερα, οι εργάτες της Lip, κρατούν
μυστικό το πού έκρυψαν τα λάφυρα πολέμου της εποχής εκείνης, γιατί, όπως
εξηγούν, «μπορεί να ξαναχρειαστούν».
* CFDT (Confédération française démocratique du travail): Μια από τις μεγαλύτερες εργατικές συνομοσπονδίες της Γαλλίας. Μετά το 1968 συνδέθηκε στενά με το ρεύμα της αυτοδιαχείρισης.
μετάφραση: Μαρία Καλαντζοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου