Tου Σταύρου Παναγιωτίδη
Κάθε φορά που συζητιέται η πολιτική γραμμή ενός αριστερού κόμματος, υπάρχουν φόβοι, ενστάσεις και υπονοούμενα για ενδεχόμενες ιδεολογικές παρεκκλίσεις. Η συζήτηση αυτή συνήθως διεξάγεται ως προς τις συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις των κομμάτων. Κυρίως, ως προς το αξιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να κινούνται αυτές. Σε ό,τι αφορά όμως τον τρόπο με τον οποίο προκύπτουν, τους όρους παραγωγής τους, η συζήτηση εξαντλείται στο -κρίσιμο, ασφαλώς, ζήτημα- της εσωκομματικής δημοκρατίας.
Η προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς δημιούργησε αυτομάτως ανησυχία για το ενδεχόμενο προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ σε μια «ρεαλιστική πολιτική», δηλαδή σε μια πολιτική διαχείρισης και όχι ρήξης και δυναμικής υποστήριξης των συμφερόντων των πληττόμενων κοινωνικών ομάδων. Η προσπάθεια επισήμανσης και αποσόβησης αυτού του ενδεχομένου υλοποιήθηκε μέσω εσωκομματικών ζυμώσεων, δημόσιων παρεμβάσεων (κομψών και άκομψων) και αρθρογραφιών. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών, έχοντας τις καλύτερες και τις αριστερότερες των προθέσεων, κατέληξαν να αναμετριούνται με πολιτικούς και θεωρητικούς δαιδάλους, χάνοντας τελικά από τη ματιά τους το πιο βασικό χαρακτηριστικό της Αριστεράς: την ταξική ανάλυση. Όχι, βεβαίως, ως προς την κοινωνική μεροληψία, ως προς τη σαφή επιλογή τού με ποιες κοινωνικές ομάδες είμαστε πρωτίστως, με ποιες δευτερευόντως και με ποιες καθόλου. Σε αυτό υπήρξαν άπαντες επαρκείς. Αλλά ως προς το από ποιων κοινωνικών ομάδων μέλη αποτελούμαστε, ποιοι είμαστε εμείς, ποια είναι η κοινωνική γεωγραφία του ΣΥΡΙΖΑ, του πολιτικού υποκειμένου που θέλει να φέρει τη ριζική πολιτική τομή.
Απολαμβάνουμε να λέμε πως είμαστε με τον Μαρξ και όχι με τον Χέγκελ. Πως δηλαδή καταλαβαίνουμε ότι η κοινωνία συγκροτείται από συγκρουόμενα συμφέροντα, όχι από συγκρουόμενες αυτόνομες ιδέες, και πως η ιστορία εξελίσσεται με βάση την υλική σύγκρουση αυτών των συμφερόντων και όχι με τη σκέτη σύγκρουση των ιδεών. Μας αρέσει επίσης να θυμόμαστε τον Πουλαντζά και τη θέση του πως η ταξική πάλη διαπερνά και το ίδιο το επαναστατικό υποκείμενο, πως δηλαδή τα αριστερά κόμματα δεν είναι φτιαγμένα εκ των προτέρων ως ριζοσπαστικοί θεσμοί, αλλά ο χαρακτήρας τους εξαρτάται από το ποιων κοινωνικών συμφερόντων φορείς είναι αυτοί που τα απαρτίζουν. Και εδώ λοιπόν έρχεται το ερώτημα, τόσο θεμελιώδες που μοιάζει αφελές, και όμως τελικά παραμελημένο: Μπορεί άραγε ένα κόμμα να αποτελεί κόμμα της εργατικής τάξης, χωρίς σημαντικά κομμάτια της στο εσωτερικό του;
Θέλω λοιπόν να πω, εξηγώντας τον προβοκατόρικο τίτλο του κειμένου, πως αν δεν εντάσσονται στο κόμμα μας οι άνθρωποι των οποίων τα συμφέροντα θέλουμε να υπερασπιστούμε, δεν θα κάνουμε ποτέ τίποτα. Αν δεν αυξήσουμε τα ποσοστά ανεργίας στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ με το να οργανώσουμε στις τάξεις μας τον κόσμο που βιώνει τη συντριπτική αυτή εμπειρία, τότε τα συμφέροντα των υπολοίπων θα γίνονται ένα τιμόνι που θα στρέφει το κομματικό μας καράβι αλλού. Σε αντίθεση με ό,τι μοιάζει να πιστεύουν κάποιοι, η καλύτερη εγγύηση για έναν ριζοσπαστικό ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η ιδεολογική και πολιτική υπεροπλία μας και η συνειδητοποίηση της ανάγκης για αταλάντευτη υπεράσπιση των αρχών μας.
Η καλύτερη εγγύηση, για την ακρίβεια μια αναγκαία αν και όχι ικανή από μόνη της συνθήκη, για τον ΣΥΡΙΖΑ που θέλουμε είναι η συγκρότηση σχέσεων, οργανωμένης συμμετοχής, αλλά και πιο χαλαρών, με τον κόσμο που δοκιμάζεται σκληρά από την κρίση. Όμως αυτό προϋποθέτει το να εκπονούνται συγκεκριμένα σχέδια οργάνωσης του κόσμου αυτού, αλλά και διαμόρφωση ενός κόμματος με δομές που θα εξυπηρετούν τις ανάγκες της παρέμβασής μας, δηλαδή που θα συνδυάζονται με τον διασπασμένο χώρο και χρόνο και τις διασπασμένες ταυτότητες των ανθρώπων. Ένα κόμμα που θα μπορεί να συνδυάζει, αν χρειαστεί, τις παραδοσιακές δομές ακόμη και με μια συγκρότηση με μορφή δικτύων. Και όλο αυτό μπορεί να φαντάζει αυτονόητο, αλλά αν είναι τόσο αυτονόητο ώστε να γλιστράει από τις μεγάλες και συχνά αυτάρεσκες αναλύσεις μας, τότε ίσως και να προετοιμάζει το αδιανόητο.
Πηγή: Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου