του Νίκου Μπελαβίλα
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 2001, μου τηλεφώνησε ο Άγγελος Ελεφάντης, ζητώντας να ετοιμάσω ένα κείμενο για τις ίδιες σελίδες όπου δημοσιεύεται σήμερα αυτό το άρθρο. Θέμα, η ασφάλεια στις πόλεις. Είχε προηγηθεί η επίθεση στους ουρανοξύστες του Μανχάταν. Ο κόσμος ήταν σοκαρισμένος. Του εξήγησα ότι μου ήταν αδύνατον. Με μερικές χιλιάδες άμαχους νεκρούς στο κέντρο μιας ειρηνικής πόλης –στο όνομα ενός πολέμου που γινόταν αλλού– τι να πεις; Τότε, βέβαια, ούτε που μπορούσαμε να φανταστούμε τις έμμεσες επιπτώσεις ατου γεγονότος, όχι στα μέτωπα της Μέσης Ανατολής, αλλά στα εσωτερικά μέτωπα των αστικών δημοκρατιών.
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 2001, μου τηλεφώνησε ο Άγγελος Ελεφάντης, ζητώντας να ετοιμάσω ένα κείμενο για τις ίδιες σελίδες όπου δημοσιεύεται σήμερα αυτό το άρθρο. Θέμα, η ασφάλεια στις πόλεις. Είχε προηγηθεί η επίθεση στους ουρανοξύστες του Μανχάταν. Ο κόσμος ήταν σοκαρισμένος. Του εξήγησα ότι μου ήταν αδύνατον. Με μερικές χιλιάδες άμαχους νεκρούς στο κέντρο μιας ειρηνικής πόλης –στο όνομα ενός πολέμου που γινόταν αλλού– τι να πεις; Τότε, βέβαια, ούτε που μπορούσαμε να φανταστούμε τις έμμεσες επιπτώσεις ατου γεγονότος, όχι στα μέτωπα της Μέσης Ανατολής, αλλά στα εσωτερικά μέτωπα των αστικών δημοκρατιών.
Πέρασαν τα χρόνια. Σταδιακά αλλά σταθερά στο όνομα της ασφάλειας άρχιζαν να εισβάλλουν στη ζωή μας καινοφανή μέτρα: νέοι διεθνείς κανονισμοί, ξεγυμνώματα, ολόσωμα σαρώματα σε αεροδρόμια και ένα μόνιμο καθεστώς εκτός δικαίου στις πτήσεις, απόλυτη απομόνωση των λιμανιών από τον έξω κόσμο, συναινετική ανοχή στον έλεγχο του διαδικτύου και των επικοινωνιών. Το επόμενο βήμα ήταν η ευθεία έκπτωση της ελευθερίας αλλά και της ανθρώπινης ζωής ως αξίας. Στην αρχή τούτο αφορούσε τους συλληφθέντες στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», αυτούς που βασανίζονταν ή εξαφανίζονταν από προσώπου Γης στο Γκουαντάναμο, στο Αμπού Γκράιμπ, στις μυστικές πτήσεις της CIA. Μετά άρχισε να αφορά και άλλους. Εν ψυχρώ εκτελέσεις στους υπόπτων, απλών παραβατών ή και άσχετων στους δρόμους, στο Λονδίνο, στο Λος Άντζελες, στο Παρίσι. Ζήσαμε τον μετασχηματισμό των αστυνομιών σε έκτακτο δικαστικό σώμα, που απέκτησε και το δικαίωμα απόδοσης δικαιοσύνης με συνοπτικές διαδικασίες. Δίπλα τους, ιδιωτικοί στρατοί, ως κρατικοί ή ιδιωτικοί εργολάβοι, αναλάμβαναν τις νέες δουλειές: την αστυνόμευση, τη φυλάκιση, ενίοτε και τις θανατικές εκτελέσεις. Εταιρείες ασφαλείας πλημμύρισαν τον αστικό χώρο, από τις πιο μικρές και αστείες των αθηναϊκών προαστίων, έως τις γιγαντιαίες και διόλου αστείες αμερικανικές πολυεθνικές. Μέχρι το ’90 ξέραμε ότι αυτό συνέβαινε με τους μισθοφόρους δικτατόρων στην Αφρική ή ναρκοεμπόρων στη Λατινική Αμερική. Τώρα άρχισε να γίνεται παντού: ιδιωτικές αστυνομίες, ιδιωτικοί στρατοί, ιδιωτικές φυλακές — μαζί με την πανάκριβη τεχνολογία. Το στρατιωτικό-χρηματοπιστωτικό σύμπλεγμα της Δύσης άμεσα ενδιαφερόμενο γι’ αυτή την εξέλιξη και επισπεύδον.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, μπορούμε να διακρίνουμε το πέρασμα από ένα ανεκτικό και σχετικά δημοκρατικό πολιτικό σύστημα σε ένα αυταρχικότερο, φοβικό και όχι ανεκτικό μεταδημοκρατικό.
H ερώτηση είναι: Οι πόλεις μας και οι ζωές μας έγιναν πιο ασφαλείς με όλα αυτά τα μέτρα ασφαλείας; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Συμβαίνει το αντίθετο και η κατάσταση επιδεινώνεται διαρκώς. Επομένως, κάτι δεν πάει καλά.
Ας έρθουμε στην Ελλάδα. Καθώς πορευόμασταν προς τους Ολυμπιακούς, ασθμαίνοντας και βεβαίως συμφωνώντας, οι οργανωτές ενέταξαν στο έργο των Αγώνων πανάκριβα συστήματα για την πρόληψη απειλών: αερόστατο, κάμερες, ηλεκτροφόρα σύρματα στο λιμάνι, «υπερκοριοί» υποκλοπών, μεγάφωνα στους δρόμους, για να ειδοποιούν και να κατευθύνουν τον πληθυσμό σε συνθήκες επίθεσης. Το ότι τα συστήματα αυτά αποτέλεσαν οχήματα εκτεταμένης διαφθοράς, δεν λειτούργησαν ποτέ ή ήσαν προβληματικά αφορά την ελληνική ιδιομορφία. Βγήκαμε, έτσι, από το 2004 με μια κληρονομιά μηχανισμών ασφαλείας αποδεκτή και εμπεδωμένη ως ανάγκη από την κοινωνία. Από εκεί, περάσαμε στην επόμενη φάση: Η Αθήνα με τους Αγώνες έγινε τεχνολογικά ασφαλής κατά τα διεθνή πρότυπα, αλλά ανακαλύφθηκε πως χρειαζόταν και άλλη ασφάλεια.
Η καθημερινή υστερική αναγγελία εγκλημάτων, πραγματικών ή όχι, από τις τηλεοράσεις άρχισε να διαβρώνει τα αισθήματα των ανθρώπων. Ήταν η δεκαετία των εγκαταστάσεων συναγερμών και κιγκλιδωμάτων. Αυτό το γενικό κλίμα σιγά-σιγά έχτισε τα πρόσωπα του εχθρού στη συνείδηση των πολιτών. Προϋπήρχαν βέβαια από το ’90, αλλά μετά το 2004 η «βία» και η «ανασφάλεια» εισβάλλουν στις ζωές μας μέσω κυρίως του τηλεοπτικού βομβαρδισμού, της συστηματικής αρθρογραφίας και του επίσημου πολιτικού λόγου. Πρώτοι φορείς της βίας εμφανίστηκαν οι μετανάστες. Οι Αλβανοί στην αρχή, οι Ουκρανοί στη συνέχεια, οι Κινέζοι κάπου στη μέση, οι Πακιστανοί και οι Αφγανοί στο τέλος. Φαινόταν ωσάν όλες οι φυλές να κατευθύνονταν προς τη χώρα μας για να εγκληματήσουν. Δίπλα σε αυτό τον εχθρό άρχισε να εικονογραφείται και ένας άλλος: η άγρια νεολαία, και κυρίως ο αντιεξουσιαστικός χώρος.
Κάπως έτσι το τηλεοπτικό σκηνικό της γενικευμένης προβαλλόμενης αστικής αστάθειας, ξεκινούσε με την παραβατική –ψευδή ή πραγματική– συμπεριφορά μεταναστών και συμπληρωνόταν με τις νεολαιίστικες συγκρούσεις –και αυτές υπαρκτές ή ανύπαρκτες– περί το κέντρο της Αθήνας. Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει μία κλοπή από μετανάστη ή να ανάψει μια φωτιά σε έναν σκουπιδοντενεκέ κατά τη διάρκεια κάποιου ασήμαντου επεισοδίου στα Εξάρχεια και να μην διακοπεί το πρόγραμμα για να προβληθεί η είδηση.
O Δεκέμβρης του 2008 αποκρυστάλλωσε και προσανατόλισε μια ήδη δρομολογημένη εξέλιξη. Παγιώθηκε η συνείδηση ότι η νεολαία είναι ο εχθρός και εν δυνάμει, όπως είχε αποδειχθεί με την εξέγερση, ένας επικίνδυνος εχθρός για το ίδιο το σύστημα. Οι μετανάστες προβλήθηκαν στην τηλεοπτική εικόνα, δίπλα στις συγκρούσεις στους δρόμους, ως λεηλατητές των σπασμένων καταστημάτων. Ακολούθησε το καλοκαίρι του 2010 η ανακάλυψη της «κρίσης του κέντρου της Αθήνας». Εμβληματική αφετηρία, η πλατεία Αγίου Παντελεήμονα, περιοχή που διέθετε ήδη από μία πενταετία πριν περγαμηνές ρατσιστικής αστυνομικής βίας κατά μεταναστών. Την ώρα που οι ρατσιστικές συμμορίες άρχισαν να κυριαρχούν, ο διάλογος για την Αθήνα βρισκόταν σε εξέλιξη. Τον ενίσχυε η πρόθεση του τότε Υπουργείου Περιβάλλοντος και της αυτοδιοίκησης για τον ανασχεδιασμό της πόλης. Εκείνο ακριβώς το καλοκαίρι ο διάλογος για την ανάπλαση περιοχών του κέντρου πέρασε στα χέρια του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Σε μία πρωτοφανή για τα δεδομένα της χώρας μετά το 19774 διαδικασία, το υπουργείο της ΕΛΑΣ και της ΕΥΠ ανέλαβε εκείνο τη διαβούλευση, έχοντας υπό τον συντονισμό του την αυτοδιοίκηση, τους θεσμικούς φορείς του πολεοδομικού σχεδιασμού, τους συλλόγους εμπόρων και τα επιμελητήρια. Κύριοι υπαίτιοι της κρίσης όπως διαπιστωνόταν και διαπιστώνεται: οι μετανάστες και οι διαδηλώσεις. Κύρια προτεινόμενα μέτρα: εκτενής αστυνόμευση, εκκένωση των κτιρίων όπου διέμεναν άστεγοι μετανάστες, περιορισμός των διαδηλώσεων.
Ανοίγοντας μια παρένθεση, προ λίγων μηνών, σε έρευνα της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ διαπιστώσαμε ότι στο Κουκάκι, δίπλα σε δύο σταθμούς μετρό, μία γραμμή τραμ, δηλαδή σε μια συνοικία που δεν έχει κανένα στοιχείο «αποκλεισμού», με αστικές αναπλάσεις που λογικά θα είχαν αναβαθμίσει το χώρο, το νέο μουσείο της Ακρόπολης και την πεζοδρόμηση της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, με ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μεταναστών στην Ελλάδα και χωρίς καθόλου διαδηλώσεις ή «ταραχές», εκεί λοιπόν, έχει διαλυθεί η τοπική εμπορική ζώνη. Εκατοντάδες κλειστά καταστήματα και εγκαταλειμμένα κτίρια. Το ευνοημένο και ήσυχο Κουκάκι, μακριά από τις ζώνες της έντασης, δίπλα στους μεγάλους κυκλοφοριακούς και συγκοινωνιακούς άξονες, δίπλα στον τουριστικό πλούτο έχει σήμερα ίδια δραματικά ποσοστά κλειστών καταστημάτων και κτιρίων με την οδό Σταδίου των διαδηλώσεων ή την πλατεία Βάθη των μεταναστών. Η εικόνα πολλών άλλων τοπικών κέντρων εκτός των «θερμών» ζωνών της Αθήνας είναι ακριβώς η ίδια. Αναρωτιόμαστε επομένως: Είναι δυνατόν σε μια πόλη που ρημάζει λόγω της οικονομικής κρίσης και της συστηματικής απορρύθμισης των δομών της, που ταυτόχρονα βίωσε τη φούσκα των ακινήτων και την εγκατάλειψη των κοινωνικών πολιτικών, να πιστεύουν και να διαδίδουν υπουργοί, δήμαρχοι, επιχειρηματίες, πολεοδόμοι, δημοσιογράφοι αυτούς τους μύθους; Μάλλον όχι.
Διαθέτουμε την εμπειρία της πολυετούς εφαρμογής των μέτρων για την ασφάλεια στην Αθήνα, μέσω της συνεχώς αυξανόμενης αστυνόμευσης, της επέκτασης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης σε κάθε τομέα του αστικού χώρου. Η πρωτεύουσα μας είναι ήδη μια από τις πλέον αστυνομοκρατούμενες πόλεις του πλανήτη και η πλέον αστυνομοκρατούμενη σε όλη την Ευρώπη. Το δόγμα της ασφάλειας δεν αμφισβητείται. Η εικόνα των συνεχών περιπόλων ενόπλων σε όλη την έκταση της πόλης, των μόνιμων μπλόκων και της στρατοπέδευσης μονάδων καταστολής σε κεντρικές πλατείες θεωρείται αυτονόητη.
Η αστική βία είναι τόσο παλιά όσο και οι πόλεις. Η αντιμετώπισή της με στρατιωτικού τύπου επεμβάσεις συμπίπτει ιστορικά με ολιγαρχικά καθεστώτα, τυραννίες και στιγμές μεγάλων κοινωνικών εκρήξεων. Το διακύβευμα, σε αυτές τις περιπτώσεις, υπήρξε πάντα η επιβίωση των κυρίαρχων, και όχι η προστασία των πολιτών, των νοικοκυριών, των καταστημάτων. Η ελληνική παραλλαγή του δόγματος της ασφάλειας δημιούργησε μία δυστοπία: η κατάσταση στην Αθήνα μοιάζει σήμερα με πόλεμο, όπου μία δύναμη έχει την ανάγκη να επιβληθεί στρατιωτικά, καθώς έχουν εκλείψει οι δυνατότητες να ηγεμονεύσει πολιτικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα κυβερνών οικονομικοπολιτικό σύστημα επιχειρεί να επιβληθεί διά της βίας και του φόβου στο σύνολο του αστικού πληθυσμού. Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί ούτε καν να ψιθυριστεί. Γιατί ακόμη ζούμε τυπικά σε καθεστώς δημοκρατίας.
Ο Νίκος Μπελαβίλας διδάσκει πολεοδομία στη Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου