Το 1993, στις αρχές, με σφιγμένη την καρδιά και ένα κάρο άγχη στο κεφάλι, μπήκα στο αεροπλάνο και μετανάστευσα από την Ελλάδα στο Βέλγιο. Στο αεροδρόμιο με αποχαιρέτησαν η μητέρα και ο πατέρας μου. Κλάψαμε πολύ και οι τρεις. Γύρω μας άγνωστοι έσερναν ξωπίσω τους βαλίτσες. Άλλοι αποχαιρετιούνταν κι άλλοι έφευγαν σιωπηλοί. Οι γονείς μου απαρηγόρητοι. Στιγμές που δεν θέλω να θυμάμαι γιατί με κάνουν και στεναχωριέμαι.
Στην αγκαλιά μου, μέσα σε έναν μάρσιπο χαρισμένο από Κερκυραία φίλη, κρατούσα το πρώτο μου παιδί. Στο ελεύθερο χέρι είχα μια μεγάλη γκρι βαλίτσα που μέσα περιείχε όλα μας τα υπάρχοντα. ‘Ηταν μια πτήση για Βρυξέλλες μέσω Φραγκφούρτης, η οποία μας παίδεψε πολύ λόγω καιρού. Το μωρό έκλαιγε. Μαζί του έκλαιγα κι εγώ. Τελικά στις Βρυξέλλες φτάσαμε με τρένο. Από τον ήλιο μετακομίσαμε στη χώρα της βροχής, και έξω ήταν νύχτα. Μας περίμενε ο σύντροφός μου.
Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Ήμασταν οικονομικοί μετανάστες σε μια χώρα που μιλούσαμε βέβαια τη γλώσσα της, δεν γνωρίζαμε όμως και πολλά γι’ αυτήν. Προσαρμοστήκαμε υποχρεωτικά, ακόμα και σε πράγματα που θεωρούσαμε πως ούτε μας ταίριαζαν ούτε θα μπορούσαμε ποτέ να τα δούμε “φυσιολογικά”. Είχαμε δουλειά και έναν άνθρωπο υπό την προστασία μας, και αυτό ήταν το μόνο σημαντικό. Εικοσιτέσσερα εγώ, εικοσιέξι εκείνος. Δυο παιδιά που προστάτευαν ένα μικρότερο παιδί. Δυο τρομαγμένες παιδικές ηλικίες και μία εκκολαπτόμενη. Δεν είναι εύκολα αυτά.
Είκοσι χρόνια αργότερα, και μετά από μακροσκελείς διαμονές σε άλλα μέρη της Ευρώπης, παραμένω μετανάστρια στον ίδιο τόπο. Εκείνο το απαρηγόρητο μωρό της πτήσης Αθήνα – Φραγκφούρτη – Βρυξέλλες με πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα την ώρα που το αποχαιρετούσα όταν επέστρεφε στην Ελλάδα για σπουδές. Μόνο του πια, χωρίς μάρσιπο, μεγάλο, έξω από την αγκαλιά μου. Έκλαψα όπως είχαν κλάψει άλλοτε και οι δικοί μου γονείς. Ένιωσα την ίδια πίκρα.
Είδα το έργο από την άλλη πλευρά και κατάλαβα πόσο ίδιο είναι. ‘Ηξερα πως ήταν για καλό, παρόλο που δεν είμαι σίγουρη για το πόσο παρηγορεί τα αισθήματα η γνώση.
Σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα Μετανάστη. Δεν προσπαθώ να συγκρίνω τα ασύγκριτα ούτε να παραλληλίσω καταστάσεις. Το μόνο που θα είχα να πω είναι πως ο αποχωρισμός είναι πάντα βαρύς και λουσμένος με αγωνία. Πως ακόμα και όταν οι συνθήκες στον καινούριο τόπο είναι ευνοϊκές, ένας μετανάστης παραμένει ένας ξεριζωμένος άνθρωπος. Και ποτέ δεν συνηθίζει. Βλέπω τους φίλους μου να σκορπίζουν εδώ κι εκεί και τους καταλαβαίνω. Βλέπω αγνώστους να σέρνουν πίσω τους βαλίτσες στα αεροδρόμια και κάτι μέσα μου σκιρτάει.
Κάποιος είπε πως πατρίδα είναι ο τόπος που σε αγκαλιάζει και μέσα του ζεις καλά. Εγώ θα έλεγα πατρίδα είναι ο τόπος που κλείνεις μέσα στην καρδιά σου. Η μετανάστευση είναι μια χαίνουσα πληγή. Όπως και να συμβαίνει.
Αλληλεγγύη στους ξεριζωμένους, λοιπόν. Και όχι εύκολες κρίσεις ή κριτικές. Ξέρουν κάτι που εσείς αγνοείτε. Εύχομαι να μην το μάθετε ποτέ.
Πηγή: The three wishes 's weblog via tvxs.gr
Στην αγκαλιά μου, μέσα σε έναν μάρσιπο χαρισμένο από Κερκυραία φίλη, κρατούσα το πρώτο μου παιδί. Στο ελεύθερο χέρι είχα μια μεγάλη γκρι βαλίτσα που μέσα περιείχε όλα μας τα υπάρχοντα. ‘Ηταν μια πτήση για Βρυξέλλες μέσω Φραγκφούρτης, η οποία μας παίδεψε πολύ λόγω καιρού. Το μωρό έκλαιγε. Μαζί του έκλαιγα κι εγώ. Τελικά στις Βρυξέλλες φτάσαμε με τρένο. Από τον ήλιο μετακομίσαμε στη χώρα της βροχής, και έξω ήταν νύχτα. Μας περίμενε ο σύντροφός μου.
Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Ήμασταν οικονομικοί μετανάστες σε μια χώρα που μιλούσαμε βέβαια τη γλώσσα της, δεν γνωρίζαμε όμως και πολλά γι’ αυτήν. Προσαρμοστήκαμε υποχρεωτικά, ακόμα και σε πράγματα που θεωρούσαμε πως ούτε μας ταίριαζαν ούτε θα μπορούσαμε ποτέ να τα δούμε “φυσιολογικά”. Είχαμε δουλειά και έναν άνθρωπο υπό την προστασία μας, και αυτό ήταν το μόνο σημαντικό. Εικοσιτέσσερα εγώ, εικοσιέξι εκείνος. Δυο παιδιά που προστάτευαν ένα μικρότερο παιδί. Δυο τρομαγμένες παιδικές ηλικίες και μία εκκολαπτόμενη. Δεν είναι εύκολα αυτά.
Είκοσι χρόνια αργότερα, και μετά από μακροσκελείς διαμονές σε άλλα μέρη της Ευρώπης, παραμένω μετανάστρια στον ίδιο τόπο. Εκείνο το απαρηγόρητο μωρό της πτήσης Αθήνα – Φραγκφούρτη – Βρυξέλλες με πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα την ώρα που το αποχαιρετούσα όταν επέστρεφε στην Ελλάδα για σπουδές. Μόνο του πια, χωρίς μάρσιπο, μεγάλο, έξω από την αγκαλιά μου. Έκλαψα όπως είχαν κλάψει άλλοτε και οι δικοί μου γονείς. Ένιωσα την ίδια πίκρα.
Είδα το έργο από την άλλη πλευρά και κατάλαβα πόσο ίδιο είναι. ‘Ηξερα πως ήταν για καλό, παρόλο που δεν είμαι σίγουρη για το πόσο παρηγορεί τα αισθήματα η γνώση.
Σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα Μετανάστη. Δεν προσπαθώ να συγκρίνω τα ασύγκριτα ούτε να παραλληλίσω καταστάσεις. Το μόνο που θα είχα να πω είναι πως ο αποχωρισμός είναι πάντα βαρύς και λουσμένος με αγωνία. Πως ακόμα και όταν οι συνθήκες στον καινούριο τόπο είναι ευνοϊκές, ένας μετανάστης παραμένει ένας ξεριζωμένος άνθρωπος. Και ποτέ δεν συνηθίζει. Βλέπω τους φίλους μου να σκορπίζουν εδώ κι εκεί και τους καταλαβαίνω. Βλέπω αγνώστους να σέρνουν πίσω τους βαλίτσες στα αεροδρόμια και κάτι μέσα μου σκιρτάει.
Κάποιος είπε πως πατρίδα είναι ο τόπος που σε αγκαλιάζει και μέσα του ζεις καλά. Εγώ θα έλεγα πατρίδα είναι ο τόπος που κλείνεις μέσα στην καρδιά σου. Η μετανάστευση είναι μια χαίνουσα πληγή. Όπως και να συμβαίνει.
Αλληλεγγύη στους ξεριζωμένους, λοιπόν. Και όχι εύκολες κρίσεις ή κριτικές. Ξέρουν κάτι που εσείς αγνοείτε. Εύχομαι να μην το μάθετε ποτέ.
Πηγή: The three wishes 's weblog via tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου