του Γιάννη Ζαϊμάκη
Η επίθεση στον Δημήτρη Στρατούλη στο Ολυμπιακό Στάδιο, την προηγούμενη Δευτέρα, δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός. Η διείσδυση της ακροδεξιάς στο ποδόσφαιρο είναι μια πραγματικότητα που έχει συνοδευτεί από ρατσιστικές και ξενοφοβικές συμπεριφορές και εκφράσεις συμβολικής βίας, εντός και εκτός γηπέδων. Το χρονικό αυτής της διείσδυσης ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, με τη θέσπιση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στη χώρα μας, την εντατικοποίηση των αγωνιστικών και οικονομικών ανταγωνισμών στο εμπορευματοποιημένο ποδόσφαιρο και την είσοδο σε αυτό μιας κρατικοδίαιτης αστικής τάξης ευέλικτων παραγόντων-επενδυτών.
Το ποδόσφαιρο έγινε ελκυστικός χώρος για επενδύσεις που λειτουργούσε, με όρους του Μπουρντιέ, ως μηχανισμός συσσώρευσης συμβολικού και κοινωνικού κεφαλαίου, ένας μεταμορφωμένος τύπος οικονομικού κεφαλαίου που παράγει ενέργεια με διάφορους τρόπους: διαφήμιση και διακίνηση προϊόντων, πρεστίζ και γόητρο, φοροαπαλλαγές, διευκολύνσεις και προνομιακές σχέσεις με την ανώτερη κρατική υπαλληλία, το πολιτικό σύστημα και τα συντεχνιακά συμφέροντα των ΜΜΕ. Σε αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον αυξήθηκαν τα σκάνδαλα, η οικονομική παραβατικότητα, η φοροδιαφυγή και ο παράνομος χρηματισμός. Το ποδόσφαιρο έγινε ένα πεδίο αέναης σύγκρουσης ανάμεσα σε παρασιτικά οικονομικά δίκτυα που οργανώνονταν γύρω από δημοφιλείς ομάδες που λειτουργούσαν με όρους πατρωνίας, ελέγχοντας δορυφορικά σωματεία και δίκτυα σχέσεων που επεκτεινόταν στις πολιτικές και τις τοπικές ελίτ.
Η επίθεση στον Δημήτρη Στρατούλη στο Ολυμπιακό Στάδιο, την προηγούμενη Δευτέρα, δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός. Η διείσδυση της ακροδεξιάς στο ποδόσφαιρο είναι μια πραγματικότητα που έχει συνοδευτεί από ρατσιστικές και ξενοφοβικές συμπεριφορές και εκφράσεις συμβολικής βίας, εντός και εκτός γηπέδων. Το χρονικό αυτής της διείσδυσης ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, με τη θέσπιση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στη χώρα μας, την εντατικοποίηση των αγωνιστικών και οικονομικών ανταγωνισμών στο εμπορευματοποιημένο ποδόσφαιρο και την είσοδο σε αυτό μιας κρατικοδίαιτης αστικής τάξης ευέλικτων παραγόντων-επενδυτών.
Το ποδόσφαιρο έγινε ελκυστικός χώρος για επενδύσεις που λειτουργούσε, με όρους του Μπουρντιέ, ως μηχανισμός συσσώρευσης συμβολικού και κοινωνικού κεφαλαίου, ένας μεταμορφωμένος τύπος οικονομικού κεφαλαίου που παράγει ενέργεια με διάφορους τρόπους: διαφήμιση και διακίνηση προϊόντων, πρεστίζ και γόητρο, φοροαπαλλαγές, διευκολύνσεις και προνομιακές σχέσεις με την ανώτερη κρατική υπαλληλία, το πολιτικό σύστημα και τα συντεχνιακά συμφέροντα των ΜΜΕ. Σε αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον αυξήθηκαν τα σκάνδαλα, η οικονομική παραβατικότητα, η φοροδιαφυγή και ο παράνομος χρηματισμός. Το ποδόσφαιρο έγινε ένα πεδίο αέναης σύγκρουσης ανάμεσα σε παρασιτικά οικονομικά δίκτυα που οργανώνονταν γύρω από δημοφιλείς ομάδες που λειτουργούσαν με όρους πατρωνίας, ελέγχοντας δορυφορικά σωματεία και δίκτυα σχέσεων που επεκτεινόταν στις πολιτικές και τις τοπικές ελίτ.
Σε αυτή τη μικροφυσική της ποδοσφαιρικής εξουσίας διαμορφώθηκαν οι πρώτοι πυρήνες φασιστικών οργανώσεων που υιοθετούσαν την πρακτική του πολιτικού εισοδισμού που είχε αναπτύξει ο ακροδεξιός χώρος σε δυτικές χώρες. Οι πρώτοι αυτοί πυρήνες ήταν ένα αμάλγαμα στοιχείων από την κουλτούρα των σκίνχεντ και του χέβυ μέταλ, εθνικιστικής ρητορείας και πάθους για τη διαχρονική αξία της ομάδας και του τόπου. Οργανώνοντας τελετουργίες με εθνικιστικούς συμβολισμούς και μετέχοντας σε επιθέσεις εναντίον άλλων οπαδών, οι ακροδεξιοί θύλακες προσπάθησαν, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, να κυριαρχήσουν στις κερκίδες. Οι πρώτες ναζιστικές οργανώσεις σε οπαδικούς κύκλους ξεκινάνε το 1979 και συνεχίζονται μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας (ΝΟΠΟ και Βασίλειος Βουλγαροκτόνος στον Παναθηναϊκό, ΤΟΦΑ στην ΑΕΚ, μικροί πυρήνες εθνικιστών στις παρυφές συνδέσμων των ομάδων της Θεσσαλονίκης). Όλοι αυτοί οι πυρήνες λειτούργησαν για λίγο, και τη δεκαετία του 1990 η ακροδεξιά διείσδυση βρισκόταν σε ύφεση. Η μικρή επιρροή της ακροδεξιάς στην ελληνική κοινωνία δεν ευνοούσε τη διεύρυνση του φαινομένου και οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ προτιμούσαν να προβάλλουν το πρότυπο του απολίτικου οπαδού-καταναλωτή — χρησιμοποιώντας ωστόσο ευκαιριακά τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς για τη διευθέτηση εντάσεων και την καταστολή εναλλακτικών φωνών στις ποδοσφαιρικές κοινότητες.
Από την αυγή της νέας χιλιετίας, τα δίκτυα των εθνικιστών οπαδών ενισχύθηκαν. Οργανωμένα γύρω από ακροδεξιές πολιτικές ομάδες, στρατολόγησαν νεαρούς κυρίως, που έμαθαν να επενδύουν το πάθος και την περηφάνια για την ομάδα τους σε συλλογικότητες που υπερασπιζόταν τα πατριωτικά ιδεώδη. Η οικονομική κρίση και τα αδιέξοδα των εφαρμοσμένων πολιτικών ευνοούσαν τη συσπείρωση γύρω από αυτές τις κοινότητες. Όπως έχει υποστηρίξει ο κοινωνιολόγος Αντόνιο Ροβέρσι, οι νεοφασιστικές κοσμοθεωρήσεις και τα φασιστικά σύμβολα στα πέταλα των γηπέδων ασκούν ισχυρή έλξη στη νεολαία σε περιόδους κρίσης, συνδεόμενα με μια διάθεση ανυποταξίας, αντισυμβατικότητας και αρρενωπότητας, καθώς και υπεράσπισης μιας παραδοσιακής τάξης πραγμάτων που απειλούνται από εξωτερικούς εχθρούς.
Στη δεκαετία που διανύουμε, οι οργανώσεις εθνικιστών οπαδών ενδυναμώθηκαν σε όλες τις μεγάλες ομάδες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Red Nationalist στους κόλπους των οπαδών του Ολυμπιακού και τη σημαντική τους επιρροή στην μετα-Κόκκαλη εποχή. Το πιο «επιτυχημένο» παράδειγμα παρέμβασης της ακροδεξιάς στο ποδόσφαιρο ήταν η δημιουργία, από επώνυμους ακροδεξιούς κύκλους κυρίως της Χρυσής Αυγής, της οργάνωσης «Γαλάζια Στρατιά, Φίλοι Εθνικών Ομάδων» το 2001: ναζιστικοί χαιρετισμοί, ρατσιστικές συμπεριφορές σε βάρος μεταναστών, συγκρούσεις με οπαδούς άλλων εθνικών ομάδων στο εξωτερικό και εκφράσεις φυλετικού μίσους ενάντια στους «προαιώνιους εχθρούς», τους Τούρκους ήταν μερικές από τις εκδηλώσεις της. Οι συντονισμένες μέσω διαδικτύου εκδηλώσεις εθνικιστικού παραληρήματος ενάντια στους «απολίτιστους» Τούρκους στον αγώνα της Εθνικής μας με την Τουρκία τον Μάρτιο του 2007 στο Καραϊσκάκη δείχνει την επικινδυνότητα αυτών των οργανωμένων στρατών και τον ρόλο που μπορούν να παίξουν σε μελλοντικές κοινωνικές εντάσεις, αλλά και τις ευθύνες των αρχών και του οπαδικού Τύπου για την ανοχή, αν όχι αποδοχή, τέτοιων συμπεριφορών.
Η νεοφασιστική ιδεολογία στα ελληνικά γήπεδο ενδύεται τον μανδύα μιας φαντασιακής αντίστασης στον μοντέρνο κόσμο και τις αντιφάσεις του, τον πολιτικό και κοινωνικό κομφορμισμό, τους διανοούμενους, τους πολιτικούς, την παγκοσμιοποίηση, το πολιτικό κατεστημένο και τον εκμοντερνισμό του ποδοσφαίρου, που οδηγεί στην αποσύνδεσή του από τις αξίες του τόπου και του έθνους. Οι εθνικιστές οπαδοί λειτουργούν ως μια φαντασιακή κοινότητα μιας οπαδικής αβανγκάρντ, η οποία εξυμνεί το πάθος για την ομάδα, τον επιθετικό ανδρισμό, την αξία της φυλής και τη λατρεία του τόπου. Το πάθος για την ομάδα και η πίστη στη δύναμη του λαού της, θέματα οικεία στην οπαδική ρητορική, γεφυρώνονται με τη φασιστική προσήλωση στον μύθο του έθνους. Ο ίδιος ο Μουσολίνι είχε επισημάνει τη σημασία του μύθου και του πάθους για τη φασιστική ιδεολογία. Σε λόγο του στη Νάπολι, το 1912 έλεγε: «Έχουμε δημιουργήσει τον δικό μας μύθο: μια πίστη, μια ελπίδα, ένα πάθος. Δεν είναι αναγκαίο να είναι πραγματικότητα. Γίνεται πραγματικότητα εφόσον είναι κάτι καλό, μια ελπίδα, μια πίστη, αυτό που είναι η ανδρεία. Ο μύθος μας είναι το έθνος, το μεγαλείο του. Και αυτός ο μύθος, αυτό το μεγαλείο ευχόμαστε να μεταφραστεί σε μια σύνθετη πραγματικότητα, και να υποτάξουμε όλα τα υπόλοιπα».[1]
Οι φασιστικοί οπαδικοί πυρήνες δεν χρησιμοποιούν άμεσα τη φασιστική ρητορική. Στρατολογούν κυρίως νεαρούς και αξιοποιούν το διαδίκτυο για να μεταφέρουν εικόνες οπαδικής έξαρσης και εθνικιστικής υπερηφάνειας. Επικαλούνται τη δύναμη και τη μαχητικότητα για την επίλυση των οπαδικών διαφορών και των κοινωνικών εντάσεων, προάγουν τις εκφραστικές τελετουργίες συμβολικής βίας και τον ημιστρατιωτικοποιημένο τρόπο λειτουργίας των νεοφασιστικών οργανώσεων, μετατρέποντας το πάθος για την ομάδα σε μίσος για τους εχθρικούς «άλλους».
Η ποδοσφαιρική μικροκοινωνία προσφέρει πολλές ευκαιρίες για τη δόμηση αυτών των «άλλων»: ποδοσφαιρικό κατεστημένο, «παράγκες», διαιτησία, αστυνομία, αντίπαλοι οπαδοί και ομάδες, ανταγωνιστικές πόλεις, ακόμη αριστεροί και αναρχικοί οπαδοί που αντιπροσωπεύουν μια τάξη συμβολικής μόλυνσης στις νεοφασιστικές παραστάσεις περί καθαρότητας του ποδοσφαίρου. Στην εποχή της κρίσης, η γκάμα των «άλλων» διευρύνεται και εκτός γηπέδων. Εχθροί τώρα είναι οι «Πολιτικοί Λαμόγια» (όπως έγραφαν πανό στα γήπεδα στη διάρκεια των διαδηλώσεων ενάντια του Μνημονίου, ευτυχώς μαζί άλλα, περισσότερο ευφυή και ριζοσπαστικά συνθήματα), το κράτος, οι μετανάστες, οι ξένοι, οι «αριστεροί μειοδότες» και οι κοινωνικές αλλαγές που απειλούν τις κοινότητες τους. Το κακό προσωποποιείται και ο εχθρός στοχοποιείται στη φιγούρα ενός εχθρικού αντίπαλου.
Οι κόσμοι των γηπέδων συμπυκνώνουν με τον δικό τους τρόπο τα αδιέξοδα μιας κοινωνίας σε οικονομική και πολιτιστική κρίση. Η ανασφάλεια, η ανεργία, οι ματαιωμένες προσδοκίες και οι βιογραφικές ρήξεις στα σχέδια ζωής των ανθρώπων έρχονται να προστεθούν στη γενικευμένη αίσθηση της αδικίας και της διαφθοράς του ποδοσφαίρου. Τα γήπεδα δεν είναι γενεσιουργοί παράγοντες του φασισμού, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Αυτές οι στάσεις φωλιάζουν και επωάζονται στο κοινωνικό σώμα, βρίσκουν ωστόσο την ευκαιρία να εκδηλωθούν με ένταση σε χώρους ευάλωτους στην εθνικιστική ρητορεία και την πατριδοκαπηλία. Το γήπεδο, καταφύγιο συναισθήματος και συλλογικής δράσης, γίνεται, σε μια εποχή ατομοκεντρισμού, αποξένωσης και απομάγευσης του κόσμου, ένα πεδίο κοινωνικής διαπάλης. Την ίδια ώρα που οι πυρήνες της Χρυσής Αυγής απλώνουν τα πλοκάμια τους στο «παιχνίδι του λαού», στην αντίθετη κατεύθυνση παρατηρούνται παρεμβατικές δράσεις οπαδών που εμπλέκονται σε δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης, αντιφασιστικά και αντιρατσιστικά συλλαλητήρια, διαμαρτυρίες για τις πολιτικές λιτότητας και ριζοσπαστικές συλλογικότητες. Η έκβαση αυτής της ιδεολογικής διαπάλης στους οπαδικούς χώρους και ο ρόλος που μπορεί να παίξουν οι ακροδεξιοί στρατοί στα γήπεδα στην περίπτωση μιας αριστερής διακυβέρνησης θα μας απασχολήσουν στο μέλλον.
Ο Γιάννης Ζαϊμάκης διδάσκει κοινωνιολογία στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
[1] F. Le Van Baumer, Main Currents of Western thought, Yale University Press, 1978 (α΄ έκδ.: 1952).
enthemata.wordpress.com
enthemata.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου