του Πάνου Παπαδόπουλου
Στην ψυχική υγεία, πολλοί εργαζόμενοι είναι απλήρωτοι εδώ και έξι μήνες. Τι πιο αναμενόμενο, εν μέσω κρίσης; Ωστόσο, η κρίση στην ψυχική υγεία έχει αρχίσει από το 2005. Πώς συνέβη αυτό;
Στο δημόσιο και δωρεάν σύστημα ψυχικής υγείας περιλαμβάνονται 65 περίπου ΜΚΟ (ΝΠΙΔ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, σωματεία ή αστικές εταιρείες) που αναπτύσσουν περίπου 220 μονάδες ψυχικής υγείας, κυρίως οικοτροφεία και ξενώνες αποασυλοποίησης, αλλά και μια σειρά άλλων υπηρεσιών: κέντρα ημέρας, κινητές μονάδες κλπ. Διαθέτουν δηλαδή περίπου το 50% των «κρεβατιών» σε μονάδες αποασυλοποίησης και συνολικά περίπου το 30% του συνόλου των μονάδων ψυχικής υγείας.
Η επίσημη αιτιολογία για την τόσο μεγάλη ανάπτυξη του λεγόμενου «τρίτου τομέα» στην ψυχική υγεία ήταν η δυνατότητά του να απορροφά γρήγορα και χωρίς πολλές «γραφειοκρατικές διαδικασίες» (π.χ. ΑΣΕΠ) τα κονδύλια της Ε.Ε. Υπάρχουν όμως και άλλοι δύο, ανομολόγητοι, λόγοι. Ο πρώτος είναι ένα ιδιότυπο πελατειακό κράτος: εκτός από κάποιους καθηγητές ψυχιατρικής και λίγες γνωστές ΜΚΟ που ενεπλάκησαν στο εγχείρημα, οι περισσότεροι φορείς δημιουργήθηκαν ad hoc, από σχετικούς και άσχετους, με την αξιοποίηση «πολιτικών επαφών». Ο δεύτερος και σημαντικότερος λόγος είναι η στρατηγική επιλογή του νεοφιλελεύθερου κράτους, ήδη προ της κρίσης, για «ελαστικοποίηση» του κοινωνικού κράτους.
Ο νεοφιλελευθερισμός, ως γνωστόν, δεν συμπαθεί τις υπηρεσίες του κοινωνικού κράτους. Είτε το θεωρεί «βαρίδι» για την «ανάπτυξη» και προσπαθεί να περιορίσει τα έξοδά του, είτε, στην πιο ακραία εκδοχή του, πιστεύει ακράδαντα στον κοινωνικό δαρβινισμό, θεωρώντας «περιττά σώματα» όλους τους «μη κανονικούς». Ειδικά οι σταθερές δομές του κοινωνικού κράτους υπήρξαν μόνιμος αντίπαλος της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, συν τοις άλλοις διότι εκεί πολλές φορές υπήρχαν και τα πιο μαχητικά στοιχεία του συνδικαλιστικού κινήματος, η καθυπόταξη του οποίου είναι βασικός στόχος της.
Στην πιο σκληρή εκδοχή του, το κοινωνικό κράτος του νεοφιλελευθερισμού ιδιωτικοποιείται πλήρως, και οι παροχές σε είδος αντικαθίστανται στην καλύτερη περίπτωση από κουπόνια, με τα οποία ο δικαιούχος μπορεί να «ψωνίσει» υπηρεσίες από τον ιδιωτικό τομέα. Στο ελαστικοποιημένο κοινωνικό κράτος υπάρχουν ακόμα χρηματοδοτούμενες υπηρεσίες, μόνο που δεν ανήκουν στο κράτος αλλά σε «μικτά σχήματα» (μη αμιγώς κρατικά, αλλά όχι αναγκαστικά κερδοσκοπικά), και η χρηματοδότησή τους είναι ελαστική: δεν είναι σταθερή, εξαρτάται από την «απόδοση» ειδικών πόρων, είναι διαπραγματεύσιμη, και ως προς το ύψος και ως προς τη διάρκεια. Ελαστικά είναι και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Η μονιμότητα προφανώς δεν ισχύει, συνήθως δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις, ενώ, αντίθετα, οι εργοδότες διαθέτουν όλα τα πλεονεκτήματα του εργατικού δικαίου (λ.χ. απόλυτο διευθυντικό δικαίωμα). Ένα κοινωνικό κράτος επισφαλές και «λάιτ», με εργαζόμενους κακοπληρωμένους, μη συνδικαλισμένους και φοβισμένους, και με «ενδιάμεσες» διοικήσεις φορέων που σε πολλές περιπτώσεις συμπεριφέρονταν σαν τους πιο σκληρούς εργοδότες.
Επομένως, η κακοδαιμονία του συστήματος ψυχικής υγείας είναι μέρος μιας συνολικότερης στρατηγικής κατεδάφισης του κοινωνικού κράτους και απόδοσης των πιο κερδοφόρων κομματιών του σε πάσης φύσεως ιδιωτικά συμφέροντα. Ακόμα και αν οι ΜΚΟ ψυχικής υγείας δεν είναι ο ορισμός αυτού που θα λέγαμε ιδιωτικό συμφέρον, σίγουρα ένα σύστημα ψυχικής υγείας βασισμένο σε ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και λογικές θα τείνει σταθερά, και ανεξάρτητα από προθέσεις, να «ολοκληρωθεί» σε πιο καθαρές μορφές του νεοφιλελεύθερου ιδεότυπου, όπου θα εντείνεται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η εκμετάλλευση της εργασίας και η διαχειριστική λογική αντιμετώπισης της ασθένειας και του ανθρώπινου πόνου.
Γίνεται σαφές λοιπόν ότι η τύχη των μονάδων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανατροπή των πολιτικών της λιτότητας. Δεν πρόκειται να υπάρξει οριστική λύση, αν δεν υπάρξει μια στρατηγική απεμπλοκής από τα Μνημόνια και τις πολιτικές διάλυσης του κοινωνικού κράτους. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι προφανές ότι το αίτημα για την ένταξη των μονάδων αυτών στο Εθνικό Σύστημα Υγείας είναι απολύτως έγκυρο. Δεν μπορούν να υπάρχουν υπηρεσίες δυο ταχυτήτων, ούτε εργαζόμενοι που να κάνουν την ίδια δουλειά με λιγότερα δικαιώματα, μέσα σε ένα ενιαίο σύστημα. Αλλά και ο ρόλος των ΜΚΟ δεν είναι η παροχή υπηρεσιών προς το κράτος, ακόμα και αν η σχέση δεν είναι πελατειακή.
Βέβαια, οι όροι και οι προϋποθέσεις με τις οποίες θα ενταχθούν αυτές οι υπηρεσίες στο δημόσιο είναι κάτι που διασταυρώνεται με τη γενικότερη συζήτηση για τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, του ΕΣΥ αλλά και των δημόσιων υπηρεσιών γενικότερα — κάτι που βέβαια εκφεύγει των ορίων του άρθρου. Η προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ούτε ως ταύτιση με το απαράδεκτο καθεστώς ευνοιοκρατίας, κομματισμού και διαφθοράς που μας κληροδότησαν οι κυβερνήσεις του πάλαι ποτέ δικομματισμού, ούτε ως αναπαραγωγή συντεχνιακών λογικών «βολέματος» στο δημόσιο. Αντίθετα, είναι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος αν πραγματικά πιστέουμε στα συλλογικά αγαθά, αν θέλουμε ένα ενιαίο και ποιοτικό Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Επειδή όμως δεν είναι παραγωγικό να παραπέμπουμε τις λύσεις σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, υπάρχουν άμεσα μέτρα που, αύριο κιόλας, μπορούν να αλλάξουν την εικόνα.
Πρώτα και κύρια, η πλήρης χρηματοδότηση των πραγματικών αναγκών. Δυστυχώς, κοινωνικό κράτος μόνο με «θεσμικές παρεμβάσεις» και «διοικητικές αναδιαρθρώσεις» δεν γίνεται. Χρειάζεται και χρήμα. Μόνο οι απολογητές του νεοφιλελευθερισμού ισχυρίζονται ότι μπορούν να λειτουργήσουν τις δομές του κοινωνικού κράτους χωρίς χρήμα. Δεύτερον, συλλογική σύμβαση με αξιοπρεπείς απολαβές και εξασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Στους όρους πρέπει να συμπεριληφθεί απαραίτητα και η απαγόρευση απολύσεων με μονομερή απόφαση, καθώς το προηγούμενο διάστημα έγινε μεγάλη κατάχρηση για λόγους άσχετους με την ποιοτική λειτουργία των μονάδων. Τρίτον, ενίσχυση των θεσμών διαφάνειας και λογοδοσίας. Είναι ασφαλώς άδικο να καταλογίζουμε στον τομέα της ψυχικής υγείας αμαρτίες ενός ολόκληρου κράτους, τα προβλήματα όμως υπάρχουν και δεν μπορούμε να τα κρύβουμε.
Τέλος, πρέπει να ενισχυθεί θεσμικά η δυνατότητα αυτοδιαχείρισης των μονάδων από τους εργαζόμενους. Να δοθεί δηλαδή η δυνατότητα, αλλά και η ευκαιρία και τα κίνητρα, ώστε οι εργαζόμενοι να αναλάβουν οι ίδιοι συλλογικά τη διαχείριση των μονάδων που εργάζονται. Αυτό δεν είναι μια διαχειριστική επιλογή μπροστά στην κρίση· είναι οραματικό στοιχείο μιας αριστερής οπτικής για την οργάνωση της εργασίας και της κοινωνίας εν γένει. Είναι ώρα να μη μιλάμε μόνο για όλα αυτά, αλλά να τα δούμε στην πράξη.
Ο Πάνος Παπαδόπουλος είναι νομικός, επιστημονικός συνεργάτης της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου