Συνέντευξη του Λίο Πάνιτς
μετάφραση: Στρ. Μπουλαλάκης
Η συνέντευξη, της οποίας δημοσιεύουμε αποσπάσματα δόθηκε με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου του Leo Panitch και του Sam Gindin, The Making of Global Capitalism (Verso, 2012) και δημοσιεύθηκε στο new left project (http: //www.newleftproject.org/). Ο Πάνιτς, καθηγητής συγκριτικής πολιτικής οικονομίας στο York University, επί σειρά ετών εκδότης του The Socialist Register, είναι μια από τις κορυφαίες μορφές στον χώρο της αριστερής οικονομικής θεωρίας.
Με ποια έννοια ο καπιταλισμός είναι ένα «παγκόσμιο» σύστημα;
Ο κόσμος μας εξακολουθεί να απαρτίζεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από έθνη-κράτη με διακριτές οικονομίες, ταξικές και κοινωνικές δομές. Τούτου δοθέντος, πολλές από αυτές τις οικονομίες ενσωματώνονται στα δίκτυα παραγωγής των πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίες παράγουν, δρουν οικονομικά αναθέτοντας σε τρίτους ή υπογράφουν συμβάσεις σε πολλές διαφορετικές χώρες. Πολλά κράτη πλέον εξαρτώνται, για πολύ μεγάλο μέρος του ΑΕΠ τους, από τις εξαγωγές και το εμπόριο,
δραστηριότητες οι οποίες, με τη σειρά τους, συνδέονται άρρηκτα με το διεθνές τραπεζικό σύστημα (μέσω των εμπορικών πιστώσεων, των παραγώγων της αγοράς συναλλάγματος κ.ο.κ.). Οι επενδύσεις και οι εμπορικές τράπεζες είναι σήμερα εντελώς διεθνοποιημένες. Αυτό που προέβλεπε ο Μαρξ το 1850, ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα με τάσεις παγκοσμιοποίησης, σήμερα, κατά το μάλλον ή ήττον, σήμερα πραγματικότητα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η αλλαγή στην Ελλάδα
δραστηριότητες οι οποίες, με τη σειρά τους, συνδέονται άρρηκτα με το διεθνές τραπεζικό σύστημα (μέσω των εμπορικών πιστώσεων, των παραγώγων της αγοράς συναλλάγματος κ.ο.κ.). Οι επενδύσεις και οι εμπορικές τράπεζες είναι σήμερα εντελώς διεθνοποιημένες. Αυτό που προέβλεπε ο Μαρξ το 1850, ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα με τάσεις παγκοσμιοποίησης, σήμερα, κατά το μάλλον ή ήττον, σήμερα πραγματικότητα.
Τι ρόλο παίζουν τα κράτη στην ύπαρξη αυτής της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης;
Το βιβλίο μας ξεκινάει με δύο παραθέματα. Το πρώτο είναι του διεθνολόγου David Held, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έκανε λόγο για μια ολοένα και πιο διεθνική παγκόσμια οικονομία, η οποία θα παρακάμπτει ακόμη και τα ισχυρότερα κράτη. Το δεύτερο είναι του Eric Hobsbawm, από τη θαυμάσια Εποχή των Άκρων, όπου γράφει ότι οι πολυεθνικές θα προτιμούσαν έναν κόσμο «όπου θα υπήρχαν κράτη-νάνοι ή και δεν θα υπήρχαν καθόλου κράτη». Το βιβλίο μας συνιστά μια απόπειρα διόρθωσης αυτών των τεράστιων παρανοήσεων.
Οι πολυεθνικές χρειάζονται τα κράτη. Καθώς αναπτύσσουν τη δράση τους ανά τον κόσμο, λειτουργούν σε ολοένα και περισσότερα κράτη. Κάθε άλλο παρά επιθυμούν τα κράτη αυτά να είναι νάνοι· τους χρειάζονται κράτη ικανά να προστατεύσουν την ιδιοκτησία, να διασφαλίζουν τις συμβάσεις και τις συναλλαγές μέσω κατάλληλων και αποτελεσματικών νομικών συστημάτων, να κατασκευάζουν υποδομές και να τους εξασφαλίζουν ένα σταθερό εργατικό δυναμικό.
Πώς πρέπει να ερμηνεύσουμε την αλληλεπίδραση διεθνών οικονομικών και εθνικών πολιτικών δυνάμεων; Οι διεθνείς οικονομικές δυνάμεις μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα ως διακρατικές πιέσεις, που παίρνουν οικονομική μορφή; Θα πρέπει να δούμε κυρίως πώς οι διεθνείς οικονομικές πιέσεις αυξάνουν ή υπονομεύουν την εξουσία συγκεκριμένων εγχώριων δυνάμεων;
Πιστεύω ότι η διχοτομία είναι λανθασμένη. Καταρχάς, όταν πολυεθνικές ή διεθνείς τράπεζες δρουν μέσα σε ένα δεδομένο έθνος –γιατί αυτός, τα έθνη-κράτη, είναι ο χώρος που δρουν– αποτελούν ταξικές δυνάμεις στο εσωτερικό αυτών των κοινωνιών. Αυτό αμέσως τροποποιεί το ερώτημα περί της σχέσης «εσωτερικού» και «εξωτερικού». Δεύτερον, όταν κράτη του Τρίτου Κόσμου άρχισαν να εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές τη δεκαετία του 1980 και του 1990, πολλοί το ερμήνευσαν ως μια εξέλιξη που επιβλήθηκε από το ΔΝΤ. Όμως, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχουν και εγχώριες αστικές δυνάμεις, στο εσωτερικό κάθε κράτους, οι οποίες πιέζουν για αυτού του είδους τις μεταρρυθμίσεις. Η αναγκαστική προσφυγή στο ΔΝΤ επέτρεψε στις κυβερνήσεις να πουν στην κοινωνία: «Κοιτάξτε, δεν θέλαμε να το κάνουμε αυτό, αλλά μας υποχρέωσε το ΔΝΤ». Ωστόσο, αυτό που έκανε στην πραγματικότητα το ΔΝΤ ήταν να ενισχύσει τις πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις, στο εσωτερικό αυτών των κρατών, που ήδη πίεζαν για την κατάργηση των ελέγχων των κεφαλαίων, επιδίωκαν να δρουν ως υπεργολάβοι των πολυεθνικών κ.ο.κ. Έτσι, διαπιστώνουμε ότι οι εγχώριες και οι διεθνείς πιέσεις συμπορεύονται.
Αυτό λειτουργεί επίσης στο επίπεδο των διεθνών φόρουμ, όπου συναντιούνται τα κράτη. Στο ΔΝΤ, στους G7, στους G20, οι αρχηγοί των κρατών, οι αξιωματούχοι των υπουργείων Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν συνηθίσει να χρησιμοποιούν μια κοινή γλώσσα, να σκέφτονται με κοινούς όρους, να αναπτύσσουν κοινές πολιτικές, να καλλιεργούν μια αίσθηση φιλίας και υποχρέωσης ο ένας στον άλλο. Αυτό αποτελεί έναν παράγοντα εναρμόνισης της πολιτικής. Και πάλι, όμως, δεν πρέπει να το δούμε σαν μια διαδικασία που αρχίζει στο «εξωτερικό» και στη συνέχεια επιβάλλεται στο «εσωτερικό», αλλά ως προϊόν μιας διαλεκτικής μεταξύ του «εσωτερικού» και του «εξωτερικού»
Ποιες είναι οι επιπτώσεις του ότι δεν μπορούμε να έχουμε δημοκρατικές σοσιαλιστικές αλλαγές σε ένα μόνο κράτος, χωρίς αλλαγές στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, για τη στρατηγική της Αριστεράς;
Καταρχάς, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να απαλλαγούμε από την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς την κατάκτηση της εξουσίας. Είναι εντελώς αδύνατο να προχωρήσουμε σε έναν καλύτερο κόσμο, εάν ο συσχετισμός των κοινωνικών δυνάμεων που συγκρούονται σε κάθε κοινωνία δεν εκφραστεί και σε έναν μετασχηματισμό –από την άποψη της οργάνωσης, αλλά και της πολιτικής– του κράτους σε αυτές τις κοινωνίες.
Αντιστοίχως, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από μια πολιτική της διαμαρτυρίας. Αν και εξαιρετικά αναζωογονητικές και δημιουργικές, οι διαδηλώσεις πρέπει να τροφοδοτήσουν τη δημιουργία μιας πολιτικής οργάνωσης, η οποία να έχει ως στόχο όχι μόνο να στέκεται έξω από το κράτος και να του πετάει ντομάτες ή να συγκρούεται με την αστυνομία, αλλά να οικοδομήσει τους τύπους οργάνωσης που μπορούν να μπουν μέσα στο κράτος και να το αλλάξουν.
Πόσο θα καταφέρουμε να προχωρήσουμε αν δεν έχουμε πολιτικά οχήματα τα οποία μπορούν να μπουν στο κράτος, επιδιώκοντας να εφαρμόσουν το πρόγραμμα αυτό; Γι’ αυτό και πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πώς να οικοδομήσουμε μια νέα πολιτική οργάνωση. Καταλαβαίνω βέβαια την ανησυχία της νεότερης γενιάς, να μην επαναλάβουμε τα παλιά κομμουνιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Αυτό εξαρτάται από το πόσο θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τη δημιουργικότητα των διαδηλώσεων, χρησιμοποιώντας την για να οικοδομήσουμε οργανώσεις που θα είναι ικανές να υπερβούν αυτά τα –εν πολλοίς αντιδημοκρατικά– μοντέλα.
Οι συγκρούσεις στο εσωτερικό κάθε έθνους-κράτους, και όχι μεταξύ των κρατών, δημιουργούν τα πραγματικά ρήγματα σήμερα. Για να δώσω δύο πρόχειρα παραδείγματα. Πρώτον, πρέπει να δούμε τι σημαίνουν τα διαδοχικά κύματα απεργιών στην Κίνα για τον τρόπο με τον οποίο η χώρα έχει ενσωματωθεί στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Δεύτερον, πρέπει να δούμε, ποιες είναι οι δυνάμεις, μέσα στην Ελλάδα, που έχουν κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ το πιο ελπιδοφόρο αντι-νεοφιλελεύθερο κόμμα στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.
Αυτό σημαίνει, για να μείνουμε στο ελληνικό παράδειγμα, ότι ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το ποιες θα είναι οι επιτυχίες του ΣΥΡΙΖΑ, αυτές θα μπορέσουν να προχωρήσουν μόνο αν έχουμε αντίστοιχες αλλαγές στον συσχετισμό των δυνάμεων στην Ευρώπη, ιδιαίτερα τη Βόρεια Ευρώπη και, κυρίως, τη Γερμανία. Βρισκόμαστε ξανά στο 1917: η αλλαγή συμβαίνει στον πιο αδύναμο κρίκο. Το αν όμως θα μπορέσουν, στην Ελλάδα, οι δυνάμεις της ριζικής αλλαγής να φέρουν σε πέρας την αλλαγή αυτή με δημοκρατικό τρόπο και να πετύχουν τους στόχους τους εξαρτάται από τις αλλαγές στο εσωτερικό άλλων εθνών-κρατών, και κυρίως των ισχυρότερων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου